Το φύσημα του θεού… διαπέρασε την ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα
του «Ιανού» την περασμένη Δευτέρα και 22η μέρα του Σεπτεμβρίου. Διότι, σε μια
πρώτη ανάγνωση η συγγραφέας του βιβλίου, Άννα Στεργίου παρουσίασε κατά
εξαιρετικό τρόπο όλη τη διαδρομή μέχρι να καταφέρει να παραδώσει το πόνημά της,
ενώ συνέβαλαν με το λόγο τους και οι Ανδρέας Ζεάκις - Γλυνιάς (καθηγητής της
Κλασικής και Ευρωπαϊκής Μουσικής, Διδάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και
Συγγραφέας Διδακτικών Βιβλίων), Γιώργος Κωτσίνης (μουσικός), Βαγγέλης
Δεληπέτρος (Διευθυντής «Ελευθεροτυπία»), Γιώργος Σταματόπουλος (αρθρογράφος της
«Εφημερίδας των Συντακτών» - συγγραφέας).
Ωστόσο, αναμφίβολα, οι δύο
στιγμές που προκάλεσαν μια βαθιά «ρωγμή» στο χωροχρόνο υπήρξαν η μαρτυρία του
Λάκη Χαλκιά για τον αγαπημένο πατέρα του και η αναπάντεχη ερμηνεία του Γιώργου
Κωτσίνη σε Ηπειρώτικο Μοιρολόι (σήμα κατατεθέν του «μπάρμπα – Τάσου»), που
έκανε να ξανακουστεί μετά από 20 και πλέον χρόνια το ιστορικό κλαρίνο του
Χαλκιά!
Χωρίς ίχνος υπερβολής, ρίγη συγκίνησης έζωσε την ατμόσφαιρα και
είχε κανείς την αίσθηση πως μπορούσε να δει ολοζώντανο μπροστά του τον
ιεροφάντη της Ηπειρώτικης μουσικής, αν έκλεινε για λίγο τα μάτια και άνοιγε αυτά
της ψυχής.
Αντί περαιτέρω σχολίου, παραθέτουμε τα λόγια του Λάκη Χαλκιά
για τον πατέρα του, που συνέθεσαν το πορτραίτο ενός ανθρώπου το φύσημα του
οποίου… ζήλεψε κι ο Θεός. «Φίλες και φίλοι, καλησπέρα. Είμαι κατασυγκινημένος,
βέβαια. Είχα καιρό να ακούσω αυτό τον ήχο του κλαρίνου. Φέτος συμπληρώνονται
100 χρόνια από τη γέννηση του πατέρα μου και 22 χρόνια από όταν έφυγε από κοντά
μας. Η μνήμη και το έργο του γίνονται –όσο περνάει ο χρόνος- ακόμα πιο
ουσιαστικά και πιο έντονα και αντανακλούν στην πνευματική μας ωρίμανση με
εμφανείς επιπτώσεις. Η ανθρωπιά του και η φιλική του διάθεση απαιτητή ως
ανάμνηση – υπόδειγμα στη σκληρή εποχή μας, όπου η κοινωνική αλληλεγγύη και ο
ανθρώπινος παράγοντας, κάθε μέρα που περνάει, χάνονται και ισοπεδώνονται.
Όπως προκύπτει και από δημοσιεύματα, δημοσιευμένα επώνυμα σχόλια,
κείμενα και ποιήματα, ο πατέρας μου, τα αδέρφια του και οι σύγχρονοι συνεργάτες
του και πολλοί συνάδελφοι καλλιτέχνες λειτουργούσαν μέσω της Τέχνης τους, ως
πρότυπα σε πολλαπλά επίπεδα και δη γνώριζαν καλά το σφυγμό της κοινωνίας και
τους λειτουργικούς της νόμους, ως ηθικά απαράβατους και έτσι δημιουργούσαν
καθοδηγητικότητα. Ως γόνος αυτής της μεγάλης οικογένειας, που φέτος κλείνει 157
χρόνια συνεχούς προσφοράς, που αποτιμάται σε αγώνες και θυσίες υπέρ της πατρώας
μουσικής και όχι μόνο, θα σας μιλήσω για μεγάλες στιγμές που ευτύχησα να ζήσω
κοντά στον πατέρα μου και στ’ αδέρφια του, όπως και στα πρώτα μου ξαδέρφια, την
τέταρτη γενιά, δηλαδή, των μουσικών, αφού το συγκρότημα των αδελφών Χαλκιά ήταν
για όλους μας το πρώτο μας σχολείο.
Στο σπίτι μας, ο πατέρας μου συνήθιζε να φέρνει τα αδέρφια
του για να κάνει τις πρόβες, εφόσον είχαν αναλάβει να παίζουν στον ραδιοφωνικό
σταθμό των Ιωαννίνων κάθε εβδομάδα. Πρώτο μου άκουσμα ήταν το νανούρισμα της
γιαγιάς μου, Βασιλικής, της μητέρας του, που με αυτό νανούριζε και τον ίδιο. Με
συνέχεια το νανούρισμα της ζυγιάς των Χαλκιάδων, υπήρξαν τα καθημερινά μου,
μουσικά μαθήματα χωρίς να το αντιλαμβάνομαι.
Από τον καιρό που άρχισα να
περπατάω δεν με άφηνε ούτε στιγμή από κοντά του. Λόγω της ανασφάλειάς του από
το χαμό της πρώτης του οικογένειας κι έτσι με έπαιρνε μαζί του στα μαγαζιά όπου
έπαιζε. Ακόμα κι όταν έφευγε για μέρες τα καλοκαίρια στα πανηγύρια, πολλές
φορές με είχε δίπλα του. Κι εγώ με μια μικρή κιθαρούλα, που μου είχε πάρει
συνόδευα παιδικά, μέχρι που κουραζόμουν και με έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο πατάρι.
Όλοι μπορούν να καταλάβουν ότι με αυτό τον τρόπο, χωρίς να το θέλει
βέβαια, μπολιάστηκα και δεν θα μπορούσα παρά να ακολουθήσω κι εγώ το δικό του
μουσικό δρόμο και τη δική του επαγγελματική πορεία. Θα μιλήσω για τον άνθρωπο
και πατέρα μου, Τάσο, τη γαλούχησή μου στη μουσική, εφόσον ευτύχησα να
συνεργαστώ με όλη την Τρίτη γενιά της οικογένειας των Χαλκιάδων, δηλαδή τα
αδέρφια του πατέρα μου, τον Μήτσο (βιολί), τον Φώτη (λαούτο, τραγούδι και
τσέμπαλο), τον Κυριάκο (βιολί, τραγούδι) και το Νίκο, που ζούσε στο χωριό.
Όταν πηγαίναμε στα πανηγύρια, εγώ καθόμουν σχεδόν μπροστά του και η καμπάνα του κλαρίνου του ερχόταν σχεδόν στο αυτί μου, οπότε άκουγα και τις ανάσες του ακόμα. Υπήρχαν στιγμές, που δεν μπορώ ακόμα και σήμερα να εξηγήσω, που ο ήχος του κλαρίνου του, όταν αυτοσχεδίαζε, σου έδινε να καταλάβεις πότε ήταν χαρούμενος, πότε ήταν στενοχωρημένος και πότε ο ήχος του γινόταν σκληρός και τόσο δυνατός, κυρίως όταν έπαιζε κάποια ηρωικό τραγούδι τσάμικο και άλλα που σε ξεσήκωνε και σου έδινε δυνάμεις να αισθάνεσαι γίγαντας.
Ακόμη και
λέξεις άκουγα και τότε γύριζα και τον κοιτούσα. Όσες φορές έρχεται στο μυαλό
μου, τον βλέπω να βγάζει το κλαρίνο του, να το περιεργάζεται, μπας και έχει
πάθει κάτι ή να το περιποιείται σαν ένα μικρό παιδί. Να παίζει και να ψάχνει
μελωδίες για τραγούδια, να μελετάει για να διορθώσει κάτι που δεν του «πήγαινε»
μελωδικά καλά στο αυτί, ξαπλωμένος να ξημερώνεται με τα γυαλιά του στο κρεβάτι
για μια λέξη στους στίχους απ’ τα τραγούδια που έγραφε.
Δεν εξωτερίκευε
ποτέ τα συναισθήματά του και λέξη όπως το «σ’ αγαπώ» δεν τη γνώριζε γιατί είχε
άλλους κώδικες έκφρασης, δικούς του και αυτοί μπορεί να ήταν ένα χάδι ή μια
αγκαλιά γεμάτη αγάπη και στοργή. Τα συναισθήματά του δεν τα είχε μόνο για την
οικογένειά του, αλλά για όλο τον κόσμο. Δεν μπορούσε να βλέπει ανθρώπους να
πονάνε και να ταλαιπωρούνται. Δάκρυζε με το παραμικρό.
Αυτές ήταν οι μεγάλες στιγμές, μερικές από τις μνήμες
μου…
Τέλος, με τον πατέρα μου, Τάσο Χαλκιά και με τους θείους μου,
ιδιαίτερα το θείο μου, το Φώτη, που ήταν τραγουδιστής – μεγάλη σχολή διδάχτηκα
ότι η έννοια της «παραδοσιακής Τέχνης» δεν περιορίζεται σε κάποια απροσδιόριστη
ερμηνεία, όταν όλα είναι ήδη γνωστά. Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να ακούσουν τα
έπη και τους θρύλους τους ξανά και ξανά. Τα τραγούδια τους. Και αυτό γιατί κατά
τη διάρκεια εκφοράς του τραγουδιού αποκαλύπτεται, απελευθερώνεται η επαφή με
αυτές τις ανώτερες δυνάμεις, που ο μουσικός ενεργεί ως μεσολαβητής πνευματικών
κόσμων. Κι ως παράδειγμα θα σας διηγηθώ κάτι εκπληκτικό που συνέβαινε στα
πανηγύρια.
Οι μεγάλοι μπορεί να θυμούνται ότι ο κόσμος χόρευε παρέες –
παρέες και έπαιρναν τη σειρά του χορού από τον καταστηματάρχη ή από το
συγκρότημα. Εάν ήταν μεγάλη η παρέα που έπαιρνε σειρά, μέχρι να χορέψουν όλοι
πέρναγε πολλή ώρα. Και για να πούμε και την αλήθεια, εάν ήταν μια παρέα που
είχε κάποια οικονομική άνεση και έριχνε κάποια χρήματα περισσότερα, τους παίζαμε
και λίγο πιο πολύ γιατί δεν μπορούσαμε να τους «τελειώσουμε» γρήγορα – γρήγορα.
Ε, τότε ο κόσμος άρχισε να δυσανασχετεί, να αγριεύει και η ατμόσφαιρα να
θερμαίνεται. Αφού τέλειωνε κάποια στιγμή η παρέα, ερχόταν η επόμενη. Και ενώ,
κάπως αγριεμένοι, οι άνθρωποι έδιναν την παραγγελία που ήθελαν, μόλις άρχιζε να
παίζει ο πατέρας μου, ο πρώτος χορευτής τον κοίταζε για λίγο, λες κι
επικοινωνούσαν μαζί του. Και ξαφνικά άλλαζε το πρόσωπό του… χαμογελούσε γλυκά,
ημέρευε, έκλεινε τα μάτια του χορεύοντας σαν να βρισκόταν σε άλλο κόσμο, δικό
του ή να σαν να μεταμορφώνονταν σε γίγαντα πηδώντας στον αέρα και αφήνοντας να
τον ταξιδέψει ο ήχος του κλαρίνου.
Ο Τάσος Χαλκιάς κράτησε πολύ ψηλά τον
πήχη της Τέχνης του σεβόμενος την παράδοση και την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Με μεγάλη αξιοπρέπεια, φιλία, σεβασμό και ήθος αντιμετώπισε όλες τις αντίξοες
συνθήκες, που το ίδιο το επάγγελμα έκρυβε.
Αυτά για την οικογένειά μου.
Πιστεύω ότι έδωσε πάρα πολλά, με ανιδιοτέλεια και ποτέ δεν ζήτησε τίποτα από
την παρακαταθήκη που άφησε.
Θα κλείσω με ένα τελευταίο γραπτό του πατέρα
μου από το μνημόσυνο που έκανε για όλους τους συναδέλφους του, που είχαν
«φύγει»…
«Την ώρα που χτυπώ την πόρτα της «αιώνιας νύχτας» αισθάνθηκα
την ανάγκη να κάνω αυτό το μνημόσυνο για να τιμηθεί η μνήμη όλων των αυθεντικών
μουσικών, επωνύμων και ανωνύμων, όσων υπέφεραν στη ζωή τους προσηλωμένοι στην
ιδέα, την εκτίμηση και το πάθος προς τη δημοτική μας παράδοση. Υπηρετώντας τη
με θυσίες και αφοσίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου