Εθνικοί Ευεργέτες
««Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν», γράφει ο
Καβάφης, «τέτοιους βγάζει το Έθνος μας, θα λένε». Και είναι, πράγματι, άξιος ο
έπαινος αυτός για ανθρώπους που δίδαξαν με το δικό τους τρόπο την προσφορά στην
Πατρίδα, τον άνθρωπο, τον Πολιτισμό. Ανθρώπους με υψηλό αίσθημα φιλοπατρίας,
φιλανθρωπίας, κοινωνικής αλληλεγγύης.
Η ευποιία αποτελεί έμπρακτη εκδήλωση συμπαράστασης προς τον
πάσχοντα συνάνθρωπο. Αίτιο της μπορεί να είναι ένα απλό συναίσθημα συμπάθειας
και οίκτου που γεννιέται αυθόρμητα στη ψυχή του ανθρώπου όταν βρίσκεται
αντιμέτωπος με τη δυστυχία. Στον άνθρωπο αυτόν γεννιέται το συναίσθημα της
φιλαλληλίας καθώς επίσης και το συναίσθημα της ανιδιοτελής αγάπης προς τους
άλλους. Αυτή η αγάπη ξεκινά από τα φιλικά και συγγενικά πρόσωπα και στη συνέχεια
εκτείνεται στο κοινωνικό περιβάλλον έχοντας ως σκοπό να γίνει αφετηρία όλων των
κοινωνικών αρετών.
Από τα αρχαία χρόνια όμως μπορούμε να δούμε μορφές
θεσμοθετημένης και πολύτιμης υπηρεσίας προς την κοινωνία.
Εθνικός ευεργέτης δεν μπορεί βεβαίως να αποκληθεί ο
συνάνθρωπος που περιγράψαμε μόλις. Άλλωστε, οι νέες οικονομικές κλίμακες, έχουν
δημιουργήσει όπως και στη δομή των επιχειρήσεων που είναι πλέον μετοχικές, νέα
δεδομένα στην δυνατότητα προς «εθνική ευεργεσία» Μεγάλα, κεντρικής -κρατικής
σημασίας έργα δεν είναι δυνατό να αναληφθούν πλέον από μεμονωμένα πρόσωπα.
Όμως, ούτε τα τοπικής εμβέλειας έργα (γέφυρες, λιμενοβραχίονες, οδοστρ΄ψσεις.
διανοίξεις δρόμων, πλατειών και τα σχετικά), είχαν σταματήσει στην Ελλάδα,
τουλάχιστον πριν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εκπονήσει τα περιφερειακά της
προγράμματα. Όμως ιδού το πρόβλημα και τα επιμέρους ερωτήματά του: πώς θα
ορίσουμε τον εθνικό ευεργέτη, είναι ή δεν είναι εθνικός ευεργέτης ο
χρηματοδότης ενός μεγάλης τοπικής σημασίας έργου, το διαφέρει ο ευεργέτης από
τον χορηγό και τον δωρητή; Πίσω βέβαια από τα ερωτήματα αυτά, υπάρχει ένα
ακόμη, εξίσου σημαντικό, που συνέχει όλα τα προηγούμενα: σε ποιά χρονική στιγμή
αναφερόμαστε;
Για τις διαφορές ανάμεσα στην αρχαία χορηγία και την
ευεργεσία των τελευταίων δύο αιώνων έχουν γραφτεί αρκετά. Κυρίως
ελληνοκεντρικά, αρχαιολατρικά, εθνικιστικά και πάντως κείμενα που σαρώνουν
ελεύθερα τους αιώνες, χωρίς όμως θεωρητικές υποδομές. Για τη σύγχρονη χορηγία,
έχουν γραφθεί διεθνώς μερικές ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Όμως, πάσχουν από μία
τάση να υιοθετούν και να αναμειγνύουν απόψεις από ποιοτικά-ερμηνευτικά άνισες
εργασίες. Για τους δύο νεοελληνικούς αιώνες, ελάχιστες είναι οι εργασίες που
ερευούν πραγματικά την ευεργεσία, δηλαδή, παράγουν ερωτήματα, προβαίνουν σε
διακρίσεις, συντάσσουν απαντήσεις. Πολλές, είτε αναμασούν ύλη, είτε
αυτοδικαιώνονται με την τάση τους να δίνουν πορτρέτα ευεργετών, συνήθως μιας
κατηγορίας τους (γεωγραφικής - για παράδειγμα) και σχεδόν ποτέ υπάρχουν με
προεπιλεγμένη μεθοδολογία καταγραφής και αξιοποίησης της βιογραφικής ύλης. Και
βέβαια στην οποιαδήποτε αναφορά, πριπλέκονται η αναγνώριση και η ευγνωμοσύνη,
με τις προσδοκίες και την κινητοποίηση για νέες χορηγίες.
Ο θεσμός των «εθνικών κληροδοτημάτων» φαίνεται να είναι
έμφυτος στην ψυχοσύνθεσή μας και αυτό επειδή εμφανίζεται στην ελληνική
αρχαιότητα, σε πολλές μορφές. Ακόμη και η μυθολογία μας εμπεριέχει στοιχεία του
ευεργετισμού. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν, ο πρώτος «έλληνας» ευεργέτης ήταν ο
Προμηθέας, ο οποίος έκλεψε τη φωτιά από τους Θεούς ώστε να ωφεληθεί η
ανθρωπότητα. Παράλληλα, η θεά Αθηνα, χάρησε το μέγα ευεργέτημα στους Αθηναίους
–την ελιά. Οι πλούσιοι Αθηναίοι πάντοτε έδιναν δωρεές στο κράτος –Στον
θεσμό της χορηγείας στην αρχαία Αθήνα, συνεπάγονταν η χορηγεία από πλούσιους
πολίτες, αθλητικών αγώνων καθώς και θεατρικών ή μουσικών έργων, προς τιμήν του
θεού Διόνυσου. Ήταν από την χορηγεία τέτοιων αγώνων όπου εκπαιδεύονταν οι
αρχαίοι αθλητές στο σημείο όπου κρίνονταν έτοιμοι να συναγωνιστούν στους
Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό όπως θα δούμε αργότερα, θα έχει αντίκτυπο άνα των
αιώνων. Παράλληλα, στο θεσμό του Γυμνασιοαρχείου, οι πλούσιοι
χορηγούσαν δαδοδρομία προς τιμήν του Ήφαιστου. Αργότερα, στον θεσμό αυτόν
συνεπάγονταν η διατήρηση των γυμνασίων, σταδίων και άλλων αθλητικών εγκαταστάσεων.
Επίσης, οι πλούσιοι πολίτες χορηγούσαν των θεσμό των εστιάσεων –δηλαδή, την
χορήγηση δημοσίου δείπνου για όλόκληρη τη φυλή στην οποία ανήκε ο επιφανής
πολίτης. Ο Πλούταρχος; στους βίους του, αναφέρεται στον Κίμωνα, ο οποίος
στάθηκε ως ευεργέτης των φτωχών Αθηναίων. Κατήργησε το περίφραγμα των κτιμάτων
του, ώστε να επωφελούνται οι πάντες από τα οπωροφόρα δέντρα του. Επίσης, στους
δημόσιους δείπνους που χορηγούσε, προσπαθούσε αφιλοκερδώς να ακροαστεί και να
λύσει αφιλοκερδώς τα προβλήματα των φτωχών.
Υπήρχε επίσης η αρχιθεωρία, δηλαδή η διατήρηση
των προξενείων κατά των ιερών αγώνων και πανυγηριών, καθώς και η αρρεφορία, -η
χορήγηση πομπών. Ιδιαίτερη τιμή προσέφερε η τριηραρχία, η οποία αφορούσε
τον εξοπλισμό του στόλου (πλοίο και πλήρωμα με τον πλήρη εξοπλισμό του) με τον
οποίον η Αθήνα έγινε θαλασσοκράτειρα. Σ’ αυτές η δωρέές λοιπόν –οι οποίες
ήταν μεν προαιρετικές αλλά στην αλήθεια, επιβάλλονταν κοινωνικώς στους
οικονομικά έυρωστους της εποχής, αντλούμε την απαρχή της ιδέας του
ευεργετισμού.Υπήρχαν πάντοτε βέβαια εκείνοι που ήθελαν να αποφύγουν τον
υποχρεωτικό ευεργετισμό. Εφόσον η τριηραρχία απονείμονταν στον πλουσιότερο
Αθηναίο, με μία συγκεκριμένη διαδικασία η οποία ονομάζονταν «αντίδωσης»ο
πλούσιος δύναται να προτείνει κάποιον άλλον ως πλουσιότερο, οπότε το κράτος
προβούσε σε ανατίμηση των περιουσιών και των δύο προς εξακρίβωση του λόγου το
αληθές.
Στην αντίληψη του αρχαίου έλληνα πάντος, ο
ευεργετισμός αποτελούσε κοινωνικό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο καθένας
βοηθούσε εκείνους που τον είχαν βοηθήσει ήδη –κάτι παρόμοιο με την δική μας
αντίληψης της κοινωνικής υποχρέωσης.
Δύο φιλόσοφοι θα εξετάσουν και θα εκλεπτύνουν την έννοια του
ευεργετισμού. Ο Αριστοτέλης Έκανε λόγο στα "Ηθικά" για τον
"μεγαλοπρεπή" άνθρωπο, εκείνον δηλαδή, ο οποίος ασχολείται με τα
κοινά ώστε να ωφελήσει τον συνάνθρωπό του - με κοινοφελείς δραστηριότητες με
τις προσωπικές του δαπάνες. Παράλληλα, στη Ρητορική, αναφέρεται στον ότι ο
πραγματικός πλούτος έγκειται στο να πράττει κανείς το καλό - δηλαδή να δωρίζει
χρήματα ή δώρα στον συνάνθρωπό του και να τον βοηθά. Στην Κυροπάιδεια, ο
Ξενοφώντας εξυμνύει τον Κύρο, για την φιλανθρωπία του, ενώ ο Πλάτωνας θεωρούσε
την διδασκαλία γνώσεως ως το μέγιστο ευεργέτημα, όπως προκύπτει από τον
Ευθύφρωνα.
Από τους πρώτους ευεργέτες λοιπόν ήταν ο Ιπποκράτης, όχι
μόνον επειδή οι γιατρευτικές του ικανότητες ήταν τεράστιες αλλά επειδή
συμβούλευε τους συνάδελφους του να περιθάλπτουν όσους ασθενείς δεν είχαν
οικονομική άνεση, δωρεάν.
Βέβαια, ο ευεργετισμός ως θεσμός υιοθετήθηκε και από τους
Ρωμαίους. Ο αυτοκράτορας Αδριανός έχτισε τον τεράστιο ναό του Ολυμπίου Διός
καθώς και την ομόνυμη του Πύλη. Στο πρόσωπο δε του Ηρώδου του Αττικού όμως,
βρίσκουμε τον πρώτο μέγα- ευεργέτη σε μορφή την οποία εύκολα εντοπίζουμε και
σήμερα. Ο ρήτορας Ηρώδης ο Αττικός, γεννημένος το 101 μχ στον Μαραθώνα, έχτισε
στην Αθήνα: Στάδιο, και το Ωδείο που φέρνει το όνομά του. Επίσης, με
δικές του δαπάνες, οικοδομήθηκε θέατρο στην Κόρινθο, στάδιο στους Δελφούς,
μπάνια στις Θερμοπύλες, υδραγωγείο στο Κανούσιο της Ιταλίας και στην
Τροία, το νυμφαίο στην Ολυμπία και δώρησε σημαντικά ποσά στις πόλεις τις
Θεσσαλίας, Ηπείρου, Εύβοιας και Πελοποννήσου. Ο βασιλιάς της Κομμαγηνής Γαίος
Ιούλιος Αντίοχος Επιφανής Φιλόπαππος επίσης διετέλεσε χορηγός (δηλαδή
διοργάνωσε τη χορωδία στο θέατρο), και αγωνοθέτης.και έχτισε διάφορα δημόσια
κτήρια στην Αθήνα. Μετά από το θάνατό του, για να τιμήσουν την προσφορά του
στην πόλη τους, οι Αθηναίοι έχτισαν το μνημείο που σώζεται ακόμη και σήμερα..
Κατά τα ελληνιστικά χρόνια, δύο από τους Λαγίδαι –τους απόγονους δηλαδή του
Πτολεμαίου, συγκεκριμένα, ο Πτολεμαίος Τρίτος και ο Πτολεμαίος Όγδοος ο Φύσκων
( δηλαδή στομάχας), έφεραν το επώνυμο –Ευεργέτης. Ο τρίτος μάλιστα ήταν ο
βασιλιάς ο οποίος ενθάρρυνε την μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική –ένα
μεγάλο ευεργέτημα για την λογοτεχνική μας παράδοση.
Στο Βυζάντιο, αυτή η παράδοση ευεργετισμού σνεχίζεται.
Γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, σχολεία και
εκκλησιαστικά ιδρύματα θεμελιώθηκαν από τις ιδιωτικές δαπάνες πλουσίων μελών
της τότε κοινωνίας. Βασικός γνώμονας για αυτές τις ενέργειες βέβαια, είναι η
ίδια η Χριστιανική ηθική. Στον Ποιμένα, αυτό το τόσο σημαντικό
παλαιοχριστιανικό σύγγραμμα, συναντούμε το ακόλουθι χωρίο: "ἀντὶ ἀγρῶν οὖν
ἀγοράζετε ψυχᾶς καὶ ὀρφανοὺς ἐπισκέπτεσθε καὶ μὴ παραβλέπετε αὐτούς, καὶ τὸν
πλοῦτον ὑμῶν καὶ τὰς παρατάξεις πάσας εἰς τοιούτους ἀγροὺς καὶ οἰκίας δαπανᾶτε,
ἃς ἐλάβετε παρὰ τοῦ θεοῦ. 9. εἰς τοῦτο γὰρ ἐπλούτισεν ὑμᾶς ὁ δεσπότης, ἵνα τούτας
τὰς διακονίας τελέσητε αὐτῷ· πολὺ βέλτιόν ἐστι τοιούτους ἀγροὺς ἀγοριζειν καὶ
κτήματα καὶ οἴκους, οὓς εὑρήσεις ἐν τῇ πόλει σου, ὅταν ἐπιδημήσῃς εἰς αὐτήν.
"
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, καθώς και του εκατοστού δωδέκατου
ψαλμού: « Eσκόρπισεν έδωκεν τοις πόνησιν η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον
αιώνα του αιώνος το κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ» καθώς και την εντολή του
Κυρίου: «δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους ἐντολὴν καινὴν, ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε ἐὰν ἀγάπην
ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» εννοούμε τους άλλους μεγάλους Βυζαντινούς ευεργέτες,
τον Βασίλειο τον Μεγάλο, ο οποίος όχι μόνο πρωτοστάτησε στην δημιουργία
νοσοκομέιων και γηριατρίων -άλλωστε γι'αυτό το λόγο το δικό μας ελληνικό
γηριατρείο εδώ ονομάζεται Βασιλειάδα, αλλά έχτισε κοινοφελή ιδρύματα με δικές
του δαπάνες. Στις επιστολές του, ο ευεργετισμός συνταυτίζεται με την
φιλανθρωπία και εφόσον ο Μέγας Φιλάνθρωπος είναι ο Θεός, πράξεις ευεργεσίας
αποτελούν ένα ψεγάδι στο απώτερο μωσαϊκό της θεώσεως.
Είναι πάμπολλοι οι Βυζαντινοί ευεργέτες. Αναφέρομαι
ενδεικτικά στον Θεόδωρο τον Μετοχίτη, τον Μέγα Λογοθέτη της Αυλής το 1321, ο
οποίος με δικές του δαπάνες, έχτισε την Μονή της Χώρας, το σημερινό Καριγίε
Τζαμί, του οποίου τα μωσαϊκά αποτελούν τα πιο σπουδαία δείγματα της Βυζαντινής
τέχνης κατά τα χρόνια των Παλαιολόγων. Ο δρουγγάριος Κωνστίνος Λιψ ο οποίος
σκοτώθηκε το 917 πολεμώντας τον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ, οικοδόμησε το
μοναστήρι της Θεοτόκου του Λιπός, και το παραπλεύρος νοσοκομείο, στην θέση
Μερδοσαγγάρης στην Πόλη. Η μονή αυτή, με την ονομασία Molla Fenâri Îsâ Câmîsi σώζεται μέχρι
και σήμερα. Η εκκλησία Santa Amria del Ammiraglio, στο Παλέρμο της
Σικελίας, είναι επίσης κληροδότημα του μεγάλου Βυζαντινού Ναύαρχου, Γεωργίου
Αντιόχου. Ως ναύαρχος των Νορμανδών βασιλαέων της Σικελίας, κατέλαβε ακόμη και
την Τυνησία. Αξιοσημέιωτο δε, έιναι ότι ένας από τους αμέτρητους τίτλους που
αποδίδονταν στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ήταν "φιλάνθρωπέ" λόγω το
ότι κατά καιρούς απέλυαν πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα από φόρους.
Ο θεσμός της ευεργεσίας, παίρνει νέες διαστάσεις στη
διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ανάγκη για πνευματική αναβάθμιση του
Γένους ώθησε, τότε, την Εκκλησία, αλλά και πολλούς εύπορους Έλληνες να δραστηριοποιηθούν
για την ίδρυση σχολείων, τη μισθοδοσία εκπαιδευτικών, αλλά και την παροχή
οικονομικής αρωγής σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Έλληνες της
διασποράς πρωταγωνιστούν στο κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην ανέγερση
σχολείων, την αποστολή βιβλίων, τη χορήγηση υποτροφιών. Η έμπρακτη εκδήλωση
φιλοπατρίας με πράξεις ευεργεσίας παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στα
χρόνια της Εθνεγερσίας Πλούσιοι ομογενείς συμπαρίστανται στην Πατρίδα που
μάχεται και γίνονται αρωγοί στον αγώνα της Ελευθερίας. Η «Φιλική Εταιρεία»,αλλά
και πολλά από τα μέσα που χρησιμοποιούνται στους αγώνες του Έθνους
χρηματοδοτούνται από αγωνιστές και εθνικούς ευεργέτες, γυναίκες και άνδρες.
Η Μαντώ Μαυρογένους για παράδειγμα, και η Μπουμπουλίνα,
δώρησαν ολόκληρη την περιουσία τους στον Αγώνα. Η Φιλική Εταιρεία, χορηγήθηκε
και ιδρύθηκε από απόδημους εμπόρους της Οδυσσού, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και
Νικόλαο Σκουφά από την Ήπειρο, και τον Εμμανουήλ Ξάνθο από την Πάτμο.
Η φιλοπατρία, όμως, εκφράζεται με πράξεις εθνικής ευεργεσίας
και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους. Αποδεικνύονται, μάλιστα, οι
πράξεις αυτές, βασική παράμετρος στην οικοδόμηση υποδομών Υγείας, Παιδείας και
Πολιτισμού. Οι παροικίες των Ελλήνων της Διασποράς (στην Τεργέστη, τη Βενετία,
τη Μολδαβία, τη Βιέννη, την Οδησσό, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και αλλού)
γίνονται σταδιακά, βασικοί πόλοι ευεργεσίας προς την Πατρίδα. Οι κοινότητες των
Απόδημων Ελλήνων αυτοοργανώνονται και φροντίζουν να καλύψουν τις ανάγκες τους
χτίζοντας, πρώτ’ απ’ όλα, Εκκλησιές και Σχολεία.. Στη Ρουμανία για παράδειγμα,
όπου το καθεστώς των οσποδάρων κυριαρχούνταν από Φαναριώτες, τα περισσότερα
σχολεία και εκκλησίες ανεγείρονταν με δαπάνες ελλήνων ηγεμόνων - αλλά η
Ελληνοκρατία στη Ρουμανία και ο διαφωτισμός που την διακατείχε είναι άλλο θέμα
που πρέπει να εξεταστεί λεπτομερώς. Ενδεικτικά αναφέρομαι στον Νικόλαο
Μαυροκορδάτο ο οποίος έχτισε πάμπολλες εκκλησίες στο Βουκουρέστι. Εδώ δείχνουμε
την Σταυροπώλεως. Σημειώνουμε ότι οι Φαναριώτες ηγεμόνες της Βλαχίας υπήρξαν
μεγάλοι ευεργέτες του Αγίου Όρους.
Πριν αναφερθούμε όμως στους ίδιους τους νέους τους
ευεργέτες, ας δώσουμε μία εποπτική εικόνα για την εξέλιξη της αντίληψης για την
ευεργεσία, όπως αυτή προκύπτει από τα κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ου
αιώνα - ως πρώτη βάση παρατήρησης για την ευεργετική πρακτική.
Γνωρίζουμε ότι έχουμε κατά την περίοδο του επαναστατικού
αγώνος, «διάθεση ολόκληρων περιουσιών», όπως είναι η επικρατούσα
διατύπωση. Πρόκειται για πράξεις που, κατά την περίοδο του Αγώνα, εκείνοι που
προβαίνουν σ' αυτές τις θεωρούν υποχρέωση ενώ μετά τον Αγώνα, από την κοινωνία
τους αναγνωρίζονται ως προσφορά. Μετά την απελευθέρωση, και κατά την πορέια της
σταδιακής συγκρότησης του ελληνικού κράτους ex nihilo, οι ευεργεσίες
συνεχίζονται και στην περίοδο αυτή μπορεί να εντοπισθεί μία ταύτιση στην
πρόθεση που δηλώνει ο ευεργέτης για την πράξη του και στην κοινωνική αποτίμηση
της πράξης: κυριαρχεί η λέξη προσφορά. Από τις δύο τελευταίες δεκαετίες
του 19ου αιώνα, και μετά, έχουμε μία συνθετότερη ελληνική κοινωνία, που η αντίληψη
των μελών της για την οικονομική διάσταση των κοινωνικών συμπεριφορών ολοένα
ενισχύεται. Κατά την περίοδο αυτή, ο ευεργέτης είτε ορίζει την πράξη του
ως προσφορά, είτε με τρόπο διακριτικό απομένει μακριά από οποιαδήποτε έκδηλη
προσπάθεια να καθοριστούν οι ιδεολογικές συντεταγμένες της πράξης του. Είναι
όμως βέβαιος, στην περίπτωση αυτή, ότι θα έλθει το κράτος με το βάρος των
θεσμών του (εκκλησία και μνημόσυνα, γιορτές και επαινετικές αναφορές,
ονοματοδοσίες δημοσίων χώρων και αιθουσών) να επισημειώσει την πράξη με τον
χαρακτηρισμό της προσφοράς. Όμως, καθώς ή κοινωνική σύσταση γίνεται ιδεολογικά
συνθετότερη, αρχίζουν να ξεπροβάλουν και αντιλήψεις που θέτουν την ευεργεσία
στο πλαίσιο της κοινωνικής υποχρέωσης και της ανταπόδοσης.
Ώστε, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, οι
αναφορές που γίνονται από τους λόγιους και τους πάσης φύσεως ομιλητές και
συγγραφείς στους ευεργέτες και την κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη του κράτους, με
βάση τις ευεργεσίες του, είναι συχνές, Δύο και αντίρροπα είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά του λόγου αυτού, που απαντάται τόσο στα επιστημονικά κείμενα,
όσο και στα περιοδικά, τις εφημερίδες και τις εορταστικές ομιλίες. Από τη μία,
ο λόγος αυτός προσπαθεί να εξάρει τον ρόλο των ευεργετών και να εξιδανικεύσει
την οικονομική τους δραστηριότητα, προσδίδοντας της στοιχεία χαρισματικότητας,
ηθικότητας, ανιδιοτέλειας και κοινωνικής προσφοράς. Από την άλλη πλευρά, με
πλαίσιο τον βιομηχανικό κόσμο που εξελίσσει τη νεόπλαστη οικονομική ηθική του,
διαυτυπώνονται σκέψεις και προβληματισμοί για τις έννοιες πλούτος, φτώχεια,
φιλανθρωπία, εργασία και συνακόλουθα, διατυπώνονται αρνητικές αποτιμήσεις για
τις προθέσεις-βλέψεις των ευεργετών, που οδηγούν τη λέξη σιγά-σιγά σε
ειρωνική χρήση.
Είναι ο 19ος αιώνας, η εποχή της νέας ελληνικής κοινωνία,
των πυκνών νεολογισμών, αλλά και της αρχαιοπρέπειας. Έτσι, για πολλές από τις
λέξεις που προσπαθούν να εκφράσουν τις νέες κοινωνικές συνθήκες,
χρησιμοποιούνται (είτε φτιάχνονται νέες) εκείνες με πρώτο συνθετικό, το «-ευ».
Είναι η εποχή των «-ευ»
Μέσα στο κλίμα ιδεολογικής κυριαρχίας του οινομικού
φιλελευθερισμού, πλούτος και ασφάλεια είναι μέγιστες αλληλένδετες επιδιώξεις.
Ύψιστη δικαίωση της οικονομικής συμπεριφοράς αποτελούν: η ευ-ζωία για το άτομο,
η ευ-ημερία και η ευνομία για την κοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο της
δημιουργίας νέων κοινωικών ιεραρχήσεων, ξεπροβάλλουν οι αντιλήψεις για
αλληλοδιαδοχές στον πλούτο και στα επαγγέλματα και γίνονται προσπάθειες να
θεμελιωθούν σε βάση αναγνωρισμένη από το κράτος (κρατικές τιμές και
παρασημοφορήσεις). Πρόκειται για την προσπάθεια να τεθούν μέσα στην κοινωνία
διακρίσεις, βασισμένες στην καταγωγή, στα γένη, στους τίτλους «ευγένειας». Ιδού
λοιπόν και ένα τέταρτο, σημαντικό -ευ του 19ου αιώνα, η ευ-γένεια. Στον
πληθωρισμό των «ευ-» λοιπόν, έρχονται να προστεθούν η ευεργεσία και η ευ-ποιία.
Στην εποχή που οι αποχρώσεις δεν υπάρχουν και η προσπάθεια
είναι όλα να χαρακτηρισθούν με αιώνια πρόσημα όπως το «ευ-», και το «δυσ-»
κατασκευάζονται οι όροι γύρω από το φαινόμενο που μας απασχολεί. Είναι η εποχή
που η Ελλάδα φτιάχνει συνθετότερες οικονομικές δομές στις οποίες φυσικά
συμμετέχουν, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν καλά τις παραμέτρους λειτουργίας τους.
Και είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σε πόσο στενό περιβάλλον γίνονταν
κατανοητές οι οικονομικές έννοιες, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε
ταυτοχρόνως, πόσο εύκολο ήταν επί πολλά χρόνια, η ευεργεσία και η δωρεά να
μπορούν να εμφανίζονται ως πράξεις αποκλειστικώς φιλοπατρίας και φιλανθρωπίας,
χωρίς άλλα οικονομικά συμφραζόμενα. Όμως στην αμέσως επόμενη περίοδο, τα πράγματα
αλλάζουν έντονα. Τόσο εντονότερα, όσο η ελληνική κοινωνία φέρνει στο κέντρο της
κοινωνικής ζωής την οικονομία. Τότε αυξάνουν τα σχόλια και οι κρίσεις για τους
οικονομικούς παράγοντες και η ευεργεσία, παύει να αποτιμάται ως μια μόνον
στιγμή στον χρόνο (η στιγμή της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων), αλλά
αρχίζει να αποτιμάται σε πολλαπλούς χρόνους (μπρος και πίσω στον χρόνο).
Ας εξετάσουμε όμως ορισμένους από τους μεγάλους αυτούς
ευεργέτες.
Ο Γεώργιος Χατζηκώστας, γεννήθηκε το 1753 στα Γιάννενα. Παντρεύτηκε
την Αικατερίνη Μελαχρινού και απόχτησε 8 παιδιά.
Αφού μαθήτευσε στα Γιάννενα κοντά στους Μπαλάνους, έφυγε για
την Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα μετά τον θάνατο του αδελφού του που
βρισκόταν εκεί. Στην Κωνσταντινούπολη επιδόθηκε στο εμπόριο πολύτιμων ειδών.
Μετά το 1815 φεύγει για τη Μόσχα και γνωρίζεται με τους εξέχοντες Ηπειρώτες
αδελφούς Ριζάρη, Ζωσιμά
Στα Ιωάννινα και το Μεσολόγγι αναγείρει από ένα Νοσοκομείο.
Στην Αθήνα γίνεται το Ορφανοτροφείο Αρρένων με ισόβιο πρόεδρο τον Γεώργιο
Σταύρου Μετά το 1840 αναλαμβάνει την αποπεράτωση του ναού του Αγίου Νικολάου,
του Αγίου Αθανασίου, της πόλης και συμμετέχει σε κάθε έρανο που γίνεται, η σε
κάθε έκδοση βιβλίου του Διαφωτισμού. Επίσης ενισχύει μονές, εκκλησίες και
σχολεία, όπως και φτωχούς.
Ο Ευάγγελος Ζάππας Γεννήθηκε στο χωριό Λάμποβο στην Βόρεια Ήπειρο (σημερινή Αλβανία) το 1800.
Ήταν ο νεότερος γιος του Βασίλη Ζάππα, έμπορος από τους σημαντικούς της
περιοχής και της Σωτηρίας, το γένος Μέξη. Το χωριό ανήκε στην επαρχία
Τεπελενίου, πατρίδα του Αλή Πασά. Ο Ευαγγέλoς, σε ηλικία 13 ετών,
στρατολογήθηκε απ τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα
Γιάννενα. Mε τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή, ο Ζάππας βρέθηκε στο
στρατόπεδο του Αγώνα και μεταπήδησε στην εξουσία του Μάρκου Μπότσαρη. Έγινε, μάλιστα,
υπασπιστής και τον ακολούθησε. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ο Ευαγγέλης
Ζάππας πολέμησε με τον Κωνσταντίνο
Μπότσαρη, αδερφό του ήρωα, και στη συνέχεια με τον στρατηγόΝικόλαο Ζέρβα,
τον Λάμπρο Βέικο,
τον Γκούρα, με συναγωνιστή τον Μακρυγιάννη, τον Νοταρά και τον Πανουργιά. Το 1824,
έγινε ταξίαρχος και διοίκησε τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Σύμφωνα με άλλες πηγές,
πολέμησε με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Στο τέλος
της επανάστασης αρνείται την χρηματική αποζημίωση για τους ήρωες της Επανάστασης και
μεταναστεύει στο Βουκουρέστι το 1831. Η
περιοχή αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών είχε την περίοδο εκείνη μεγάλη
ελληνική παράδοση, από την εποχή που η Υψηλή Πύλη διόριζε Φαναριώτες στις διοικητικές θέσεις. Ο
Ζάππας εγκαταστάθηκε στη Βλαχία. Η κοινωνικοοικονομική δομή της
περιοχής χαρακτηριζόταν από την ισχνότητα αστικών κέντρων και τα μεγάλα
κτήματα. Ο Ζάππας εντάχθηκε στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιώντας ένα
εκλεπτυσμένο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Φρόντισε να εξοικειωθεί με τους άρχοντες
και τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών οι οποίοι διαχειρίζονταν τα
μοναστηριακά κτήματα. Ο Ζάππας ακολούθησε την τακτική και άλλων Ελλήνων,
νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή της Γιαλόμιτζας,
κοντά στο Βουκουρέστι. Σε τρεις περίπου δεκαετίες απέκτησε τεράστια περιουσία
και αντίστοιχα εισοδήματα. Η μακροχρόνια απουσία του Ευαγγέλου απ' την Ελλάδα
και το ρίζωμα του στη βλαχική κοινωνία δημιούργησε περιπλοκές στην έκφραση της
εθνικής του συνείδησης. Η διάθεση του ήταν να ευεργετήσει και τις δύο πατρίδες
του.
Το 1856 έγραψε στο βασιλιά Όθωνα προσφέροντας 400 δικά του
μερίσματα της Εθνικής
Ατμοπλοΐας ώστε τα κέρδη να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση των Ολυμπιακών
αγώνων, την Ολυμπιάδα και για τα βραβεία των
νικητών των αγώνων. Το 1859 κατάφερε να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς
Αγώνες σε μια πλατεία της Αθήνας. Το 1865 πέθανε
αφήνοντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που χρηματοδότησαν τους αγώνες του 1870 και 1875 που
πραγματοποιήθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο που
επίσης αναστύλωσε, έτσι τελειώνοντας το έργο του Ηρώδου του Αττικού..Οι
Ζάππειοι αγώνες του 1859, 1870 και 1875 ήταν επίσης διεθνείς αφού συμμετείχαν
αθλητές από την Ελλάδα και από την Οθωμανική αυτοκρατορία [3].Ο Ζάππας αναβιώνοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες
για πρώτη φορά από την Αρχαιότητα, έθεσε τη βάση για τους μεγάλους Ολυμπιακούς Αγώνες του
1896. από το βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή που
ιδρύθηκε το 1894. Ο Ζάππας επίσης χρηματοδότησε τη δημιουργία του Ζαππείου μεγάρου που
χρησιμοποιήθηκε για τους αγώνες ξιφασκίας στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 και
ως κέντρο τύπου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του
2004. Ενίσχυσε επίσης το Πανεπιστήμιο Αηνών και το Αμαλείο
Ορφανοτροφείο.
Γεννήθηκε στη Χοταχόβα της Βόρειου Ηπείρου[1] και ήταν γιός του Κυριάκου Αρσάκη, ο
οποίος ήταν ξάδερφος με τους αδερφούς Τοσίτσα[2]. Στάλθηκε απο τον πατέρα του για σπουδές, το 1804,
στον θείο του Γεώργιο Αρσάκη, όπου διέμενε στη Βιέννη. Αρχικά εκπαιδεύτηκε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου
είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Νεόφυτο Δούκα, και στη συνέχεια
σπούδασε ιατρική στη Χάλλη της Σαξονίας. Το 1811 σε
ηλικία 19 ετών έγραψε βουκολικό ειδύλλιο σε δωρική διάλεκτο κατ΄ απομίμηση του
Θεοκρίτου. Μ΄ αυτό προσπάθησε να πείσει τον Μέγα Ναπολέοντα να βοηθήσει
στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους. Το 1813 ανακηρύχτηκε
χειρουργός και διδάκτορας με τη εναίσιμο διατριβή του στη λατινική γλώσσα «Περί
του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων». Η διατριβή αυτή μεταφράσθηκε
σχεδόν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες θεωρούμενη ότι προήγαγε τη συγκριτική
ανατομία. Παράλληλα δημοσίευσε[3] στον «Λόγιο Ερμή» άρθρα σχετικά με την
ιστορία της ιατρικής. Το 1814 εγκατάσταθηκε στο Βουκουρέστι, όπου
άσκησε το επάγγελμα του ιατρού.
Το 1822 μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία του
ηγεμόνα της Βλαχίας ενώ την περίοδο 1836-1839 διετέλεσε
γραμματέας επικρατείας του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου
Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε
μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας & Μολδαβίας, οι
οποίες θα αποτελέσουν την Ρουμανία. Το 1860 διορίζεται
υπουργός εξωτερικών της Ρουμανίας και δύο χρόνια αργότερα στις 22 Ιανουαρίου του 1862 αντικαθιστά
τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Καρατζίο. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μεχρι
τις 24 Ιουνίου του 1862, οπότε και
ανέλαβε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός.
Το1866 αποχώρησε
απο την ενεργό πολιτική δράση όπου και αρχίζει να χρονολογούνται οι πρώτες του
δωρεές προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.
Ο Απόστολος Αρσάκης συγκαταλέγεται σε αυτόυς που
χαρακτηρίζονται «Εθνικοί ευεργέτες». Με δικές του δαπάνες βοήθησε στην
αποπεράτωση[4] τού Μεγάρου τής οδού Πανεπιστημίου της
Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά (αρχικά 250.000 δραχμές και
στη συνέχεια τρεις ακόμη αποστολές ύψους 560.000 δραχμών) για την συντήρηση
του. Σήμερα το κτίριο φέρει το όνομα του "Αρσάκειο".
Επίσης είχε δωρίσει σημαντικά ποσά για την ανέγερση σχολείων στη πατρίδα του
και ναών. Είχε δημοσιεύσει την αρχαιολογική πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις
γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι».
Απεβίωσε στις 16 Ιουλίου του 1874 στο Βουκουρέστι. Τον θάνατό του πένθησε το
προσωπικό του Άρσακείου ιδρύματος επί 40 ημέρες και κάθε χρόνο οι τρόφιμοι της
Σχολής σε τελετή των εξετάσεων ψάλλουν τον "Αρσάκειο ύμνο".
Ο Μάνθος Ριζάρης (1764-1824) και ο Γεώργιος Ριζάρης (1769-1842)
κατάγονταν από το Μονοδένδρι Ζαγορίου και από μικρή ηλικία έμειναν
ορφανοί. Αρχικά ο Μάνθος πήγε στη Μόσχα, για να δουλέψει για ένα διάστημα σε ένα
θείο τους. Στη συνέχεια ξεκίνησε δικές του επιχειρήσεις και γρήγορα έκανε
περιουσία. Το 1806 πήγε κοντά του και ο αδελφός του ο Γεώργιος. Ασχολήθηκαν από
κοινού με το εμπόριο και σταδιακά κατάφεραν να δημιουργήσουν μεγάλη περιουσία.
Ο Μάνθος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1817 και από τότε
συνέβαλε στην οικονομική ενίσχυση της Επανάστασης με κάθε μέσο: ενίσχυσε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με
30.000 ρούβλια και καθόλη την διάρκεια του αγώνα προσέφερε πάνω από 50.000
ρούβλια συνολικά για τους σκοπούς της Επανάστασης. Ο Μάνθος, που
υπήρξε ο θεμελιωτής της περιουσίας πέθανε το 1824 στην Ρωσία.
Και τα δύο αδέλφια στήριξαν τον αγώνα για την ανεξαρτησία,
με την οικονομική ενίσχυση απόρων ατόμων και ορφανών και δυστυχισμένων από τις
κακουχίες του πολέμου οικογενειών. Μετά τον θάνατο του Μάνθου, ο Γεώργιος,
εγκαθίσταται στην Οδησσό απ’ όπου ενήργησε για την ίδρυση της "Σχολής των
Ελληνικών Μαθημάτων" στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μονοδένδρι. Το σχολείο
στεγάστηκε στο πατρικό τους σπίτι, στο οποίο τρόφιμοι υπήρξαν πολλά ορφανά
παιδιά.
Το 1837 ο Γεώργιος εγκαθίσταται στην Αθήνα, κύριος σκοπός
του ήταν να πραγματοποιήσει το όνειρο του ιδίου και του αδελφού του: να ιδρυθεί
εκκλησιαστική ακαδημία στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1843 μετά τον θάνατο του
Γεώργιου Ριζάρη ιδρύεται ιερατική σχολή, η οποία ονομάστηκε Ριζάριος
Ιερατική Σχολή, λόγω της τεράστιας συμβολής τους, από κάθε άποψη, για την
επίτευξη του σκοπού αυτού. Αρχικά η σχολή βρίσκονταν κόντα στο σημερινό
ξενοδοχείο Hilton, σήμερα λειτουργεί στο Χαλανδρι, ως ανώτερο εκκλησιαστικό
φροντιστήριο.
Επίσης ευεργετήθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα τους το Μονοδένδρι
(και όχι μόνο), με την ίδρυση της Ριζαρείου χειροτεχνικής σχολής και συνέβαλαν
επίσης στην συντήρηση του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασιού.
Τα κληροδοτήματά τους συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να
προσφέρουν σημαντικό έργο.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας (1787 -1856),
Ήταν Μετσοβίτης. Αρχικά εργάστηκε ως μαθητευόμενος σε
εργαστήριο γουναρικών, αποκομίζοντας τα πρώτα του κεφάλαια τα οποία και
χρησιμοποίησε για εμπορικές δραστηριότητες. Από το 1806 ή το 1807 ανέλαβε τα
ηνία της οικογενειακής επιχείρησης από κοινού με τους αδελφούς του Νικόλαο,
Κωνσταντίνο και Θεόδωρο. Η ύφεση που παρατηρήθηκε στο εμπόριο -την πρώτη
δεκαπενταετία του 19ου αιώνα - λόγω του ηπειρωτικού αποκλεισμού της Γαλλίας από
τους Βρετανούς, τον ανάγκασε να επεκταθεί εμπορικά προς την Αίγυπτο. Σύντομα η
εμπορική επιχείρηση των αδελφών Τοσίτσα επεκτάθηκε με τη λειτουργία
καταστημάτων στη Μάλτα και το Λιβόρνο, υπό τη διεύθυνση των αδελφών του. Ο
ίδιος εγκαταστάθηκε από το 1820 στην Αλεξάνδρεια. Επίλεκτο πλέον μέλος της
ελληνικής παροικίας της πόλης, διατέλεσε πρόεδρός της, ενώ παράλληλα
αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες της
Αιγύπτου. Διεύρυνε ακόμη περισσότερο την οικονομική και κοινωνική του εμβέλεια,
αποχτώντας τεράστιες εκτάσεις βαμβακοκαλλιέργειας, καθώς και με τον διορισμό
του ως γενικού επιτρόπου και διαχειριστή των γαιοκτησιών του Μεχμέτ Αλή, με τον
οποίο ανάπτυξε πολύ στενές εμπορικές και φιλικές σχέσεις. Διατέλεσε πρώτος
πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια (1833-1853) και γενικός πρόξενος στην
ίδια πόλη (1853-1854). Το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε
μέχρι τον θάνατό του.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας αφιέρωσε πολύ
μεγάλα ποσά για εθνικούς, πνευματικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Κατά τη
διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας διέθεσε χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων
αιχμαλώτων και την αποστολή πολλών από αυτούς για σπουδές σε ευρωπαϊκές χώρες,
φροντίζοντας επιπλέον για την μετέπειτα αποκατάστασή τους. Ακόμη ανέλαβε την εκ
θεμελίων ανοικοδόμηση ενός Νοσοκομέιου, παρεθεναγωγείου, ενός Αλληλοδιδακτικού
και ενός Ελληνικού σχολείου (Τοσιτζαίαι Σχολαί) στην Αλεξάνδρεια,
προικοδοτώντας αυτά επιπλέον με τα αναγκαία κεφάλαια συντήρησης και πρόσληψης
διδακτικού προσωπικού, αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο για την ανέγερση
μεγαλοπρεπούς ναού (Ευαγγελτστρίας) στην Αλεξάνδρεια, συμμετέχοντας οικονομικά
στην κατασκευή του το 1847, αγόρασε επίσης για τις ανάγκες της ελληνικής
κοινότητας της πόλης Νεκροταφείο και ανακαίνισε το Νοσοκομείο, το οποίο είχε
οικοδομηθεί προηγουμένως με δωρεά του αδελφού του Θεοδώρου. Το σύνολο του ποσού
που διέθεσε ξεπέρασε το 1.000.000 δραχμές.
Οι ευεργεσίες του όμως επεκτάθηκαν
τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του όσο και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Συγκεκριμένα, κληροδότησε σημαντικό μέρος της περιουσίας του για την
πολιτισμική, εκπαιδευτική και οικονομική ευμάρεια του Μετσόβου, μεγάλο ποσό στο
Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, δέκα χιλιάδες (10.000) τάλιρα για τον
εξωραϊσμό δρόμων και πλατειών στο κέντρο της Αθήνας, εκατό χιλιάδες (100.000)
γαλλικά φράγκα για το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Το 1840 εξάλλου προσέφερε
το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) δραχμών για την ανέγερση του ιστορικού κτηρίου
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1854-1855 δώρισε στο Ίδρυμα «μούμιαν καλώς
τετηρημένην», η οποία εναποτέθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Με τη διαθήκη
του, επιπλέον, που συντάχθηκε το 1855, δώρισε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο το ποσό
των δύο χιλιάδων (2.000) ταλίρων. Αποδέκτες των δωρεών του τέλος, υπήρξαν και
το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, το Αλληλοδιδακτικό σχολείο Αθηνών,
η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), αγόρασε και δώρησε το οικόπεδο του
Αρχαιολογικού Μουσείου και διάφορα νοσοκομεία και εκκλησίες, όπως αυτή της
Ευαγγελίστριας στην Καρδίτσα το 1842.,. Ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε και η
σύζυγός του Ελένη (Μέτσοβο 1795-Αθήνα 1866).
Ο Γεώργιος Σταύρου (1788-1869), υπήρξε ευεργέτης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και
τραπεζίτης, με πεδίο σταδιοδρομίας εντός και εκτός του ελληνικού χώρου.
Ήταν ο γιος του Ιωάννη Σταύρου,
έμπορου από τα Ιωάννινα. Τη σταδιοδρομία του την ξεκίνησε
στη Βιέννη την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα,
συνεχίζοντας την εμπορική δραστηριότητα του πατέρα του. Σε ηλικία 27 ετών έγινε
μέλος της «φιλόμουσου εταιρείας» Βιέννης. Υπήρξε σημαντικός οικονομικός
παράγοντας της Διασποράς, αλλά και του νεοσύστατου
ελληνικού κράτους. Η εταιρεία του αποτύπωνε στο καθολικό λογιστικό της βιβλίο το εμπόριο των συναλλαγματικών,
σε συνάρτηση με το εμπόριο βαμβακιού στο βαλκανικό χώρο. Τη ροή του βαμβακιού
ακολουθούσε η αντίστροφη ροή των συναλλαγματικών και των νομισμάτων.
Υπολογίζοντας έτσι την αξία των συναλλαγμάτων στον υπολογισμό της τιμής του
βαμβακιού στις ευρωπαϊκές χώρες.
Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους, συνέβαλε, στην κατά το
δυνατόν αυτοδύναμη και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις της εποχής
οικονομικής συγκρότησης της χώρας. Υπήρξε ιδρυτής και πρώτος διευθυντής, επί
διακυβέρνησης Καποδίστρια, της Εθνικής Τράπεζας, του πρώτου
χρηματοπιστωτικού ιδρύματος του Κράτους.
Στα ευεργετήματα του Γεωργίου Σταύρου περιλαμβάνεται η
ίδρυση και χρηματοδότηση νοσοκομείων, γηροκομείων, οικοτροφείων στην Αθήνα και
στα Γιάννενα, πριν και μετά την απελευθέρωση. Ιδιαίτερα ευεργετήθηκε η
ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Ιωάννινα
Ο Χρηστάκης Ζωγράφος (1820-1896), καταγόταν από το Κεστοράτι της Βορείου Ηπείρου. Εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στοΠαρίσι ως τραπεζίτης. Στήριξε οικονομικά
την ελληνική παιδεία με τη χρηματοδότηση και ίδρυση σχολείων (Ζωγράφεια
διδασκαλεία). Συνέβαλε στην ίδρυση σχολείων αρρένων και θηλέων στην πατρίδα του
στο Κεστοράτι, και στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζωγράφος κάλυπτε επίσης
σε συνεχή βάση όλα τα έξοδα διατροφής και ενδυμασίας 60 υπότροφων σπουδαστών
(30 αρρένων και 30 θηλέων), επιμελών μαθητών, τέκνων φτωχών οικογενειών.
Οι γενναίες δωρεές που προσέφερε σε κάθε τομέα των γραμμάτων
και των επιστημών, συνέβαλαν αποφασιστικά στη μόρφωση των υπόoθωμανικό ζυγό κυρίως
ελληνικών πληθυσμών. Το Ζωγράφειο Λύκειο στην Κωνσταντινούπολη πήρε το όνομά
του, λόγω αστρονομικού ποσού που πρόσφερε για την ανέγερσή του.
Ο Γιός του Γιώργος Χριστάκης Ζωγράφου διατέλεσε
υπουργός εξωτερικών και πρώτος πρόεδρος της Αυτόνομης Βορέιου Ηπείρου.
Οι Ζωσιμάδες (ή αδελφοί Ζωσιμά) υπήρξαν έμποροι και εθνικοί
ευεργέτες που κατάγονται από το χωριό Γραμμένο Ιωαννίνων. Ήταν τα εξής έξι
αδέλφια:
· Ιωάννης Ζωσιμάς (1752-1771)
· Αναστάσιος Ζωσιμάς (1754-1828)
· Νικόλαος Ζωσιμάς (1758-1842)
· Θεοδόσιος Ζωσιμάς (1760-1793)
· Ζώης Ζωσιμάς (1764-1828)
· Μιχαήλ Ζωσιμάς (1766-1809)
Τα πρώτα χρόνια της εμπορικής τους δραστηριότητας ήταν
αρκετά επίπονα, αλλά γρήγορα κατάφεραν να ορθοποδήσουν.
] Ευεργεσία
Με τον θάνατο του Θεοδόση, ο οποίος τους άφησε διαθήκη να
ενισχύσουν τις σχολές των Ιωαννίνων, διέθεσαν αστρονομικά ποσά για την σύσταση
και την λειτουργία σχολείων και δημόσιων βιβλιοθηκών. Το 1799 χρηματοδότησαν
την έκδοση πολλών βιβλίων. Μεγάλο ποσό διοχετεύτηκε για την «Ελληνική
Βιβλιοθήκη» του Αδαμάντιου Κοραή. Στα Ιωάννινα
συνέβαλλαν με τα υπέρογκα ποσά που διέθεσαν στην ανέγερση πτωχοκομείου,
ορφανοτροφείου, και σχολείου στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Το 1820 με το θάνατο του Ζώη χορηγήθηκε χρηματικό ποσό για
την ανέγερση της Ζωσιμαίας σχολής, σχολείο που
αποτέλεσε το κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Μάλιστα ξέρετε την παράδοση για την Ζωσιμαία σχολή - τότες υπήρχε φιρμάνι το
οποίο δεν επέτρεπε την οικοδόμηση νέων σχψολείων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι Ζωσιμάδες λοιπόν, για να αποφύγουν αυτόν τον κανονισμό, έχτοσαν το σχολείο
τους στη Βλαχιά, και το μετέφεραν πέτρα με πέτρα στα Γιάννενα, ώστε να πουν ότι
δεν πρόκειται για οικοδόμηση καινούργιας σχολής, αλλά μεταφοράς παλαιάς.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης μυούνται στην Φιλική Εταιρεία και στηρίζουν
οικονομικά τον αγώνα, τόσο στην Μολδοβλαχία όσο και στον ελληνικό χώρο.
Ζώης Καπλάνης (1736-1806).Ιδρυτής εκκλησιών και σχολείων
στα Ιωάννινα, ο Ζώης Καπλάνης υπήρξε άλλος ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης.
Καταγόταν από το Γραμμένο Ιωαννίνων. Εργάστηκε στο Βουκουρέστι και ασχολήθηκε
με το εμπόριο στη Μόσχα, κάνοντας μεγάλη περιουσία. Διέθεσε μεγάλο μέρος της
περιουσίας του για εθνωφελείς σκοπούς. Διέθεσε χρήματα στο Αυτοκρατορικό
Ορφανοτροφείο της Μόσχας και στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Ανέλαβε τη συντήρηση
της Μαρουτσαίας σχολής στα Γιάννενα, καθώς και την οικονομική ενίσχυση της
Μεγάλης του Γένους Σχολής. Μετά το θάνατό του, με τη διαθήκη του διέθεσε
χρήματα για τους φτωχούς από το Γραμμένο και τη Τζιουντίλα (Ζωοδόχος) που ήταν
το χωριό της μητέρας του, για τους φυλακισμένους των Ιωαννίνων, για το
Νοσοκομείο της Νίζνας στη Ρωσία αλλά και για τις σχολές Πατμιάδα και Αθωνιάδα.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ (Μέτσοβο 1818 - Αλεξάνδρεια 1899)
ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες.
Υπήρξε φλογερός πατριώτης, αγνός ιδεολόγος, ανθρωπιστής και οραματιστής.
Πρόσφερε τόσο στο τόπο που γεννήθηκε όσο και στον τόπο που εργάσθηκε στο
εξωτερικό, αλλά και γενικότερα στη πατρίδα του όσο κανένας άλλος.
Γιος του Μιχάλη και της Ευδοκίας, γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1818.
Ήταν το στερνοπαίδι ανάμεσα στα επτά αδέλφια του - τρία κορίτσια και τέσσερα
αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Δημοτικού του
Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα και την ιστορική αυτογνωσία του
έθνους μας. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για
"να κάνουν την τύχη τους" έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του
θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιρο στην Αίγυπτο. Έτσι το 1840,
σε ηλικία μόλις 22 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε
αρχικά κοντά στον αδελφό του. Αργότερα το 1860 εγκαθίσταται
στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με
δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό
κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή
εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και
εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική
πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε
να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο
γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Έτσι τα εισαγόμενα αυτά
"χρυσονήματα του Αβέρωφ" όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν
ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους
αξιωματούχους της Χώρας. Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε
με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές
επιτυχίες. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου.
Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του. Απέκτησε τεράστια
περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία
και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό
ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων, χορήγησε λεφτά για την επέκταση του Πολυτεχνείου, την
αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών. Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση των φυλακών Αβέρωφ
(κατεδαφίστηκαν το 1971), η σχολή Ευελπίδων, η γεωργική σχολή της Λάρισας, το
Ωδείο των Αθηνών κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά
2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα
με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».
Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της
Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896).
Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά
κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ. Έχτισε εκεί το
Αβερώφειο οργανοτροφείο και εκκλησίες όπως αυτή της Ευαγγελίστριας το 1885.
Επίσης δεν ξεχβνούμε την οικδόμηση του δημοτικού σχολείου Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίου του 1899 και
κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του 1908 έστειλε
το εύδρομο "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με
ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε
προσφέρει.
Ιωάννης Τρ. Δομπόλλης (1769-1850). Σημαντικότατη υπήρξε
επίσης η συμβολή του Ιωάννη Δόμπολη, που ήταν γιος του Τριαντάφυλλου Δομπόλλη.
Γεννήθηκε στη Ρωσία και ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τραπεζικές εργασίες. Ο
Καποδίστριας, με τον οποίο γνωριζόταν, τον διόρισε διαχειριστή οικονομικών και
γενικό ταμεία της Ελλάδος. Η αγάπη του για την Ελλάδα και τα γράμματα τον
παρακίνησε να διαθέσει όλη του την περιουσία για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην
Αθήνα με την επωνυμία Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον της Ελλάδος.
Γεώργιος και Σίμων Σίνας.Η Μοσχόπολις ήταν η πατρίδα
τους. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η πόλη αυτή ήταν μια απ’ τις πιο σημαντικές
και περίφημες πόλεις της Β. Ηπείρου, κοντά στην Κορυτσά.
Γρήγορα όμως η φημισμένη και πλούσια Μοσχόπολη τράβηξε τις αρπακτικές διαθέσεις
των Τουρκαλβανών, οι οποίοι με το πρόσχημα ότι οι Μοσχοπολίτες ευνόησαν την
επανάσταση του Ορλώφ, ρίχτηκαν στη λεηλασία και στην καταστροφή. Έτσι μέσα σε
λίγες ημέρες, το Μάϊο του 1769, η άλλοτε ευτυχισμένη Μοσχόπολη είχε τελείως
ερημωθεί, οι εκκλησιές είχαν καταστραφεί, τα σχολεία είχαν διαλυθεί, τα
εμπορικά είχαν εξαφανισθεί, και οι κάτοικοι είχαν διασκορπιστεί. Τότε
πυρπολήθηκε και η ονομαστή της Ακαδημία, από την οποίαν είχαν βγει σοφοί άνδρες
και περίφημοι κληρικοί.
Ανάμεσα στους άλλους πρόσφυγες, που ξέφυγαν το χατζάρι του Τουρκαλβανού ήταν
και ο υιός του παπά – Σίνα, ο Σίμων. Το 1783, γεννήθηκε ο υιός του, ο Γεώργιος.
Το όνομά του θα μείνει για πάντα σεβαστό στην ελληνική ιστορία, γιατί υπήρξε ο
πατέρας του ιδρυτού του Αστεροσκοπείου και ο παππούς του δωρητού της Ακαδημίας
Αθηνών.
Ο Γεώργιος Σ. Σίνας φάνηκε αντάξιος υιός ενός ακατάβλητου πατέρα. Πενήντα
ολόκληρα χρόνια εξέπληξε με την δραστηριότητά του τον εμπορικό κόσμο της
Αυστρίας. Δεν υπάρχει εμπορικό ή βιομηχανικό έργο της Αυστρίας, που να μην
αναγνωρίζει σαν πρώτο ιδρυτή ή έστω ένα από τους πρώτους θεμελιωτές του τον
Γεώργιο Σίνα. Ο Σίνας ιδρύει εταιρείες και φτιάχνει τον πρώτο σιδηρόδρομο.
Ίδρυσε ατμοπλοϊκή εταιρεία κι άρχισε να μεταφέρει τα βιομηχανικά εμπορεύματα
της Αυστρίας στην Ανατολή και να παίρνει από εκεί τα μυθώδη της πλούτη. Ο Γ.
Σίνας ούτε στιγμή δεν έπαυσε να φροντίζει για την αγαπημένη του Πατρίδα.
Το 1840 λοιπόν ο Γεώργιος Σίνας, γράφει στην ελληνική Κυβέρνηση, ότι θέλει να
ιδρύσει ένα Αστεροσκοπείο και ζητάει να του υποδείξουν τον πιο κατάλληλο χώρο.
Και στις 25 Ιουλίου 1842, τίθεται σ’ επίσημη τελετή ο θεμέλιος λίθος στο μέρος,
όπου κατά τον 5ον π.Χ. αιώνα έκανε τις αστρονομικές του παρατηρήσεις, ο
περίφημος Έλλην αστρονόμος Μέτων ο Αθηναίος.
Στη Βιέννη, στο μέγαρο των Σίνα, πρωτοείδε το φως της ζωής στις 15 Αυγούστου
1810 ο υιός του Γεωργίου Σίνα, ο Σίμων. Μαθαίνει την ελληνική, τη γερμανική, τη
γαλλική, την αγγλική και την ιταλική γλώσσα. Οι σπάνιες ικανότητές του, η
πλατειά του μόρφωση και η γλωσσομάθειά του, τον αναδεικνύουν πολύ γρήγορα μια
σπάνια εμπορική μεγαλοφυΐα.
Το ενδιαφέρον του Βαρώνου Σίνα για την καλλιέργεια της επιστήμης, την
ενθουσιώδη του αγάπη προς τη γενέτειρα Ελλάδα και το μεγαλείο της γενναίας του
ψυχής, μαρτυρεί το επιστέγασμα των άλλων του δωρεών: η Σιναία Ακαδημία…. Στις 2
Αυγούστου του 1859 τίθεται ο θεμέλιος λίθος της Ακαδημίας. Έχτισε επίσης την
μητρόπολη των Αθηνών, τον Άγιο Νικόλαο Σύρου, γέφυρα και διώρυγα πάνω από το
Δούναβη στη Βουδαπέστη, το Μέγαρο Μουσικής στη Βιέννη, και τον Ναό της Αγίος
Τριάδος στη Βιέννη.
O Σίμων Σίνας πέθανε το πρωΐ της 15ης Απριλίου 1876 σε ηλικία 66 χρόνων.
Από τους νεώτερους ευεργέτες, ας μηνμονεύσουμε τον Παναγιώτη Θ.
Αγγελόπουλο που υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία της οικονομικής ζωής και της
βιομηχανίας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα μεταπολεμικά χρόνια. Γεννήθηκε στις 14
Δεκεμβρίου 1909 στο χωριό Βλαχοράπτη της
Γορτυνίας. Το 1920 έφυγε με την οικογένειά του για την Αθήνα όπου εργάστηκε
σκληρά σαν ιδιωτικός υπάλληλος. Στη συνέχεια μαζί με τον πατέρα του και τα
αδέλφια του δημιούργησε τις εταιρίες “Ελληνικά Συρματουργεία” και “Βιομηχανία
Ξυλου”. Μετά τον πόλεμο του 1940 και τον τερματισμό της εμφύλιας σύγκρουσης
συμμετείχε στη δημιουργία της “Χαλυβουργική Α.Ε.”.
Το 1942 παντρεύτηκε την Ελένη Μάρκου και απέκτησε δύο γιους,
το Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο. Παρ' όλη τη οικονομική του ευρωστία, ο
Παναγιώτης Αγγελόπουλος παρέμεινε στη ζωή του απλός και δεν αλλοίωσε στο
ελάχιστο το χαρακτήρα του από αυτά που απόκτησε. Δεν εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη,
όπως άλλα μέλη της οικογένειάς του και προτίμησε να διαμένει στο Χαλάνδρι στο
σπίτι που απόκτησε από τη γυναίκα του.. Ο Π. Αγγελόπουλος συγκαταλέγεται μεταξύ
των μεγάλων ευργετών της Αρκαδίας. Το κοινωφελές έργο του είναι τεράστιο.
Αναπαλαίωσε το πατρικό σπίτι του Γρηγορίου Ε΄στην ιστορική Δημητσάνα.
Ανοικοδόμησε το σπίτι των Κολοκοτρωναίων στο Λυμποβίσι,
ανέγειρε το Μέγαρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, το 1974
δώρισε στο νοσοκομείο “Αγιος Σάββας” το τελειότατο ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα,
κατασκεύασε τον ορθόδοζο ναό Αγίου Δημητρίου στη Ζυρίχη, χρηματοδότησε γενναία
το ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών κ.α. Επίσης πλούσια ήταν η
συνεισφορά του προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βλαχορράφτη,
αφού χρηματοδότησε πολλά κοινοφελή έργα για την αναζωογόννηση της φτωχής
ιδιαίτερης πατρίδας του.
Το 1991 μαζί με σαράντα βουλευτές όλου του πολιτικού
φάσματος μεταβαίνει στα Πατριαρχεία της Ανατολής και συντελεί στην περίφημη
συνάντηση στο Φανάρι των προκαθήμενων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ο
Πατριάρχης για να τον τιμήσει τον ανακήρυξε Μέγαλο Λογοθέτη του Οικουμενικού
Πατριαρχείου.
Το Μάιο του 1998 έλαβε από τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη
βραβείο του ΕΒΕΑ για την επιχειρηματική του δυνατότητα και προσφορά. Πέθανε
το 2001.
Το θέμα ευεργεσία έχει δύο-κύριες πλευρές. Η μία είναι να
κατανοηθεί η συμπεριφορά των ευεργετών, με βάση το οικονoμικό και κοινωνικό
τους status κατά τη στιγμή της ευεργεσίας. Η δεύτερη είναι να
μελετηθεί η κοινωνική υποδοχή των ευεργεσιών. Ο ενικός αριθμός στην διατύπωση,
δεν πρέπει να μας παραπλανά και να αναμένουμε ενιαία, ομοιόμορφη κοινωνική
υποδοχή - αλλιώς θα αντιδράσει το κράτος, αλλιώς ο τύπος, διαφορετικά οι
παριστάμενοι σε εγκαίνια έργου ευεργεσίας, αλλιώς ο εργαζόμενος στις
επιχειρήσεις του ευεργέτη και διαφορετικά οι συντοπίτες του. Άλλωστε, η
κοινωνική υποδοχή, είναι αναγκαίο να εξετάζεται σε τρία επίπεδα: το πρώτο είναι
η κοινωνική υποδοχή της ευεργεσίας από τους εκάστοτε συγκαιρινούς της, το
δεύτερο είναι η αντίληψη που διαμορφώνεται σωρευτικά για' αυτήν, στην πάροδο
του χρόνου και το τρίτο, που αποτελεί ασφαλώς μέρος του δεύτερου επιπέδου,
είναι ο τρόπος που αποτιμάται η ευεργεσία μέσα στα γραπτά κείμενα, καθώς ο
γραπτός λόγος είναι αυτός που διαμορφώνει τις υποτιθέμενες πηγές και συνεπώς,
συμβάλλει καίρια στην αναπαραγωγική αποτίμηση των ευεργετικών πράξεων.
Πάντως, διαπιστώνουμε ότι ιδίως στην εποχή που εξετάζουμε:
(α) η ευεργεσία (ατομική και συλλογική) ενισχύει σε πολύ
σημαντικό βαθμό την κρατική φιλανθρωπία, αλλά και κατασταλτική δραστηριότητα
(φυλακές),
(β) η ευεργεσία κατευθύνεται πλέον απρόσωπα προς κοινωνικές
ομάδες που θεωρείται ότι βρίσκονται σε αδύναμη θέση και ότι συνεπώς, αφενός
εγκαταλείπεται η «προσωπική» ευεργεσία, αφετέρου αυξάνονται τα Ιδρύματα που
έχουν ως σκοπό τους την κατάλληλη οργάνωση, αποδοτικότητα και κατανομή των
«ευεργετικών» πόρων. Με βάση αυτή την τροπή ευεργεσίας, διαπιστώνουμε πώς
αρχίζει αυτή να αποβλέπει έντονα, στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, στην
έμμεση ενίσχυση των δεσμών συνοχής της αστικής κοινωνίας, στην πολιτισμική
ενσωμάτωση του διαφορετικού και δυνητικά «επικίνδυνου» ακόμη και στην
ηθικοποίηση των αναξιοπαθούντων, - δρα δηλαδή ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου
και κοινωνικο-πολιτικής συμμόρφωσης.)
Παρά την αλλαγή αυτή, πρέπει να επισημάνουμε ότι ένα
στοιχείο της ευεργεσίας, διαμορφωμένο από την οθωνική περίοδο ακόμη, δεν
επηρεάστηκε. Και αυτό ήταν ότι η Εκπαίδευση παρέμεινε ο βασικός προορισμός του
ευεργετικού χρήματος. Όμως, το ευεργετικό χρήμα κατευθύνεται προς ιδρύματα και
θεσμούς που - σύμφωνα με την πεποίθηση των διαθετών- θα συνέβαλαν στην μείωση
της πολιτιστικής απόστασης ανάμεσα στην προηγμένη Ευρώπη και Ελλάδα.
Θα πρέπει όμως να αναρωτηθούμε: ποιος κατηύθυνε τις
ευεργεσίες; Οι ευεργέτες; οι πολιτικοί που έκαναν τον κρατικό προγραμματισμό,
άλλα πρόσωπα που δρούσαν διαμεσολαβητικά μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα;
Κατά την οθωνική περίοδο, η ευεργεσία γινόταν με απόλυτη
εμπιστοσύνη του διαθέτη στα άτομα που τον προσέγγιζαν και τον έπειθαν να
διαθέσει τα χρήματά του. Κατά την πρώτη εκείνη τριακονταετία του ελληνικού
κράτους, το επιχείρημα ότι το κράτος έχει οικονομικές ανάγκες αποτελούσε επαρκή
βάση του αιτήματος να διατεθεί ευεργετικό χρήμα προς το κράτος. Και πάντως, η
βούληση του διαθέτη των χρημάτων ήταν «διαπραγματεύσιμη» και υπήρχε ευκολία να
προσαρμοστεί στις κρατικές προτεραιότητες (πχ τη χρήση του κληροδοτήματος του
Ευάγγελου Ζάππα για την ίδρυση της έκθεσης βιομηχανικών προϊόντων.) Τα πράγματα
όμως, καθώς βαίνουμε προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του εικοστού αιώνα
αλλάζουν. Οι ευεργέτες προβάλλουν πλέον ισχυρές βουλήσεις, αλληλοεπηρεάζονται
με τους κρατικούς αξιωματούχους και τις κρατικές πολιτικές, ενίοτε - και σε
σύμπραξη με λόγιους και λοιπούς κοινωνικά επιφανείς Έλληνες - επιζητούν να
διαμορφώσουν νέες κοινωνικές συνθήκες στο κράτος και τέλος, διαπιστώνεται ότι
«επενδύουν» στο συμβολικό κεφάλαιο της ευεργεσίας, αποβλέποντας σε παράλληλα
οφέλη και αποφεύγοντας παράπλευρες απώλειες από το οικονομικό τους προφίλ - η
ευεργεσία εδώ ώς παρακολούθημα των επιχειρηματικών σχεδίων.
Συνεπώς, επιχειρώντας μία ανατίμηση των έργων των ευεργετών,
θα πρέπει να επισημάνουμε δύο ιδιαιτερότητες στην σωστή προσέγγιση. Η πρώτη θα
πρέπει να έγκειται στο γεγονός ότι το φαινόμενο του ευεργετισμού
αντιμετωπίζεται ως «έμπρακτη ιδεολογία.» Δεν πρόκειται μάλλον για ένα σύστημα
ιδεών σε αναφορά προς το οποίο ερμηνεύουμε το παρελθόν, διαχειριζόμαστε το
παρόν και σχεδιάζουμε το μέλλον, αλλά για μια εσωτερικευμένη και εφαρμοσμένη
ταυτόχρονα ιδεολογία με συμβολικές και πρακτικές διαστάσεις, η
οποία εξαιτίας ειδικών ιστορικών λόγων, αναπτύσσεται από τους απόδημους έλληνες.
Πρέπει να γίνει λοιπόν λόγος για την κομβικότητα που έχουν στη δόμηση του
ευεργετισμού αφενός η παραδοσιακή κουλτούρα της τιμής και της υπόληψης σε
συνάρτηση με τις αντίστοιχες στρατηγικές διάκρισης και αφετέρου η μέριμνα για
τη διασφάλιση της προσωπικής υστεροφημίας. Η δεύτερη αναγκαία ιδιαιτερότητα
στην προσέγγιση συνιστάται την μελέτη του ευεργετισμού, συγκεράζοντας την
παραδοσιακή μέδοθο της βιογράφησης του εξαιρετικού ατόμου με την ανάδειξη του
σύνθετου ρόλου των εθνικοτοπικών αδελφοτήτων στο πλαίσιο των κοινοτήτων και των
παροικιών και ειδικότερα με τις λειτουργίες που επιτελούσε η ελληνική
μεγαλοαστική τάξη της Διασποράς. Ο μεθοδολογικός αυτός συγκερασμός είναι
επιβεβλημένος και αποδεικνύεται αποτελεσματικός, δεδομένου ότι επιτρέπει την
κατανόηση της πρωταρχικότητας του ρόλου των εθνικοτοπικών αδελφοτήτων και
κοινοτήτων, τα κυριότερα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οποίων ήταν η
δόμηση δεσμών συνοχής και αλληλεγγύης, η ταξική ιεραρχία των μελών, όπως επίσης
η ύπαρξη μηχανισμών "εσωτερικής κοινωνικής αλλά και προσωπικής
διαφοροποίησης που κατέστησαν δυνατή την ανάδυση της ιδεολογίας και της
κοινωνικής πρακτικής του ευεργετισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου