1936, οι δυο ήπειροι του
ποδοσφαίρου
Από τη μια υπάρχει η πραγματικότητα: ο διχασμός, ένα
κουτσουρεμένο Παγκόσμιο Κύπελλο στο Παρίσι το 1938 κι ένα κενό
δώδεκα χρόνων μέχρι το επόμενο που θα γίνει στη Βραζιλία το 1950. Το 1936 ο
κόσμος του ποδοσφαίρου χωρίζεται στα δύο, λίγα χρόνια πριν χωριστεί ο κόσμος
ολόκληρος. Στις 8 Αυγούστου 1936, στα ημιτελικά του τουρνουά ποδοσφαίρου των
Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου, το Περού νικάει την Αυστρία 4-2 στη παράταση. Ο
διαιτητής έχει ήδη ακυρώσει τρία γκολ των νοτιοαμερικάνων. Το ματς διακόπτεται
στο 119΄, ακολουθούν επεισόδια.
Η
αυστριακή Ομοσπονδία υποβάλλει ένσταση, κάνοντας λόγο για οπλισμένους
Περουβιανούς φιλάθλους που απείλησαν τους ποδοσφαιριστές, και ζητά την ακύρωση
του αγώνα. Η Επιτροπή Ενστάσεων, που αποτελείται μόνο από Ευρωπαίους, δικαιώνει
τους Αυστριακούς και αποφασίζει την επανάληψη του αγώνα κεκλεισμένων των θυρών.
Ο Κλαούντιο Μαρτίνεζ, επικεφαλής της Περουβιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας,
στέλνει μια οργισμένη επιστολή στον Ζιλ Ριμέ: «Όλα έγιναν για έναν και μόνο
λόγο. Για να μην κερδίσει η χώρα μου, η μοναδική εκπρόσωπος του
νοτιοαμερικάνικου ποδοσφαίρου, το χρυσό μετάλλιο το οποίο το είχαμε
σίγουρο».
Ο στρατηγός Όσκαρ Ραϊμούνδο Μπεναβίδο, Πρόεδρος του
Περού, διατάζει τους αθλητές της χώρας του να αποσυρθούν από τους
αγώνες. Τους ακολουθούν οι αθλητές της αποστολής της Κολομβίας. Όταν τα νέα
φτάνουν στη Λίμα η αντίδραση κλιμακώνεται: διαδηλωτές απειλούν τις πρεσβείες της
Γερμανίας και της Αυστρίας ενώ στα λιμάνια οι ναυτεργάτες αρνούνται να
ξεφορτώσουν γερμανικά και νορβηγικά καράβια (ο διαιτητής ήταν Νορβηγός). Τον
Οκτώβριο, στην έκτακτη συνεδρίαση της Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας της Νότιας
Αμερικής, πέφτει η πρόταση να αποσυρθούν τα μέλη από τη ΦΙΦΑ. Τελικά η οριστική
ρήξη αποφεύγεται αλλά η ένταση παραμένει. Η Ουρουγουάη και η Αργεντινή
μποϊκοτάρουν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας το 1938. Η μόνη λατινοαμερικάνικη
χώρα που παίρνει μέρος είναι η Βραζιλία, η οποία κερδίζει στον μικρό τελικό τη
Σουηδία.
Όταν λοιπόν η Βραζιλία και η Γερμανία υποβάλλουν τις υποψηφιότητές
τους για τη διοργάνωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1942, η απόφαση αποκτά
ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα, γι΄αυτό και η Παγκόσμια Ομοσπονδία προτιμά να την
αναβάλει. Στα 1939, μια τρίτη υποψηφιότητα, της πιο ευρωπαϊκής χώρας της Νότιας
Αμερικής, της Αργεντινής, φαντάζει ιδανική, ειδικά όταν διαβάσουμε το κείμενο
που την συνοδεύει: «Η Δημοκρατία της Αργεντινής, μοιάζει με τη Γη της Επαγγελίας
και είναι ίσως η πιο φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη χώρα του κόσμου. Ανάμεσα
στους κατοίκους της βρίσκουμε άντρες και γυναίκες κάθε εθνικότητας. Απολαμβάνουν
όλοι μια καλή ποιότητα ζωής και παρακολουθούν με ευχαρίστηση αθλητικούς
αγώνες.»
Ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μια τόσο ελκυστική πρόταση; Στην
Αργεντινή εκείνη τη στιγμή υπάρχουν 2.000 ποδοσφαιρικές ομάδες, 160.000
ποδοσφαιριστές με δελτίο στην Ομοσπονδία ενώ, μόνο στο Μπουένος Άιρες, υπάρχουν
δέκα γήπεδα τουλάχιστον 40.000 θέσεων. Όμως τον Σεπτέμβριο του 1939 η Γερμανία
εισβάλλει στην Πολωνία. Το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο θα γίνει το 1950 στη
Βραζιλία. Ή όχι.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του Βασιλείου της
Παταγονίας
Ένας εκκεντρικός Ούγγρος αριστοκράτης εγκατεστημένος στην
Παταγονία, ο Κόμης Βλαντιμίρ φον Οτζ, αποφασίζει να κάνει ό,τι
μπορεί για να σώσει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. «Αξιότιμε κύριε Ριμέ, αγαπητέ Ζιλ.
Γνωρίζω την καταστροφή που πλήττει το παγκόσμιο ποδόσφαιρο και την ανθρωπότητα
ολόκληρη. Γνωρίζω την απόφαση της ΦΙΦΑ να μη διοργανώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο
του 1942. Με περηφάνεια υποβάλλω την υποψηφιότητα του Βασιλείου της Παταγονίας».
Αντιμετωπίζεται με ειρωνεία την οποία δεν αφήνει αναπάντητη: «Οι λόγοι που
δυσκολεύουν την οργάνωση του Μουντιάλ στην Παταγονία είναι οι ίδιοι που
προκάλεσαν τον πόλεμο στην Ευρώπη. Η εφιαλτική ανοησία των κυβερνήσεων, η
ανικανότητα της διπλωματίας και η γραφειοκρατία δεν θα σκοτώσουν το
ποδόσφαιρο».
Μια
κι οι Ομοσπονδίες αρνούνται, αποφασίζει να οργανώσει το δικό του Παγκόσμιο
Κύπελλο. Οι περισσότεροι παίκτες είναι ξένοι που βρέθηκαν για διάφορους λόγους
στην Παταγονία: εργάτες στο φράγμα του Ρίο Νέγρο, μηχανικοί, ψαράδες, μάγειρες,
εξόριστοι, κυνηγημένοι αναρχικοί. Συμμετέχουν δώδεκα ομάδες: αντιφασίστες
Ιταλοί, γεωργοί από την Παταγονία -οι τέσσερις επιθετικοί της ομάδας δούλευαν
ακροβάτες σε τοπικό τσίρκο και εντυπωσιάζουν με τα ανάποδα ψαλίδια τους-, Άγγλοι
που κατεβαίνουν στην τελετή έναρξης με δίσκο για το five o’clock tea, η ομάδα
των σκληροτράχηλων Ινδιάνων Μαπούτσε (στις μέρες μας η Εθνική Χιλής βασίζεται σε
μεγάλο μέρος σε παίκτες αυτής της φυλής ιθαγενών της Παταγονίας), η Γερμανία με
ποδοσφαιριστές-στρατιώτες της Βέρμαχτ που φιλοδοξούν να φέρουν το τρόπαιο στον
Χίτλερ, οι καθολικοί ιεραπόστολοι της Πολωνίας, η Σκωτία, η Βραζιλία, η
Σοβιετική Ένωση, η Ισπανία, η Γαλλία.
Ο φον Οτζ κηρύσσει την εναρξη των
αγώνων: «Είναι μια αξέχαστη μέρα για την κοινότητά μας, για το ποδόσφαιρο, για
τον παγκόσμιο πολιτισμό. Με λένε τρελό. Αλλα τι έχει να προσφέρει ο σοφός και
πολιτισμένος κόσμος; Τι έχει να προσφέρει η Ευρώπη; Πόλεμο, κρατική βία,
εκτοπισμούς, ρατσισμό, μισαλλοδοξία, υποταγή του αθλητισμού στην πολιτική. Το
δικό μας Παγκόσμιο Κύπελλο είναι το πιο καινοτόμο, επειδή πηγαίνει πιο πέρα από
τις τεχνικές ικανότητες των παικτών και τους κανόνες. Επειδή σ΄αυτό
εκπροσωπούνται όλα τα έθνη και οι φυλές που αγνοήθηκαν και καταπιέστηκαν άδικα
από τους πολιτικούς. Αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο θα σημάνει τον θρίαμβο του
αθλητισμού, τον θρίαμβο του παιχνιδιού.»
Δείτε το τρέιλετ της
ταινίας
Και του κινηματογράφου. Άξιοι βοηθοί
του φον Οτζ, ο Γκιγιέρμο Σαντρίνι και ο Γουίλιαμ Μπρετ Κάσιντι. Ο Σαντρίνι
οργανώνει την κινηματογραφική κάλυψη των παιχνιδιών. Φιλοδοξία του να ξεπεράσει
τη τη Λένι Ρίφενσταλ. Ανήσυχος κι εφευρετικός, θέτει σε εφαρμογή τις ευφάνταστες
ιδιοκατασκευές του: ιπτάμενους εικονολήπτες, υποκειμενικές λήψεις με κάμερες
στερεωμένες στο μέτωπο ποδοσφαιριστών, καταπακτές μέσα στον αγωνιστικό χώρο για
λήψεις πολύ κοντά στη δράση. Ο Μπουτς Κάσιντι είναι ο γνωστός τρόμος του Ουέστ,
ο ένας από τους «Δυο Ληστές» της ταινίας του Τζορτζ Ρόι Χιλ, ο Πολ Νιούμαν
συγκεκριμένα Butch Cassidy and the Sundance Kid -ο άλλος ήταν ο Σάντανς
Κιντ/Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο γιος του Μπουτς Κάσιντι, ο Γουίλιαμ, καταζητούμενος κι
αυτός στην Βόρεια Αμερική, κρύβεται στην Παταγονία. Κυκλοφορεί πάντα οπλισμένος:
είναι ο διαιτητής που χρειάζεται κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο και θα το αποδείξει
στους αγώνες που θα ξεκινήσουν στις 8 Νοεμβρίου του 1942 .
Oι δύο σκηνοθέτες της ταινίας:
Τα υπόλοιπα στην οθόνη σας, στην υπέροχη ταινία του Λορέντσο
Γκαρτσέλα και του Φιλίπο Ματσελόνι, «Το ξεχασμένο Μουντιάλ – η αληθινή απίστευτη
ιστορία του Μουντιάλ της Παταγονίας το 1942 [Il Mundial dimenticato - la vera
incredibile storia dei Mondiali di Patagonia 1942] » την οποία ο Γερμανός
ιστορικός Γιαν Τίλμαν Σβαμπ κατατάσσει μέσα στις τρεις καλύτερες ταινίες
μυθοπλασίας που γυρίστηκαν ποτέ με θέμα το ποδόσφαιρο . Οι σκηνοθέτες, που
επιστρατεύουν για το προμοτάρισμα του φιλμ τον Ντιέγκο Μαραντόνα και τον Τζίτζι
Μπουφόν Gigi Buffon for Katsuro cause! ανακατεύουν αυθεντικά και ψεύτικα
στιγμιότυπα εποχής, αληθινές συνεντεύξεις ερευνητών, δημοσιογράφων και αστεριών,
όπως ο Χόρχε Βαλδάνο και ο Γκάρι Λίνεκερ, που παίζουν το παιχνίδι ή ο Ζοάο
Χαβελάνζε που δεν έχει ιδέα για τι πράγμα του ζητούν να μιλήσει, πρόσωπα που
γεννήθηκαν στη φαντασία του αγαπημένου Αργεντίνου συγγραφέα Οσβάλδο Σοριάνο
(όπως ο τερματοφύλακας με το παρατσούκλι «Τίγρης» που υπνωτίζει τους αντιπάλους
του ή ο οπλισμένος διαιτητής Γουίλιαμ Μπρετ Κάσιντι), ποιητικές επινοήσεις,
σουρεαλιστικούς αναχρονισμούς, άλμπουμ Πανίνι του 1942 έναν ναζί δεινό σκόρερ με
γυαλιά μυωπίας, μια περίπλοκη ερωτική ιστορία με φόντο τον τελικό, αλλά και
συνεχείς αναφορές στην κουλτούρα του σύγχρονου ποδοσφαίρου : η Αγγλία που χάνει
και η Γερμανία που κερδίζει, επικοί ημιτελικοί, υποψίες για στημένη διαιτησία,
το «χτύπημα του σκορπιού» του Ρενέ Χιγκίτα, το περίφημο «άλμα του βατράχου» του
Μεξικανού Κουαουτέμοκ Μπλάνκο, κομπίνες στην εκτέλεση των πέναλτι, κλπ.
Δείτε το video
Από τη μια υπάρχει λοιπόν η
πραγματικότητα και το ποδόσφαιρο. Απο την άλλη υπάρχει ευτυχώς ο κινηματογράφος
για να διορθώνει ό,τι δεν πάει καλά. Αυτές ήταν και οι δυο αγάπες του Κόμη
Βλαντιμίρ φον Οτζ, που θέλησε να οργανώσει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο για
ονειροπόλους.
Λένα Δελβερούδη
Πηγές:
Paul
Dietschy, «Making football global? FIFA, Europe, and the nonEuropean football
world, 1912–74» Journal of Global History, 2013, vol. 8, pp 279298
Osvaldo
Soriano, Fútbol. Storie di calcio, Einaudi, 1998
Η
ταινία:
Ακόμη κι αν δεν ξέρει κανείς ιταλικά
ή τις υπόλοιπες γλώσσες που ακούγονται μπορεί να απολαύσει για παράδειγμα τον
ημιτελικό Ιταλία-Γερμανία, περίπου από το 41.30΄. Κάπου στο ίντερνετ η ταινία
κυκλοφορεί και με αγγλικούς υπότιτλους.
Πηγή: humbazine.gr (http://bit.ly/WwYV5m)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου