Χ ρ υ σ ο β ί τ σ α (Το χωριό της Παναγίας)
Το
σημερινό χωριό Χρυσοβίτσα, χωριό του Δήμου Μετσόβου, έχει
περίπου 1200 μόνιμους κατοίκους και βρίσκεται Β.Α. των Ιωαννίνων και Δ. του
Μετσόβου.
Διασχίζοντας τον εθνικό δρόμο Ιωαννίνων-Τρικάλων, ανεβαίνοντας προς Μέτσοβο, το
αφήνουμε αριστερά, αφού διανύσουμε απόσταση 43 χμ. από Ιωάννινα.
Από τον εθνικό δρόμο ανηφορίζοντας 3 χμ. φθάνεις στη κεντρική πλατεία, όπου
βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοβιτσιώτισσας. Τα
πνευμόνια σου δέχονται τον καθαρό, δροσερό αέρα, αφού βρίσκεσαι σε υψόμετρο 950
μ.-1000 μ. που έχει το χωριό που περιβάλλεται από κατάφυτα βουνά και δασύλια.
Το παλιό όνομα του χωριού ήταν « Παλαιόμυλος » και βρισκόταν πιο χαμηλά στη
θέση « Μποντίνια ». Το σημερινό όνομα, Χρυσοβίτσα, το οφείλει στη θαυματουργό
εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, οδηγήτριας, και το έχει από την εποχή της
εμφάνισής Της, επειδή στην εικόνα ήταν γραμμένη η λέξη « Χρύσοβα »ή κατά το
λόγιο και ζωγράφο Γ. Πλατάρη « ΜΗΡ ΘU η Χρυσοβιτσιώτισσα ».
Το χωριό αναφέρεται με τον τύπο « Κουρσοβίτσα » από τον Αραβαντινό και
με τον τύπο « Κρουσιοβίτσα » από τον Λαμπρίδη . Κατά τον Μπόγκα
ο τύπος του τοπωνυμίου «Κουρσουβίτσα» είναι παραφθορά του Χρυσοβίτσα. Άλλοι
αποδίδουν το τοπωνύμιο όπως ο (Vasmer)
στο ελληνικό προσωνύμιο Χρυσός και τη σλαβική κατάληξη - ΟVO, που όπως αναφέρει ο Κώστας Ευ.
Οικονόμου τη θεωρεί μη σωστή.
Στο βιβλίο του « Ονοματολογία των χωριών Ν. Ιωαννίνων » ο Στέφ. Μπέτης μας
αναφέρει ότι το όνομα είναι σλαβικό «. μας φέρνει στο νου κατά τη ρίζα του
πολίχνη της Ν. Σερβίας (Κρούσοβο) παρά τον Περλεπέ (άλλοτε κέντρο καθαρώς
ελληνικόν ) αλλά και σειρά ομώνυμων παρά τις Σέρρες χωριών με την οποίαν συγκεκριμένη
κώμη και χωριά φαίνεται και το δικό μας να έχει σχέση ιστορική ή λεκτική.».
Σημασία έχει ότι το χωριό οφείλει την ονομασία του στη θαυματουργό εικόνα της
Παναγίας που είναι και προστάτης του. Το ότι το χωριό οφείλει την
ονομασία του στη θαυματουργό εικόνα της παναγίας, φαίνεται και από το ότι
παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε ως σφραγίδα των εγγράφων, σφραγίδα με παράσταση την
Παναγία Βρεφοκρατούσα. Η σφραγίδα έγραφε: Σ Φ Ρ Α Γ Ι ς Τ Η
Σ Π Α Ν Α Γ (Ι Α ) ς Χ Ρ Υ C Ο Β Ι Τ Ζ Α ς.
Με την σφραγίδα αυτή σφραγίστηκαν το απολυτήριο του Δημητρίου Παπανικολάου
(1905) και το πιστοποιητικό του Χριστοδούλου Αρβανίτη (1915).
Σήμερα η Χρυσοβίτσα είναι το πιο μεγάλο χωριό του Ν.
Ιωαννίνων, αφού, όπως αναφέραμε , αριθμεί μόνιμους κατοίκους περί τους
1200. Την πληθυσμιακή αυτή ζωντάνια την παρατηρεί κανείς όποια μέρα κι αν
επισκεφτεί το χωριό, κυρίως όμως τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Αυτές
τις μέρες συγκεντρώνονται οι κάτοικοι στο Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου και
με ευλάβεια επικαλούνται τη μεσιτεία Της. Η ιστορία και ζωή των κατοίκων της
Χρυσοβίτσας είναι τόσο στενά δεμένη με την Παναγία και τη θαυματουργό
εικόνα Της, ώστε οι κάτοικοι της γύρω περιοχής να τους ονομάζουν «αγγόνια της
Παναγίας».
Η πληθυσμιακή μεταβολή σύμφωνα με τα στοιχεία της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων έχει ως εξής:
Έτος 1915 κάτοικοι 712
Έτος 1920 κάτοικοι 689
Έτος 1928 κάτοικοι 760
Έτος 1940 κάτοικοι 940
Έτος 1951 κάτοικοι 954
Έτος 1981 κάτοικοι 1050
Έτος 1991 κάτοικοι 1100
Έτος 2001 κάτοικο 1180
Οι κάτοικοι σήμερα ασχολούνται ως επί το πλείστον με την
καλλιέργεια της πατάτας στο οροπέδιο «πολιτσές» και πολύ λίγοι με την
κτηνοτροφία.
Η Χρυσοβίτσα ανέκαθεν υπήρξε το χωριό των δασκάλων και των
παπάδων. Σήμερα έχει περί τους 40 εκπαιδευτικούς και 5 ιερείς. Σύμφωνα με τις
πληροφορίες του Χρ. Τσαπραλή « δάσκαλοι Χρυσοβιτσινοί, όπως μου έλεγε ο
Βασδέκης , πήγαιναν στο Μέτσοβο και τους μάθαιναν γράμματα». Η παρουσία
μορφωμένων στο χωριό παλιότερα ίσως να οφειλόταν και στη λειτουργία Ελληνικού
σχολείου ή Σχολαρχείου. «Στο Ελληνικό συνέχιζε τη φοίτησή του το παιδί
που τελείωνε το Δημ. Σχολείο, χωρίς εξετάσεις στην αρχή και αργότερα με
εξετάσεις. Τέτοιο σχολείο λειτουργούσε μόνο στις πόλεις και στα κεφαλοχώρια.
Σκοπός του ήταν η προετοιμασία του παιδιού για το Γυμνάσιο ή για τη ζωή , για
όσα δεν συνέχιζαν τις σπουδές. Βασικό μάθημα ήταν τα αρχαία Ελληνικά με 12 ώρες
διδασκαλίας εβδομαδιαίως .
Συνεχιστές του θεσμού της πολύτεκνης οικογένειας οι Χρυσοβιτσινοί και σήμερα
κατέχουν σπουδαία θέση στους πολύτεκνους του Ν. Ιωαννίνων ίσως και άλλων
νομών. Υπάρχουν σήμερα περί τις πενήντα (50) πολύτεκνες οικογένειες. Είναι το
χωριό αιμοδότης του Έθνους γιατί στηρίζει τη χώρα μας με το εργατικό δυναμικό
και κατά συνέπεια με οικονομική βοήθεια.
Ο σημερινός επισκέπτης θα μείνει εντυπωσιασμένος από το ωραιότερο φυσικό
περιβάλλον και τις εξυπηρετήσεις που παρέχει το χωριό (φαγητό, ύπνο, διασκέδαση
κ.λ.π.) , αλλά και πνευματικά οφειλημένος επισκεπτόμενος το Μοναστήρι
της Παναγίας και προσκυνώντας τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της
Οδηγήτριας.
Η πρώτη καλλιέργεια της πατάτας στις Πολιτσές της
Χρυσοβίτσας
Η
καλλιέργεια της πατάτας , μετά τον ερχομό στην Ελλάδα από
τον κυβερνήτη της Ιωάννη Καποδίστρια ,έφτασε και στη Χρυσοβίτσα όπου
καλλιεργούνταν σε κήπους στο χωριό και σε λίγα χωράφια κοντά στο
χωριό σε μικρές ποσότητες για κατανάλωση από την οικογένεια και όχι
επαγγελματικά .
Μετά
τον πόλεμο του 1940 ,που κήρυξε η Ιταλία πρώτα και η Γερμανία
έπειτα στην Ελλάδα , οι κάτοικοι του χωριού υπέφεραν και από
την πείνα, λόγω αρπαγής των καλλιεργούμενων προϊόντων από τους
κατακτητές και λόγω μείωσης των καλλιεργημένων εκτάσεων
, επειδή επιστρατεύτηκαν οι άνδρες για να προσφέρουν το χρέος
απέναντι στην πατρίδα .
Στο
οροπέδιο Πολιτσές , 3000 στρεμμάτων περίπου ,οι χρυσοβιτσινοί έσπερναν
κυρίως σίκαλη (βρίζα ) σε ορισμένα χωράφια και άλλα χωράφια ήταν
στη διάθεση των κτηνοτρόφων ντόπιων και μετακινούμενων.
Την
άνοιξη του 1941 μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και
την τριπλή κατοχή ,οι συνθήκες για τους Έλληνες έγιναν δύσκολες και
η κατάσταση επικίνδυνη .
Στο
χωριό μας επικρατούσε μια κατάσταση φόβου και αβεβαιότητας . Οι Γερμανοί
έφτασαν και στο χωριό μας όπως και στα άλλα χωριά της Ελλάδας και επιδίδονταν
σε εκτελέσεις κατοίκων και κάψιμο σπιτιών ,αποθηκών κλπ κτιρίων .
Έκαψαν και τα σπίτια του χωριού μας .( Στη γειτονιά μας κάηκαν τα σπίτια του αδερφού
του παππού μου Γεωργίου (Γούλα) Γαλάνη ,του Δημητρίου (Μήτρου) Γαλάνη , του
Βασίλη Πέτρου και άλλων . Το δικό μας σπίτι μολονότι πυρπολήθηκε δύο
φορές με φλογοβόλο σκόνη ,αν και με ξύλινη κρεββάτα (βεράντα) δεν κάηκε και
αυτό αποδόθηκε σε θαύμα από πολλούς κατοίκους . Η γυναίκα του Στέργιου
Παπαθανασίου (Τσούρη) ,Ρίνα ,είπε στη γιαγιά μου : « Χρίστινα κάποιος από σας
έχει μεγάλο τυχερό , η Παναγιά σας φύλαξε και δεν κάηκε το σπίτι σας ,αν και
του βάλανε δυο φορές φωτιά ).
Οι κάτοικοι με την πρώτη είδηση περί ερχομού των
Γερμανών άφησαν τα σπίτια στο χωριό ανοιχτά λόγω της βιασύνης και
διασκορπίστηκαν γύρω στα βουνά και στα χωράφια έξω από το χωριό όπου είχαν
πρόσβαση σε δασώδεις περιοχές για να κρυφτούν . Πήραν λίγο ψωμί στα χέρια για
να μην πεθάνουν από την πείνα κι έφυγαν τρέχοντας στις
περιοχές που νόμιζαν πως θα σωθούν. Κάποιοι έρχονταν τα βράδια
κρυφά κρυφά για να δουν τα σπίτια τους ,αν είχαν καεί και
αν όχι να πάρουν λίγο καλαμποκάλευρο για να φτιάξουν σταχτοκουλούρες
έξω στις δασώδεις περιοχές που είχαν μεταφερθεί .
Εκείνη τη χρονιά ο γεωργός Χρήστος Γαλάνης σκέφτηκε πως θα
μπορούσε να καλλιεργήσει πατάτες ,όχι στα χωράφια έξω από το χωριό που
ήταν δύσκολο και επικίνδυνο λόγω κατοχής , αλλά στο οροπέδιο
Πολιτσές για να αποφύγει τα βλέμματα των κατακτητών και μάλιστα με καμουφλάζ.
Τα χωράφια ήταν ήδη σπαρμένα από σίκαλη (βρίζα) που ήταν σε
ανάπτυξη , είχε ψηλώσει .Για να αποφύγει τα περίεργα βλέμματα των κτηνοτρόφων
και λοιπών ανθρώπων , χάλασε τη φυτρωμένη βρίζα στο κέντρο του χωραφιού στη
θέση «Προσήλιο» , πίσω από το καλύβι το πέτρινο που διατηρούσε , και φύτεψε
πατάτες. Με προσοχή και χωρίς να προκαλέσει την υποψία στους γύρω του
καλλιέργησε τις πατάτες και δε χάλασε την υπόλοιπη βρίζα έως ότου έβγαλε τις
πατάτες . Η συγκομιδή εκείνη τη χρονιά ήταν καλή και υπολογίσιμη .Αρκετά
φορτώματα μεταφέρθηκαν στο σπίτι και τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη για να
αποφύγει την αρπαγή από τους κατακτητές που έψαχναν παντού στα σπίτια.
Την
επόμενη χρονιά παρότρυνε και το γαμπρό του Χριστόδουλο Οικονόμου (Μπούτη) και
καλλιέργησαν στα χωράφια τους με τον ίδιο τρόπο , μεγαλύτερες ποσότητες
. Η καλλιέργεια με τον παραπάνω τρόπο κράτησε τρία χρόνια
μέχρι το 1943 .
Οι Χρυσοβιτσινοί βλέποντας τα φορτώματα πατάτας που έφερναν
από το οροπέδιο οι : Γαλάνης Χρήστος και Χριστόδουλος Οικονόμου κατάλαβαν πως
το έδαφος ήταν κατάλληλο για την καλλιέργεια της πατάτας και την
επόμενη χρονιά 1944 άρχισε η μαζική καλλιέργεια της πατάτας που συνεχίζεται
μέχρι και σήμερα και είναι γνωστή για την ποιότητα και νοστιμιά της
πανελλαδικά ως « πατάτα Χρυσοβίτσας »
Η μεταφορά γινόταν με τα μουλάρια τα δικά τους και σκηνητών
κτηνοτρόφων κυρίως των Ακριβαίων από την Κουιάστα ή Γκουιάστα (μοναδικός δρόμος
πρόσβασης από το χωριό προς το οροπέδιο με μεγάλη ανηφόρα ) , γιατί δεν είχε
γίνει διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου .
Δεν πρέπει να διαφύγει της μνείας και της
αναφοράς μου η προσφορά της χρυσοβιτσινής γυναίκας στην
όλη διαδικασία καλλιέργειας πατάτας αφού ανέβαιναν
φορτωμένες με σπόρο για το φύτευμα και κατέβαιναν φορτωμένες κατά
την συγκομιδή από το δρόμο Γκουιάστα ,εργαζόμενες και όλη την ημέρα.
Πραγματικές Γυναίκες Ηπειρώτισσες , Γυναίκες της Πίνδου !
Ιερός Ναός Κοίμησης Θεοτόκου, 17ος αιώνας
Η Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Χρυσοβίτσας (Κυράς της Κουσιοβίτσας ή
Κουρσοβίτσας ή Κοσβήτζας ή Χρυσοβίτσας) βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό της
επαρχίας Μετσόβου Β.Α. των Ιωαννίνων και Δυτικά του Μετσόβου σε υψόμετρο 1000
περίπου μέτρων.
Το παλαιό όνομα του χωριού ήταν «Παλαιόμυλος» και βρισκόταν πιο χαμηλά, στη
θέση «Μποντίνια» . Το σημερινό όνομα το οφείλει στη θαυματουργό εικόνα της
Θεοτόκου της Οδηγήτριας που βρέθηκε σε εκείνη την περιοχή και που στην πίσω
πλευρά της ήταν γραμμένη η λέξη «Χρύσοβα» ή σύμφωνα με τον ζωγράφο και λόγιο Γ.
Πλατάρη «ΜΗΡ ΘΟΥ η Χρυσοβιτσιώτισσα» .
Σύμφωνα με Χειρόγραφο της Μονής Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, το οποίο γράφτηκε
μεταξύ 1755-1766 από τον Επίσκοπο Παραμυθιάς και Βοθρωτού Παΐσιο Δήμαρο, το
μοναστήρι κτίσθηκε στο μέρος, όπου εμφανίστηκε η εικόνα της Παναγίας κατά το
1486 . Το συγκεκριμένο χειρόγραφο τυπώθηκε και εκδόθηκε στη Βενετία το 1794
«Παρά τω Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων» και το 1909 από τον Σπύρο Λάμπρου.
Το μοναστήρι βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και περιβάλλεται από τείχος, το
οποίο μοιάζει με κάστρο. Έχει τρεις εισόδους που παλαιότερα ήταν και οι τρεις
χαμηλές και έκλειναν με δρύινες πόρτες. Σήμερα οι δύο από αυτές (δυτική και
νότια) έχουν τροποποιηθεί, ενώ η ανατολική παραμένει στην αρχική της μορφή.
Στοιχεία για την κατασκευή του κάστρου από κάποιον ονόματι Μπαλατσό δίνει μία
εγχάρακτη πλάκα που βρίσκεται στα κελιά.
Στα χρόνια της ακμής της η μονή είχε «δεκατρείς Γούμενους» και λειτούργησε ως
ανδρικό, αλλά και γυναικείο μοναστήρι. Ήταν πλούσια μονή και άφησαν σ’ αυτή
κληροδοτήματα με τη διαθήκη τους ο Νικόλας Γλυκής το 1693, ο Σπυρίδων Ρίζος το
1749, ο Νικόλαος Ζωσιμάς το 1841 και άλλοι .
Στο κέντρο του μοναστηριού βρίσκεται το καθολικό που διατηρεί την αρχική του
μορφή μέχρι σήμερα. Στη νότια πλευρά του ναού υπήρχε ένα παρεκκλήσι του Αγίου
Θεοδώρου που μέχρι τη δεκαετία του ’60 χρησίμευε και ως οστεοφυλάκιο του
κοιμητηρίου του χωριού. Στη νότια και βόρεια πλευρά του κάστρου υπήρχαν κελιά,
από τα οποία σήμερα σώζονται ανακαινισμένα μόνο αυτά της νότιας πλευράς, Τα
κελιά της βόρειας πλευράς κάηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής. Στα τέλη του
20ου αιώνα κτίσθηκε βορειοανατολικά του καθολικού εκκλησάκι αφιερωμένο στον
Άγιο Θεόδωρο που σήμερα στο υπόγειό του υπάρχει το οστεοφυλάκιο του χωριού .
Σήμερα το μοναστήρι της Χρυσοβίτσας λειτουργεί ως ενοριακός ναός, έχει
μοναστηριακή όψη και κρατάει ένα τυπικό που συγγενεύει προς το μοναστηριακό και
έχει προσκυνηματικό χαρακτήρα.
Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με ενσωματωμένο στην
κάτοψη, νάρθηκα στα δυτικά και ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά.
Στη δυτική πλευρά ανοίγεται ένα προστώο-χαγιάτι που στηρίζεται σε τέσσερις
τετράγωνους πεσσούς. Το προστώο, είναι προσαρτημένο στην κάτοψη του ναού. Στον
χαρακτηριστικό τύπο της Ηπειρωτικής Βασιλικής, που ακμάζει ιδιαίτερα τον 18ο αι.,
ανήκει και η δίρριχτη από σκούρα σχιστόπλακα στέγη, που στη δυτική πλευρά της
επιμηκύνεται για να καλύψει το χαγιάτι.
Στη νότια πλευρά στον κυρίως ναό ανοίγονται πέντε παράθυρα, τα οποία σήμερα
έχουν κλειστεί με τούβλα και πολυουρεθάνη, και ένα στη βόρεια πλευρά. Επίσης,
πέντε παράθυρα ανοίγονται ψηλά στην επικλινή στέγη, απ’ όπου και η είσοδος του
φωτός στο εσωτερικό του ναού.
Η κύρια είσοδος στο ναό βρίσκεται στη δυτική πλευρά. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται
και η είσοδος του νάρθηκα, μικρών διαστάσεων που απολήγει σε τόξο. Στο
εσωτερικό του ναού τρία σκαλοπάτια οδηγούν στον υπερυψωμένο νάρθηκα και από
εκεί στο εσωτερικό του κυρίως ναού με τέσσερα απότομα σκαλοπάτια.
Το σύστημα τοιχοποιίας του καθολικού, αποτελείται από μεγάλους και μικρούς
λίθους, τοπικής προέλευσης, χονδρολαξευμένους και τοποθετημένους με οριζόντια
διάθεση με την παρεμβολή κονιάματος, που λειτουργεί ως συνδετικό. Το πάχος των
τοίχων είναι ομοιόμορφο σε όλες τις πλευρές, ενώ κάποιες μεταγενέστερες
επισκευές στο νότιο και δυτικό τμήμα του νάρθηκα και το δυτικό τμήμα του
χαγιατιού δεν αλλοίωσαν το αρχικό πάχος και το σχήμα.
Η στέγη έχει ξύλινο φέροντα οργανισμό, και τελική επικάλυψη από σχιστόπλακα της
περιοχής. Η αρχική στέγαση του ναού πρέπει να ήταν διαφορετική όπως φανερώνουν
τα ίχνη που έχουν απομείνει στους τοίχους. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για
την αρχική κάλυψη του ναού καθώς και για τις επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν
σε αυτή. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι έγινε συντήρηση του ναού (προφανώς
αναφέρεται σε επισκευές της τοιχοποιίας) και της στέγης τον Μάιο του 1988 .
Το δάπεδο του ναού καλύπτεται από πλάκες από τοπική πέτρα. Το δάπεδο του
εσωνάρθηκα είναι 50 εκ. ψηλότερο από τον Κυρίως Ναό, ενώ του Ιερού Βήματος
είναι 25 εκ. ψηλότερα από τον Κυρίως Ναό. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται από
τον Κυρίως Ναό με ψηλό ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο.
Ο ναός έχει συνολικές διαστάσεις ~ 27,56 × 10,22.
Στον κυρίως ναό σώζονται δύο επιγραφές σε κακή κατάσταση. Η μία βρίσκεται στο
δυτικό τοίχο του Κυρίως ναού, είναι κατεστραμμένη (την έχει μεταγράψει ο Χρ.
Σούλης) και μας πληροφορεί για την τοιχογράφηση του ναού, την κατασκευή
του άμβωνα και του Δεσποτικού Θρόνου το 1781:
«ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟ 1781 ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΙΟΥΝΙΟΝ 29 ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑΣ ΑΓΙΟΥΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΥΡΙΟΥ
ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕ Η ΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΑΙΣ ΚΥΡΙΟΥ
ΤΖΙΑΝΚΟΥΣΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΗ ΚΑΙ ΚΥΡ ΙΩΑΝΝΗ ΦΩΤΗ ΔΑΠΑΝΗ ΔΕ ΤΩΝ ΦΙΛΟΧΡΗΣΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ,
ΧΕΙΡΟΣ ΔΕ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΤΩΝ ΑΥΤΑΔΕΛΦΩΝ ΤΩΝ ΚΑΠΕΣΟΒΙΤΩΝ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟΪΚΟΥ ΤΟΣΟΝ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΜΒΩΝΑ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ
ΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΩΝ».
Μία άλλη επιγραφή υπάρχει στο δυτικό τοίχο του πρόναου του καθολικού, η οποία
είναι μισοκατεστραμμένη και που πιθανόν αναφέρεται σε κάποια ανακαίνιση της
Μονής, η οποία έγινε επί Μητροπολίτου Ιωαννίνων Κλήμεντος (1680-1715).
Η επιγραφή αυτή πρέπει να είναι παλαιότερη γιατί αναφέρεται στον Μητροπολίτη
Ιωαννίνων Κλήμενετα, που ήταν Μητροπολίτης από το 1680 μέχρι το 1715. Η
επιγραφή που είναι δυσανάγνωστη, αποτελείται από έξι στίχους, είναι σε
μεγαλογράμματη γραφή:
«Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ Ν(ΑΟΣ) ΤΗΣ ΥΠΕΡΑ / ΓΗΑΣ ΔΕΣΠΗΝΙΣ ΥΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Κ(ΑΙ) ΑΥ / ΠΑΡΘΕΝΟΥ
ΜΑΡΙΑΣ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ / ΤΟΥ ΤΗΜΗΟΤΑΤΟΥ Κ(ΑΙ)… ΑΡΧΟΝΤΟΣ επύτροπος ΚΥΡ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΒΑΣΥΛΟΠΟΥΛΟΥ / Κ(ΑΙ) ΚΗΡ Π(Α)ΠΑΚΥΡΓΗΑΚΥ ΗΕΡΕΟΣ ΑΡΧΥΕ / ΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΗΕΡΟΤΑΤΟΥ / Κ(ΑΙ) ΛΟΓΗΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΑΤΗΣ ΜΗ / ΤΡΟΠΟΛΕΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΚΗΡ ΚΛΗ / ΜΕΝΤΟΣ Κ(ΑΙ) (ΕΦΗ)ΜΕΡΕΒΟΝΤΟΣ………ΗΕΡΕΟΣ……..» .
Άνωθεν της εισόδου του κυρίως ναού βρίσκεται εντοιχισμένη λίθινη πλάκα, όπου
αναγράφεται ανάγλυφη η χρονολογία 1233:
«ΙΣ Χ, ΝΙΚΑ ΕΓΗΕΖΩΝ 1233 ΤΟ ΛΗΣΖΗ ΥΑ ΡΑΣ».
Η χρονολογία αυτή πρέπει να είναι η χρονολογία ανέγερσης του καθολικού της
Μονής γιατί σε αγκωνάρι παραθύρου των κελιών υπάρχει ανάγλυφη η χρονολογία
1253, κατά την οποία χτίστηκαν τα κελιά και ίσως τμήμα του κάστρου.
Επιπλέον, στην αρχή του εξωτερικού τοίχου που περιβάλλει το ναό υπάρχει
κατεστραμμένη μία άλλη ανάγλυφη πλάκα που αναφέρεται σε κάποιον Μπαλατσό
πιθανόν χρηματοδότη του κάστρου του ναού.
Το καθολικό του ναού είναι τοιχογραφημένο από ποικίλες παραστάσεις που
απεικονίζουν το βασικό περιεχόμενο των δογμάτων της εκκλησίας, σκηνές από την
Καινή και Παλαιά Διαθήκη καθώς και πολυπρόσωπες παραστάσεις Αγίων.
Από επιγραφή που βρίσκεται στον κυρίως ναό πληροφορούμαστε ότι ο ναός
τοιχογραφήθηκε το 1781 (η αγιογράφηση ξεκίνησε στις 29 Ιουνίου επί Αρχιερατείας
Μακαρίου των Ιωαννίνων 1780-1799) από τους Καπεσοβίτες ζωγράφους Ιωάννη και
Γεώργιο. Είναι η πρώτη φορά που οι γιοι του ζωγράφου Αθανασίου εκτελούν
υπεύθυνα ζωγραφικό έργο. Πιθανόν ο Αθανάσιος είχε αποσυρθεί την εν λόγω
χρονολογία από την αγιογραφία, λόγω ηλικίας .
Πρόκειται για μεταγενέστερη τοιχογράφηση (1781) όπως συνηγορεί και η αποκάλυψη
υποκείμενου στρώματος τοιχογραφιών που αποκαλύφθηκε μετά από τυχαία πτώση του
κονιάματος στο νότιο τοίχο του κυρίως ναού. Δεν υπάρχουν γραπτές ή προφορικές
μαρτυρίες για το παλαιότερο αυτό ζωγραφικό στρώμα, που να μας πληροφορούν για
τη χρονολογία αγιογράφησης ή τους ζωγράφους.
Στην αγιογράφηση του 1781, οι Καπεσοβίτες Ιωάννης και Γεώργιος ακολουθούν την
παράδοση και όσον αφορά στο εικονογραφικό πρόγραμμα, παρουσιάζοντας διάφορες
εναλλαγές, αλλά και στην τεχνοτροπία. Ζωγραφίζουν ψηλόλιγνα σώματα με ωραίο
σχέδιο και συνδυασμούς θερμών και ψυχρών χρωμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου