3 όμορφα
σκίτσα της Παραμυθιάς του πολέμου του 40’, εντοπίστηκαν πριν απο μερικά χρονια
στα ράφια ενός παλαιοπωλείου βιβλίων στο Βερολίνο.
Ο τίτλος
του βιβλίου, «Το Εντελβάις-Βαριετέ της Πρώτης Ορεινής Μεραρχίας κάτω από τον
ήλιο της Ελλάδας» (Das Edelweiß-Varieté der 1.Gebirgs Division unter der Sonne
von Hellas) και με συγγραφέα κάποιον Ρόλαντ Σμιτ (RolandSchmidt). Είναι εκδοση
του 1994 και περιγράφει την ζωή του Σμιτ ως στρατιώτη στην Ήπειρο το Νοέμβριο
του 1943 και περιέχει πολυάριθμες φωτογραφίες και σκίτσα, που συνοδεύουν τη λιτή
αφήγηση του βιβλίου, προσδίδουν μια επί πλέον αξία στις περιγραφές του
συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει επάγγελμα ζωγράφου και
γραφίστα.
Μεταξύ των
εικόνων και 3 πολύ όμορφα σκίτσα της Παραμυθιάς, πριν ακόμα ξεσπάσουμε στα
κτίσματα του παρελθόντος για να εξορκίσουμε τα φαντάσματα που μας στοίχειωναν
(έτσι μας έλεγε το μυαλό μας).
Διαβάστε
πως ειχε περιγράψει στην εφημερίδα Ηπειρώτικος Αγών, ο Γιώργος Βραζιτούλης το
βιβλίο και την ζωή του Σμίτ:
Ψάχνοντας πρόσφατα στα ράφια ενός
παλαιοπωλείου βιβλίων στο Βερολίνο, έπεσε στα χέρια μου ένα εκ πρώτης όψεως
ασήμαντο βιβλιαράκι, με τον τίτλο «Το «Εντελβάις-Βαριετέ» της Πρώτης Ορεινής
Μεραρχίας κάτω από τον ήλιο της Ελλάδας» (Das Edelweiß-Varieté der
1.Gebirgs-Division unter der Sonne von Hellas) και με συγγραφέα κάποιον Ρόλαντ
Σμιτ (RolandSchmidt). Με το πρώτο ξεφύλλισμα του 80σέλιδου αυτού βιβλίου, που
αποτελεί μια ιδιωτική έκδοση του συγγραφέα από το 1994, διαπίστωσα με έκπληξη,
ότι κρατούσα στα χέρια μου μια σπάνια μαρτυρία ενός γερμανού στρατιώτη από τη
θητεία του στα Γιάννενα, στο διάστημα μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 1943,
βασισμένη σε σημειώσεις του προσωπικού του ημερολογίου από εκείνη την εποχή.
Πολυάριθμες φωτογραφίες και σκίτσα, που συνοδεύουν τη λιτή αφήγηση του βιβλίου,
προσδίδουν μια επί πλέον αξία στις περιγραφές του συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει
επάγγελμα ζωγράφου και γραφίστα.
Ο
Ρόλαντ Σμιτ, γεννημένος το 1917, υπηρέτησε στη γερμανική Βέρμαχτ στο Σώμα των
Ορεινών Καταδρομέων. Όταν βρίσκονταν στο ρωσικό μέτωπο, είχε την καλή τύχη, τον
Ιανουάριο του 1942, να συμμετάσχει, μετά από εντολή του διοικητή της 1ης Ορεινής
Μεραρχίας, στρατηγού Χούμπερτ Λαντς (Hubert Lanz), στη δημιουργία ενός
στρατιωτικού θιάσου-βαριετέ για την ψυχαγωγία των γερμανών στρατιωτών. Με τον
ερχομό της Μεραρχίας στην Ελλάδα και την εγκατάστασή της στα Γιάννενα, ο θίασος
αυτός, που έφερε, όπως και η αντίστοιχη Μεραρχία, το τιμητικό όνομα
«Εντελβάις»-Βαριετέ, ανασυγκροτήθηκε και έδωσε στη συνέχεια μια σειρά
παραστάσεων στα Γιάννενα, τη Φλώρινα, την Κορυτσά, τους Φιλιάτες, την
Ηγουμενίτσα, την Κέρκυρα και στους Αγίους Σαράντα. Το πρόγραμμα των παραστάσεων,
τις οποίες μπορούσε να παρακολουθήσει, εκτός από τους στρατιώτες και ο ντόπιος
πληθυσμός, υπήρξε πολυποίκιλο. Περιελάμβανε διάφορα χιουμοριστικά σκετς,
ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά νούμερα, παραδοσιακά γερμανικά τραγούδια και
χορωδιακές παρωδίες. Ο Σμιτ συμμετείχε, όπως αναφέρει, ως «τραγουδιστής,
ακορντεονίστας, κιθαρίστας, σκηνοθέτης προγράμματος και μπαλέτου και άλλων
καλλιτεχνικών θεμάτων» στην 14μελή αυτή ομάδα.
Στα
Γιάννενα οι παραστάσεις δίνονταν στον κινηματογράφο του Ορφέα, που βρίσκονταν,
ως γνωστόν, δίπλα στο Ξενοδοχείο Ακροπόλ, έδρα τότε της γερμανικής στρατιωτικής
διοίκησης. Η πρεμιέρα του Βαριετέ δόθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1943 και θα πρέπει να
στέφθηκε από εξαιρετική επιτυχία, αφού μετά από τρεις κατάμεστες παραστάσεις
μέσα στην ίδια μέρα στον Ορφέα, η Διοίκηση ικανοποιημένη επιβράβευσε τους
πρωταγωνιστές, εκτός των άλλων και με «δυο καλάθια γεμάτα με εκλεκτά κρασιά».
Εκείνο το διάστημα εμφανίζονταν στον Ορφέα σποραδικά και ένας ελληνικός θίασος,
ενώ τακτικά γίνονταν επίσης προβολές γερμανικών κινηματογραφικών ταινιών. Η
τελευταία παράσταση του Βαριετέ «Εντελβάις» στα Γιάννενα ανέβηκε στις 14
Νοεμβρίου 1943.
Οι
καταγραφές για τα Γιάννενα στο ημερολόγιο του Σμιτ ξεκινούν στις 20 Αυγούστου
1943, ημέρα της άφιξής του στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα. Στη πρώτη του βόλτα στην
πόλη, που όπως σημειώνει, «φημίζεται για τις ωραίες και ελκυστικές γυναίκες
της», έμεινε ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος. «Στα ξενοδοχεία κάθονται οι προύχοντες
σαν να ζούσαν στις παλαιότερες εποχές. Σ” αυτή την πόλη στροβιλίζεται μια τόσο
έντονη, ζωηρή, νοτιοευρωπαϊκή ζωή, που δεν συναντήσαμε πουθενά έως τώρα. Τα
μαγαζιά, τα καρότσια με τις πραμάτειες, τα εργαστήρια, οι ταβέρνες είναι όλα
ανοιχτά προς τη μεριά του δρόμου, συχνά υπαίθρια. Μπορεί να πει κανείς, ότι η
ζωή κυλάει δημόσια, έξω στο δρόμο. … Χαζεύουμε όλον αυτόν τον κόσμο και μας
φαίνεται σαν να ζούμε μια μικρή περιπέτεια γεμάτη ερεθίσματα και
ιδιαιτερότητες».
Σε όλες
τις σημειώσεις του ημερολογίου του είναι διάχυτη μια ευτυχία, η οποία οφείλεται
στην ανέμελη και προπάντων ειρηνική καθημερινότητα, μακριά από στρατιωτικές ή
άλλου είδους εγκληματικές επιχειρήσεις ενάντια στους αντάρτες ή τον άμαχο
πληθυσμό. Το καθημερινό πρόγραμμα αποτελούνταν από τις διάφορες πρόβες, την
κατασκευή των αυτοσχέδιων σκηνικών και πλακάτ ή το ράψιμο των απαραίτητων
κοστουμιών. Ο καιρός συνέβαλε επίσης, εκείνη τη χρονιά, στην όλη «ειδυλλιακή»
ατμόσφαιρα, αφού όπως περιγράφει ο Σμιτ, μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου είχαν
καλοκαιρινές θερμοκρασίες και σχεδόν διαρκώς ηλιοφάνεια. Ακόμη και η ελονοσία
που εξουθένωσε τον ίδιο, καθηλώνοντάς τον για πολλές ημέρες στο κρεβάτι με υψηλό
πυρετό, δεν φαίνεται να είχε χαλάσει την άριστη διάθεσή του. Επίσης, όταν
εύρισκε χρόνο, έβγαινε συχνά και ζωγράφιζε στα διάφορα σοκάκια της πόλης, ενώ
τις ζεστές μέρες δεν έλειπε από το πρόγραμμα το κολύμπι με την παρέα του στα
νερά της λίμνης .
Τα μέλη
του Βαριετέ είχαν το προνόμιο να φιλοξενούνται σε διάφορα επιταγμένα σπίτια μέσα
στην πόλη και όχι στους στρατώνες, όπως η πλειοψηφία των υπόλοιπων στρατιωτών. Ο
Σμιτ συγκατοικούσε με έναν συνάδελφό του σε ένα δωμάτιο στο φαρμακείο του
Τζαβέλα – όπως αναφέρει – επί της οδού Αβέρωφ και δείχνει εξαιρετικά
ενθουσιασμένος. «Οι σπιτονοικοκύρηδες - γράφει στο ημερολόγιο – μιλάνε όλοι
τους πολύ καλά γαλλικά, είναι πολύ φιλικοί μαζί μας και ταυτόχρονα συμπαθείς.
Μιλάμε και εμείς γαλλικά και έτσι δεν έχουμε δυσκολίες στη συνεννόηση. Το
δωμάτιό μας είναι ένα κόσμημα! Καθαρά στρωμένα κρεβάτια με χρωματιστές
κουβέρτες, ένας μικρός καναπές με μαξιλάρια, κομοδίνο, ντουλάπα και νιπτήρας,
έχουμε όλες τις ανέσεις». Τον σπιτονοικοκύρη του, κύριο Τζαβέλα, τον περιγράφει
ως έναν «πολύ ευγενή και συμπαθητικό άνθρωπο». Τους αφηγήθηκε, ότι ο ένας από
τους γιούς του ζούσε στο Αμβούργο και ο δεύτερος στην Αθήνα. Στο σπίτι αυτό
μαζεύονταν συχνά οι καλλιτέχνες του Βαριετέ, έπαιζαν μουσική, μαγείρευαν,
έτρωγαν και γλεντούσαν μέχρι αργά ή άκουγαν στο ραδιόφωνο τον Φύρερ, στα διάφορα
διαγγέλματά του προς τον γερμανικό λαό.
H επίσκεψη
στην Κέρκυρα Στις 5 Νοεμβρίου 1943 ο Ρόλαντ Σμιτ επιβιβάζονταν με τα υπόλοιπα
μέλη του Βαριετέ «Εντελβάις» σε ένα μηχανοκίνητο καΐκι στο λιμάνι της
Ηγουμενίτσας με προορισμό το νησί των Φαιάκων. Όπως αναφέρει σχετικά στο βιβλίο
με τις αναμνήσεις του από εκείνη την εποχή, μετά από ένα τετράωρο ξένοιαστο
ταξίδι, με τραγούδια και τη συνοδεία δελφινιών που κυνηγιούνταν στη θάλασσα
δίπλα τους, έφτασαν στο λιμάνι της Κέρκυρας. Στη θέα των γύρω βομβαρδισμένων
σπιτιών ο Σμιτ θα επανέλθει για λίγο στην πραγματικότητα του πολέμου. «Πόσο
κρίμα – θα σημειώσει διακριτικά στο ημερολόγιό του – που ειδικά στην περιοχή του
λιμανιού τα σπίτια παρουσιάζουν πολλές ζημιές». Αφού μετέφεραν τα πράγματα του
θιάσου στο κτίριο που θα δίνονταν οι παραστάσεις οι στρατιώτες-καλλιτέχνες
εγκαταστάθηκαν στο Ξενοδοχείο Metropol, κοντά στο λιμάνι. «Ωραία δωμάτια, με
τρέχον νερό. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;» γράφει . Ο Σμιτ έμεινε γοητευμένος από
την ομορφιά της πόλης. «Η πόλη είναι τόσο θελκτική, γραφική και ειδυλλιακή –
σημειώνει στο ημερολόγιό του. Τα ψηλά σπίτια με τα πολλά εξώστεγα, τα στενά
δρομάκια, απλά αυτό το «ακανόνιστο» αποτελούν χάρμα οφθαλμών. Και κυρίως η
βλάστηση διεγείρει τον ενθουσιασμό μου. Σε όλη την πόλη, σε κάθε πάρκο, πλατεία
ή έπαυλη βλέπει κανείς ψηλόλιγνα σκούρα κυπαρίσσια. Ανάμεσά τους ανακατεύονται
συκιές, ελιές και ημεροέλατα. Τον ωραιότερο διάκοσμο σχηματίζουν οι τεράστιοι
κάκτοι και τα φοινικόδενδρα». Ούτε μια λέξη δεν αφιερώνει ο Σμιτ στο ημερολόγιό
του για τους ανθρώπους του νησιού, για τη ζωή τους, την εμφάνισή τους ή τη
συμπεριφορά τους απέναντι στους ξένους κατακτητές. Σαν οι κάτοικοι να
αποτελούσαν ένα ουδέτερο, συμπληρωματικό στοιχείο σε ένα κατά άλλα θαυμάσιο,
αλλά έξω από κάθε ιστορικό γίγνεσθαι σκηνικό. Στο ίδιο πνεύμα, επίσης καμία
αναφορά δεν γίνεται για κάποια στρατιωτική επιχείρηση ή κάποιο κοινωνικό γεγονός
στo νησί.
Το
τέλος Μετά την μοναδική αισθησιακή εμπειρία της Κασσιόπης, το τέλος της
ευτυχισμένης περιόδου της θητείας του Ρόλαντ Σμιτ στην περιοχή μας, έφτασε πολύ
γρήγορα. Αφού το Βαριετέ την επόμενη μέρα έδωσε άλλη μια επιτυχημένη παράσταση
στου Άγιους Σαράντα, με την επιστροφή του, τη μεθεπόμενη μέρα, στα Γιάννενα
γνωστοποιήθηκε η διάλυσή του. Στις 15 του μήνα η καλλιτεχνική ομάδα έδωσε την
αποχαιρετιστήρια παράστασή της στο γιαννιώτικο κοινό και τρεις μέρες αργότερα
αναχώρησε με την 1η Ορεινή Μεραρχία, στην οποία ανήκε, με προορισμό τη
Γιουγκοσλαβία, όπου οι ηρωικοί παρτιζάνοι του Τίτο είχαν αρχίσει να αποκτούν τον
έλεγχο ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων της πατρίδας
τους.
Σήμερα Με τις δυνατότητες που προσφέρει σήμερα το
διαδίκτυο, μπόρεσα να βρω και να έρθω σε επαφή με τον Ρόλαντ Σμιτ, ο οποίος ζει
σε βαθειά γεράματα σε μια μικρή πόλη στη νότια Γερμανία. Όταν στη σύντομη
τηλεφωνική μας επικοινωνία ανέφερα ότι κατάγομαι από τα Γιάννενα, η φωνή του
πήρε αμέσως ένα πιο ζεστό χρώμα και η όλη διάθεσή του ζωντάνεψε. Δεν ξαναπήγε
ποτέ από τότε στα Γιάννενα, μου είπε, και ότι νοσταλγεί πάντοτε εκείνη την
ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του στην πόλη μας. Θυμόταν επίσης καλά, με πόσο
«πόνο στη καρδιά» αποχαιρετούσε για πάντα, στις 18 Νοέμβρη του 1943, αυτόν τον
μικρό προσωπικό του «παράδεισο», τραβώντας για τις επόμενες θύελλες του
πολέμου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου