Γράφει
ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Ο
γάιδαρος είναι ο αναίσθητος, ο τεμπέλης,
ο αδιάφορος, ο κοπριταράς, το βόδι, ο
Βουκεφάλας και το γκτσουπ. Και επειδή
πάντα ταύτα τα άκουγα σε μόνιμη βάση,
που με στόλιζαν με αυτά τα κοσμητικά
επίθετα απαξάπαντες στο χωριό, ρώτησα
κάποτε τον παππού. « Παππού τι είναι το
γκτσουπ και γιατί το ταυτίζουν με τον
γάιδαρο;». Είναι αλήθεια πως για κάμποση
ώρα καταβυθίστηκε σε βαθιά συλλογή -όχι
περισυλλογή- και άρχισε να δίνει την
ερμηνεία του. «Γάιδαρος είναι ο
ασιουμπέιαστος, ο πέρα βρέχ’, ο κάπα
ντρουβά και ντφέκ’, ο γομαρνός…
Κατάλαβες;» Κατάλαβα, δεν κατάλαβα, τι
να έκανα, Κούνησα το κεφάλι και έφυγα.
Δεν
μου λύθηκε η απορία. Πώς άλλωστε να μου
λυθεί αφού εγώ έβλεπα συνεχώς τα
γαϊδουράκια, όλα όσα ήταν στο χωριό,
πάντοτε φορτωμένα και αγόγγυστα να
μεταφέρουν αλεύρια, τσιμέντα, καρπούς
και ανθρώπους. Με υπομονή, γκαρίζοντας
κάπου κάπου είναι αλήθεια, μα δύσκολα,
πολύ δύσκολα έβγαζαν το ψωμάκι τους.
Ίσως και εγώ επειδή «ήμουν το παιδί των
θελημάτων», ένας από τους αληθινούς, μα
επίσημους αγωγιάτες του χωριού, που
φανερά δεν γόγγυζα ποτέ, κι από πίσω
τους έπαιρνε και τους σήκωνε όλους, γι’
αυτό με φώναζαν γαϊδούρι!
Και κάπως
έτσι δέθηκα συναισθηματικά με τα
γαϊδουράκια. Μιλάμε για αληθινό δέσιμο.
Δεν τα φόρτωνα πολύ, προτιμούσα να κάνω
παραπάνω δρομολόγια αρκεί να μην τα
βαριοφορτώσω. Τα πονούσα και τα
συμπονούσα.
Ιδιότυπη λοιπόν σχέση
με τα γαϊδουράκια. Εκείνη τη χρονιά είχα
πείσει και τη μητέρα μου και αγοράσαμε
ένα γλυκύτατο γαϊδουράκι, τον «Μήτσο».
Υπάκουος ο «Μήτσος», μεταφορέας
πραγματικός, παραγωγικό αληθινά
γαϊδουράκι. Υπομονή τεράστια. Είχε όμως
συνηθίσει μόνο εμένα. Φόρτωμα, ξεφόρτωμα
δεχόταν μόνο από εμένα. Όποιος τόλμησε
να το φορτώσει μόνος του, «έπαθε την
πλάκα του». Του τα πέταγε κάτω αμέσως.
Ήθελε τον δικό του άνθρωπο… Ήταν ένα
εξαιρετικό καλοκαίρι. Περάσαμε ωραία
με τον «Μήτσο», βγάλαμε καλό μεροκάματο,
βάλαμε και το κατιτίς στην άκρη. Ήρθε ο
Σεπτέμβρης. Άρχισαν τα σχολεία. Αναγκαστικά
τα πρωινά χωριζόμασταν με τον «Μήτσο».
Δεν
είχαν περάσει πάνω από δέκα μέρες από
τη νέα σχολική χρονιά, όταν έγινε το
απίστευτο! Ενώ είχαμε μάθημα, συνεχίζαμε
τη Γραμματική «Να αντικατασταθώσι τα
κάτωθι ρήματα και να κλιθώσι τα εξής
ουσιαστικά», ακούσαμε δυνατά χτυπήματα
στην πόρτα. Ο καθηγητής μας εκνευρισμένος
λόγω της διακοπής της διδασκαλίας,
φώναξε δυνατά. «Εμπρός, εμπρός…». Τίποτε.
Τα χτυπήματα όμως ήταν δυνατά και κόντευε
να σπάσει η πόρτα. Πήγε μόνος του και
την άνοιξε, πράγμα ασύνηθες, γιατί η
πόρτα έπρεπε να ανοίγει και να κλείνει
από μαθητή «άμα τη εισόδω ή εξόδω του
καθηγητού». Τι, να δούμε. Ο «Μήτσος» στην
πόρτα. Μόλις με είδε άρχισε να γκαρίζει
συνεχώς -βουίζουν ακόμη τα αυτιά μου.
Πήρε διαταγή «να εξέλθει της αιθούσης»,
αλλά το γαϊδουράκι δεν έλεγε να το
κουνήσει ρούπι από εκεί. Ακίνητο έμενε
και γκάριζε συνεχώς. Τότε αποφάσισα, ε,
δεν πάει άλλο είπα μέσα μου, σηκώθηκα
από το θρανίο και προχωρώντας, με τη
συνοδεία συνεχόμενων γκαρισμάτων από
τον «Μήτσο», βγήκα έξω από την αίθουσα.
Περιττό να πω ότι με ακολούθησε κατά
πόδας.
Όταν όμως κατεβαίναμε τις
σκάλες, και αφού είχε αναστατωθεί όλο
το σχολείο, οι καθηγητές, άλλοι στο
διάδρομο και άλλοι στις σκάλες, και οι
μαθητές είχαν βγει σχεδόν όλοι από τις
αίθουσες και απολάμβαναν έκπληκτοι το
θέαμα, συναντήσαμε τον Γυμνασιάρχη. Του
εξήγησα, τι συνέβη και αυτός με
ρώτησε.
-μόνο σε σένα υπήκουσε το
γαϊδουριον;
-Μάλιστα κύριε Γυμνασιάρχα.
-Ε,
τα γαϊδούρια, με τα γαϊδούρια πάνε…
Αυτά
μόνο είπε και ανέβηκε στις σκάλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου