Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Ο Ταχυδρόμος...


Πέντε παιδιά είχε ο Βαγγέλης Τόκας, απ' την Μπεστιά. Έκανε πολλά παιδιά τότε ο κόσμος. Πέντε στόματα και πώς να τα χορτάσει ο δόλιος ; Πάλευε με καμιά τριανταριά γιδάκια, πολλά και τα ζωντανά  του κόσμου τότε και λιγοστά τα βοσκοτόπια. Οι περισσότεροι στο χωριό τσοπαναραίοι. Άντε λίγοι τυχεροί να  ΄χαν κι από ένα δύο τσέπια  γης ποτιστικά. Αυτό ήταν το βιο τους όλο. Φτωχός τόπος το χωριό μου. Φτωχός τόπος όλη η Λάκκα Σούλι.
Φτωχός λοιπόν κι ο Βαγγέλης Τόκας. Με τραχανά το χειμώνα και γάλα  τρίψα  το καλοκαίρι άντρωσε τα πέντε παιδιά του, με πρώτο απ' όλα το Βασίλη του, που ΄χε και τ' όνομα του σχωρεμένου του πατέρα του. Πήγε φαντάρος ο Βασίλης, ένα χρόνο, ως προστάτης, και ξανά στο χωριό! Από δουλειά ; Στο χαμό, που λεν. Τον περισσότερο καιρό στο καφενείο. Τσιγάρο, στο στρατό το ΄μαθε το καταραμένο και αυτό και την ξερή. Τσιγάρο και κολτσίνα. Κι η γκρίνια στο σπίτι καθημερινό βασανάκι απ' την ανέχεια και την αναδουλειά. Είδε κι απόειδε ο Βαγγέλης Τόκας και κινάει ένα πρωί με τα ποδάρια ως την Τύρια κι από κει με το λεωφορείο της Παραμυθιάς για Γιάννενα, και γραμμή για το γραφείο του βουλευτή του. Το και το στο βουλευτή του, ο Βαγγέλης Τόκας.
Κάτσε πρώτα, μωρέ μπαρμπα-Βαγγέλη, να πιεις έναν καφέ, του κάνει ο βουλευτής, για να του κόψει τη φόρα.
- Φαρμάκι έχεις, κυρ βουλευτή μου; Βάλ'το μου διπλό να το πιω να φαρμακωθώ.
- Κάτσε, μωρέ μπαρμπα Βαγγέλη κι όλα θα τα σιάσομε, τον καθησύχασε ο βουλευτής. Α
λλά ο μπάρμπα- Βαγγέλης που ν' ακούσει. Είχε πάρει φόρα και τα'λεγε πια έξω απ' τα δόντια:
- Δεν ξέρω τι θα κάνεις, κυρ βουλευτή μου, αλλά είμαι πιγκωμένος ως εδώ,είπε κι έφερε την παλάμη του χεριού του πάνω απ' το κεφάλι του. Δεν ξέρω τι θα κάνεις , επανέλαβε, αλλά θέλω "απαξάπαντος" να "μ'αμπώξεις" κάπου το Βασιλάκη μου. Κι άρχισε να του απαριθμεί τις ψήφους που του δίνει: Πέντε σταυρούς απ' τε μένα, δυο απ' τα γερόντια μου και δυο απ' τα πεθερικά μου, το όλον εννιά σταυρούς. Δεν ξέρω, κάνε τι θα κάνεις, αλλά το απαιτώ, συμπλήρωσε αποφασιστικά.
-Θα τον "αμπώξω", μπαρμπα- Βαγγέλη, θα τον "αμπώξω", του απάντησε ελαφρώς αστειευόμενος ο βουλευτής χρησιμοποιώντας κι αυτός το ίδιο ρήμα, αλλά και για να ηρεμήσει και τον μπαρμπα Βαγγέλη, που τον έβλεπε φορτσάτο και τίποτα να μην τον σταματά. Και τον "άμπωξε" πραγματικά ο βουλευτής. Σχεδόν πάνω στους δυο μήνες ο Βαγγέλης Τόκας παίρνει ιδιόχειρη επιστολή απ' το βουλευτή του, στην οποία έγραφε:
"Αγαπητέ, μπαρμπα- Βαγγέλη, κατόπιν προσωπικών μου ενεργειών, είμαι εις την ευχάριστον θέσιν να σας πληροφορήσω ότι ο υιός σας Βασίλειος, εδιορίσθη εις την ελληνικήν ταχυδρομικήν  υπηρεσίαν ως ταχυδρομικός διανομεύς!"
Δεν το πίστευε ο καημένος ο μπαρμπα- Βαγγέλης, αλλά ούτε κι ο ίδιος ο γιος του ο Βασίλης. Σε τρεις μέρες έλαβε και επίσημα το "χαρτί απ' το κράτος" και γραμμή στα Γιάννενα ο Βασίλης για τη βασική εκπαίδευση. Ολοκληρώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα η εκπαίδευση, και πάλι "κατόπιν ενεργειών" του βουλευτή, ο Βασίλης Τόκας ταχυδρομικός διανομέας στο ταχυδρομείο Δερβιζάνων, στον τόπο του δηλαδή!

Κάθε πρωί έπαιρνε τον ταχυδρομικό του σάκο, γεμάτο με γράμματα, πέρναγε το λουρί του σάκου στον ώμο του και ξεκινούσε με τα πόδια (!) απ' τα Δερβίζανα κι έπιανε όλα τα χωριά της κεντρικής Λάκκας Σούλι αράδα: Γκουλμή, Έλαφο, Στρούνι, Μπεστιά και λοιπά. Προτού φτάσει σε κάθε χωριό σφύριζε με την ταχυδρομική του τρομπέτα προειδοποιώντας τους κατοίκους των χωριών ότι "περνάει ο ταχυδρόμος" Και όσοι περίμεναν κάποιο γράμμα ή τίποτε λεφτά προσέρχονταν στον καθορισμένο χώρο, συνήθως στο καφενείο του χωριού ή, πάλι, όσοι δεν μπορούσαν "έβγαιναν" στο δρόμο και τον καρτερούσαν που θα πέρναγε.
Κάθε μέρα λοιπόν ο Βασίλης Τόκας "του του του" με την τρομπέτα έδινε γράμματα και επιταγές, αλλά και έπαιρνε γράμματα και επιταγές. Έφερνε χαρές και λύπες, αλλά και έστελνε χαρές και λύπες. Πόσες φορές δεν είδε πρόσωπα να χαμογελούν, να λάμπουν με τα γράμματα που τους έφερνε, και πόσες φορές δεν είδε τα ίδια πρόσωπα θλιμμένα, τα  ίδια πρόσωπα να κλαίνε! Και κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Κι ήταν φορές που κούρνιαζε κάτω από κάποιο δέντρο, κάποιο ερημοκάλυβο, κάποια ξυλογέφυρα, για να γλιτώσει της μπόρας και του κεραυνού την οργή. Κι ήταν φορές που γύριζε μουσκίδι στον ιδρώτα στις μεγάλες θέρμες του Αυγούστου! Σόλιαζε και ξανασόλιαζε τα παπούτσια του ο Βασίλης, που έλιωναν απ' την πεζοπορία, να τα' χει να πορεύει, γιατί στο μεταξύ είχε κάνει και φαμίλια και οι ανάγκες μεγάλωναν καθημερινά. Ενώ ο μισθός του, σταθερός βέβαια, αλλά μισθός του "τρεις κι εξήντα", που λέγανε τότε. Κι ήταν τότε εκεί κοντά στο '60, όπου η ζωή στην Ελλάδα "τραβούσε την ανηφόρα". Τότε περίπου που "άνοιξε" η Γερμανία κι όλη σχεδόν η Λάκκα Σούλι ξενιτεύτηκε για μια καλύτερη προκοπή, μια καλύτερη κατάντια και τα γράμματα κι επιταγές πήγαιναν βροχή. Κι ο σάκος του Βασίλη Τόκα φουσκωμένος ως επάνω καθημερινά. Όμως ο Βασίλης Τόκας, ταχυδρόμος με τ' όνομα πια σ' όλη τη Λάκκα Σούλι, δε βαρυγκωμούσε, δε δυσανασχετούσε. Εξακολουθούσε με το ίδιο κέφι, τον ίδιο ζήλο να μοιράζει γράμματα και να παίρνει γράμματα. Να μοιράζει χαρές και λύπες, να στέλνει χαρές και λύπες και φωτογραφίες με αφιερώσεις: "Λάβε ψυχή χωρίς κορμί και σώμα δίχως αίμα, λάβε και τη φωτογραφία μου για να θυμάσαι αιώνια". Ευτυχώς όμως τώρα "έβγαινε" το λεωφορείο σ' όλα τα χωριά της Λάκκας Σούλι και ο Θεός τον λυπήθηκε , που λένε, και τον απάλλαξε απ' την καθημερινή εκείνη ταλαιπωρία της ατελείωτης πεζοπορίας. Από τις πρώτες μέρες της δουλειάς του, ο Βασίλης Τόκας πρόσεξε πως στο χωριό Στρούνι, μαζί με όλους τους άλλους χωριανούς, ερχόνταν στο καφενείο και μια μαυροφορεμένη γυναικούλα, εκεί γύρω στα εξήντα, και με φωνή τρεμάμενη, γεμάτη απόγνωση, κάθε φορά τον ρώταγε:
-Μην έχω τίποτα κανένα γράμμα εγώ, μωρέ Βασίλη;-
-Πώς σε λένε θεια ;
-Ελένη Καψάλη, παιδί μου, του απάνταγε εκείνη.
Κοίταζε ο Βασίλης το πακέτο με τα γράμματα και, αφού δεν έβρισκε τίποτα, της αποκρινόταν με κατανόηση:
-Όχι ,θεια, δεν έχεις τίποτε.


Αυτό γινόταν μέρες, μήνες, χρόνια τώρα με τη θεια Μήχαινα, έτσι φώναζαν την Ελένη Καψάλη στο χωριό, κάθε που έβλεπε τον ταχυδρόμο να ρωτάει: "Μην έχω τίποτα κανένα γράμμα εγώ, μωρέ Βασίλη;" Και ο ταχυδρόμος κάθε φορά να της δίνει την ίδια  στερεότυπη αρνητική απάντηση: "Όχι, θεια, δεν έχεις τίποτε!"  Τόσα χρόνια λοιπόν ο Βασίλης Τόκας ταχυδρόμος στη Λάκκα Σούλι ήταν επόμενο όχι μόνο να τους γνωρίζει όλους, ακόμη και με τα μικρά τους ονόματα, αλλά και ό,τι σχεδόν τον καθένα τους απασχολούσε. Έτσι, φυσικό ήταν να μάθει και για τη θεια Μήχαινα, πως είχε χάσει η καημένη νωρίς τον άντρα της, είχε σκοτωθεί στο "Αλβανικό", πως είχε αναθρέψει μόνη της το μονάκριβο γιο της, το Χρηστάκη της, και πως ο Χρήστος της ,σαν απολύθηκε απ' το στρατό, μπάρκαρε αμέσως και πως στο πρώτο του κιόλας ταξίδι, είχε βγει στην Αμερική ή στον Καναδά. Έτσι φάνηκε τουλάχιστον από ένα δυο  γράμματα που της είχε στείλει ο Χρήστος στις αρχές. Από τότε μήτε γράμμα μήτε γραφή. Δέκα-δεκαπέντε χρόνια, σχεδόν τώρα, η θεια Μήχαινα πάντα με την ίδια αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια της ρωτά  τον ταχυδρόμο και πάντα παίρνει την ίδια στερεότυπη και αρνητική απάντηση: "΄Οχι θεια δεν έχεις τίποτε!"

Οχτώβρης μήνας ήτανε. Σουρούπωνε. Αγκομαχάει το λεωφορείο της γραμμής που επιστρέφει απ' τα χωριά της Λάκκας Σούλι για Γιάννενα, φορτωμένο με επιβάτες και πράματα. Κι ανάμεσα στους επιβάτες του, αποσταμένος στο κάθισμά του κι ο Βασίλης Τόκας ο ταχυδρόμος. Τους ξέρει όλους. Τον ξέρουν όλοι. Όμως σήμερα δε φαίνεται να χει όρεξη για κουβέντα μαζί τους. Όχι, δεν είναι η κούραση της ημέρας. Είναι μέρες τώρα που κάτι τον απασχολεί, κάτι τον βασανίζει. Απ' το θαμπό, απ' τα χνότα των ταξιδιωτών, τζάμι του λεωφορείου φαίνεται να αγναντεύει μακριά το φθινοπωρινό απόβροχο και κάτι να συλλογιέται. Κι όσο συλλογιέται, λύση δε βρίσκει. Φαίνεται απορροφημένος στις σκέψεις του, σαν κάτι να ψιθυρίζει, σαν κάτι να παραμιλά: "Ναι, μπορώ, κάτι πρέπει να κάνω. Είναι ντροπή ολονών μας. Τόσα χρόνια; Ναι ,είναι ντροπή", επαναλαμβάνει, "κάτι πρέπει να κάνω. Τι κι αν είμαι ένας απλός ταχυδρόμος ;".
Φτάνει στα Δερβίζανα. Κατεβαίνει απ' το λεωφορείο βυθισμένος στους στοχασμούς του. Περπατά, με την τσάντα στον ώμο του για το σπίτι του. Ο κόσμος ωστόσο, παρά το σκοτάδι, τον αναγνωρίζει και τον χαιρετά. Ασυναίσθητα τους αντιχαιρετά και εκείνος. Πλησιάζει  στο σπίτι του, στη γυναίκα του, στα παιδιά του. Σχεδόν στην αυλόπορτα του σπιτιού του σταματάει, σαν να τον χτύπησε ένα κύμα αέρα και τον συνέφερε, λες και ξύπνησε κάτι μέσα του. Ανασαίνει με ανακούφιση, το πρόσωπό του αλλάζει όψη, ορθώνει το ανάστημά του και κατευθύνεται προς το σπίτι του. Το βήμα του τώρα είναι σταθερό, απόχτησε σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Έχει ήδη βρει τη λύση σ' αυτό που τόσον καιρό τώρα τον βασάνιζε. Αγκαλιάζει και φιλά τη γυναίκα του. Δεν κρατιέται. Της ιστορεί το σχέδιο του. Συγκινείται η γυναίκα του "Και τα λεφτά;" για το μόνο που τον ρωτάει. "Απ' το δώρο μου, των Χριστουγέννων", της απαντά εντελώς φυσικά.
Το άλλο πρωί πριν φύγει απ' το ταχυδρομείο για την καθημερινή του διαδρομή τα τακτοποίησε όλα όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει στο μυαλό του και ξεκίνησε. Φτάνοντας στο καφενείο του χωριού, στο Στρούνι, η θεια Μήχαινα, όπως κάθε μέρα, μαζί με τους άλλους χωριανούς και σήμερα εκεί, να ρωτά το ίδιο στερεότυπα, το ίδιο ανέλπιστα: "Μην έχω τίποτα κανένα γράμμα εγώ, μωρέ Βασίλη;" Ο Βασίλης Τόκας "ψάχνει" ανάμεσα στα γράμματά του και κάνει πως πέφτει και ο ίδιος απ' τα σύννεφα, όταν ανάμεσα στα γράμματα για τους άλλους έχει και γράμμα για τη θεια Μήχαινα! Το ανασύρει διαβάζοντας μεγαλόφωνα:
- "Ελένη Καψάλη". Και συμπληρώνει δυνατά για να τον ακούσουν όλοι: "από Αμερική!"


Γύρισαν και κοίταξαν όλοι πονηρά τον ταχυδρόμο, νομίζοντας ότι αστειεύεται με τη θεια Μήχαινα. Τούτη τη φορά ούτε και η ίδια κινήθηκε προς το μέρος του νομίζοντας και κείνη πως την κορόιδευε. "Έλα, θεια Μήχαινα, πάρ' το γράμμα σου", την προέτρεψε ο ταχυδρόμος, σοβαρά σοβαρά, προτείνοντάς της την επιστολή. Αμηχανία και σιωπή απ' τη θεια Μήχαινα. Αμηχανία και σιωπή απ' όλο το καφενείο. Έστεκε σαν μαρμαρωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγαν τ' αυτιά της και έβλεπαν τα μάτια της. Σαν να μην το πίστευαν κι οι άλλοι χωριανοί αυτό που άκουγαν και έβλεπαν. Όλοι τους τα ΄χαν χαμένα! "Η Μήχαινα γράμμα απ' το παιδί της!" μονολογούσαν έκπληκτοι στο καφενείο. Αφού κάπως συνήλθαν όλοι τους ,και μιας και η ίδια η Μήχαινα δε γνώριζε γράμματα, έβαλαν το λιανοπαίδι του καφετζή να διαβάσει το γράμμα. Εκείνο άρχισε συλλαβιστά:
Εν Τορόντω την 27/10/1965. Σεβαστή μου μάνα είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και για δι'εσέ..". Πήρε ανάσα ο μικρός, ενώ όλοι άκουγαν σχεδόν αποσβολωμένοι. Και συνέχισε " . οι άλλοι εκεί τι κάνουν; Η θεια Γίτσα, ο μπαρμπα -Φώτης είναι ακόμα ή πέθανε; ." Και το γράμμα κατέληγε : ". πέρα κατά τα Χριστούγεννα, μάνα, θα σου στείλω και λίγα λεφτά. Σε φιλώ γλυκά, ο γιος σου Χρήστος".

Σαν τέλειωσε ο μικρός το διάβασμα, σαν άπιστοι Θωμάδες όλοι ήθελαν να δουν το γράμμα και να το πιάσουν, να το ψηλαφίσουν, να διαπιστώσουν, "λέει αλήθεια Αμερική;" Και πριν όλοι τους προλάβουν να συνέλθουν, δέκα μέρες πριν τα Χριστούγεννα ήρθε και η επιταγή "απ' την Αμερική" για τη θεια Μήχαινα. Εικοσιπέντε δολάρια Αμερικής τα οποία ο ταχυδρόμος ο Βασίλης της τα είχε ήδη μετατρέψει σε δραχμές: πεντακόσιες είκοσι πέντε ολόκληρες δραχμές. Μια ολόκληρη περιουσία για τη φτωχή θεια Μήχαινα! Ήταν τέτοια η έκπληξη του κόσμου που το ευχάριστο νέο μαθεύτηκε σ' όλα τα γύρω χωριά.
Σίγουρα αυτά ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα για τη θεια Μήχαινα.Ήταν όμως και τα καλύτερα Χριστούγεννα για το Βασίλη Τόκα, τον ταχυδρόμο, Κανείς από το Στρούνι δεν είχε προσέξει πως το γραμματόσημο της επιστολής ήταν βέβαια αμερικάνικο, αλλά ξεκολλημένο από άλλη παλιά επιστολή και με τέχνη απ' το Βασίλη Τόκα κολλημένο στο φάκελο της θειας Μήχαινας, με "μισοχτυπημένες" σφραγίδες του ταχυδρομείου Δερβιζάνων! Ούτε βέβαια κανείς ποτέ κατάλαβε και ποτέ δεν έμαθε πως και τα χρήματα που "έλαβε" η θεια Μήχαινα ήταν το δώρο Χριστουγέννων του ταχυδρομικού διανομέα Βασίλη Τόκα !

  Γιάννης Μπανίκας

Δεν υπάρχουν σχόλια: