Γερμανοί ερευνητές από το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας του Κιέλου υποστηρίζουν ότι με βάση τα οικονομικά δεδομένα δεν ισχύει η θεωρία του ντόμινο στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, που έχει διατυπωθεί πολλές φορές στις διαβουλεύσεις για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, μία ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα προκαλούσε παρόμοια προβλήματα σε άλλες χώρες του μεσογειακού νότου οδηγώντας σε γενικευμένη κρίση. Οι Γερμανοί ερευνητές, μετά από συγκριτική έρευνα στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, υποστηρίζουν ότι παράμετροι όπως η οικονομική ιστορία και το περίγραμμα της κρίσης σε κάθε χώρα είναι τόσο διαφορετικές, που δεν μπορούν να στηρίξουν το συμπέρασμα ότι μία αποτυχία διάσωσης της Ελλάδας θα συμπαρέσυρε την Ισπανία ή την Πορτογαλία. Η έρευνα επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει τη μεγαλύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων προς υλοποίηση, καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας, να αναπτύξει μία κουλτούρα συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, να αναβαθμίσει το χαμηλής ποιότητας εκπαιδευτικό σύστημα από την προσχολική εκπαίδευση μέχρι τη διά βίου μάθηση, και να προχωρήσει στην υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων.
Η έρευνα περιέργως δεν ασχολείται καθόλου με τους χρηματοπιστωτικούς και τραπεζικούς μηχανισμούς μεταφοράς της κρίσης τους οποίους η ΕΕ έχει βιώσει με τόσο δραματικό τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας.
Στην έρευνα του Κιέλου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι «από την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981 η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ανταγωνιστικές δομές απασχόλησης, ούτε θέσεις εργασίας με υψηλή εξειδίκευση και ποιοτικά χαρακτηριστικά». Η οικονομία της χώρας κυριαρχείται από το κράτος, ενώ ο ιδιωτικός τομέας έχει εν μέρει οδηγηθεί σε αυτοαπομόνωση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης των τελευταίων δέκα ετών στην Ελλάδα είχαν βασιστεί στην κρατική και ιδιωτική κατανάλωση και χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με δανεικά, υποστηρίζουν οι Γερμανοί οικονομολόγοι.
Επιφυλάξεις.
Πολλοί οικονομολόγοι εκφράζουν επιφυλάξεις για το εθελοντικό κούρεμα του ελληνικού χρέους. Δεν λείπουν μάλιστα οι εκτιμήσεις ότι θα χρειαστεί και νέο κούρεμα για να καταστεί το χρέος βιώσιμο.
Ακόμα κι ένας εκατομμυριούχος σαν τον Γιόζεφ Άκερμαν, το ετήσιο εισόδημα του οποίου πλησιάζει τα εννέα εκατομμύρια ευρώ, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζεται από το τεράστιο ποσό που καλούνται να απολέσουν οι ιδιώτες ομολογιούχοι για να διαφυλάξουν την Ελλάδα από την πτώχευση: 103 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι διαπραγματεύσεις για το κούρεμα συνεχίζονται και φαίνεται να περιστρέφονται κυρίως γύρω από το ύψος του επιτοκίου, το οποίο για τις τράπεζες θα πρέπει να φτάσει στο 4,6%, ενώ σύμφωνα με τους πολιτικούς που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να ξεπερνά το 3%. Η διαφορά είναι τεράστια όταν μιλάμε για τριακονταετή περίοδο αποπληρωμής. Ο Γιόζεφ Άκερμαν είχε εκφράσει με διακριτικό τρόπο τη διαμαρτυρία του, λέγοντας ότι σε μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων οι δανειστές θα απαιτούν υψηλότερα επιτόκια, από τη στιγμή που, στην περίπτωση της Ελλάδας, συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να πάρουν πίσω το 100% των χρημάτων που επένδυσαν.
Μονομερής απόφαση αν δεν βρεθεί συμβιβαστική λύση; Ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ, καθηγητής τραπεζικής στο πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ, διατυπώνει την κριτική του σε πιο υψηλούς τόνους. «Η Ελλάδα έχει ήδη χρεοκοπήσει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει. Το ερώτημα είναι πότε θα το αποδεχθούμε αυτό και πότε θα σταματήσουμε να καλύπτουμε την κατάσταση χρεοκοπίας δίνοντας όλο και περισσότερα χρήματα» λέει ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ.
Σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν αίσιο τέλος, δεν αποκλείεται μία μονομερής λύση από την πλευρά των πολιτικών, δηλαδή να αποφασίσουν οι ίδιοι ένα κούρεμα χρέους. Ωστόσο ο καθηγητής Μπούργκχοφ υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα οι πολιτικοί δεν θέλουν αυτήν τη λύση, γιατί θα κληθούν να καταβάλουν τεράστια ποσά σε κερδοσκοπικά κεφάλαια που έχουν στοιχηματίσει στη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Έστω όμως ότι επέρχεται τελικά η πολυπόθητη συμφωνία. Θα είναι αρκετή για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος; Ο καθηγητής Οικονομικών στα πανεπιστήμια της Κολωνίας και της Οξφόρδης Κλέμενς Φύστ αμφιβάλλει. «Το νέο πρόγραμμα μας λέει απλώς ότι η Ελλάδα το 2020, μετά από ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, θα έχει χρέος ίσο με το 120% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Σε αυτό το επίπεδο είχε αρχίσει η σημερινή κρίση, οπότε υποθέτω ότι στο μέλλον θα χρειαστούμε οπωσδήποτε και άλλο κούρεμα». Το «ρίσκο» του ομολογιούχου.
Ο χρόνος πιέζει για άμεση συμφωνία με τους ομολογιούχους με εθελοντικό χαρακτήρα, έτσι ώστε να εκταμιευθεί το νέο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα το αργότερο μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Πάντως ο καθηγητής Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ επιμένει ότι οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να αναπληρώσουν τις απώλειες των ιδιωτών επενδυτών:
«Οι τράπεζες υπολογίζουν ότι οι Ευρωπαίοι θα διαθέσουν ακόμη περισσότερα από τα χρήματα των φορολογουμένων γιατί φοβούνται ακόμη περισσότερες αναταράξεις στις αγορές. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να κάνουμε κάτι τέτοιο, αυτό είναι το ρίσκο των επενδυτών, ότι μπορεί και να μην πάει καλά η επένδυσή τους. Κι όμως υπάρχουν πολλοί που λένε ότι όχι, δεν πρέπει να ενισχύουμε την αβεβαιότητα, γι αυτό είναι σημαντικό να αυξηθεί και η συνεισφορά της Γερμανίας. Για να δούμε πόσο ακόμη θα τραβήξει αυτή η ιστορία» λέει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Η έρευνα περιέργως δεν ασχολείται καθόλου με τους χρηματοπιστωτικούς και τραπεζικούς μηχανισμούς μεταφοράς της κρίσης τους οποίους η ΕΕ έχει βιώσει με τόσο δραματικό τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας.
Στην έρευνα του Κιέλου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι «από την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981 η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ανταγωνιστικές δομές απασχόλησης, ούτε θέσεις εργασίας με υψηλή εξειδίκευση και ποιοτικά χαρακτηριστικά». Η οικονομία της χώρας κυριαρχείται από το κράτος, ενώ ο ιδιωτικός τομέας έχει εν μέρει οδηγηθεί σε αυτοαπομόνωση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης των τελευταίων δέκα ετών στην Ελλάδα είχαν βασιστεί στην κρατική και ιδιωτική κατανάλωση και χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με δανεικά, υποστηρίζουν οι Γερμανοί οικονομολόγοι.
Επιφυλάξεις.
Πολλοί οικονομολόγοι εκφράζουν επιφυλάξεις για το εθελοντικό κούρεμα του ελληνικού χρέους. Δεν λείπουν μάλιστα οι εκτιμήσεις ότι θα χρειαστεί και νέο κούρεμα για να καταστεί το χρέος βιώσιμο.
Ακόμα κι ένας εκατομμυριούχος σαν τον Γιόζεφ Άκερμαν, το ετήσιο εισόδημα του οποίου πλησιάζει τα εννέα εκατομμύρια ευρώ, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζεται από το τεράστιο ποσό που καλούνται να απολέσουν οι ιδιώτες ομολογιούχοι για να διαφυλάξουν την Ελλάδα από την πτώχευση: 103 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι διαπραγματεύσεις για το κούρεμα συνεχίζονται και φαίνεται να περιστρέφονται κυρίως γύρω από το ύψος του επιτοκίου, το οποίο για τις τράπεζες θα πρέπει να φτάσει στο 4,6%, ενώ σύμφωνα με τους πολιτικούς που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να ξεπερνά το 3%. Η διαφορά είναι τεράστια όταν μιλάμε για τριακονταετή περίοδο αποπληρωμής. Ο Γιόζεφ Άκερμαν είχε εκφράσει με διακριτικό τρόπο τη διαμαρτυρία του, λέγοντας ότι σε μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων οι δανειστές θα απαιτούν υψηλότερα επιτόκια, από τη στιγμή που, στην περίπτωση της Ελλάδας, συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να πάρουν πίσω το 100% των χρημάτων που επένδυσαν.
Μονομερής απόφαση αν δεν βρεθεί συμβιβαστική λύση; Ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ, καθηγητής τραπεζικής στο πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ, διατυπώνει την κριτική του σε πιο υψηλούς τόνους. «Η Ελλάδα έχει ήδη χρεοκοπήσει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει. Το ερώτημα είναι πότε θα το αποδεχθούμε αυτό και πότε θα σταματήσουμε να καλύπτουμε την κατάσταση χρεοκοπίας δίνοντας όλο και περισσότερα χρήματα» λέει ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ.
Σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν αίσιο τέλος, δεν αποκλείεται μία μονομερής λύση από την πλευρά των πολιτικών, δηλαδή να αποφασίσουν οι ίδιοι ένα κούρεμα χρέους. Ωστόσο ο καθηγητής Μπούργκχοφ υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα οι πολιτικοί δεν θέλουν αυτήν τη λύση, γιατί θα κληθούν να καταβάλουν τεράστια ποσά σε κερδοσκοπικά κεφάλαια που έχουν στοιχηματίσει στη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Έστω όμως ότι επέρχεται τελικά η πολυπόθητη συμφωνία. Θα είναι αρκετή για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος; Ο καθηγητής Οικονομικών στα πανεπιστήμια της Κολωνίας και της Οξφόρδης Κλέμενς Φύστ αμφιβάλλει. «Το νέο πρόγραμμα μας λέει απλώς ότι η Ελλάδα το 2020, μετά από ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, θα έχει χρέος ίσο με το 120% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Σε αυτό το επίπεδο είχε αρχίσει η σημερινή κρίση, οπότε υποθέτω ότι στο μέλλον θα χρειαστούμε οπωσδήποτε και άλλο κούρεμα». Το «ρίσκο» του ομολογιούχου.
Ο χρόνος πιέζει για άμεση συμφωνία με τους ομολογιούχους με εθελοντικό χαρακτήρα, έτσι ώστε να εκταμιευθεί το νέο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα το αργότερο μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Πάντως ο καθηγητής Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ επιμένει ότι οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να αναπληρώσουν τις απώλειες των ιδιωτών επενδυτών:
«Οι τράπεζες υπολογίζουν ότι οι Ευρωπαίοι θα διαθέσουν ακόμη περισσότερα από τα χρήματα των φορολογουμένων γιατί φοβούνται ακόμη περισσότερες αναταράξεις στις αγορές. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να κάνουμε κάτι τέτοιο, αυτό είναι το ρίσκο των επενδυτών, ότι μπορεί και να μην πάει καλά η επένδυσή τους. Κι όμως υπάρχουν πολλοί που λένε ότι όχι, δεν πρέπει να ενισχύουμε την αβεβαιότητα, γι αυτό είναι σημαντικό να αυξηθεί και η συνεισφορά της Γερμανίας. Για να δούμε πόσο ακόμη θα τραβήξει αυτή η ιστορία» λέει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Η έρευνα περιέργως δεν ασχολείται καθόλου με τους χρηματοπιστωτικούς και τραπεζικούς μηχανισμούς μεταφοράς της κρίσης τους οποίους η ΕΕ έχει βιώσει με τόσο δραματικό τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Στην έρευνα του Κιέλου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι «από την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981 η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ανταγωνιστικές δομές απασχόλησης, ούτε θέσεις εργασίας με υψηλή εξειδίκευση και ποιοτικά χαρακτηριστικά». Η οικονομία της χώρας κυριαρχείται από το κράτος, ενώ ο ιδιωτικός τομέας έχει εν μέρει οδηγηθεί σε αυτοαπομόνωση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης των τελευταίων δέκα ετών στην Ελλάδα είχαν βασιστεί στην κρατική και ιδιωτική κατανάλωση και χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με δανεικά, υποστηρίζουν οι Γερμανοί οικονομολόγοι.badmoney.gr
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Στην έρευνα του Κιέλου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι «από την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981 η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ανταγωνιστικές δομές απασχόλησης, ούτε θέσεις εργασίας με υψηλή εξειδίκευση και ποιοτικά χαρακτηριστικά». Η οικονομία της χώρας κυριαρχείται από το κράτος, ενώ ο ιδιωτικός τομέας έχει εν μέρει οδηγηθεί σε αυτοαπομόνωση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης των τελευταίων δέκα ετών στην Ελλάδα είχαν βασιστεί στην κρατική και ιδιωτική κατανάλωση και χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με δανεικά, υποστηρίζουν οι Γερμανοί οικονομολόγοι.badmoney.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου