Γράφει ο Χρίστος Τούμπουρος
Συγγραφή: Χρίστος Α. Τούμπουρος
Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Μαραζοπούλου
(Ένα πρώτο δείγμα…)
ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ
- Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα στα πόδια της Πίνδου
- ΚΑΙ ΞΑΦΝΟΥ
- Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες του ουρανού.
Τα κοράκια κάτι κράζανε τ’ ανήσυχα
στα κυκλογυρίσματά τους,
και ψηλάθε ξαγνάντευαν γυπαετοί.
Κάθε παλμός, ένας θάνατος καβάλα στον αέρα.
Kάθε βροντή, ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ.
Στο θάνατο-και η μοίρα ό,τι θέλει ας πει
ΗΠΕΙΡΟΣ
Τόπος ιερός, εδώ όπου ξανασταυρώθηκε η Ελλάδα,
Στην Ήπειρο όπου σκάφτηκαν τάφοι.
Και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες.
Και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.
Κι ακούγονταν ντουφεκιές, αντί για καμπάνες
από τον όρθρο ως τον εσπερινό.
Οι ελληνικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν την επίθεση του εισβολέα «αμυνόμενοι του πατρίου εδάφους».
Και τα βουνά γίνονται αγωνιστές της λευτεριάς!
Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις ψηλές ραχούλες.
Γυρίζει ο Γερο Όλυμπος κι αναρωτάει την Πίνδο:
-Βουνό μου, γιατί θύμωσες και στέκεις βουρκωμένο;
Μήνα χαλάζι σε βαρεί μήνα βροχή σε δέρνει;
-Ούτε χαλάζι με βαρεί ούτε βροχή με δέρνει
μον’ με βαρούν οι Ιταλοί με μπόμπες και με όλμους.
Μαύρα πουλιά σκεπάσανε τον όμορφο ουρανό μου,
θερίζουνε τις ράχες μου, καίνε τα έλατά μου.
-Ρίξε βουνό τις μπόμπες σου, ρίξε τις αστραπές σου
κι εγώ σου στέλνω τους αητούς, τσολιάδες και φαντάρους
να καθαρίσουν τις πλαγιές, να διώξουν τους φασίστες,
που μόλυναν τον τόπο μας, τα όμορφα χωριά μας.
Στα βουνά της Ηπείρου
«Δεν είχα δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου.
Πάταγες στην αρχή ανύποπτος πάνω της και βυθιζόσουν. Βούλιαζες, ως τους αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού, ως το γόνατο-καταπινόταν όλη η μπότα σου κι αισθανόσουν πια την υγρή παγωνιά να διαπερνά ολόκληρο το σώμα σου.
Παραπατούσες, το πόδι σου δεν ξεκολλούσε, όσο και να το τράβαγες μ’ όλη σου τη δύναμη και με τα δυο σου χέρια ή το ‘νιωθες να σηκώνεται μόνο του, αφήνοντας τη μπότα σου στο βυθό.
Τότε φώναζες στους άλλους να σταματήσουν, να μη προχωρούν:
«Για θα χαθούμε, παιδιά, θα χαθούμε! Περιμένετε! Δεν μπορώ να βγω».
Ο πιο κοντινός σου τότε σε βοηθούσε-κι η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα. Δεν ξέρω πόσο χρειάστηκε να περάσουμε αυτό το καταραμένο μέρος-μα μου φαίνεται πως θα κάναμε περισσότεροι από ώρα.»
Και πώς πέρασαν;
Το αίμα τρέχει πάνω στο χιόνι.
Κόκκινα ποτάμια κατεβαίνουν απ’ τα βουνά.
Ο θάνατος περπατούσε μες στη λάσπη.
Απάνω στην πεσμένη πόρτα του καλοκαιριού
κουβάλαγαν τους πεθαμένους.
Και τι άφησαν πίσω τους;
Ερημωμένα χωριά, ξεροπόταμα σε μια ανελέητη κατεβασιά βομβών και καταστροφών.
Βομβαρδισμένες εκκλησιές.
Ένας άσπρος άνεμος σφύριζε
σαν τον τρελό ψάλτη που τραγούδαγε άγρια τροπάρια μες στο τουφεκίδι.
Και ο παπάς με τις μπότες του σκοτωμένου αξιωματικού
σήκωνε τα ράσα του και πηδούσε το φράχτη της λευτεριάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου