Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Η πίτα συνθέτει την Ηπειρώτικη παράδοση..


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Μας τα διέλυσε όλα αυτά ο κορωνοϊός...

«Εκεί στην Ήπειρο φκιάχνουν κάτι πίτες, άλλο πράμα. Να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»
Πόσοι και πόσοι δεν μας το είπαν αυτό.
Μα, και μεις οι Ηπειρώτες, και περισσότερο οι απόδημοι, κάθε καλοκαίρι, με πόση βουλιμία δεν τρώμε -καταβροχθίζουμε θα έλεγα- τις πίτες στα χωριά μας;
«Χρυσοχέρες, νοικοκυρές, άφταστες μαγείρισσες οι Ηπειρώτισσες!»
Η νοστιμιά της πίτας μας πάει χρόνια πίσω, αλλά χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ακολουθούμε τη σύγχρονη εποχή με τα χαρακτηριστικά της.
Τρομακτικές αλλαγές συνέβησαν στις δομές, τους θεσμούς, αλλά και στις αξίες της κοινωνίας που σηματοδοτούν τη σύγχρονη εποχή. Ένας τέτοιος θεσμός είναι και η οικογένεια που, κατά κοινή ομολογία, σήμερα έχει υποβαθμιστεί ο ρόλος της. Μια ερμηνεία λέει πως εξελισσόμενη η κοινωνία πολλαπλασιάζονται οι θεσμοί. Πολλαπλασιαζόμενοι οι θεσμοί αφαιρούν αρμοδιότητες από τους ήδη υπάρχοντες. Πολλές οι απόψεις, αλλά δεν είναι του παρόντος.
Σύμβολο της οικογένειας, στυλοβάτης αληθινός ήταν το οικογενειακό τραπέζι που με μεράκι και μαστοριά έστηνε η νοικοκυρά.
Η νοικοκυρά, η «βασίλισσα του σπιτιού», η ψυχή της οικογένειας.
Γύρω από το τραπέζι πραγματοποιούνταν καθημερινά η συνάντηση των μελών της οικογένειας, συζητούσαν για τα προβλήματά τους, έδιναν λύσεις, διατύπωναν σκέψεις, επιθυμίες, προσδοκίες και όνειρα. Εξωτερίκευαν τον εσωτερικό τους κόσμο. Με λίγα λόγια επικοινωνούσαν. Το φαγητό ήταν ιεροτελεστία. Εκεί φαινόταν η δημιουργική τέχνη της νοικοκυράς. Από το τίποτε, έπαιρνε το αλεύρι, το ανακάτωνε με λάχανα ή έβαζε και κανένα σπυρί τυρί και… πραγματικά συνέθετε.
Πίτες, μπλατσάρα, πρασοπ’τα, προζμόπ’τα ή μουντζωτή, καθαρόπ’τα, τραχανόπ’τα, τυρόπ’τα, λαχανόπ’τα…
Νόστιμες, χορταστικές και υγιεινές.
▪▪▪
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κανόνας είναι η διάσπαση της οικογένειας. Τα μέλη της εργάζονται, άγχονται, τρώνε «στο πόδι», στα πεταχτά, στα σβέλτα, στα φευγάτα, στο άρπα κόλα, στα φαστφουντάδικα κ.τ.λ. Το βράδυ delivery, γιατί άπαντες, αγκυλωμένοι στην τηλοψία, ή στο Διαδίκτυο μπουκώνουν με ζυμάρια προψημένα και μετά «ξεραίνονται στον ύπνο», για τον αυριανό αγώνα.
Κι αν ο ταχύτατος ρυθμός ζωής και οι πολλαπλές απαιτήσεις δεν επιτρέπουν, κατά κανόνα, κάθε μεσημέρι να λειτουργεί το οικογενειακό τραπέζι, θα μπορούσε κάποιος να εναποθέσει τις ελπίδες τους στα Σαββατοκύριακα. Ποια Σαββατοκύριακα; Και τότε γεμίζοντας με ταπεράκια τους αποθηκευτικούς χώρους των αυτοκινήτων, «τρέχουν» οικογενειακώς στην υποτιθέμενη εξοχή, για να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν βρε αδερφέ από τη σκληρή πραγματικότητα. Πλήρης η έλλειψη επικοινωνίας, ουσιαστική επομένως και η υποβάθμιση της οικογένειας.
Χάθηκε και η γιαγιά με τα παραμύθια της, ο παππούς με τις ιστορίες και τις αναμνήσεις του. Επεκράτησε η ατομικότητα…
Τότε το κοινό πρόβλημα ήταν και το φαγητό.
Η χαρά της νοικοκυράς να λύσει το πρόβλημα αυτό.
Η χαρά των παιδιών, αφού ντερλικώσουν…
Γι’ αυτό και η πίτα συνοδευόταν με γεύση άριστη, αλλά και με αισθήματα ικανοποίησης!!!
▪▪▪
Όμως, τα «ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω». Τα «γεγονότα ουκ απογίγνεται». Γι’ αυτό και η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη. Έτσι δικαιολογείται και η νοσταλγία.
Νοσταλγούμε, γιατί συνειδητοποιήσαμε -επώδυνα φυσικά- πως είμαστε σκλάβοι των δημιουργημάτων μας.
Νοσταλγούμε το παλιό, τις παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς, τη λαχανόπιτα, που είναι άνοστη χωρίς το οικογενειακό τραπέζι.
Γι’ αυτό με πάθος, τη ζητάμε, την πίτα ως αντίδοτο στην « κινητικότητα», «τα μνημόνια», «την επανέναρξη της οικονομίας» κλπ.
Και εκεί στα μαγαζιά, με φίλους και συγχωριανούς -θεωρώντας ότι επικοινωνούμε- βάζουμε το κεφάλι στο πιάτο, όπως τα ζώα στη φάτνη…, αφού «η χωρίς λόγον τράπεζα ουδέν φάτνης διαφέρει!!!»
Με λίγα λόγια. Τα μαγαζιά ταΐστρες. Εμείς κρεμάνε τα ταϊσάρια, τα γιομίζουμε ταή και τ’λωνόμαστε στο φαΐ. Κι αν πει κανείς ότι θέλουμε τσιοκάν’σμα στο μυαλό, μη χολιάτε καθόλ’. Καλοφάουτες οι πίτες. Γιατί άμα κατσιαρτίσουμε από το χωριό, για ένα χρόνο, θα μπουκώσουμε ζ’μάρια.
Ένοχος ο πολιτισμός μας! Όπως και να ‘χει… καλά να πάθουμε!



Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: