Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Τέλειωσαν, δεν τέλειωσαν τα του κορωνοϊού άρχισαν οι προβληματισμοί για «τα μπάνια του λαού», τα πανηγύρια και τις διακοπές. Συζητήσεις επί συζητήσεων, προβληματισμοί και μέγας σιουμπές!
«Θα κάνουμε διακοπές;» Τι ερώτημα κι αυτό. Φαίνεται σάμπως να απασχολεί όλους. Πρώτο θέμα συζητήσεων. Λες και τέλειωσε ο κορωνοϊός, μαζέψαμε τα απόνερά του, τον ξεχάσαμε και άρχισε και γίνεται ο τόπος αναφοράς των ενημερωτικών εκπομπών της τηλεόρασης. «Θα κάνουμε διακοπές;» Όσο πάει και συνεχίζεται και εντείνεται και διατυπώνεται συνεχώς. «Αρβάλ’ πάει η δουλειά». Ξυπνάμε το πρωί, διακοπές συζητάμε. Το μεσημέρι για να πάει κάτω το φαΐ, θέλει μια δόση ενημέρωσης για τις διακοπές. Άιντε και το απόγευμα και δόστου και ματαδώσε μια -πλείστες δόσεις διακοπών το βράδυ. Και πάει λέγοντας. Κυρίαρχο θέμα κι έντονος ο προβληματισμός.
«Ουχ’ παιδάκι μ’. Ο κώλος μας βρακί δεν έχ’ και μείς θέλουμε κασιαέτια», ήταν η απάντηση της θεια Ρήνας, όταν άκουσε τον προβληματισμό. Και συνέχισε. « Όλα τα καλοκαίρια διακοπές δεν είχατε; Όλα τα μεσημέρια πααίναταν στο ποτάμ’ και τσακάταν τα πράματά σας, μ’ αυτές τ’ς παλιοσουλτούκες πούρχονται απ’ την Αθήνα; Θέλετε και ξωρέξια τώρα;» Και συνέχισε. «Δεν θέλω να ακούω αφ’σκόλογα. Πααίναταν ακόμα και στα νησιά με κάτι παλιοσακαφλιόρες και βγάζατε τα τζίφλια σας».
Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο τα ξέρει όλα! «Ξεχάστε που στριμωχνόσασταν στις ακακίες και κολλάταν τ’ς μουσούδες σας μπάλα-μπάλα. Παν’ αυτά. Στα δυο μέτρα. Θα κάθεστε στο πεζούλ’ απ’ τ’ν εκκλησία δυο μέτρα μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Ξεχάστε το κεχρί, δεν τ’ αφήν’ ο κορνογιός. Μη βγεί κανένα κούτσκο και τότε “φουρτούνα μας και χαλασιά μας”. Σας τα ‘πα και δεν νίπτω καθόλου τα χέρια μου, γιατί είναι καθαρά. Το πολύ πολύ να πάρω καμιά λούρα και να σας φουλτακιάσω τα κωλομέρια σας».
Και ενώ ο κορωνοϊός «δεν τα τίναξε» καταπώς θα λέγαμε στο Τζουμέρκο όλοι σχεδόν οι Έλληνες μπουλουκηδόν απολύθ’καν και έκοψαν κατ’ και διάβ’καν στις θάλασσες κι όλοι έγιναν περιπατητές και αθλητές. «Εμένα κυνηγάει αυτό το παλιοχαλέπυτο, ο δασικός, μην κόψω λίγο κλαράκ’ να φάν’ τα ζωντανά. Να τ’ αφήσουμε να ψοφήσουν απ’ την πείνα, να δούμε με τι θα πορέψουμε. Τώρα θ’μήθ’καν να παν’ να δουν και το γεφύρ’ της Πλάκας. Είχαν μια σκασίλα…»
Και αφού τόδαν και φωτογραφήθ’καν καμιά πεντακοσαριά φορές έκοψαν πέρα και μας άφ’σαν εδώ να βουρλιζόμαστε και να το πίνουμε με το ζ(ου)μί μας. Πάρτε και μια απαγόρευση στα πανηγύρια. Τα πανηγύρια λέω που γίνονται μια φορά το χρόνο και είναι έθιμο «πάππον προς πάππον» απ’ τα παλιά τα χρόνια. Μας μπέρδεψαν με κείνα τα παλιοσουργούνια στη Μύκονο που άντρες και γ’ναίκες έβαλαν φουστάνια και έγιναν το ίδιο. Το είπαν και σ’ αυτό το χαζοκούτ’. «Ο καθένας ό,τι θέλ’ κι όπως θέλ’». Τι να πείς. Άμα το φις δεν μπει στην μπρήζα, δεν βγαίν’ η φέξω. Σκοτάδ’ αληθινό. Γιόκ’ ρεύμα. Και πήραν τη χατζάρα και κόψαν ετούτα. Αυτούς τους άφ’σαν να «σκαπεύονται» στη μέσ’ στο δρόμο. Τα πανηγύρφια τους μάραναν.
«Κι ακούστε να σας πω. Τέλος οι διακοπές. Γίναταν μπρέσκλες μέσα στο σπίτ’. Μην ξαμολ’θείτε και ξεθαρρέψετε κι αναγκαστούμε να τραγουδήσουμε το «μας πήρε το ποτάμι, μας πήρε ο ποταμός, μας έκλεισε το σπίτι ο κορωνοϊός». Προσέχουμε για να έχουμε.
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου