Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Ιερά Μονή Ιωάννου Προδρόμου Ρωμιάς








Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης


Ο οικισμός Ρωμιά βρίσκεται στο δρόμο μεταξύ Φιλιππιάδας και Ριζοβουνίου. 

 «Το 1856 είχε  4  οικογένειες, ήταν τμήμα Λάκκας (δεξιά του Λούρου), εκκλησιαστικά ανήκε στην Άρτα,  γλώσσα Ελληνική, κτήμα Εθνικόν». (ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΌΣ Π., 1856, 320).

«Το 1880 το χωριό είχε 25 κατοίκους και ανήκε στο τμήμα του  τμήμα Καρβασαρά». (ΚΟΚΙΔΗΣ 1889).

Το 1884 αναφέρεται ότι «ερημώθη από ληστεία 1854».  (ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 1884, 15).

Κατά την απογραφή της 19ης Δεκεμβρίου 1920 αναφέρεται: Άρρενες 50, θήλεις 53, σύνολο 103 κάτοικοι (αναφέρεται ως Ρουμνιά. Ανήκε στην Υποδιοίκηση Πρεβέζης. (ΕΘΝΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΊΟΝ 1921).

Στην απογραφή της 15-16 Μαϊου 1928 αναφέρονται: Άρενες 145, θήλεις 104, σύνολο 249. (ΕΘΝΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ 1935).



Ενημερωτική πινακίδα πληροφορεί ότι στα δύο χιλιόμετρα βρίσκεται η Ι. Μ. Ιωάννου Προδρόμου. 

Ο δρόμος καταλήγει σε ένα κοίλωμα, ανάμεσα σε πυκνό δάσος ντούσκων (είδος βελανιδιάς).

Στο βάθος του κοιλώματος βρίσκεται η Μονή.

Σύμφωνα με μια εκδοχή ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Κομνηνό και ήταν Σταυροπηγιακή (υπαγόταν στο Πατριαρχείο) μέχρι το 1229. 

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ιδρύθηκε από δυο αδελφούς μοναχούς της γειτονικής Μονής Παντάνασσας (ερειπωμένη σήμερα) και για δεύτερη φορά ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1852, ηγουμενεύοντος του ιερομονάχου Δανιήλ.

Το περιτείχισμα της Μονής έγινε το 1859, από τον Ηγουμενεύοντος του  ιερομονάχου Αγαθάγγελου, μοναχού της Μονής Κασταμονίτου του Αγίου Όρους. 

Ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος αναφέρει:

«Χωρίον Ρωμιά, πλησίον της Μονής Προδρόμου, άνευ οικογενειών έχει εκκλησίαν του αγίου Χαραλάμπους ωσαύτως και των αγίων Αναργύρων, ανοικοδομηθείσας αμφοτέρας, επιστασία χωρικού τινος Γεωργίου Χουλιάρα, τω έτει 1865-66, εποπτευομένας υπό του ιερέως του χωρίου Φιλιππιάδος. Το χωρίον τούτο κατερημώθη, ένεκα ληστείας, από του έτους της β΄ επαναστάσεως, 1854-55 της και εταιρίας λεγομένης». (ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, 1884, 57).



«Η ιερά Μονή του Προδρόμου Ιωάννου, σεμνυομένη επί τη μνήμη των γενεθλίων αυτού, κειμένη εν τω τμήματι Καραβοσαρά και απέχουσα δυτικώς της Άρτης περίπου των 4 ωρών, ανηγέρθη και αύτη, επί τη βάσει μικρού και αρχαίου κατά την 15 εκατοντ. ανηγεγερμένου Ναού, υπό δύω αυταδέλφων της Πόλεως Ρωγών, Μοναχών όντων της κατεδαφισθείσης περιβλέπτου Μονής της Παντανάσσης, το 1449, συναθροισάντων εν αυτή και τους λοιπούς αδελφούς. Προετίμησαν δε την θέσιν ταύτην ως λίαν κατάλληλον και μεμονωμένην δι’ άσκησιν, και κατά μικρόν ανεδείχθη Μονή, κατ’ άλλους δε ωκοδομήθη αύτη παρά του Κωνσταντίνου Κομνηνού εν τη αρχοντεία Σμοκόβου, χωρίου Βαλτίτσης και λοιποί». (Βλ. Παρακάτω σημειώσεις 1, 2).

Σαθρωσείσης δε της Εκκλησίας της Μονής, ανηγέρθη εκ νέου το β΄ εν σχεδίω Βυζαντινώ, ηγουμενεύοντος εν αυτή Δανιήλ ιερομονάχου, εν έτει 1852, δαπάνη μεν της Μονής, επιστασία δε και αόκνω προθυμία του ειρημένου ηγουμένου. Ο δε προ αυτού ηγουμενεύσας γέρων Χρύσανθος εδείχθη της Μονής όντως και νέος κτήτωρ, προσθείς αυτή απείρους γαίας και οικοδομήσας δύο παρεκκλήσια του Προφήτου Ηλιού, και της αγ. Αικατερίνης μετά λαμπρού Μετοχίου εις τόπον καλούμενον Παλιούρι, και ξενοδοχείον και πλείστα άλλα. Το δε περιτείχισμα της Μονής εγένετο το 1859 έτει, δαπάνη αυτής, ηγουμενεύοντος του ιερομον. Αγαθαγγέλλου, αδελφού της εν Άθωνι Μονής του Κασταμονίτου. Κέκτηται η Μονή αύτη Παρεκκλήσιόν τι αρχαίον, επ’ ονόματι του αγίου Βασιλείου, υποτάσσεται και αύτη εις τας Εκκλησίας της Νικοπόλεως. 

Ηγούμενοι δε γνωστοί αυτής εισί:

1830 Παρθένιος

1840 Χρύσανθος

1846 Δανιήλ

1857 Αγαθάγγελος

1861 Χρύσανθος

1863 Κύριλλος

1867 Διονύσιος

1874 Νεόφυτος

1875 Επιτροπή

1876 Ιωαννίκιος

1878 Επιτροπή

1880 Δωρόθεος Μπαταλούκας

1882 Βαρθολομαίος εξ Ελευθεροχωρίου».

(Πρεβεζάνικη Ενδοχώρα 1/12/92. Ιστορία Φιλιππιάδος σ. 29)

Για τον Ηγούμενο Παρθένιο ο Σεραφείμ Ξενόπουλος γράφει:

«Χωρίον Παντάνασσα: …. Πλησίον του κατεδαφισμένου (αρχαίου) Ναού, εκ δεξιών αυτού υπάρχει ήδη, εκκλησία τις μετά θόλου αρχαίου, παρεκκλήσιόν ποτε του Ναού επ’ ονόματι του αγίου Βασιλείου, επιδιορθωθείσα εν έτει 1836 κατά μήνα Μάρτιον υπό του τότε ηγουμένου της Μονής Προδρόμου Παρθενίου….» (ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, 1884, 46).



Σημείωση 1: 

«Η Μονή αύτη, καθάπερ και η εις Πλησιούς του αγίου Δημητρίου Κατσούρη ήσαν Σταυροπήγια, και κατ’ αίτησιν του Άρτης Ιωάννου Α΄ απελύθησαν αμφότεραι εκ της Πατριαρχικής εξουσίας υπό του Πατριάρχου Γερμανού του Β΄ και εδόθησαν εις την κυριότητα του Άρτης δια του εξής Συνοδικού ορισμού.

Γερμανός ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως κ.τ.λ.

Πανιερώτατε Άρτης, εν Κυρίω συναδελφέ, πολλάκις εγένετό μοι δι’ όχλου η αγιωσύνη σου περί της εν Άρτη Μονής του αγίου Δημητρίου Κατσούρη (παρ’ εγχωρίου επισκόπου ανεγερθείσης) ως συστάσης επί σταυροπηγίω εμώ, και της ετέρας Μονής του τιμίου Προδρόμου, της δομηθείσης παρά του παντευγενεστάτου Κομνηνού Κυρίου Κωνσταντίνου εν τη αρχοντεία του Σμοκόβου, (ούτως ωνομάζετο η περιοχή, συνωνύμως τω και προς Β. του Μαλακασίου υπάρχοντι παλαιοχώρι Μοκόσι (σήμερα τοποθεσία του χωριού Παναγία Τρικάλων) χωρίου Βαλτίτσης και λοιποίς. Και δόκουν μηδέν προσπταίειν τοις κανόσιν εκ τούτου. Συνείς δε κατά τον ενδεχόμενον λόγον, ότι σοι ανήκουσιν, ως επισκόπω εγχωρίω αι τοιαύται Μοναί, απολύω ταύτας της εμής χειρός απεντεύθεν. Και έξεστί σοι επιλαβέσθαι αυτών απάρτι, και τα επισκοπικά δίκαια εν ταύταις διενεργείν, και διεξάγειν ταύτας και διοικείν κατά την κανονικήν διατύπωσιν. Όθεν και η μεν εμή αναφορά σχολάσαι απεντεύθεν οφείλει από των τοιούτων Μονών. Διαγνωσθήναι δε ταύτας από του νυν και εις το εξής της Σής Ιερότητος.

Μηνί Απριλίω επινεμέσει Β΄ 6737.

+ ο Βονίτσης Ιωάννης

+ ο Αετού Νικόδημος

+ο Βελλάς Μανουήλ

+ ο Δρυϊνουπόλεως Θωμάς.

+ ο Βουθρωτού Δημήτριος». (ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, 1884, 369).


Σημείωση 2:

«Οζερός

Λίμνη. Κατ’ αρχαίαν παράδοσιν εν τήδε τη λίμνη Οζερό, ήν ποτε μέγα χωρίον καλούμενον Βαλτίτσα και κατοικούμενον υπό πολλών οικογενειών συν αις κατώκουν και δύο αδελφαί, η μεν πλουσία, η δε πτωχοτάτη, έχουσαι αμφότεραι ανά δύο τέκνα. Την πλουσίαν ταύτην υπηρέτει η πτωχή αδελφή αυτής, ήτις ετρέφετο μετά των τέκνων αυτής εκ του πλύματος του σκαφιδίου, ενώνουσα τα εναπομείναντα ψυχία εκ της ζυμώσεως ύδατι, και ποιούσα είδός τι άρτου επί της πυράς. Ούτω δε της μεν πλουσίας αφελφής τα τέκνα τρώγοντα καθατον άρτον αεννάως και διάφορα άλλα πλούσια φαγητά, κει έχοντα όλας τας αναπαύσεις εφθείροντο και εξησθένουν. Απ’ εναντίας δε της πτωχής ανεπτύσσοντο και ενεδυναμούντο, τουθ’ όπρε και εγένετο αιτία ζηλοτυπίας και μίσους εκ μέρους της πλουσίας, ήτις ερωτήσασα τεύτην μια των ημερών πως, ενώ τα μεν εαυτής τέκνα καλοτρώγουσιν, εισί φιλάσθενα, τα δε ίδια αυτής, και τοι έχουσι κακήν δίαιταν εισίν εύρωστα και υγιά; και μαθούσα ότι τρέφει αυτά εκ του πλύματος του σκαφιδίοου εκώλυσεν αυτήν πράττειν τουντεύθεν τούτο. Διο έμενεν η αθλία λιμοκτονούσα άνευ ουδεμιάς τροφής μετά των τέκνων αυτής επί τρεις ολόκληρους ημέρας. Αμηχανήσασα δε τέλος το πρακτέον, έλαβε προς διάθρεψιν δήθεν των αυτής τέκνων, κόπρους η δυστυχής βοών (βουνιαίας) και εξ αυτών ποιήσασα είδος άρτου, έθεσεν αυτόν εις το πυρ. Αλλ’ άγγελος τότε, ως λέγεται, Κυρίου, μετασχηματισθείς εις άνθρωπον, ενεφανίσθη αυτή και εζήτει άρτον, αυτή δε διηγηθείσα την σκληρότητα της αδελφής αυτής προσείπεν ότι το εν τω πυρί ουκ ήν ψωμίον, αλλά κόπροι βοών. Επειδή δε ο ρηθείς παρεκίνησεν αυτήν ίνα αποσύρη του πυρός το εψηνόμενον, ώ του θαύματος! Άμα εξήγαγε τούτο του πυρός, μετεβλήθη αμέσως η κόπρος εις καθαρώτατον άρτον και ούτως εκάθησαν ίνα φάγωσιν. Εν τω τρώγειν ουν πάλιν λέγει τη γυναικί ο μετημφιεσμένος άγγελος. Προσάγαγέ μοι και ολίγον οίνον εκ της οινοθήκης (βαρελίου), εκείνη ούν ιδούσα το πρώτον θαύμα, και μηδέν αμφιβάλλουσα, έτρεξεν αμέσως, και ευρούσα παρ’ ελπίδα οίνον εν τω πρότερον ξηρώ βαρελίω αυτής, λαμβάνει τα εαυτής τέκνα, και ρίπτεται εις τους πόδας του αγνώστου εκείνου ξένου, ποιούσα μετανοίας και ασπαζομένη τας χείρας αυτού. Λέγει τότε ο ξένος, λάβε τον άρτον τούτον και τον οίνον και έξαλθε αμέσως των ορίων του χωρίου τούτου, μετά των τέκνων σου, απεσταλμένος γαρ είμι παρά Θεού, ίνα καταστρέψω το χωρίον τούτο, και καταβυθίσω μεταβαλών αυτό εις Οζερό (λίμνην, ούτως ονομάζουσιν οι Σλάβοι την λίμνην). Τότε αύτη φρίττουσα δια το άκουσμ, έλαβεν τα τέκνα ενώπιον του αγγέλου και ανεχώρησε κλαίουσα. Συνάμα παρήγγειλεν αυτή ο Άγγελος ίνα μη κλαίη, αλλά παραλαβούσα τα εαυτής τέκνα αναχωρήση εμέσως, χωρίς του αναστρέψαι και ιδείν όπισθεν εαυτής δια πάσαν ενδεχομένην ταραχήν. Αλλ’ εν τω αναχωρείν, επειδή στρέψασα το πρόσωπον και φίλτρω αδελφικώ κινουμένη, ηθέλησεν ίνα φωνάξη την αδελφήν και συγγενείς αυτής, εγένετο δια την παρακοήν ταύτην στήλη μαρμάρου, έχουσα τα ευατής τέκνα, το μεν εις τους ώμους, το δε εις τας χείρας. Τοιούτον τινα λίθον δεικνύουσιν οι χωρικοί άνωθεν της λίμνης όντα μέχρι του νυν εις τους περιηγητάς, ως και την λίμνην, Οζερό, παρ’ αυτών καλουμένη, ως είρηται, και το μεταβληθέν εις λίμνην χωρίον Βαλτίτσα ούτινος και ονόματα των πάλαι αυτού κατοίκων σώζονται γεγραμμένα εν τη προσκομιδή της Ιεράς Μονής Προδρόμου, ως εξής:



«Χωρίον Βαλτσίστα

«Χριστοδούλου, Ευθυμίου, Κωνσταντίνου, Μαρίας, Θόδου, Γεωργίου, Παναγιώτου, Χριστοδούλου, Χρονιά, Ανδρέα, Χριστοδούλου, Σεραφείμ Μοναχού, Βενετίου Μοναχού, Κωνσταντίνου, Ιωάννου, Ζώη, Κωνσταντίνου, Αικατερίνης, Παύλου, Λάμπρη». (ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, 1884, 330).

Ο Οδ. Μπέτσος αναφέρει ότι η κτητορική επιγραφή γράφει:

«1836, Μαρτίου 14. Δια συνδρομής και εξόδου Κυρίου Πανοσιολογιωτάτου Δαν(ι)ήλ (από Ακαρόπουλο;), ο μάστορας Ζήσης Βασίλης, Στρατσιανίτης».

(ΜΠΕΤΣΟΣ Ο., Β΄, 161).

Κατά τον Ελληνο – Τουρκικό πόλεμο του 1897, τα τουρκικά στρατεύματα έκαψαν βοηθητικά οικήματα της Μονής.

Κατά την Τουρκοκρατία έδινε 500 γρόσια το χρόνο για τα σχολεία της περιοχής

(περισσότερα στο κεφάλαιο: Ι. Μ. Προφήτη Ηλιού Ηλιοβουνίων).



Περιγραφή του Ναού

Ο ναός ξεπροβάλλει ξαφνικά μέσα στην ομορφιά του δάσους.

Δεξιά της εισόδου του περιβόλου βρίσκεται πετρίκτιστη βρύση με την επιγραφή:

«Ε΄ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ / ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ / ΗΠΕΙΡΟΥ / ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ / ΣΥΛΛΟΓΟΣ / ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑΣ / 2002».

Ο ναός είναι ένα πέτρινο επιβλητικό κτίσμα, κεραμοσκεπές. 

Στα νότια υπάρχουν δύο είσοδοι. Η μία στο κέντρο με τρεις σειρές πέτρινες βαθμίδες, καμπυλωτή με μοτίβα ανάγλυφα στο ημικύκλιο. Πάνω από την είσοδο καμπυλωτό ντουλαπάκι και δεξιά του άλλο ορθογώνιο μικρότερο. Κάποτε θα είχαν εικόνες. Δεξιά πάνω τρία μικρά παράθυρα.

Αριστερά άλλη είσοδος, για τον νάρθηκα, υπερυψωμένη, καμπυλωτή και αυτή και πάνω της παραθυράκι – φεγγίτης. 

Στα δυτικά υπάρχει ένα μικρό παραθυράκι – φεγγίτης ψηλά. 

Η κόγχη του Ιερού Βήματος πετροσκεπής και μια πέτρα με δυσανάγνωστη επιγραφή στην τρίτη σειρά από πάνω. 

Έχει σειρές από τούβλα και παραθυράκι- φεγγίτη. 

Σε πέτρες του τοίχου υπάρχουν και άλλα ανάγλυφα δυσανάγνωστα μοτίβα.

Ο τρούλος μικρός, πλακοσκεπής, με μικρό μεταλλικό σταυρό. Γύρω του τυφλά ημικύκλια.

Το καθολικό είναι τρίκλιτη Βασιλική. 

Το εσωτερικό του ναού είναι εγκαταλειμμένο. Ο Κυρίως Ναός και ο νάρθηκας επικοινωνούν με καφασωτό παράθυρο. 

Διακρίνονται σε όλο το ναό οι ξυλοδεσιές στα τοιχώματα. 

Το τέμπλο απλό ξύλινο. 

Πάνω από την Ωραία Πύλη ο Μυστικός Δείπνος (νέα η εικόνα). 

Δεξιά δύο Δεσποτικές που εικονίζουν τον 

ΙC ΧC  και τον 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ,

και μετά την δευτερεύουσα είσοδο άλλη Δεσποτική.

Αριστερά δυο Δεσποτικές, η Παναγία με τον Χριστό και οι Άγιοι Ανάργυροι;;. 

Εν συνεχεία Πύλη και 

ο Άγιος Γεώργιος Δρακοκτόνος.



Στο κοίλο του Ιερού Βήματος 

Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ εν μέσω δύο αγίων.

Πάνω μιά σειρά αγίων.

Αριστερά του παραθύρου 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩ Ο χρυσόστομος

και ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ο θεολόγος. 

Δεξιά άλλοι άγιοι.

Πάνω μιά σειρά αγίων και παραπάνω ζωγραφικά μοτίβα. 

Δυστυχώς ο ναός βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη.

Δυτικά του ναού το κοιμητήριο του χωριού Ρωμιά.

Ο ναός έχει και το προσωνύμιο «Ο Αγιάννης ο Ριγανάς».

Το απολυτίκιο του Τιμίου Προδρόμου είναι:

“Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων. σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε. Ανεδείχθης γαρ όντως και Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τον κηρυττόμενον. Όθεν της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων αυηγγελίσω και τοις εν άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος”.

(Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Αθανασίου Δημ. Στράτη: “Η Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία Ηλιοβουνίων και τα μετόχια της”.


Δεν υπάρχουν σχόλια: