Η κοινωνία της γεύσης
Υπάρχουν κάποια πράγματα που όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το φαγητό πρέπει να συμφωνούμε και να έχουμε σαν κοινή βάση συζήτησης. H «πείνα» μας για το φαγητό ξεπερνά τη φυσική μας ανάγκη και γίνεται έντονος πόθος για τις πληροφορίες που αφορούν το φαγητό, τη «ζωή» του και δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν από εμάς το γεγονός ότι το «φαγητό» σιγά-σιγά αντικαθιστά άλλες δραστηριότητες του μυαλού και της καθημερινότητας, ίσως λίγο πιο σημαντικές από αυτό.
Πρόσφατα οι New York Times σε κύριο άρθρο τους «θρήνησαν» κυριολεκτικά τη διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες γύρω από το φαγητό έχουν «μετατραπεί σε σύμβολο συμμετοχής στις ανώτερες τάξεις, σε έναν πολύπλοκο πολιτιστικό μηχανισμό που αντικαθιστά την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη δημοσιογραφία και τις θεωρητικές συζητήσεις με το φαγητό». Κάποτε το φαγητό ήταν το συνοδευτικό αυτών των συζητήσεων, τώρα η τέχνη είναι η αφορμή για να μπούμε στο φαγητό. Τα πράγματα «σοβαρεύουν» πολύ και για το λόγο αυτό πρέπει να βρούμε μια κοινή γραμμή, ένα σημείο ταυτότητας από το οποίο όλοι μας ξεκινάμε τη συζήτηση.
Για παράδειγμα, αν όλοι μαζί δεν συμφωνήσουμε πως οι κανίβαλοι δεν είναι vegetarians τότε δύσκολα θα συμφωνήσουμε για τις εποχικές δυνατότητες της κολοκύθας στην κουζίνα. Ένα άλλο θέμα είναι το ότι ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός είναι κομμάτια της μαγειρικής κουλτούρας. Είμαστε έτοιμοι για «πόλεμο» σε κάθε αλλότρια απειλή απέναντι στο μουσακά και ταυτόχρονα περιφερειακοί σοβινισμοί, όπως για παράδειγμα η καθαρότητα της φάβας από την Σαντορίνη, απειλούν να δημιουργήσουν ρήγματα στην εθνική μας ταυτότητα, γιατί έχουν και άλλοι πατριώτες φάβα. Καλή δε λέω η περιφερειακότητα στην κουζίνα -βοηθά και τον τουρισμό και την ανάδειξη μιας περιοχής-, αλλά έτσι υπονομεύεται το εθνικό κλίμα και μάλιστα σε εποχή κρίσης.
Πρέπει να συμφωνήσουμε επιτέλους σε κάποιες κοινές αρχές που αφορούν τη θερμιδοφορία του σουβλακίου γιατί όλη αυτή η συζήτηση που έχει ξεκινήσει τελευταία για το πώς ένα σουβλάκι ξεκινά από τις 300 θερμίδες και ανάλογα με την κοινωνική ευθύνη του τυλιχτή μπορεί να φτάσει και τις 700, μόνο κακό μπορεί να κάνει στην εθνική μας συνείδηση.
Βλέπετε το φαγητό έχει μια ηθική υπόσταση για πολλούς από εμάς. «Λιγδιασμένο» το σουβλάκι, «θανατηφόρο» το σάντουιτς, «σκοτώνει» το μιλφέιγ, «κόλαση» η πίτσα. Και δεν φτάνει αυτό. Αφού πρώτα πάμε στην κόλαση, ξαναγυρίζουμε για να βάλουμε μια «σωστή» διάσταση στην κατανάλωση την επόμενη μέρα: «χτες ξέφυγα», «χτες ήμουν καλός/ η, δεν έφαγα τίποτα».Τι είδους διαστροφή είναι αυτή που μας κάνει από τη μία να πηγαίνουμε στην κόλαση και από την άλλη να θεωρούμε πώς το καλό ταυτίζεται με την αποχή, ποτέ μου δεν θα μπορέσω να κατανοήσω.
Όμως για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα της κοινής γραμμής, το ethnic πρέπει να το στηρίξουμε γιατί μας δίνει και μια politically correct διάσταση στην εθνική μας προσήλωση. Άσχετα βέβαια από το αν στον Ινδικό θα μας σερβίρουν γλυκόξινη στην αρχή μαζί με κινέζικα πατατάκια γαρίδας. Το σημαντικό είναι ότι το ethnic υπάρχει ακόμη κι αν παράγεται από ένα συνδυασμό κονσερβών.
Και ας αποδεχτούμε επιτέλους ότι μία πλευρά του φαγητού θα μας θυμίζει από δω και πέρα τα αυτοκίνητα. Γρήγορο, αργό, στους τάδε βαθμούς, σε κενό αέρος, σε συγκεκριμένο ύψος-όταν πρόκειται για ταράτσες-, του «δρόμου», κλπ. Πρόκειται για την μηχανολογική άποψη του φαγητού που σίγουρα δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους γιατί πώς μπορούμε να ευχαριστηθούμε το φαγητό αν δεν ξέρουμε σε τι βαθμούς ψήθηκε;
Μας πήρε πολλά χρόνια να κατανοήσουμε και να συμφωνήσουμε πως οι απεργοί πείνας δεν το κάνουν για γαστριμαργικούς λόγους ούτε πάσχουν από νευρική ανορεξία και τώρα ήρθε η στιγμή να δεχτούμε ότι το φαγητό με την πολιτική έχουν άμεση σχέση. Το vegetarian στήσιμο του Γιωργάκη και η «επιλεκτική» ή μάλλον απόμακρη στάση του Τσίπρα-ποτέ δεν τον έχω δει να τρώει σε φωτογραφία-, τους κάνει ώριμους για μια συμμαχία, σε αντίθεση με τον Βενιζέλο που μάλλον του αρέσουν πολύ οι τηγανιτές πατάτες και τον Σαμαρά που τρώει καθώς «πρέπει» για λογαριασμό του πρωτοκόλλου. Είναι σημαντικό να τα σκεφτούμε όλα αυτά γιατί οι συμμαχίες σε πολιτικό επίπεδο εξαρτώνται κατά πολύ από τις διατροφικές συνήθειες. Α, ξέχασα να πω πως ο Θεοδωράκης μάλλον είναι πολύ metrosexual σε στιλ, σαν ποτάμι δηλαδή, για να μπορεί να αποκτήσει πάθος γύρω από το φαγητό, παρά το γεγονός ότι έχει ζήσει αυτό το χώρο.
Τα οικογενειακά γεύματα, η κουζίνα της μαμάς, η μνήμη και το φαγητό και όλα τα συναφή θέματα έχουν στην πραγματικότητα να κάνουν με το κρυφό ερώτημα του τι τρώει ακριβώς η γυναίκα του Άδωνι ,όταν στεναχωριέται επειδή τσακώθηκαν λίγο πριν το βραδινό γεύμα. Οι δυο τους ενσαρκώνουν όλα αυτά τα καυτά ζητήματα σαν τις κάψουλες φαγητού των αστροναυτών. Δεν χρειάζεται συζήτηση πολλή, αρκεί να τους αναζητήσουμε σε κάποιο από τα κανάλια.
Επίσης πρέπει όλοι μαζί να χρηματοδοτήσουμε την επικήρυξη αυτού που φτιάχνει όλα τα μενού των εστιατορίων στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε συμφωνήσει ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που μάλλον με χοντρούς εκβιασμούς εξαναγκάζει τους εστιάτορες και τον βάζουν να δημιουργεί τα μενού τους. Πέστε την γαστριμαργική τρομοκρατία, ομογενοποίηση ή όπως αλλιώς θέλετε. Αυτό το άτομο πρέπει με κάθε τρόπο να βρεθεί και να σταματήσει να παίζει με τη χαρά της ζωής μας.
Τέλος το κίνημα από το «χωράφι στο τραπέζι», πρέπει οπωσδήποτε να μετονομαστεί «από το χωράφι στο εργοστάσιο» γιατί μπερδευόμαστε, ειδικά όταν εμπλέκεται και το εποικοδόμημα του φαγητού μες στη μέση και δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε το βούτυρο από τη μαργαρίνη.
Τώρα που το σκέφτομαι μήπως είναι περίεργο που τρώω πίτσα καθώς διαβάζω το «Food And Wine»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου