-Κυρ΄δημοσιογράφε,
μι πήρε τηλέφωνο. Μι πήρε, μι πήρε, μι πήρε...
-Ακ
να δής. Καθόμνα και αγνάνευα τη τηλεόραση. Ντρούν το τηλέφωνο.
Στραβοκατίνησα. Μωρέ λέω ποιος τέτοια ώρα......
-Γιας΄
γιαγιά μ’ λέει. Τον μάντεψα αμέσως.
-Παιδί
μ’, τ’ λέω, τι κάνεις, πως μι θμίθκες;
-Μούπε
τα δκά τ’, τούπα τα δκαμ’, και ξαλαφρώσαμε.
-Κυρ’
δημοσιογράφε σκάς να μάθ’ς ποιος ήτανε;
-Ητανε
εκιό το παλικάρ’ πούπαιζε το βιολί κάτ’ στο δημαρχείο. Τότε τοκαλοκαίρ΄,
πούχε καλιτεχνική βραδιά.
Πήγα και έκατσα στη πρώτ’ σειρά. Πιο πέρα ήταν
ένας πούπαιζε με τη μασέλα τ΄. Πίσω ήταν δύο τ΄Δήμου πούπαιζαν με
τα κινητά τσ .
Τι να’ σπώ... Επαιζε η ορχήστρα για μένα. Εκιό
το μπαιδί με το βιολί, έπαιζε με κύταε.... Εγώ δεν τ’
άφηνα ούτε στιγμή. Τι παιδί πούτανε......
Τράω λίγο δεξιά μ’ στον άλλονε πούπαιζε με τη
μασέλα τ’, μέσα-εξω, μέσα έξω, λές και είχε καλεσμένες σε
τραπέζι κ΄ήθελε να μείνουν ακέραια όλα τα φαγητά, και βλέπω να τ΄φεύγει
η μασέλα και να κυλάει κάτω απ’ τα καθίσματα. Αφού ξεσήκωσε τσ
καρέκλες και τ’ βρήκε, έφυγε κρατώντας την ψηλά.
Πάει και αυτός... Εμνα μοναχή μ’, να παίζνε τα όργανα.
Πάω για μια στιγμή να ανακ’ατσω, μούχε πιαστεί ο καθηστός μ’,
και ακούω το παιδί μ’, με το βιολί:
-Γιαγιά μην φεύγεις!!!
-Όχι
παιδί μ’ , δεν φεύγω, που να πάω…
Εμνα. Αυτός με το βλέμμα τ’ να με κρατάει και γω με το
βλέμμα μ΄να τον χαίρομαι.
Ετσ’ μι θμήθκε στ γιορτή μ. Δε χάνουντι τέτοιοι
έρωτες, αυτός ναμ’ πέζ και γ’ω να τον τράου. Άλλη βολά θα σπώ
τι κάναμι εκοιό το βραδ’ μιτά τη νκδήλωση….
Ο Τακούλας
Πρόσωπα-γεγονότα
και καταστάσεις είναι στον χώρο της φαντασίας. Αυτή μας έμεινε μόνο…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου