Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

"Πουτσαράς και πουτσαρίνα, πουτσαρείο και πουτσαρόσπιτο». Από τα Τζουμέρκα οι προβληματισμοί....


 Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Με την πλήρη αποδοχή των λόγων του Λορέτζου Μαβίλη «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι», καταπιάνομαι με ζήτημα «μείζονος κοινωνικής σημασίας», που σημάδεψε τη ζωή στα χωριά μας και που υπολείμματα «διαπρέπουν» ακόμη και σήμερα. Στο παζάρ' μόνο οι άντρες, οι γυναίκες μέσα και το «έπιναν με το ζ’μί τους». Απαγόρευση στρατιωτική! «Είνι γ’ναίκα για σπίτ’ κι όχι σαν αυτές τις παλιοσουλτούκες πούρχονται τα καλοκαίρια και πάνε στο ποτάμ’ με τα παιδιά και τσακάν’ τα πράματά τ’ς». Κι άλλα, κι άλλα. Τόσα κι άλλα τόσα, δηλαδή αμέτρητα. 

Η υπόθεση ξεκίναγε «άμα τη γεννήσει». Έχω τρία παιδιά και ένα κορίτσ’. «Γέν’σι η Κωστάντω; Γέν’σε η δόλια. Κι άλλο κορίτσ’ έκανε. Κρίμα. Κοπελόσπορος έπεσε σ’ αυτό το σπίτι». Δράμα, αληθινό και τη… συμπόναγε -λέμε τώρα- όλο το χωριό. Οργή έπεσε εκεί μέσα και τούρθε αυτό το κοπελομάν’. Αστραπή έπεσε… Κυριαρχούσε το ρήμα πέφτω. Σε όλους τους χρόνους. Πέφτει, έπεσε, θα πέσει και θα ξαναπέσει και να μην σηκωθεί και σταματημό δεν είχε το πέσιμο. Αιτία οι τσούπρες, τα γραμμάτια, όπως έλεγαν. Και αβέρτα η συμπόνια. «Φτάν’ παιδάκι μ’. Σταμάτα να σπέρν’ς κορίτσια. Δεν έχ’ αυτή σταματημό. Τέτοια θα γεννάει. Μπα, παιδί. Π’θενά. Σαν την θεια τ’ς. Τέσσερα κούτσ’κα και τα τέσσερα κορίτσια». Αυτή τη συμβολή την άκουσα, την άκουσα αλήθεια η μάνα-πεθερά να δίνει στο γιόκα της. Και το παιδί απάντησε. «Μπα, μάνα. Δε γίνεται. Δεν κόβεις την τούφα που κατούρ’σες. Θα ξανακατουρήσεις. Έτσι και εγώ. Θα προσπαθήσω πάλι. Πού ξέρ’ς, ίσως βγει σερκό». Και ο μέγας προβληματισμός της μάνας. «Αχ, δεν το καίει με τη μάσια. Το φολτάκιασε το παιδάκι μ’. Κι άλλο κορίτσ’ θα κάν’…». 

Είτε το έκαιγε είτε όχι στο σπίτι μέσα θα ήταν η γυναίκα ή αν έπρεπε να μαναρίσει τα ζωντανά ή να τα πάει για βοσκή ή για να φορτωθεί ζαλίκα να φέρει και από το λόγγο ξύλα, τότε θα έβγαινε. Σε ειδική τρόπον τινά αποστολή. Έξω σε καφενεία να βρεθεί γυναίκα; Απαγορεύονταν δια ροπάλου. Τι ρόπαλο. Θα έτρωγε τέτοιο ζιόκιασμα… που θα της αργάζονταν για τα καλά το τομαράκι της. Γι’ αυτό μέσα και «μούγκα στη στρούγκα». Κι αν συνέβαινε κάτι στο σπίτι και έπρεπε να ειδοποιήσει τον αφέντη κλπ., κλπ. πήγαινε έξω από το καφενείο και περίμενε μέχρι να βγει κάποιος θαμώνας, να τον παρακαλέσει να ξαναμπεί και αν ειδοποιήσει τον αφέντη της. Κι αν ήταν απασχολημένος (έπαιζε πρέφα ή τσιπρόπινε…) μπορεί να περίμενε και ώρες ολόκληρες. Κι ανάλογα μπορεί ο αφέντης να μην αποδεχόταν την αιτιολογία της εξόδου ως επαρκή. Διαφορετικά… 


Διαφορετικά ο αντρισμός έπαιρνε τη μορφή της βαρβαρότητας από λεκτικά ή και με χειροδικία. Ο άντρας ο μάγκας, ο πουτσαράς, που διαφεντεύει τα πάντα και ψυχαγωγείται στο πουτσαρείο, δηλαδή το καφενείο, όπου μόνο άντρες έμπαιναν. Σκληρές κουβέντες, αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα. Τα πουτσαρεία άλλαξαν, η νοοτροπία βελτιώθηκε, οι νύφες βγαίνουν κι αυτές στην πλατεία του χωριού, οι γιαγιούλες … «άντε γεια»- κι όλοι θρουμπιάστηκαν στο κλεινό άστυ και βιώνουν, συμβιώνουν ή και καταβιώνουν μακριά και αλάργα, χωρίς επικοινωνία, κουβέντα, ασπασμό και αλληλοκατανόηση. Κλείνει η πόρτα, τα βάσανα δεν απομονώνονται κι ούτε περιμαντρώνονται στους τέσσερις τοίχους, και, πολλές φορές, μας καταπνίγουν και μας περιορίζουν σε σχέσεις τυπικές, επιφανειακές και απρόσωπες. Δεκτόν. Λέτε να «τραβάν’ ακόμα τέτοια νίλα οι γυναίκες;». Ποιος ξέρει. Πάντως τα πουτσαρεία καταργήθηκαν και τα κορίτσια είναι κι αυτά παιδιά…




Χρήστος Α. Τούμπουρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: