Του Δημήτρη Χαμπίπη
Όταν μια εθνική οικονομία κλυδωνίζεται συθέμελα και απειλείται με κατάρρευση
σίγουρα την οδήγησε εκεί μια σειρά από παθογένειες.
Η μόνιμη επωδός των αχυράνθρωπων της Τρόϊκα κάθε φορά που βασανίζουν έναν λαό
με «το μαρτύριο της σταγόνας» προκειμένου να εκταμιευθεί μια δόση είναι η
κατάντια της δημόσιας διοίκησης και οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Εργαζόμενοι που στοχοποιήθηκαν και θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για οτιδήποτε αρνητικό
έχει συμβεί διαχρονικά και σε βάθος χρόνου μέχρι την αποκατάσταση της
δημοκρατίας το 1974, καλούνται να αναλάβουν δυσανάλογες ευθύνες και να
πληρώσουν.
Και ενώ αγόγγυστα πλήρωσαν αδρά με περικοπές αμοιβών που ξεπερνούν το 30% τώρα
βλέπουν να απειλείται η εργασιακή τους ύπαρξη και η ανθρωπιστική τους υπόσταση.
Η δημόσια διοίκηση αποτελεί έναν πολύπλοκο και πολυδαίδαλο παραγωγικό χώρο.
Οι υπηρεσίες που παράγονται με αποδέκτες πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες
αποτελούν δημόσια αγαθά που ουδείς νοήμων και εχέφρων άνθρωπος και ούτε τα
στελέχη της δημόσιας διοίκησης αμφισβητούν ότι θα πρέπει να είναι υψηλών
ποιοτικών στάνταρς, να είναι μετρήσιμες, να κοστολογούνται και να έχουν
ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Οι συνεχείς και με μόνιμο χαρακτήρα αποκλείσεις και ελλείμματα στον οικονομικό
τομέα οφείλεται στην μπακαλίστικου τύπου εποπτεία και διοίκηση.
Είναι μύθος το ότι ο «πανταχόθεν βαλλόμενος δημόσιος υπάλληλος» έχει όλες τις
ευθύνες για όσα κακώς έγιναν η δεν έγιναν και βρίσκεται «με την πλάτη στον
τοίχο».
Καλά θα κάνει το πολιτικό σύστημα της χώρας να επωμισθεί και να αναλάβει
συνολικά τις ευθύνες που του αναλογούν.
Ένα πολιτικό σύστημα που ενώ ποτέ δεν σχεδίασε και ούτε χάραξε αξιόπιστη και
σταθερή πολιτική για την δημόσια διοίκηση έρχεται τώρα στην πολύ δύσκολη καμπή
να μετατοπίσει το πρόβλημα και να δημιουργήσει «αποδιοπομπαίους τράγους». Ήθελε
πάντα το πολιτικό σύστημα της χώρας ένα δημόσιο τομέα αυτοδιοικούμενο, με
χαλαρή εποπτεία, χωρίς ελέγχους, με ατιμωρησία, με αναξιοκρατία για να μπορεί
να τον κατευθύνει και να τον χειραγωγεί.
Και ενώ στην μεταβατική εποχή και στην προσπάθεια να μετριαστούν οι επιπτώσεις
της κρίσης θα έπρεπε να υπάρξει ένας συνολικός ανασχεδιασμός στην λειτουργία
της δημόσιας διοίκησης ακολουθούμε την πεπατημένη και για μια ακόμη φορά
βαδίζουμε ανάστροφα, «σαν τον κάβουρα».
Κατάφερε τεχνιέντως η σημερινή Κυβέρνηση να φέρει στην επιφάνεια το πλέον
υποβαθμισμένο ίσως ζήτημα της δημόσιας διοίκησης και να βάλει την σαστισμένη
κοινωνία μας που εσχάτως πάσχει και από το σύνδρομο του «κοινωνικού
αυτοματισμού» στον αστερισμό της αξιολόγησης.
Μέχρι χθες όλοι όσοι έχουν βιώσει στο πετσί τους σφαιρικά τον χώρο του δημοσίου
γνωρίζουν ότι η αξιολόγηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια τυπική υποχρέωση του
προϊσταμένου να βαθμολογεί απλά μέχρι τα μέσα Γενάρη τους υπαλλήλους του για
την προηγούμενη χρονιά.
Και μάλιστα γνωρίζοντας ότι αυτή η βαθμολόγηση δεν τυγχάνει σχεδόν καμίας
αξιοποίησης πλην ίσως της περίπτωσης πειθαρχικής δίωξης του υπαλλήλου
ακολουθούσαν όλοι οι προϊστάμενοι την καθεστωτική αντίληψη να βαθμολογούν όλους
με άριστα.
Ουδείς σώφρων και νοήμων άνθρωπος ακόμη και οι πλέον σκληροί συνδικαλιστές
διαφωνεί ότι η αξιολόγηση θα πρέπει να υπάρχει για να αποδίδονται «τα τω
καίσαρος τω καίσαρι», να εισπράττουν την ηθική ανταμοιβή οι άριστοι και για να
προβληματίζονται και να παραδειγματίζονται οι μέτριοι και οι άχρηστοι ώστε να
βελτιώνονται.
Και αυτό στα πλαίσια μιας δημόσιας διοίκησης ευέλικτης που θα λειτουργεί με
σύγχρονα οργανωτικά συστήματα, με στοχοθεσία, με οργανογράμματα και με
επιστημονικές οικονομοτεχνικές μελέτες όπου και η αξιολόγηση του προσωπικού θα
αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο της συντονισμένης προσπάθειας
εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης του δημόσιου τομέα συνολικά.
Η ξαφνική και βίαιη προσπάθεια εφαρμογής των διατάξεων του Ν.4250/2014 «περί
αξιολόγησης του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών» με την ετσιθελική
κατηγοριοποίηση των υπαλλήλων σε «αμνούς και σε ερίφια» αποτελεί μια
ριζοσπαστική αλλαγή σε λογικές και νοοτροπίες με τις οποίες έχει γαλουχηθεί ολόκληρος
ο δημοσιουπαλληλικός κόσμος και θα έπρεπε να γίνεται προσεκτικά, με
επιστημονικά κριτήρια, με πιλοτικές εφαρμογές και σε βάθος χρόνου.
Γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι εκτός από εργαζόμενοι είναι και ξεχωριστές
οντότητες, είναι και άνθρωποι.
Πως αλήθεια θα αιτιολογήσει και πως θα έχει ήσυχη την συνείδησή του ένας
προϊστάμενος όταν για το 2012 βαθμολόγησε τον υπάλληλο με 9.5 και το 2013 θα
τον εξοβελίσει αξιολογώντας τον με 5;
Ποιος θα εγγυηθεί και με ποιες ασφαλιστικές δικλείδες ότι αυτή την φορά ο προϊστάμενος
θα απαλλαγεί από τα συντηρητικά δημοσιουπαλληλικά σύνδρομα και θα βαθμολογήσει
αξιακά και αντικειμενικά; Ότι δεν στραβοκοιμήθηκε και θα πρέπει να ξεσπάσει
κάπου, ότι έπαψε να έχει κομματικές συμπάθειες η αντιπάθειες, ότι δεν θα
ενδώσει σε παρεμβάσεις της υπηρεσιακής η πολιτικής ιεραρχίας η και έξωθεν
πιέσεων, και ότι δεν θα «την έχει σε κάποιους φυλαγμένη» από παλαιότερες
αντιδικίες η παρεξηγήσεις που αποτελούν καθημερινό σχεδόν φαινόμενο στα πλαίσια
μιας σκληρά ανταγωνιστικής και ιεραρχικά δομημένης δημόσιας διοίκησης;
Στερούνται σοβαρότητας οι αιτιάσεις ότι με την κλιμάκωση και την
κατηγοριοποίηση των εργαζόμενων σε άριστους, μέτριους και άχρηστους θα αυξηθεί
η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα και ότι θα βελτιωθεί η ποιότητα των
προσφερόμενων στον πολίτη υπηρεσιών. Η πραγματικότητα είναι ότι δέσμια της
πολιτικής ομηρίας αδυνατεί η πολιτική ηγεσία να δώσει στην τρόϊκα τις
περιβόητες λίστες με τα ονοματεπώνυμα απολυμένων και ρίχνει το μπαλάκι στους
προϊσταμένους οι οποίοι κάτω από την «δαμόκλειο σπάθη» της πειθαρχικής
παραπομπής καλούνται να γεμίσουν μια δεξαμενή από άχρηστους και «με την βούλα»
από όπου θα μπορεί πλέον να ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις και τα
προαπαιτούμενα.
Και δεν είναι μόνο οι άχρηστοι του 15%, είναι και οι πολλοί, οι μέτριοι του 60%
που από άριστοι θα βρεθούν ένα σκαλοπάτι πιο χαμηλά.
Η συνολική, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων αντίδραση του επιστημονικού κόσμου της
εργασίας, του συνδικαλιστικού κινήματος και των στελεχών της δημόσιας διοίκησης
δείχνει το μέγεθος του προβλήματος και της αναστάτωσης που επικρατεί και που σε
συνθήκες απαξιωτικές και διαλυτικές περισσότερο υποβαθμίζει παρά αναβαθμίζει
τις προσφερόμενες στον πολίτη υπηρεσίες.
Σε τέτοιες υπαρξιακού πλέον τύπου συνθήκες αναπολούμε τον αείμνηστο ηγέτη
Αντρέα Παπανδρέου o οποίος έλεγε και ξανάλεγε «είναι αδύνατον να ασκηθούν σε
οποιοδήποτε θεματικό πεδίο πολιτικές αν δεν επικρατεί εργασιακή ειρήνη, δεν
τυγχάνουν κοινωνικής αποδοχής και δεν στηρίζονται στον παράγοντα εργαζόμενο».
Δημήτρης Χαμπίπης
1 σχόλιο:
ti mas lete tora exete pai se dimosia ypiresia
Δημοσίευση σχολίου