Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Έτσι «έπαιζε» ποδόσφαιρο και μπάσκετ η μεταπολίτευση


Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 1974. Ημέρα της προγραμματισμένης διαδήλωσης για την πρώτη επέτειο της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο. Η  πορεία θα γίνει μία εβδομάδα έπειτα από την κανονική επέτειο, λόγω των εκλογών που προηγήθηκαν: φροντίζοντας να «οικειοποιηθεί» την ημερομηνία - ορόσημο, ο  Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ορίσει τις εκλογές στις 17 Νοεμβρίου. Όταν ετοιμάζονταν τα πανό για την πορεία, ηχούσε ήδη κάπως «μπαγιάτικο» το οργισμένο σύνθημα «δεν έγινε ο Νοέμβρης για τον Καραμανλή».
  
Η ψυχολογία που συμπυκνωνόταν στο «Καραμανλής ή τανκς» είχε επενεργήσει - ο «εθνάρχης» ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας ήταν ο  νικητής των εκλογών με το επιβλητικό 54,37%. Το δίλημμα «πορεία ή ματς», πάλι, ήταν παντελώς ανύπαρκτο για πολλούς από τους φιλάθλους που όδευαν προς το Στάδιο «Γ. Καραϊσκάκης», το μεσημεράκι της 24ης του μήνα. Φυσικά και για πολλές χιλιάδες ανθρώπων που θα το παρακολουθούσαν στην τηλεόραση και κατόπιν θα «τραβούσαν» κατά το Πολυτεχνείο. Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός, λίγες ώρες πριν από την προκαθορισμένη ώρα συγκέντρωσης για την πορεία.
Πριν από την έναρξη του ματς, στις κερκίδες του φαληρικού σταδίου πολύς κόσμος φώναζε συνθήματα για το Πολυτεχνείο. «Λαέ θυμήσου τον Νοέμβρη» (ποιος θα ξεχνούσε, άλλωστε, μέσα σε ένα χρόνο και μία εβδομάδα;), «το Πολυτεχνείο ζει» και μερικά εναντίον των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο και στην ανάπαυλα του ημιχρόνου. Κατά τα άλλα, το ματς μέτριο, νευρικό. Με τους Κρητικόπουλο - Γαλάκο ο Ολυμπιακός «απάντησε» γρήγορα στο γκολ του Ελευθεράκη και νίκησε 2-1.
Αξιομνημόνευτο δεν το χαρακτηρίζεις εκείνο το ντέρμπι για την ποιότητά του, αλλά για τα συνθήματα των θεατών του, χάρη στα οποία η μισή, περίπου, Ελλάδα συνειδητοποιούσε το προφανές: ο κόσμος που αγαπούσε το ποδόσφαιρο - και ήταν, ανέκαθεν, πολύς- δεν κατανάλωνε κανένα «όπιο του λαού». Δεν αδιαφορούσε, δεν ζούσε σε δικές του «γυάλες», δεν είχε διαφορετικούς δέκτες μηνυμάτων και ερεθισμάτων. Χάρη σε ορισμένα αντι- αμερικάνικα συνθήματα σε ένα γήπεδο, πολλοί «ανακάλυψαν την Αμερική»... 
  


Όχι όλοι, πάντως. Ή, τουλάχιστον, δεν αντέδρασαν όλοι με τον ίδιο τρόπο στην «ανακάλυψη». Στη διαδήλωση, αρκετά «παγωμένα» ή και «θανατηφόρα» βλέμματα έπεφταν πάνω σε εκείνους που είχαν καταφθάσει από το Φάληρο, φορώντας τα κασκόλ της ομάδας τους.
Το ποδόσφαιρο είχε τραβήξει τα πάνδεινα επί χούντας, εξαιτίας της ασφυκτικής κηδεμονίας των συνταγματαρχών. Δεν ήταν μόνον οι διορισμένοι στρατιωτικοί επίτροποι («κυβερνητικοί εκπρόσωποι», ονομάζονταν), οι ΛΟΚατζήδες πρόεδροι ομάδων (όπως πχ ο Μιχάλης Κίτσιος στον Παναθηναϊκό), οι ΛΟΚατζήδες έφοροι που τραβούσαν πιστόλι για να επιβληθούν, όσες φορές αντιμετώπιζαν ανυπάκουους παίκτες με προσωπικότητα και μηδενική ροπή προς τη δουλοπρέπεια (όπως έκανε δυο φορές ο Δ. Παπαποστόλου στον Ολυμπιακό, για να «συνετίσει» τον Βασίλη Μποτίνο). Δεν ήταν μόνον η υπόθεση του Ρομέν Αργυρούδη, του άσσου του Ολυμπιακού που ουσιαστικά απελάθηκε από την Ελλάδα (Ιούνιος 1973), επειδή δήλωνε δημοσίως την απέχθειά του προς τη χούντα. Ήταν και τόσες ομάδες που διαλύθηκαν δια μέσου «συγχωνεύσεων» με άλλες, κατ' εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου 127/1967, ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ποδοσφαιρικός ... «Καλλικράτης» της εποχής.     
Ο νόμος αυτός αποφάσιζε και διέταζε: στη Β΄ Εθνική θα εκπροσωπούνταν οι πρωτεύουσες των νομών, έκαστη από μία ομάδα. Έτσι, κατασκευάστηκε το θεσμικό υπόβαθρο που θα διευκόλυνε τον Κ. Ασλανίδη, τον «εγκέφαλο» της χουντικής πολιτικής στον αθλητισμό, να υλοποιήσει το όραμά του: να «σβήσει από το χάρτη» ομάδες γειτονιών ή περιοχών που είχαν «εξεζητημένη» προέλευση (κυρίως προσφυγική), «αριστερίζων» άρωμα ή και μέλη διοικήσεων «μη νομιμόφρονα» ή και «εθνικώς ανάξια». Πολλές ομάδες χάθηκαν, τότε, δια παντός. Άλλες, όπως ο Αστέρας Τρίπολης ή το Διαγόρας Ρόδου, επανέκαμψαν.
 «Φαγώθηκε», επίσης, η χούντα να διαλύσει τον Εργοτέλη. Μέγιστο «αμάρτημα» της κρητικής ομάδας ήταν η προθυμία της να δώσει το γήπεδό της για δυο συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη, το καλοκαίρι του 1966. Ο νόμος 127, άλλωστε, έδινε τη δυνατότητα στη χούντα να «ξηλώνει» και να διορίζει διοικήσεις ομάδων, εάν επεσήμαινε λόγους «νομιμότητος» (άρθρο 24). Επειδή όμως η ... σωστή  δικτατορία χρειάζεται και μια έξυπνη ποδοσφαιρική εκδοχή «πελατειακού» κράτους, δίπλα στη δαμόκλειο σπάθη των διαλύσεων - συγχωνεύσεων λειτουργούσε και μια μηχανή «εξυπηρέτησης» (άρθρο 39) : ο Ασλανίδης μπορούσε να ορίζει κάθε χρόνο τον αριθμό των ομάδων της Β΄ Εθνικής. Το έκανε, υπολογίζοντας ποιες και πόσες ομάδες «έπρεπε» να επιπλεύσουν στη συγκεκριμένη κατηγορία, ή να βρεθούν σε αυτήν μολονότι είχαν αποτύχει να κερδίσουν στα γήπεδα την άνοδό τους.
  


Τα «βασαντιστήρια» δεν συνεχίστηκαν 
Αυτά κι άλλα πολλά «τράβηξε», λοιπόν, το ποδόσφαιρο επί χούντας. Θα συνέχιζε, άραγε, να βασανίζεται και στη μεταπολίτευση, αυτή τη φορά «αφορισμένο» από την αφελή λογική που το ενοχοποιούσε για την κοινωνική απάθεια και την ανεπαρκή αντιστασιακή δράση των ετών 1967-72; Λες και βασιζόταν αυτός ο αφορισμός στην παραμικρή σχέση «αιτίου -αιτιατού»...
 Μήπως είχε πάψει ξαφνικά ο κόσμος να ασχολείται με την μπάλα από το 1972 - 73, δηλαδή όταν τερμάτισαν την (πραγματική ή φαινομενική) «νιρβάνα» οι φοιτητικές κινητοποιήσεις, η εξέγερση των κατοίκων στα Μέγαρα εναντίον της απαλλοτρίωσης για το περιβόητο «3ο Διυλιστήριο», η δραστηριότητα των εμποροϋπαλλήλων της Αθήνας που επέβαλλαν την ημι-αργία της Τετάρτης, η άρνηση των παραγωγών γάλακτος και λαδιού να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους στην αγορά, στις χαμηλές τιμές που «έδινε» το καθεστώς; Προφανώς όχι. Δεν παρατηρήθηκε καμία απολύτως μείωση της αγάπης του κόσμου για το ποδόσφαιρο -τότε. Αντιθέτως, παρατηρήθηκαν πολλά αμήχανα πρόσωπα στις τάξεις εκείνων των διανοουμένων που το '71 προέβλεπαν ότι η χούντα θα έμενε στην εξουσία καμιά τριανταριά χρόνια, επειδή είχε να κάνει με την «αποχαυνωμένη γενιά του Γουέμπλεϊ». Οι ίδιοι άνθρωποι,  το '73 -'74 «ακτινογραφούσαν» τη «γενιά του Πολυτεχνείου»...
Η απάντηση δόθηκε γρήγορα: όχι, ευτυχώς, στην πρώιμη μεταπολίτευση το ποδόσφαιρο δεν θα βασανιζόταν σοβαρά από τέτοιες ιδεοληψίες - που ασφαλώς θα προκαλούσαν το τρανταχτό γέλιο του Καμί, του Τσε Γκεβάρα και τόσων άλλων. Δεν ... ταράχτηκε στους «αφορισμούς», όχι επειδή οι ελιτιστές κατήγοροί του είχαν εκλείψει, αλλά διότι έλλειπε η «ανάγκη» να βρεθούν και να καταδικαστούν υπαίτιοι πολιτικών ηττών. Τα γήπεδα ήταν γεμάτα όταν διεξάγονταν ματς, αλλά ήταν γεμάτα κι όταν γίνονταν οι μεγάλες συναυλίες πολιτικού τραγουδιού. Ο κόσμος ήταν εξωστρεφής, αισιόδοξος, συμμετείχε σε πάσης φύσεως «κοινά».                     
  
Για ποιο ακριβώς «κακό» θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί η έξαψη, την οποία προκαλούσε η πρόκριση του Ολυμπιακού σε βάρος της Σέλτικ, οι δυο καταπληκτικές εμφανίσεις της Εθνικής στα ισάριθμα (ισόπαλα έληξαν) ματς με την παγκόσμια πρωταθλήτρια Δ. Γερμανία, η νίκη του ΠΑΟΚ επί της Μπαρτσελόνα του Κρόιφ, η εκπληκτική πορεία της ΑΕΚ έως τα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ ή,  αργότερα, στη χαραυγή της δεκαετίας του '80, ο 4-2 του ΠΑΟ επί της Γιουβέντους; Στην περίοδο 1975-78, κάποια στιγμή κατέβηκαν σε απεργία (ή απεργίες) 450 στους 1.000 μισθωτούς- τέτοια απεργιακή «πυκνότητα» ούτε είχε βιώσει έως τότε η χώρα, ούτε θα βίωνε ποτέ, αργότερα. Ακόμη κι όταν είχε απέναντί του «αύρες» και νόμους όπως ο «330», ο οποίος ουσιαστικά καθιστούσε παράνομες τις απεργίες, ο κόσμος διεκδικούσε, οραματιζόταν, συμπαραστεκόταν.
Τότε ακριβώς ήταν που οι πραγματικοί μισθοί των υπαλλήλων και τα πραγματικά ημερομίσθια των εργατών αυξήθηκαν κατά 31% και 46% αντιστοίχως. Τότε ακριβώς ήταν, στα έτη 1975- 1979, που η άνοδος των μισθών έπαψε, επιτέλους, να υστερεί της αύξησης της παραγωγικότητας, όπως γινόταν -σε εξωφρενικό βαθμό - επί χούντας. Τότε ήταν που ο λεγόμενος λαϊκός παράγοντας έθεσε, περισσότερο έντονα και αποφασιστικά παρά ποτέ, τους δικούς του όρους σε κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο». Πώς να αποδοθούν, λοιπόν, ιδιότητες «οπιούχες» στη μπάλα, τότε; . 
  


Το «ουστ» στα σκυλιά του Μπάλκου 
Ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός δεν άφησε ανεπηρέαστους και τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές. Στη συλλογική μνήμη, το 1979 έχει καταγραφεί ως έτος της ίδρυσης του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Λιγότεροι γνωρίζουν ότι ήταν και η χρονιά, κατά την οποία ματαιώθηκε η υλοποίηση μιας ιδέας που θα είχε ως αρχικό πεδίο εφαρμογής τα γήπεδα, αλλά σίγουρα θα επεκτεινόταν: η επιστράτευση αστυνομικών σκύλων, για την «πάταξη του χουλιγκανισμού» και στη συνέχεια (τι έκανε «νιάου - νιάου» στα κεραμίδια;) για τη διάλυση διαδηλώσεων.
«Τα σκυλιά του Μπάλκου»... Έτσι προσδιοριζόταν, τότε, το νομοσχέδιο,  λόγω του επιθέτου του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, που ήταν επίσης  γνωστός για τις ποικίλες - ακροδεξιάς υφής- κατασταλτικές ιδέες του, καθώς και για ένα «ψώνιο» του: παρίστανε το συγγραφέα. Κόσμος και κοσμάκης είχε γελάσει με το αμίμητο ημι- πορνό, κατασκοπευτικό, ψυχροπολεμικό «μυθιστόρημα» που είχε γράψει, τα «Δίχτυα στην Τασκένδη».
Στα δίχτυα του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ) βρέθηκε, το '79, το νομοσχέδιο Μπάλκου για τα αστυνομικά σκυλιά. Αμέσως μόλις κατατέθηκε στη Βουλή τα στελέχη του ΠΣΑΠ ζήτησαν να αποσυρθεί, χαρακτηρίζοντάς το άκρως επικίνδυνο έκτρωμα. Ο ΠΣΑΠ κινητοποίησε τους αρχηγούς όλων των ομάδων, από την Α΄έως και την Δ΄ Εθνική κι οργάνωσε  δυναμική καμπάνια. Το σκεπτικό του ήταν διαυγέστατο: οι ποδοσφαιριστές αρνούνταν να παίζουν μπάλα «σε συνθήκες ζούγκλας» κι άμεσης απειλής για τη σωματική ακεραιότητα ανθρώπων. Οι ποδοσφαιριστές αρνούνταν να δεχθούν ότι η απαραίτητη «προαγωγή του φίλαθλου πνεύματος» μπορούσε να υποκατασταθεί από τα δόντια σκυλιών, τα οποία επιπλέον, εάν «περιλάμβαναν» μία κερκίδα, θα ήταν κάπως δύσκολο να «ξεχωρίσουν» το ταραξία από τον θεατή.
Καταλυτικά επέδρασε η κινητοποίηση των ποδοσφαιριστών. Το νομοσχέδιο αποσύρθηκε. Τα τότε στελέχη του ΠΣΑΠ που έδρασαν για αυτό ήταν οι, Αντωνιάδης, Μάλλιαρης, Καμάρας, Χρηστίδης, Αποστολίδης, κ.α.
Λίγα χρόνια προτού αναχαιτίσει από τα γήπεδα την αστυνομική «συνιστώσα» του κατά τ' άλλα συμπαθέστατου βασιλείου των σκυλιών, το μεταπολιτευτικό πνεύμα είχε αναλάβει να προεκτείνει και στο ποδόσφαιρο το «ουστ» της αποχουντοποίησης. Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι στις αθλητικές ομάδες η διαδικασία απομάκρυνσης των ανθρώπων της χούντας ήταν λιγότερο έντονη, λιγότερο γρήγορη και λιγότερο επίμονη απ' όσο σε άλλους τομείς- πχ στα Πανεπιστήμια. Πολλοί  «φωστήρες» και «αστέρες» του καθεστώτος επιβίωσαν στα αθλητικά σωματεία.
Άλλες φορές, πάλι, η διαδικασία αυτή προσέφερε αποκαλύψεις, αλλά και διαλευκάνσεις παλιών μυστηρίων... Παράδειγμα: αδυνατούσαν οι φίλοι του Παναθηναϊκού να αντιληφθούν πώς και γιατί στις αρχαιρεσίες του 1973 η παράταξη Μαντζεβελάκη - Νικολαϊδη υποστήριξε για την προεδρία της ομάδας τον Σπύρο Ανέστη. Στη γενική συνέλευση της 16ης Ιουνίου 1975, ο Αντ. Μαντζεβελάκης τα εξήγησε όλα: ο Ανέστης ήταν άνθρωπος του «αόρατου ταξίαρχου», Δ. Ιωαννίδη, ο οποίος έδωσε μια κρυφή υπόσχεση. Εάν γινόταν πρόεδρος στην ομάδα ο «δικός του», εκείνος θα μεριμνούσε προσωπικά ώστε να επεκταθεί το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. «Εξαπατηθήκαμε - η υπόσχεση δεν τηρήθηκε», τόνισε ο κ. Μαντζεβελάκης στη συνέλευση, η οποία λίγο αργότερα αποφάσισε «δια βοής» τη διαγραφή του Ανέστη. Κι ίσως θεώρησαν τα μέλη της ότι έτσι αναστήθηκε η αξιοπρέπειά τους...                
  


Η σταθερή άνοδος του μπάσκετ 
Στην πρώιμη μεταπολίτευση εξαπλώθηκε πολύ η δημοτικότητα του μπάσκετ. Εν μέρει, μόνο εν μέρει, αυτό οφειλόταν στο πολιτικό- ιδεολογικό κλίμα της εποχής. Διότι, ναι μεν - όπως προαναφέραμε- το ποδόσφαιρο δεν το σάρωσε κανένα «τσουνάμι» μεταχουντικής εναντίον του έχθρας, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είχε εκλείψει κάθε προκατάληψη σε βάρος του. Ένα τμήμα της νεολαίας, κυρίως της φοιτητικής, αναζητώντας νέους ορίζοντες παντού, «συναντήθηκε» και με το μπάσκετ. Στην κρίση της το άθλημα φάνταζε κάπως σαν αντίβαρο στο «κατεστημένο» του ποδοσφαίρου. Αρκετούς γνωστούς μπασκετμπολίστες της εποχής τους περιέβαλλε η φήμη ότι ήταν παιδιά με έντονους κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς (όπως πχ ο Κώστας Πετρόπουλος) κι αυτό άρεσε στη νεολαία.


Κατά βάση όμως (ας πούμε, σχηματικά, σε ποσοστό 75%) η άνοδος του μπάσκετ οφειλόταν σε λόγους χωροταξικούς, τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Ολοένα και περισσότερα παιδιά έπαιζαν μπάσκετ, διότι μπορούσαν να το ευχαριστηθούν με την ψυχή τους, πλέον...
Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στα πρώτα της δεκαετίας του '70, οι περισσότερες από τις μπασκέτες που υπήρχαν στα προαύλια των σχολείων έμοιαζαν με μεγάλες απόχες ψαρέματος, αλλά χωρίς το δίχτυ! Ένα σίδερο και μια στεφάνη- χωρίς ταμπλό. Σταδιακά όμως, τα σχολεία άρχιζαν να αποκτούν κανονικές μπασκέτες ή και κανονικά γήπεδα μπάσκετ. Ταυτόχρονα, συνέχιζαν να μειώνονται οι αλάνες, στις οποίες έπαιζαν ποδόσφαιρο παιδιά και έφηβοι της εποχής. Αναγκαστικά κλοτσούσαν μπάλα σε ολοένα και μικρότερους χώρους, ή σε ολοένα και λιγότερο ανεκτούς χώρους.



Εκτάσεις που κάποτε εμπεριείχαν αλάνες διαφόρων διαστάσεων και σχημάτων, είτε μεταμορφώνονταν σε πολυκατοικίες είτε γίνονταν σχολικά συγκροτήματα που σε «προκαλούσαν» να ασχοληθείς με το μπάσκετ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας το σημερινό σχολικό συγκρότημα «Γκράβα» στα Πατήσια: κάποτε ήταν ένα αχανές ποδοσφαιρικό «μελίσσι»...  
Με άλλα λόγια, κλοτσούσες πλέον κάπου μια μπάλα, αλλά δεν ευχαριστιόσουν ποδόσφαιρο. Ο χαμηλότατος συντελεστής «προσομοίωσης» αυτού που έκανες με ό,τι έκαναν τα ινδάλματά σου δεν σου επέτρεπε να φανταστείς τον εαυτό σου «αναβαθμισμένο», να τους μοιάζει. Πώς να νιώσεις ότι είχες τη μπαλιά ακριβείας του Δομάζου, του Δεληκάρη ή του Κούδα, με το «κέντρο του γηπέδου» να απέχει ελάχιστα μέτρα από την αντίπαλη «εστία»; Πώς να φανταστείς ότι ήσουν εξαιρετικό εξτρέμ, αφού μια εξωτερική σου ντρίπλα σε έστελνε κατ' ευθείαν στον τοίχο ή τη τζαμαρία - τα «όρια» του γηπέδου- και μια εσωτερική πάνω στον αντίπαλο τερματοφύλακα;
Αντιθέτως, τα κανονικά γήπεδα μπάσκετ σου επέτρεπαν να ταυτιστείς απολύτως με τα ινδάλματά σου. Ευστοχούσες από μακρινή απόσταση; Ε, ήταν η απόσταση από την οποία σκόραραν ο Γιαντζόγλου, ο Κόντος, ο Παπαγεωργίου. Έπαιρνες ριμπάουντ ή ευστοχούσες κάτω από το καλάθι; Δεν έκανες τίποτα λιγότερο από τον Καστρινάκη, τον Στεργάκο και τον Κατσούλη. Ίδιες αποστάσεις, «ίδιες» κινήσεις, «ίδια» - υποτίθεται- μαγκιά...
  


Αυτή, λοιπόν, η μεγάλη πειστικότητα που είχε το μπάσκετ όταν το έπαιζες βρέθηκε σε μια διαδικασία διαρκούς αλληλοτροφοδότησης με τη γοητεία, την οποία σου ασκούσε όταν το έβλεπες. Οι δεκάδες χιλιάδες κόσμου σε αγώνες μπάσκετ στο Καλλιμάρμαρο, σε συνάρτηση με τις αυξανόμενες επιτυχίες (κυρίως της Εθνικής), στην ουσία άρχισαν να προαναγγέλλουν μια μεγάλη «έκρηξη». Αυτή έγινε το 1987. Ήταν το μεγάλο άλμα, που το προετοίμασαν άφθονα ποσοτικά βήματα. Είναι, λοιπόν, επιδερμικό το «κλισέ» που διατείνεται ότι το 1987 «άλλαξε ο ρους της ιστορίας του μπάσκετ». Δεν άλλαξε, ανοδική ήταν ήδη η τροχιά. Η επιτάχυνση έγινε πολύ μεγαλύτερη.
Το «1987» που προηγήθηκε του ... 1987, ήταν το 1979. Δυο φορές σε δέκα ημέρες, το Σεπτέμβριο, η ελληνική εθνική ομάδα μπάσκετ επικράτησε της πανίσχυρης γιουγκοσλαβικής, σε ισάριθμους τελικούς. Στη Βαλκανιάδα (Αθήνα) και στους Μεσογειακούς Αγώνες (Σπλιτ). Κάτι καλό προδιαγραφόταν για το ελληνικό μπάσκετ, από τότε.
Ναι, στο μακρινό 1979. Τότε που ο Ελύτης κέρδιζε Νόμπελ Λογοτεχνίας, τα Πανεπιστήμια είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του Νόμου 815, ο Καραμανλής ταξίδευε στην ΕΣΣΔ την Κίνα και το Βατικανό, η Νέα Δημοκρατία συνειδητοποιούσε ότι θα έχανε στις επόμενες εκλογές και ο κόσμος του ποδοσφαίρου ακύρωνε το σχέδιο Μπάλκου για τους τετράποδους «αστυνομικούς». Περνάει ο άτιμος ο καιρός...  

Δεν υπάρχουν σχόλια: