Τα μεσάνυχτα 8 προς 9 Αυγούστου του 1823, πέντε ώρες μετά το
βασίλεμα του ήλιου, ο Μάρκος Μπότσαρης με 350 μπαρουτοκαπνισμένους Σουλιώτες, εκ
των οποίων οι 20 Ευρυτάνες, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, εισβάλουν στο
στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου από την ποταμιά.
Οι Σουλιώτες, για την αναμεταξύ τους αναγνώριση (για την αποφυγή
σύγχυσης), φοράνε μαντίλια στο κεφάλι, ανασκουμπώνουν τα μανίκια τους,
και χρησιμοποιούν το σύνθημα «ποιός είσαι συ;» και ως παρασύνθημα το «σίδερο».
Με αυτόν τον τρόπο εισέβαλαν στο κέντρο του στρατοπέδου, χωρίς να
τους πάρουν είδηση.
Οι περισσότεροι Τουρκαλβανοί κοιμόντουσαν και οι υπόλοιποι, αμέριμνοι από
την ήσυχη νύχτα του Αυγούστου, δεν υποψιάζονται το κακό που τους
περιμένει.
Οι Σουλιώτες, σαν τα ξωτικά της νύχτας, διαβαίνουν ανάμεσά τους και μέσα
απ' τις φορεσιές τους, σιγά-σιγά, φανερώνονται τα αστραφτερά γιαταγάνια
τους.
Ξάφνου, την γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης. Τα
σουλιώτικα γιαταγάνια δε γυαλίζουν πια από το φεγγαρόφωτο της νύχτας, αλλά από
το αίμα των τρομοκρατημένων Τουρκαλβανών, που προσπαθούν να κρυφτούν ακόμη και
από την ίδια τους την σκιά.
Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο
σφαγείο ανθρώπων.
Οι Σουλιώτες, αλαλάζοντας σαν τρελοί, δεν ανασαίνουν ούτε στιγμή. Ήταν ένας
αγώνας δρόμου, για να μην προλάβουν οι Τουρκαλβανοί να συνέρθουν και ο κάθε
Σουλιώτης έσφαζε τους εχθρούς του τον έναν πίσω από τον άλλον.
Βλέποντας τους "αήττητους" του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας πανικοβλημένους
και πνιγμένους στο αίμα, ορμούν με ακόμα περισσότερη μανία και ατέλειωτο πάθος.
Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους Τουρκαλβανούς. Δεν
ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους.
Ο Μάρκος, που δεν χορταίνει τον πανικό που έσπειρε, ψάχνει για
αξιωματούχους προς σφαγή. Με το βλέμμα του αετού που αναζητεί το θήραμά του και
με το αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι του, τραυματίζεται κοντά στα σκέλια του από
βόλι, αλλά αδιαφορεί και απτόητος συνεχίζει.
Σώνει και καλά, ψάχνει να βρει το θύμα του. Ξάφνου βρίσκεται στο "κουλούρι
του Καραγιάννη" που πίστεψε, ότι υπήρχαν αξιωματικοί και γεμάτος πάθος ορμά στον
μαντρότοιχο.
Δεν τα κατάφερε όμως. Ένα βόλι τον βρίσκει πάνω από το δεξί του μάτι και
έγειρε, γονάτισε, έπεσε καταγής. Το λιοντάρι της Ηπείρου κείτεται πια
νεκρό!
Ο Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης, ο ξάδερφος του Μάρκου, βλέποντάς τον πεσμένο
στο χώμα, τον αρπάζει στις πλάτες του και με γρήγορες κινήσεις εγκαταλείπει το
διαλυμένο πλέον στρατόπεδο. Σε λίγο ξημερώνει και το σύνθημα της αποχώρησης
σηματοδοτεί το τέλος της μάχης.
Καθώς οι πρώτες αχτίδες του ήλιου διαπερνούν τον αχνό της πρωινής υγρασίας,
ανακατεμένον μ' εκείνον του καμένου μπαρουτιού και του αίματος που αχνίζει, οι
Σουλιώτες αποχωρούν χωρίς τον κίνδυνο να τους ακολουθήσει κανείς.
Εξάλλου, οι Τουρκαλβανοί, δεν συνειδητοποίησαν ακόμη τι τους συνέβη και
συνεχίζουν να σφάζονται μεταξύ τους. Λουσμένοι πατόκορφα απ' το εχθρικό αίμα
γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο
και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη.
Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο και χάνονται οι
κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα
πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον αρχηγό τους, τον Μάρκο, νεκρό.
Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης
μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με
μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους και
τον σφάζουν.
Η είδηση του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ακούγεται σαν στρίγγλα και σχίζει
βουνά και λαγκάδες σέρνοντας μοιρολόγια σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο
Μάρκος Μπότσαρης, εκεί, στο Κεφαλόβρυσο, διάβηκε την πύλη της αιωνιότητας. Μαζί
και 60 σύντροφοί του.
Οι συμπολεμιστές του Μάρκου τον τοποθέτησαν όρθιο επάνω εις το άλογό του,
σαν να ίππευε, στήριξαν το κεφάλι του σε μία φούρκα, τον μετέφεραν κατ' αρχάς
στην μονή του Προυσσού και ακολούθως στο Μεσολόγγι, όπου έγινε μέσω γενικού
πένθους η κηδεία του.
Το μίσος του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας, έπειτα από το χαλασμό που του
προξένησαν οι Σουλιώτες, δεν περιγράφεται. Περί τους χίλιους οι νεκροί αντάμα με
τους τραυματίες, χώρια αυτοί που σκόρπισαν και δεν επέστρεψαν από τον πρωτόγνωρο
τρόμο που έζησαν.
Μα πάνω απ' όλα καταρρακώθηκε το ηθικό του στρατού του. Από τους δυο
ομήρους του πασά, ο μεν Γιάννης Ράμος απαγχονίστηκε αμέσως, ο δε παπα-Γιώργης,
την νύχτα του χαλασμού, κατάφερε να δραπετεύσει.
Η μάχη του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι ήταν επιτυχής. Το αποτέλεσμά της,
όμως, θα ήταν καλύτερο, αν δεν υπήρχε η αδικαιολόγητη καθυστέρηση συμμετοχής
στην μάχη του τμήματος από την ανατολική πλευρά.
Μόνο ο Κίτσος Τζαβέλλας με τους πολεμιστές του ενήργησε έγκαιρα, πράγμα που
αποδείχτηκε σωτήριο για την έκβασή της. Η σύγχυση μεταδόθηκε και στα υπόλοιπα
εχθρικά στρατόπεδα, τα οποία, μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει, καθηλώθηκαν στις
θέσεις τους.
Μια ιστορική παράμετρος της μάχης, ήταν ο τρόπος κρούσης αυτής. Ήταν η
πρώτη μάχη στην παγκόσμια πολεμική ιστορία με τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων
καταδρομών!
Το βόλι που τραυμάτισε θανάσιμα τον Μ. Μπότσαρη και μέρος από το
ματωμένο κεφαλόδεσμο του αγωνιστή:
Ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη:
Το μνημείο της μάχης στο Κεφαλόβρυσο:
Η καταγωγή από το Σούλι
Τὸ Σούλι ἀποτελοῦσε πρὶν τὸ 1821 μία ἰδιότυπη μορφὴ κοινοπολιτείας
ἑλληνικῶν χωριῶν στὴν Ἤπειρο ἀπὸ τέσσερα χωριά: τὸν Ἀβαρίκο, τὴν Σαμονίβα, τὸ
Σούλι καὶ τὴν Κιάφα. Στὴν συνέχεια, κατὰ τὸν 18ο αιώνα στὸ τετραχώρι αὐτὸ
προσεχώρησαν καὶ ἄλλα χωριὰ καὶ διαμορφώθηκε μία αὐτόνομη περιοχὴ στὴν καρδιὰ
τῆς Ἠπείρου, ποὺ δὲν ὑπολόγιζε τὰ Σουλτανικὰ στρατεύματα. Δεῖγμα αὐτῆς τῆς
ἀνυπότακτης νοοτροπίας ἦταν τόσο οἱ διαρκεῖς πολεμικὲς ἀντιπαραθέσεις μὲ τοὺς
Στρατοὺς ποὺ ἔστελναν οἱ Ὀθωμανοί, ἀλλὰ καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ νὰ καταλάβει
τὸ Σούλι (κάτι ποὺ τὸ κατάφερε τὸ 1803). Με μία σειρὰ πολέμων ἀπέναντι στὴν
τουρκικὴ διοίκηση τῆς περιοχῆς οἱ Σουλιῶτες διατήρησαν τὸ ἀνυπότακτο φρόνημά
τους. Εἶχαν Ὀρθόδοξη πίστη, Ἑλληνικὴ-Ρωμαίικη συνείδηση (αὐτὸ μαρτυροῦν ὅλες οἱ
προσωπικὲς μαρτυρίες, ἀπὸ τὰ γράμματά τους ὡς τὰ Δημοτικά τους τραγούδια, ἀλλὰ
καὶ ἡ ἐν γένει στάση τους στοὺς Ἐθνικοὺς Ἀγῶνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ), ἀλλὰ ὁμιλοῦσαν
ὡς δίγλωσσοι καὶ τὴν ἀρβανίτικη γλώσσα.
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἦταν μέλος τῆς σουλιώτικης φάρας, γνωστῆς μὲ τὸ ὄνομα
Μποτσαραῖοι ἢ Μποτσαράτες. Ὑπῆρξε μέχρι τὸ 1800 ἡ πιὸ ἰσχυρὴ φάρα τοῦ Σουλίου.
Ἀντίπαλοί τους ἦταν ἡ ἰσχυρὴ φάρα τῶν Τζαβελαίων. Τὸ 1790 γεννήθηκε στὸ
Σούλι...ὁ Μάρκος, υἱὸς τοῦ Κίτσου Μπότσαρη καὶ 2 χρόνια μετὰ ὁ ἀδελφός του Κώστας.
Τὸ 1800 πεθαίνει ὁ ἀρχηγὸς τῆς φάρας τῶν Μποτσαράτων Γιώργης Μπότσαρης καὶ τὴν
θέση του παίρνει υἱὸς του Κίτσος (ὁ πατέρας τοῦ Μάρκου). Τὸ Σούλι ὅμως δεχόταν
συνεχῶς ἐπιθέσεις καὶ μάλιστα λυσσαλέες ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασὰ καὶ τὸν υἱὸ τοῦ Βελή.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1803 πέφτει τὸ Σούλι καὶ οἱ περισσότεροι Σουλιῶτες καταφεύγουν
στὴν Πάργα.
Οι περιπέτειες των Σουλιωτών και οι σχέσεις τους με τον Αλή
πασά.
Στὶς 7 Ἀπριλίου 1804 γίνεται φονικὴ μάχη στὴν Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου κοντὰ
στὸ χωριὸ Σέλτσο στὰ Ἄγραφα, ὅπου εἶχαν καταφύγει Σουλιῶτες. Ἀνάμεσα στοὺς
ἐλάχιστους ποὺ διασώθηκαν καὶ κατέφυγαν στὴν Πάργα ἦταν καὶ ὁ Κίτσος Μπότσαρης
καὶ ὁ μικρὸς Μάρκος. Ὁ Μάρκος ἀκολουθεῖ τὸν πατέρα του σὲ Κέρκυρα καὶ Λευκάδα,
ὅπου ἐντάσσεται σὲ στρατιωτικὰ σώματα. Νυμφεύεται δύο φορές, πρῶτα τὴν Ἑλένη
Καρακίτσου καὶ μετὰ τὴν Χρυσούλα Καλογήρου. Οἱ Σουλιῶτες στὰ Ἑπτάνησα
δημιουργοῦν ἀξιόλογα στρατιωτικὰ τμήματα, ὅπου ἀναδεικνύουν τὴν πολεμική τους
ἱκανότητα. Παράλληλα ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια ποὺ βρισκόταν
γιὰ κάποιο διάστημα ἐκεῖ.
Ἀφοῦ ὁ Ἀλὴς πασὰς εἶχε ἐξοντώσει τὸν κίνδυνο γιὰ τὴν ἐξουσία του ποὺ
λεγόταν Σούλι, ἀποφάσισε νὲ δελεάσει πολλοὺς ἀπὸ τοὺς παλιούς του ἐχθρούς,
δίνοντάς τους ἀξιώματα. Ἔτσι τὸ 1813 ὁ Κίτσος Μπότσαρης ἐπιστρέφει στὴν Ἤπειρο
καὶ ἀναλαμβάνει ἀπὸ τὸν Ἀλὴ τὸ ἁρματολίκι τῶν Ἀγράφων, δολοφονεῖται ὅμως ἀπὸ τὸν
ἀνταγωνιστὴ του Γῶγο Μπακόλα (ποὺ μετὰ τὸ 1821 θὰ φτάσει μὲ τὰ «καπάκια»του μὲ
τοὺς Τούρκους στὴν προδοσία). Ὁ Μάρκος (νέος ἀρχηγὸς τῆς φάρας) ἐγκαθίσταται ἀπὸ
τὸν Ἀλὴ πασὰ στὸν Κακολάκκο Πωγωνίου, ὅπου καὶ διαμένει ὡς τὴν ἀποστασία τοῦ Ἀλῆ
πασᾶ.
Τὸ 1820 ὁ Ἀλὴς πασὰς κηρύσσεται ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ἀποστάτης. Ὁ Μάρκος
βρίσκεται σὲ δίλημμα καὶ ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα διπλωματικά, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν
ἐπιστροφὴ τῶν Σουλιωτῶν στὴν περιοχὴ Σουλίου.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴν μία ἐντάσσεται αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του στὶς σουλτανικὲς
δυνάμεις (ποὺ πολιορκοῦν τὰ Ἰωάννινα καὶ τὸν Ἀλή), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλην διεξάγουν
μυστικὲς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Ἀλὴ γιὰ ἐπιστροφὴ στὸ Σούλι. Τὸ τελευταῖο τὸ
κατορθώνουν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1820, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν κρυφὰ τὸ σουλτανικὸ
στρατόπεδο, ἀλλὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του κρατοῦνταν στὰ Ἰωάννινα ὡς ὅμηροι
τοῦ Ἀλῆ.
Η συμμετοχή του Μάρκου Μπότσαρη στον Αγώνα του 1821
Ἀφοῦ οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες (μὲ τὸν συντονισμὸ τῆς Φιλικῆς Ἐταιρίας)
ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν ἐνδοοθωμανικὴ διαμάχη (μὲ τὴν ἀποστασία τοῦ Ἀλῆ) καὶ κήρυξαν
τὴν ἐπανάσταση στὰ περισσότερα μέρη, συμμετέχουν σὲ αὐτὴν καὶ σουλιώτικα
τμήματα. Στὰ τέλη Ἀπριλίου 1821 Σουλιῶτες μαζὶ μὲ τοὺς συμμάχους τοὺς
ἐπιτίθενται στὸ χωριὸ Λοῦρος (μεταξὺ Ἰωαννίνων καὶ Πρεβέζης) καὶ τοὺς ἑπόμενους
μῆνες καταλαμβάνουν τὸ φρούριο τῆς Ρινιάσας, τοὺς Βαριάδες, τὰ Πέντε Πηγάδια καὶ
τὰ Δερβίζιανα, ὅπου διακρίνεται καὶ ἡ πολεμικὴ εὐφυΐα τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, ἐνῶ
τὸν Νοέμβριο καταλαμβάνει τὴν Ἄρτα.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1822 φονεύεται ὁ Ἀλὴς καὶ ὁ Χουρσὶτ μετὰ ἀπὸ
διαπραγματεύσεις ἀπελευθερώνει τὴν οἰκογένεια τοῦ Μάρκου. Οἱ Σουλιῶτες ἔχουν
ἐπιστρέψει στὸ Σούλι, τὸ ὁποῖο ὅμως τὸν Μάιο τοῦ 1822 πολιορκεῖται ἐκ νέου ἀπὸ
τὶς σουλτανικὲς δυνάμεις τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ καὶ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη. Στὶς μάχες
συμμετέχει καὶ μανιάτικο σῶμα ὑπὸ τὸν Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος στὴν μάχη
τῆς Σπλάντζας πέφτει ἡρωικὰ στὶς 4 Ἰουλίου 1822, ἐνῶ μία ἑβδομάδα πιὸ πρίν, στὴν
μάχη τῆς Πλάκας συγκρούονται οἱ Σουλιῶτες μὲ τοὺς ἀντιπάλους τους. Τὸ ὄνειρο τῆς
ἀπελευθέρωσης τοῦ Σουλίου χάνεται καὶ στὶς 28 Ἰουλίου 1822 ὑπογράφεται στὸ
ἀγγλικὸ προξενεῖο τῆς Πρέβεζας ἡ συμφωνία παράδοσης τοῦ Σουλίου καὶ ἔνοπλης
ἀποχώρησης τῶν Σουλιωτῶν, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 2 Σεπτεμβρίου (ἡ σύζυγος
Χρυσούλα καὶ τὰ 4 παιδιὰ τοῦ Μάρκου ἀναχωροῦν γιὰ τὴν Ἀγκώνα τῆς Ἰταλίας).
Ο Ηρωϊσμός στο Μεσολόγγι
Στὴν κυρίως ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα ἔχει σχηματιστεῖ Κυβέρνηση (Ἐκτελεστικὸ
καὶ Βουλευτικό). Τὸ Βουλευτικὸ στὶς 11 Ὀκτωβρίου 1822 ἐγκρίνει τὸν διορισμὸ τοῦ
32χρονου Μάρκου σὲ Στρατηγὸ τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς, περιοχῆς ὅπου κυριαρχοῦσε
πολιτικὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Οἱ δύο ἄνδρες πρωταγωνιστοῦν στὸν ἄθλο τῆς
ἀπόκρουσης τῆς Α’ πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο ὡς τὰ
Χριστούγεννα τοῦ 1822). Μετὰ τὴν νίκη ὅμως ἀρχίζουν οἱ διχόνοιες ποὺ θὰ
ἐξελιχθοῦν στὸν καταστροφικὸ Ἐμφύλιο.
Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν διαμαχῶν στὴν Στερεὰ ἦταν ἡ ἀντιπαράθεση Σουλιωτῶν
ὁπλαρχηγῶν μὲ τοὺς Στερεοελλαδίτες, κάτι ποὺ ὁδήγησε τὸν Μάρκο νὰ σχίσει (ἀφοῦ
πρῶτα τὸ φίλησε!) τὸ δίπλωμα τῆς Στρατηγίας. Μία μαρτυρία μιλᾶ γιὰ τὴν
ἀντιπαλότητα (ποὺ συνεχιζόταν) μὲ τὴν νεοαφιχθεῖσα στὸ Μεσολόγγι φάρα τῶν
Τζαβελαίων (ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀρχηγοὺς στὴν Ἔξοδο τοῦ 1826 οἱ δύο ἦταν ἀπὸ τὶς δύο
φάρες τοῦ Σουλίου: ὁ Νότης Μπότσαρης καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλας). Ὅμως ὅποια καὶ ἂν
εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ φράση τοῦ Μάρκου ὅταν ἔσκιζε τὸ δίπλωμα εἶναι ἔνδειξη τῆς
ἀνδρείας του: «ὅποιος εἶναι ἄξιος, λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον ἔμπροσθεν τοῦ
ἐχθροῦ» (μαρτυρία Σπ. Τρικούπη) (ἢ κατὰ ἄλλους, ὅπως τὸν Νίκ. Κασομούλη, «Ἰδοὺ
τὸ δίπλωμα, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐνοχλεῖ (καὶ τὸ ἐξέσχισεν), καὶ ὅποιος εἶναι παλληκάρι
εἰς τὸν Σκόδραν [τὸν Τοῦρκο πασὰ ποὺ ἦλθε ἐναντίον τῆς Ἐπανάστασης]
φαίνεται».
Ο Θάνατος και η Αθανασία του Ήρωα
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου 1823 ἔφθασαν εἰδήσεις στὸ Μεσολόγγι ὅτι ὁ Μουσταφὰ
πασὰς τῆς Σκόδρας ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Αὐλώνα μὲ 10.000 στρατιῶτες καὶ κατεύθυνση
τὴν Λάρισα. Σκοπὸς τῆς νέας αὐτῆς τουρκικῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ὑποταγὴ τῆς
Δυτικῆς Στερεᾶς. Ὁ πασὰς τῆς Σκόδρας φθάνοντας στὴν Θεσσαλία θὰ προχωροῦσε μέσω
Καρπενησίου πρὸς τὸ Ἀγρίνιο, ὅπου θὰ ἑνωνόταν μὲ τὸν Ὀμὲρ πασὰ Βρυώνη (ὁ ὁποῖος
θὰ κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο).
Ἡ προφυλακὴ τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ ἔφθασε στὸ Καρπενήσι στὶς 5 Αὐγούστου,
ἀποτελούμενη ἀπὸ 5.000 πεζοὺς καὶ ἱππεῖς ὑπὸ τὸν Τζελαλεντὶν μπέη, ὁ ὁποῖος
στρατοπέδευσε στὸ Κεφαλόβρυσο. Μία ἑβδομάδα πιὸ πρὶν εἶχε ξεκινήσει ἑλληνικὸ
σῶμα 1.200 ἀνδρῶν ὑπὸ τὴν ἡγεσία Στερεοελλαδιτῶν καὶ Σουλιωτῶν ὁπλαρχηγῶν. Ἡ
ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῶν Τούρκων ἔπεισε τὸν Μάρκο (ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ
ἑλληνικοῦ σώματος) νὰ ἀξιοποιήσει τὴν σουλιώτικη πολεμικὴ ἐμπειρία (ποὺ
ἐνεργοῦσαν μὲ συχνὲς καταδρομὲς καὶ χτυποῦσαν καίρια τὸν ἐχθρό).
Ἀνάμεσα στὶς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἦταν ἡ χρήση ἴδιας γλώσσας καὶ
ἐνδυμασίας ἀπὸ τοὺς ἀρβανιτόφωνους Σουλιῶτες, γιὰ νὰ προκαλέσουν σύγχυση στὸν
ἀντίπαλο (κάτι ποὺ σήμερα θεωρεῖται παραβίαση πολεμικῶν κανόνων καὶ τιμωρεῖται
μὲ θάνατο στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις). Τὸ εἶχε ξαναεφαρμόσει ὁ Μάρκος καὶ στὰ
Δερβίζιανα δύο χρόνια πιὸ πρίν.
Παρότι δὲν εἶχε τὴν στήριξη τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν, ὁ Μάρκος Μπότσαρης μὲ
σῶμα 350 Σουλιωτῶν διείσδυσε στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο τὴν νύχτα τῆς 8ης προς 9η
Αυγούστου (μόνο ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἀπὸ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ἔδωσε τὸ παρὼν στὴν
μάχη).
Ἡ ἐπίθεση εἶχε ἐπιτυχία, ἀλλὰ ὁ Μάρκος Μπότσαρης τραυματίζεται θανάσιμα.
Τὸν θάνατό του ἀπέκρυψαν οἱ συμπολεμιστές του, γιὰ νὰ μὴν δειλιάσουν οἱ λοιποί,
καὶ τὸν μετέφεραν κρυφὰ ἐκτός τοῦ πεδίου τῆς μάχης. Οἱ τοῦρκοι ὑπέστησαν μεγάλη
ἥττα: ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων 690 τυφέκια, 1000 πιστόλες, δύο σημαῖες,
πολλοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι. Ἀπὸ τοὺς ἕλληνες φονεύθηκαν περίπου 36 καὶ πληγώθηκαν
20. Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης ἀναφέρει γιὰ τὸν θάνατό του: «Τὴν δὲ 10 Αὐγούστου
μετεκομίσθη ὁ νεκρός του Μάρκου εἰς Μεσολόγγι ὅπου ἐκηδεύθη λαμπρῶς. Μέγα δὲ
πένθος καθ’ ὅλην τὴν Ἑλλάδα διήγειρεν ὁ θάνατός του, θεωρηθεῖς δικαίως ἐθνικὸν
δυστύχημα».
Ἦταν μόλις 33 ἐτῶν. Τὴν δράση του θὰ συνεχίσει ὁ ἀδελφός του Κώστας.
Τόσο ἡ θρυλική του ζωὴ ὅσο καὶ ὁ ἡρωικός του θάνατος μετέτρεψαν τὸν Μάρκο
σὲ σύμβολο θάρρους καὶ τιμιότητας. Ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα ὅπου χρειάστηκε κεῖ
συνέβαλε στὴν ἀνάδειξη τοῦ ἡρωισμοῦ τῶν Σουλιωτῶν. Ὁ τάφος του στὸ Μεσολόγγι (τὸ
πρωτότυπο εἶναι στὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο-Παλαιὰ Βουλὴ) καὶ τὰ ἔργα τέχνης ποὺ
πρόβαλαν τὴν προσφορὰ του μέχρι σήμερα μιλοῦν γιὰ μία εὐγενικὴ καὶ θαρραλέα
ψυχή, ποὺ ἔφυγε νέος γιὰ τὴν Ἀθανασία.
Κλείνουμε τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ μὲ ἔνα ἐπίγραμμα τοῦ Γεωργίου Γαζῆ στὴν
«Βιογραφία τῶν Ἡρώων Μάρκου Μπότσαρη καὶ Καραϊσκάκη» ποὺ ἐξεδόθη στὴν Αἴγινα
μόλις τὸ 1828:
Πύρρος κατὰ Ρωμαίων ἀπεδείχθη θαυμαστὸς
Καὶ Σκενδέρμπεης δὲ πάλιν κατὰ Τούρκων τρομερός.
Μαρκομπότζιαρης δ’ ὠσαῦτος ἀνεφάνη ὁ αὐτός,
Εἰς τὸ Μεσολόγγι κεῖται, στήσας τρόπαιον λαμπρὸν.
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία
1. Βάσω Ψιμούλη-Μάρκος Μπότσαρης-ἐκδόσεις Τὰ Νέα
2. Σπύρ. Τρικούπης-Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἀθήνα 1888
3. Γιῶργος Καραμπελιᾶς –Συνωστισμένες στὸ Ζάλογγο-Ἐναλλακτικὲς ἔκδ.
4.Χριστόφορος Περραιβὸς-Ἱστορία Σουλίου καὶ Πάργας-Βενετία 1815
5. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους-τόμος ΙΒ’- Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου