Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Ήπειρος Της Παρα (δοση) Φωνίας

φώτο: πλαστικά παραδοσιακά σκιορίσματα

Γράφει η Βάσω Τζαρέλα
Η Ήπειρος της παράδοσης!... Ποιάς όμως παράδοσης; Αυτής που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας; Αυτής που «κυκλοφοράει» ανάμεσα στις εφηβικές και νεανικές θερμόαιμες αναζητήσεις; Αυτή που με περισσή ζέση μας «σερβίρουν» οι ανά την Ήπειρο ζυγιές (δια την διασκέδασην βεβαίως βεβαίως –όπου, όπου διασκεδάζω=διασκορπίζω-), που ενώ κλείνεις μαζί τους ζητώντας τα παραδοσιακά μας όργανα (κλαρίνο, λαούτο, ντέφι, βιολί) σου παρουσιάζονται με συνθεσάιζερ, ντραμς, μπάσο, τουμπερλέκι, κι ενώ με λύπη και ελπίδα συνάμα τους το θυμίζεις, σου απαντούν ως άλλοι μεγαλομαέστροι πως: «Δεν θα πάρετε χαμπάρι την διαφορά;» (γιατί είστε και πολύ όρνια, κούγω να λένε από τα μέσα τους).

Και εσύ μένεις με τα νεύρα τεντωμένα, ως άλλες χορδές λαούτου που ο οργανοπαίχτης το κούρδισε τέντα αρέντα, και είναι έτοιμα να σπάσουν με την πρώτη πενιά, και σκέφτεσαι να τους διαολοστείλεις και να χαλάσεις το πανηγύρι που έναν ολάκερο χρόνο αναμένει το χωριό σου, αλλά λες: «Δε βαριέσαι, μάλλον δεν θα καταλάβουν την διαφορά», κι αφού το γνωρίζεις μόνο εσύ, ας πάει και το παλιάμπελο και... ας αρχίσουν τα όργανα, πολύ το παιδέψαμε το πράμα...
Κι είσαι κι εσύ ο άλλος, που είσαι στο φιλοθεάμον κοινό, ο πανηγυριτζής να πούμε, που περιμένεις να ακούσεις κάτι από εκείνα τα παλιά, που απαγορευόταν να τα χορέψεις σαν παιδί (‘ντολή τση βάβως σου, «...γιατί τα παιδιά δε χορεύουν, παρά τηράνε τσι μεγάλους πως πάνε τα ποδάρια κι έτσι μαθαίνουν το χορό...»), και ξαφνικά κοιτάς στον χιλιόχρονο πλάτανο (που πετσοκόφκε και ταύτος από μια παλιαρρώστια), όπου είναι απάνω του τα όργανα στη σειρά και τηράς και ξανατηράς και αναρωτιέσαι αν κάνουν πουλάκια τα ματάκια σου ή αν λόγω της οινοποσίας βλέπεις οράματα από ντισκοτέκ και σκυλομάγαζα της δεκαετίας του ’80 και με όσο νου σου έχει απομείνει εκείνη την στιγμή, αναρωτιέσαι: «Καλά μο, πού έρθα; Ή, καλά μο, πού έρθαν;» και μένεις ως άλλη στήλη άλατος να θαυμάζεις τα θαύματα του κόσμου τούτου!

Κι αφού ο ρους των γεγονότων σε παρασέρνει κι εσένα μαζί (ε, μαθαίνεις να μην αντιστέκεσαι μο), κι αφού περίμενες κοντά ένα χρόνο να ακούσεις και να αισθανθείς την φωνή από κάποια βάθη αιώνων, ηρεμείς και λες ως βασικός ηθικός αυτουργός του εγκλήματος που λαμβάνει χώρα μπροστά στα όμορφά σου μάτια: «Δε βαριέσαι, καλή παρέα, μπύρα ελληνικιά και σουβλάκι αγνώστου προελεύσεως και όλα καλά».

Κι αρχίζουνε τα όργανα και σου τρυπάνε τ’ αυτιά τα πλήκτρα και το μπάσο και η ντράμς (αχ να ήταν οι Led Zeppelin εδώγια, θα κούναγες και το μαλλί το μακρύ, ας έχεις το αυχενικό) και να και το κλαρίνο το γνωστό (τούτο δεν αλλάζει, βασικόν όργανον, το οποίο μεταμόρφωσαν βέβαια σε μπουρού πλοίου που αναγγέλει αναχωρήσεις κι αφίξεις), και ξεκινάει το πανηγύρι μας (σαν άλλο καλοκαίρι) με μοιρολόι:

«Ωρέ σήκω Μαργιόλα μ’ απ’ τη γης

κι από το μαύρο χώμα
Ν’ ακούσεις τα τραγούδια μας,
Ν’ δεις και τ’ όργανά μας
Ψυχή καρδούλα μου ου ου ου»...
(και κλάμα η κυρία να ούμε κι ας με συγχωρέσει η Μαργιόλα που διασύρω το τραγούδι της, πιπέρι στο στόμα μου, αλλά ένεκα που πρέπει να μοιργιολογήσω κάπως...).

Και συνεχίζεται το the show must go on, με γνωστά τοις πάσι χοροτράγουδα σε τέμπο γρήγορον, σε ρυθμό ντάμπαρ ντούμπαρ κι όλα σου φαντάζουνε να είναι ίδια κι απαράλλαχτα κι αναρωτιέσαι: «Καλά μο, το ίδιο παίζουν συνέχεια;»

Μα λες δε βαριέσαι και σκώνεσαι να χορέψεις γιατί έναν σεβντά τον έχεις, να μην τον ξομολογήσεις; Και πιάνεσαι στην αράδα και παίζει το «Καίγομαι και σιγολιώνω» (όχι τόσο παλιό τραγούδι, όμως αγαπημένο κι αργό που τόσο σ’ αρέουν τα αργά) και σαν να κουράσκες στα πρώτα κιόλας βήματα γιατί το πάει ντίρι ντίρι, ντίρι ντίρι κι εκεί δεν αντέχεις άλλο κι ανάβεις λαμπάκια Χριστουγεννιάτικα και βγάζεις φλας δεξιά και κοντοστέκεσαι μπροστά στον τραγουδιάρη φωνάζοντάς του: «Αργά ωρέ, αργά»...

Ω, που και σ’ άκουσε ο μελλοντικός παραδοσιακός τραγουδιάρης και σε κοίταξε με απορία, σαν να του ζήτησες την τετραγωνική ρίζα του 6.858,75... και κατόπι κοιτιέστε με πάθος ασύγαστο και με ηλεκτρισμένες ματιές και σαν να κάνει πίσω ο παις του άσματος, γιατί θαμπώθηκε σαν αγουροξυπνημένος από το πρωινό φως (θα νά ‘κουσε κι ο κλαριτζής) και κάπως χαμηλώνει το τέμπο τού καλαματιανοσυρτοπωγωνίσιου που χόρευες και... «ας πούμε πως χορεύουμε πωγωνίσιο παιδιά»... και καλά να λες που παράγγειλες και το «Για πες μας χάρε να χαρείς» που γλήγορα δε θα τό ‘παιζε ούτε ο ίδιος ο Σοπένης, και κάπως σαν να χόρεψες αυτό που λέμε «στον τόπο» (αν, και για να λέμε και την πάσα αλήθεια, αισθάνεσαι σαν να έμεινες στον τόπο από φυσίγγι διασποράς που σε βρήκε παντού, γιατί το μονόβολο δεν θα σε πετύχαινε με την καμία)...

Κι εκεί απάνου που λες: «Για ωρέ διόουλοι, κάπως κάναμαν και το φέραμαν το πράμα στα συγκαλά του», αρχινάνε τα καγκέλοτσιφτετέλια (Αχ καγκελάρη μου τι έπαθες!!!... αχ Σέλφω μου, τι σου ‘μελε να πάθεις!) και... «Αμάν!, η μπουρού παιδιάαα, φέουμε ωρέ σβαρνιάρηδες, σβαλιαστείτε, σπαράτε να προλάβουμε να πάμε στην Παράδοση...».

Κουφάθκαν τα αυτιά μου τα μεγάλα (κληρονομιά που ακολουθάει τα ντιενέγια -DNA- της γενιάς μου), δε βαριέσαι λέω, αυτά θα επανέλθουν...

Κείνο που με μέλει είναι η λύπη στην ψυχή μου.- (τελεία και παύλα, για όσους δεν κατάλαβαν)...



Και του χρόνου Γκιαούρηδες!

Δεν υπάρχουν σχόλια: