Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Η κατάρα και η ευλογία της αποδημίας…


Από: ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

Οι Ηπειρώτες της Ενιαίας Ηπείρου, στα δυστυχισμένα χρόνια του «Τούρκικου», ταξίδευαν σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, στη Βλαχιά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο και αργότερα στην Αμερική και στην Αυστραλία. Στα «ξένα» αγωνίζονταν να «καζαντίσουν» και να συντρέξουν τους συμπατριώτες τους στην Πατρίδα. Έχτιζαν και συντηρούσαν σχολεία και εκκλησίες, βοηθούσαν τους ενδεείς συντοπίτες τους και προσπαθούσαν να ανακουφίσουν και να απαλύνουν τα βάσανά τους.

Είναι γνωστό το ευποιητικό έργο των Ηπειρωτών Ευεργετών. Ολόκληρες περιουσίες διέθεταν για κοινωνικούς σκοπούς και πολιτιστικά έργα στην Πατρίδα. Ο εκπατρισμός, ο ξεριζωμός από το «ριζιμιό λιθάρι» και τότε και μετά την απελευθέρωση ως τις μέρες μας υπήρξε κατάρα και ευλογία. Κατάρα, γιατί οι νέοι εγκατέλειπαν τις οικογένειές τους, το χωριό τους, τους φίλους, τους συγγενείς και συγχωριανούς τους, για να ζήσουν τη ζωή του μετανάστη σε ξένους και αφιλόξενους τόπους, αλλά και ευλογία, γιατί με τα χρήματα που αποκτούσαν με κόπους και ιδρώτα, τα έστελναν στην πατρίδα, συγκρατώντας τους πληθυσμούς να μην αλλαξοπιστήσουν και καλλιεργώντας τα ελληνικά γράμματα. Προσφορά πρωτίστως εθνική.

Τα δημοτικά τραγούδια εκφράζουν παραστατικά και τον πόνο του χωρισμού και τη νοσταλγία της επιστροφής. «Ώρα καλή και στα ερχόμενά σου με υγεία». Με αυτά τα λιτά λόγια τους «ξεπροβόδιζαν» στο έβγα του χωριού.

Οι αποδημίες στον Βορειηπειρωτικό χώρο, συνεχίζονταν μέχρι και τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο, πριν δηλαδή από τον εγκλωβισμό των ανθρώπων στην απέραντη φυλακή της Αλβανίας με τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Η εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος από τον Ενβέρ Χότζα επεφύλασσε δάκρυα και πόνους στους Αλβανούς, ανεξάρτητα από φυλή και θρήσκευμα. Απαγορεύτηκαν τα ταξίδια στο εξωτερικό και οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας. Κάθε παράβαση επέσυρε πολυετείς φυλακίσεις, εξορίες και θανάτους. Όλοι στον τόπο τους «να χτίσουν τον σοσιαλισμό». Αυτό ήταν το σύνθημα του κόμματος με σκοπό να συγκρατηθούν οι νέοι στα χωριά τους. Δεν υπήρχε καμιά διέξοδος στο τούνελ. Επικρατούσε βαθύ σκοτάδι, ανέχεια, χαφιεδισμοί.
Στη δεκαετία του 1940 πολλοί βορειοηπειρώτες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν οικογενειακώς, γιατί κρεμόταν πάνω από το κεφάλι τους η «δαμόκλειος σπάθη». Είναι το δεύτερο κύμα των προσφύγων που εγκατέλειψαν τον τόπο τους, μετά από εκείνο του 1917 με την ιταλική κατοχή.
Οι εκπατρισθέντες ανέμεναν την απελευθέρωση και την επιστροφή στα πατρικά χώματα. Δυστυχώς, αυτό δεν πραγματοποιήθηκε. Τα σύνορα έκλεισαν για πάντα και οι άνθρωποι χωρίστηκαν. Αδέρφια, παιδιά, σύζυγοι, συγγενείς για μισόν αιώνα δεν υπήρχαν. Διακόπηκαν συγγενικοί δεσμοί, αδελφικές και πατρικές σχέσεις.
Μεγάλος αριθμός βορειοηπειρωτικών που «ξέμειναν» στη Μεγάλη Πατρίδα μετανάστευσαν, κυρίως, στην Αμερική. Εκεί, σε ξένα χώματα, αναπαύονται χωρίς να αξιωθούν να επισκεφτούν τον γενέθλιο τόπο. Ο χρόνος διάβαινε, ο καιρός περνούσε και τα χρόνια βάραιναν για μισόν αιώνα που κράτησε ο ζωντανός ο χωρισμός. Και ήρθε το «πλήρωμα του χρόνου». Τα θεμέλια του αιμοσταγούς δικτατορικού καθεστώτος άρχισαν να τρίζουν και πολλοί νέοι, αψηφώντας τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, τους εκπαιδευμένους σκύλους και τους Αλβανούς στρατιώτες, με κίνδυνο της ζωής τους (πόσα παλικάρια δεν χάθηκαν στα σύνορα), έρχονταν ικέτες στην Πατρίδα για νέο ξεκίνημα, για καινούρια αρχή, απαλλαγμένη από φυλετικές και άλλες διακρίσεις.
Και μετά από 45 χρόνια ανείπωτου πόνου και ψυχικού κάματου, τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα έπεσαν, το απονείδιστο καθεστώς κατέπεσε σαν χάρτινος πύργος και οι άνθρωποι κοπαδιαστά εγκατέλειπαν τον τόπο τους. Νέοι, μεσήλικες και γέροι έρχονταν για λίγη θαλπωρή και αγάπη στη Μητέρα Πατρίδα. Κατέφυγαν στην Ελλάδα χιλιάδες νέοι με πολλά όνειρα και με την εργατικότητα και την τιμιότητά τους μπόρεσαν να προσαρμοστούν και να δημιουργήσουν θαυμάσιες οικογένειες.



Ήταν το τρίτο μεταναστευτικό κύμα, αρχές του 1990, που αναγκαστικά εγκατέλειπε τον πατρογονικό τόπο. Πολλοί από αυτούς ταξίδεψαν στην Αμερική, όπου εργάζονται και δημιουργούν.
Ίσως διερωτηθούν κάποιοι: Ποια αντιστοιχία και ποιος συσχετισμός μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα ταξίδια παλαιότερων εποχών και στην ομαδική φυγή των ανθρώπων, που αναγκαστικά αφήνουν τον τόπο τους και περιπλανώνται σε ξένες χώρες;
Ασφαλώς, ούτε σχέσεις ούτε συγκρίσεις μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Με μία, όμως, διαφορά: Δεν παύει η ομαδική φυγή των συμπατριωτών μας να είναι ξεριζωμός, εκπατρισμός, με δυσοίωνες προεκτάσεις και απρόβλεπτες συνέπειες. Η ξενιτιά δεν παύει να είναι ξενιτιά πλανεύτρα, απατηλή και ψεύτικη. Ο αποχωρισμός σκληρός και βασανιστικός. Παλαιότερα τους ξεπροβόδιζαν με την ευχή: «Η γ’ώρα η καλή. Στο καλό και καλό καϊτέρεμα». Τώρα απέμειναν κάποιοι γέροντες να σέρνουν τα βήματά τους στα σοκάκια των χωριών και να «καϊτερούν» τα παιδιά και εγγόνια.
Η ομαδική έξοδος, η κοπαδιαστή φυγή είχε σαν συνέπεια την ερήμωση του τόπου. Τα βοσκοτόπια και η καλλιεργήσιμη γη «πέφτουν σε ξένα χέρια». Χωριά και εκτάσεις γης καταπατούνται. Θάρθει καιρός που δεν θα αναγνωρίζονται τα χωριά μας, οι πατρικές ρίζες.
Ο τόπος περιμένει τους νέους, το νεανικό δυναμικό, να επιστρέψει, να ξαναζωντανέψει ο τόπος και να επανέλθει στα χαρακωμένα πρόσωπα το χαμόγελο της χαράς. Στην ευχή που ακούγεται μεταξύ των ξενιτεμένων «καλή πατρίδα» συμπυκνώνεται η νοσταλγία και διακαής πόθος της επανόδου.
Μακάρι, η επάνοδος να μην αργοπορήσει. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και ο θάνατος είναι καλοδεχούμενος στον τόπο που γεννηθήκαμε. Οι συμβουλές των πατεράδων μας ότι «η πέτρα είναι βαριά στον τόπο της» ας γίνει οδηγός των νέων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: