Σ
'ένα μεσαιωνικό σοκάκι της πόλης σκοτεινό, υγρό και θλιβερό τρέχει σαν ένα ζώο,
αγριεμένο, τρομοκρατημένο.
Πίσω τον κυνηγούν οι αρχές για το νοίκι της
τρύπας που ζει μήνες τώρα.
Ένα νόμισμα το μήνα είναι το τίμημα. Δεν πάει
πολύς καιρός που κάθε μήνα μάζευε δύο - τρία νομίσματα αν ήταν τυχερός. Όμως
βδομάδες τώρα δεν έχει βρει μεροκάματο. Έχει ανάγκη τουλάχιστον δύο νομίσματα,
ένα για την τρύπα και τ 'άλλο για λιγοστό φαγητό, λάδι για την λάμπα και ξύλα
για τη σόμπα.
Ξεφεύγει και κρύβεται στο δάσος έξω από την πόλη. Ξέρει
ότι θα τον χτυπούσαν ανελέητα για τα χρεωστούμενα και θα τον πέταγαν σε σάπιο
μπουντρούμι.
Τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του είναι γεμάτα λάσπες, τα
κτυπά να καθαρίσουν στη ρίζα του δέντρου με όση δύναμη του έχει απομείνει απ' το
τρέξιμο.
Το ξέρει πως πρέπει να βρει με κάθε τρόπο ένα νόμισμα
τουλάχιστον.
Η πόλη από μακριά φουναρίζει ζωή και το χνώτο του θάνατο,
έχει κρύο εκεί έξω...
Αναρωτιέται για το άδικο, αυτό που εκείνος νομίζει
άδικο, αλλά δεν είναι και σίγουρος αφού υπάρχουν και εκείνοι οι περίπλοκοι
αριθμοί που ακούει στα κρυφά από τους λόγιους της πόλης και που έχουν καρφωθεί
στο μυαλό του.
Στο τέλος νικά το δικό του το μηδέν. Δεν έχει σημασία αν
φταίει αυτός για την κατάντια του ή οι περίπλοκοι αριθμοί που δεν καταλαβαίνει.
Μόνο η επιβίωση έχει αξία και έχει τη μορφή του πέτρινου κάστρου που βλέπει ίσια
μπροστά του.
Το κάστρο είναι επιβλητικό και απόρθητο. Γρήγορα αποφασίζει
να πάει να ζητήσει δουλειά στις καθαριότητες. Το κάστρο έχει επιφανείς και
αχόρταγα πεινασμένους κοιλαράδες. Τρώνε στην τεράστια σάλα και μοιράζουν εντολές
και αποφάσεις.
Κι αυτή γεμίζει γρήγορα με τα λίπη της πολυφαγίας. Στο
πάτωμά της έχουν βάλει να ανοιχτούν πολυάριθμες τρύπες σε μέγεθος πιατέλας κι
εκεί με τα πόδια σπρώχνονται από το υπηρετικό προσωπικό τα αποφάγια ώστε να
πέσουν χαμηλά δεκατέσσερα μέτρα, κάτω στα υπόγεια.
Πάνω στο χώμα των υπογείων πρέπει
πρώτα να ξεδιαλέξει ότι βρώσιμο έχει απομείνει και έπειτα να φτυαρίσει τις
δύσοσμες κρούστες και να σκοτώσει έντομα και τρωκτικά αθώα. Μετά από δώδεκα ώρες
ασταμάτητης δουλειάς λαμβάνει από τον επιστάτη δύο νομίσματα. Μ' αυτά πάει και
εξαγοράζει λιγοστό χρόνο σε φαγητό και ζέστη στην αγορά της πόλης.
Με
πόνους σ 'όλο το σώμα και μισοχορτασμένος επιστρέφει στην πόλη καταθέτει το ένα
νόμισμα στον σπιτονοικοκύρη, γυρνάει στο μικρό του δωμάτιο κρύβει τα ψιλά που
του απόμειναν και κοιμάται.
Μετά από ώρες ξυπνάει κουρασμένος και μες
τον ιδρώτα.
Τρέχει με άγχος στο μπάνιο και πλένεται. Ντύνεται γρήγορα,
έχει αργήσει στο γραφείο.
Ευτυχώς ήταν μόνο ένα άσχημο
όνειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου