Συγκινημένη άφησα από τα χέρια μου το «Μαύρο φυλαχτό» μόλις έφτασα στην
τελευταία σελίδα. Το μυθιστόρημα του συγγραφέα Βαγγέλη Μπέκα, κέρδισε
ένα μεγάλο στοίχημα καθώς κατόρθωσε να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στη μυθοπλασία
και τα ιστορικά συμβάντα, αναδύοντας μέσα από τις σελίδες του τα ήθη, τα έθιμα,
τις παραδόσεις, τους άγραφους νόμους, μα κυρίως την αξία της πατρίδας.
Η ειλικρινής αφήγηση του Μάρκου, του Σουλιώτη με την αγνή ψυχή που
βρέθηκε παγιδευμένος ανάμεσα στην αγάπη και το καθήκον, προκαλεί συγκίνηση και
δέος, καταδεικνύει την ανθρώπινη υπέρβαση μπροστά στη λύτρωση της ψυχής και
ταξιδεύει τον αναγνώστη σε πρωτόγνωρα σοκάκια της ιστορία του έθνους μας.
Έτος 1797. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξαπλώνει την αυτοκρατορία του με
φρενήρεις ρυθμούς και στους Κορφούς η αριστοκρατία των Βενετών ανατρέπεται.
Οι Κερκυραίοι αδημονούν να υιοθετήσουν τις Φραντσέζικες ιδέες και να
κλέψουν λίγη από τη λάμψη του Παρισιού. Στο Σούλι που στενάζει κάτω από το ζυγό
του Αλή Πασά, το Κριτήριο των οπλαρχηγών αποφασίζει να στείλει τον Μάρκο στην
Κέρκυρα, , λόγω της σπουδαίας μόρφωσής του, για να ανιχνεύσουν τις κινήσεις των
Γάλλων. Εκεί ο Μάρκος θα γνωρίσει την οικογένεια Μάντακα, θα ανταμώσει τον έρωτα
στα μάτια της όμορφης Ελένης, θα δοκιμάσει τις ψυχικές του αντοχές και θα
αναμετρηθεί με τις αρχές και τα πιστεύω του. Ταυτόχρονα, θα γνωρίσει τον
σύντροφο του Ρήγα Φεραίου, Περραιβό, και μέσα από τις περιγραφές του θα μάθει το
έργο του μεγάλου πολιτικού στοχαστή και επαναστάτη.
Όμως στη λαίλαπα των πολιτικοκοινωνικών αναταράξεων, ο Μάρκος έχει ν'
αντιμετωπίσει ένα φόνο που διαλύει και στιγματίζει την οικογένεια του.
Το αίμα του θύματος βαραίνει την ψυχή του και το χρέος του τον καλεί να
πάρει εκδίκηση: τέσσερις άντρες από τη φαμίλια του φονιά πρέπει να πέσουν νεκροί
από το χέρι του, για ν' αποδοθεί δικαιοσύνη. Μα εκείνος, παρά την
ηρωική του καταγωγή, δεν αντέχει τη θέα του αίματος και δεν αγαπά τα όπλα.
Εγκλωβισμένος ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς του, στις προσταγές της ηθικής
επιταγής και στον ιστό της βεντέτας, παλεύει με τις μαύρες πέτρες της αδερφής
του και τα οράματά του και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Θα
ανταποκριθεί στο βάρος της ευθύνης ή θα πέσει αμαχητί;
Το «Μαύρο φυλαχτό» ζωντανεύει σ΄ έναν λογοτεχνικό καμβά μια ολόκληρη
εποχή, όπου η αποτίναξη της δουλείας από τον ξένο κατακτητή αποτελούσε τον
διακαή πόθο των Ελλήνων σε κάθε γωνία της πατρίδος. Η πένα του
συγγραφέα σε συνδυασμό με την ουσιαστική και ενδελεχή έρευνά του, φέρνουν στο
φως σπουδαία γεγονότα, αναδεικνύουν την αυταπάρνηση των αντρών για Ελευθερία,
προβάλλουν την πυγμή και το ψυχικό σθένος των γενναίων γυναικών, αποκαλύπτουν
τις δυσμενείς συνθήκες κάτω από τις οποίες προσπαθούσαν οι Έλληνες να οργανώσουν
και να συντονίσουν τον αγώνα τους απέναντι στον εχθρό. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση
του Μάρκου απογειώνει τη δύναμη αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος.
Με γλώσσα λιτή, άμεση, συναισθηματική, αναβιώνει τη σκληρότητα των
εθίμων που ταλάνιζαν τα χρόνια εκείνα το Σούλι, την προάσπιση την οικογενειακής
τιμής, τη θέση της μάνας, τη δειλία που υποδήλωνε η μη συμμετοχή στη μάχη, τη
δύναμη του Κριτηρίου.
Με μια ιδιότυπη κινηματογραφική γραφή, ο συγγραφέας δεν αφήνει τον αναγνώστη
να πάρει ανάσα: οι απροσδόκητες εναλλαγές στην πλοκή, το προσεγμένο ύφος, η
ντοπιολαλιά του Μάρκου, οι συναισθηματικές εκρήξεις και τα εξαιρετικά πορτρέτα
των χαρακτήρων σαγηνεύουν και καθηλώνουν μέχρι το λυρικό φινάλε. Ο Θούριος
συγκρούεται με τα βέλη του έρωτα, και οι άγραφοι νόμοι με τους δεσμούς αγάπης
και τη Λευτεριά. Και στο κέντρο όλων αυτών των μαχών, ο Μάρκος. Ένας
ήρωας αλλιώτικος, ανθρώπινος, οικείος, αληθινός. Ένας αγωνιστής της αδερφικής
αγάπης, της οικογενειακής υπόληψης, της φιλίας, της επανάστασης, της άδολης και
αληθινής φλόγας που πυρπολεί τα πάντα στο πέρασμά της. Η κλιμάκωση των
εσωτερικών του αναταραχών οδηγεί στην υπέρβαση και στην λύτρωση, γκρεμίζοντας
τις αλυσίδες του και προκαλώντας βαθιά συγκίνηση. Και γύρω του ο Γιώργης, η
Ρίνα, ο Τζαβέλλας, ο πάππος, η Ελένη, ο Νικηφόρος, η Δέσπω, η Τζαβέλλαινα, η
Ελένη στήνουν χορό και προκαλούν θύελλες. Ένα Κριτήριο δευτεραγωνιστών που
δικάζει, νουθετεί και καταλύει τις ηθικές αντιστάσεις του Μάρκου.
Το «Μαύρο φυλαχτό» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που σε στροβιλίζει στη
δίνη μιας ανόθευτης και καταλυτικής κατάθεσης ψυχής και απλά σε σαγηνεύει.
Μαύρο φυλαχτό - Βαγγέλης Μπέκας: Κριτική βιβλίου από την Τέσσυ
Μπάϊλα
Μια ηρωική εποχή επέλεξε να αναβιώσει στο νέο του βιβλίο ο Βαγγέλης
Μπέκας. Μια εποχή, ταυτισμένη με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και
παράλληλα με τον αγώνα των Ελλήνων για την παλιγγενεσία και ταυτόχρονα την
ανάκτηση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας. Η ενδελεχής ιστορική έρευνα που
έχει κάνει ο συγγραφέας παίζει ένα σπουδαίο ρόλο στην ολοκλήρωση αυτού του έργου
και η συγκινητική κινηματογραφική της αποτύπωση μετατρέπει το βιβλίο σε μια
κιβωτό καταγραφής της ιστορικής μνήμης που περιστρέφεται γύρω από την ηγετική
φυσιογνωμία του βιβλίου, τον Μάρκο και όλους εκείνους τους ήρωες που δορυφορικά
κινούνται γύρω του, όπως είναι ο Τζαβέλλας, η μάνα, η Ρίνα, η Δέσπω, η Ελένη
κ.ά..
Ο Μάρκος είναι ο Σουλιώτης που θα κληθεί να πάει στην Κέρκυρα για να
εκτιμήσει τις κινήσεις των Γάλλων, όταν στα 1797 ο Ναπολέοντας φτάνει στους
Κορφούς και ανατρέπει την, έως εκείνη τη στιγμή, ισορροπία του νησιού υπό τη
Βενετσιάνικη αριστοκρατία. Στο πρόσωπο του ο συγγραφέας στήνει έναν ήρωα
συγκλονιστικό. Ο Μάρκος αντιπροσωπεύει τον απλό άνθρωπο, εκείνο τον αγνό
ιδεαλιστή, που το πεπρωμένο τον οπλίζει, ζητώντας του να πάρει μέρος σε ό,τι
εκείνο προστάζει.
Σε όλο το βιβλίο ο Μάρκος πάλλεται και συγκλονίζεται από τις αντιφάσεις που
βιώνει. Από τη μια το χρέος στην πατρίδα και από την άλλη στην αδελφική τιμή, η
οποία καθορίζεται από αυστηρότατους εθιμοτυπικούς κανόνες. Παλεύει ανάμεσα στη
δειλία και την ορμή του αίματος που ζητάει εκδίκηση. Σπαράζει βουτηγμένος στο
προσωπικό του χρέος, τη γενναιότητα, που αυτό προϋποθέτει και την πλευρά του
εαυτού του, που μάχεται κάθε μορφή βίας και θέλει να ζήσει μια ήσυχη ζωή,
τυλιγμένη στις μαυλιστικές μυρωδιές του γυναικείου κορμιού και του έρωτα. Καθώς,
κραταιός, ο έρωτας εισχωρεί βίαια στη ζωή του, υποδεικνύοντάς του άγνωστα
μονοπάτια ζωής στο
σπαρασσόμενο από το αίμα του πολέμου Σούλι και φέρνοντας την πλημμυρίδα της
άνοιξης στην καρδιά του. Επειδή ο Μάρκος ζει και κινείται σε μία εποχή που
οριοθετείται από το χρέος και την υποταγή στην προκαθορισμένη μοίρα. Όταν,
λοιπόν, γνωρίσει την Ελένη Μάντακα ο έρωτας θα περιπαίξει τις αδυναμίες του, θα
δοκιμάσει τις σχέσεις του θα γίνει η αφορμή να δει με άλλα μάτια τον κόσμο.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση , την οποία επέλεξε ο
συγγραφέας, αποδίδει στο κείμενο την ταχύτητα και την
ενάργεια της προφορικότητας και μέσω αυτής φέρνει στην επιφάνεια όλες τις
συναισθηματικές διακυμάνσεις και συγκρούσεις του ήρωα, τους φόβους και τις
ανησυχίες του. Ταυτόχρονα αναβιώνει, με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο, τις βιαιότητες
αυτής της εποχής. Τις σκληρές επιλογές που υπαγόρευαν τα ήθη και τα έθιμα της. Ο
Μάρκος γίνεται ο άνθρωπος που αντιπαλεύει με τις κοινωνικές αγριότητες, με το
σπαρταριστό αίμα που διαρρέει στην προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική του
ζωή, ένας άνθρωπος δέσμιος της εποχής του και των ιστορικοκοινωνικών συνθηκών
της που δε χάνει, ούτε για μια στιγμή, την ανθρωπιά και την ευαισθησία του.
Σε όλο το βιβλίο θα αναζητήσει την προσωπική του λύτρωση μέσα από τις μάχες,
τις οποίες θα κληθεί να δώσει. Και συχνά θυμίζει ήρωα αρχαίας τραγωδίας. Η
λύτρωση θα έρθει μόνο μέσα από τα παθήματα που θα τον οδηγήσουν στην κάθαρση.
Παγιδευμένος στον ιστό της Ιστορίας προσπαθεί να βρει τον εαυτό του, διασώζοντας
το άγραφο εκείνο δίκαιο που καθορίζει τη μοίρα του, υπερασπιζόμενος τις
προσωπικές του αξίες, την αδελφική υπόληψη, τις οικογενειακές πεποιθήσεις, τις
παγιωμένες νοοτροπίες, την επανάσταση που πλησιάζει στον τόπο του και θα φέρει
την αναγέννηση.
Σημαντικές είναι και οι γυναικείες μορφές που περιλαμβάνουν στο βιβλίο. Από
την ξαδέλφη που πνίγει ο άντρας της, έως την Δέσπω, την μάνα την Ρίνα την
Τζαβέλλαινα και την Ελένη, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σκιαγραφήσει την
κοινωνική θέση της γυναίκας, να στιγματίσει τους φραγμούς, τα βάρβαρα έθιμα, την
επαναστατικότητάς τους, την ερωτική τους αφοσίωση, καταγράφοντας παράλληλα την
ανθρωπογεωγραφία της εποχής και στηλιτεύοντας όλα όσα συνέβαιναν και ρύθμιζαν τη
ζωή τόσο των γυναικών όσο και των αντρών της εποχής εκείνης στο Σούλι αλλά και
στην ευρύτερη Ελλάδα.
Εξαιρετική στιγμή του βιβλίου είναι η συνάντηση του Μάρκου με τον Περραιβό.
Μια συνάντηση μοιραία για τον ήρωα, καθώς θα τον οδηγήσει στις διδαχές του Ρήγα
Φεραίου και θα ανοίξει τους ορίζοντες του πνεύματός του. Ο Μάρκος θα γίνει ο ήρωας εκείνος, που,
χωρίς να διεκδικεί τις δάφνες της απαναστατικότητας, θα αναλάβει τον ρόλο του
στον αγώνα της ζωής και θα καταφέρει να υπερβεί τα δικά του όρια, για να
οδηγήσει στο φως τη ζωή του, τη ζωή της οικογένειάς του και του τόπου του.
Το «Μαύρο Φυλαχτό» είναι ένα σημαντικό ιστορικό και
κοινωνικό ανάγνωσμα, ένα μυθιστόρημα-τοιχογραφία μιας ταραγμένης εποχής,
φιλοτεχνημένη με ευρηματικότητα, υψηλή γλωσσική αγωγή και σπαρταριστό
ενδιαφέρον.
Βαγγέλης Μπέκας: Υπήρχε κίνδυνος να γράψω ένα σκουπίδι
Από τον Πιερή Παναγή
Πώς χτίζεται το κάθε μυθιστόρημά σας; Κάθε βιβλίο είναι
ξεχωριστό, όμως πάντα ξεκινώ από τους χαρακτήρες. Αν τοποθετήσεις έναν
συναρπαστικό χαρακτήρα σε μια εποχή με ιδιαίτερη δυναμική, θα προκύψει
μυθιστόρημα με πλούσια πλοκή. Η γλώσσα είναι επίσης μεγάλο στοίχημα. Η γλώσσα
έχει θερμοκρασία. Με ενδιαφέρει να είναι θερμή, με βάθος. Θεωρώ ότι η γλώσσα, οι
χαρακτήρες και η πλοκή είναι εξίσου σημαντικά, γι’ αυτό προσπαθώ να χειριστώ
ικανοποιητικά και τα τρία αυτά κομβικά συστατικά της
μυθοπλασίας.
Και στο «Μαύρο φυλακτό»; Έτσι έγινε; Επειδή
το «Μαύρο φυλαχτό» είναι ιστορικό μυθιστόρημα, προηγήθηκε έρευνα. Τόσο για να
μάθω σε βάθος τα γεγονότα που συνέβησαν τη θυελλώδη εποχή που διαδραματίζεται το
μυθιστόρημα, όσο και για να γνωρίζω τα ήθη, τα έθιμα των ανθρώπων, ώστε το
βιβλίο να έχει ατμόσφαιρα. Το πιο δύσκολο όμως είναι να κατανοήσεις και να
χτίσεις την ψυχολογία των χαρακτήρων. Το ηθικό πλαίσιο που τους διέπει είναι
τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Αν δεν σκάψεις βαθιά μέσα σου και γύρω σου,
θα αποτύχεις. Όταν διάβασα πως ο Τολστόι είχε κοπιάσει κάνοντας ενδελεχή έρευνα
για να κατανοήσει το ψυχολογικό προφίλ των ηρώων του στο «Πόλεμος και ειρήνη»,
βιβλίο που διαδραματιζόταν μόλις πενήντα χρόνια πριν από την εποχή που το
έγραψε, κλονίστηκα: Υπήρχε κίνδυνος να γράψω ένα σκουπίδι. Εφάρμοσα στο
μυθιστόρημα τεχνικές Στανισλάφσκι για να μπορέσω να σταθώ. Δεν περιέγραψα την
εποχή, την έζησα.
Πώς επιτυγχάνετε να μην παρασυρθείτε από τον όγκο των πληροφοριών
και να περιορίσετε τον μύθο; Ο μυθοπλάστης δεν είναι ιστορικός. Οφείλει
να ενδιαφέρεται πρωτίστως για όσα βιώνουν οι ήρωές του. Μελέτησα όσο μπορούσα
περισσότερο την εποχή που διαδραματίζεται το «Μαύρο φυλαχτό». Όταν όμως ένιωσα
ότι γνώριζα πολύ καλά τους ήρωές μου, άφησα την έρευνα στην άκρη και προσπάθησα
να ζήσω την εποχή γράφοντας.
Ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν; Διαβάζοντας τα βιβλία του
Καζαντζάκη, συνειδητοποίησα ότι αν δεν σκάψεις μέσα σου, αν δεν βρεις τις ρίζες,
ποτέ δεν θα μάθεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Φυσικά δεν θα φτάσεις στην απόλυτη
αλήθεια, αλλά χρειάζεσαι μια πυξίδα. Αλλιώς χάνεσαι στη δίνη της εποχής. Επίσης,
τα βιβλία του Φίλιπ Κερ και του Ουμπέρτο Έκο μου άνοιξαν τα μάτια. Η
«Αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία, ενώ εκτιμώ
βαθύτατα τις αρχαίες τραγωδίες, τον Σαίξπηρ και τον Ντοστογιέφσκι.
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτή την περίοδο; Αυτή την περίοδο
διαβάζω κυρίως εγχειρίδια που αφορούν τον κινηματογράφο. Ξέρετε, είμαι και
σεναριογράφος. Όταν δεν διαβάζω ή δεν γράφω λογοτεχνία, το ρίχνω στο
σινεμά.
Δείτε τον εαυτό σας ως φάντασµα. Σε ποιου συγγραφέα την πλάτη θα
θέλατε να έχετε σκύψει για να δείτε πώς δουλεύει; Θα ήθελα να σκύψω
στην πλάτη του Ντοστογιέφσκι, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Σαίξπηρ. Από
τους σύγχρονους θα ήθελα να μάθω πώς δουλεύει ο Πολ Όστερ, ο Τάιμπο 2 και ο
Τζορτζ Πελεκάνος.
Βαγγέλης Μπέκας σε συνέντευξη στο Athensvoice: Η
φουστανέλα δεν θεωρείται σέξι
Ποιο ήταν το έναυσμα ώστε να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμμένη χρονική
περίοδο, αλλά και περιοχή;
Όταν έμαθα πως οι ιδέες της Γαλλικής
Επανάστασης δεν έφτασαν απλώς, αλλά εφαρμόστηκαν στα Επτάνησα, μόλις ο
Βοναπάρτης κατέλαβε τη Βενετία το 1797. Η παρουσία των γάλλων επαναστατών, ακόμα
και στην Πρέβεζα και στην Πάργα, επηρέασε άμεσα και τις αψιμαχίες του Αλή Πασά
με τους Σουλιώτες. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, πως τα γεγονότα του Σουλίου, που
συνέβησαν στα τότε σύνορα Ανατολής και Δύσης, είχαν ιδιαίτερη δυναμική. Όχι, δεν
ήταν απλώς ο πόλεμος ενός πασά με κάποιους ληστές. Συνέβαινε μια κοσμογονία. Θα
έγραφα, λοιπόν, για τον Σουλιώτη Μάρκο που γίνεται φίλος με τον Περαιβό, τον
τελευταίο Έλληνα που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο. Θα έγραφα για τον Μάρκο, τον
κάλπικο Σουλιώτη σε ηρωικές εποχές, που η ευστροφία και η μουσική τον γλιτώνουν
από τα δεινά, αλλά ως πότε... Που του παίρνει τα μυαλά ο έρωτας για μια όμορφη
Κερκυραία, ενώ ο ενωμένος ρωσοτουρκικός στόλος πολιορκεί τη «δημοκρατική»
Κέρκυρα. Που το χρέος της δολοφονημένης αδερφής τον κατατρέχει, ενώ ξεσπά ο
πόλεμος με τον Αλή Πασά. Βέβαια, για να μην κρυβόμαστε, με επηρέασε και το
γεγονός ότι η καταγωγή μου είναι απ’ το Σούλι.
Ποιος είναι ο λόγος που οι νέοι έλληνες συγγραφείς αποφεύγουν να
ασχοληθούν με τον 19ο αιώνα και κυρίως σε ό,τι αφορά στην προεπαναστική περίοδο
ή την περίοδο της επανάστασης;
Ίσως διότι η φουστανέλα δεν θεωρείται
σέξι… Παρά το γεγονός ότι οι φουστανελάδες συχνά δεν φορούσαν εσώρουχο από κάτω.
Κάτι που μάλλον θα γνώριζε ο Όσκαρ Γουάιλντ, όταν φωτογραφήθηκε εύζωνας. Πέρα
από την πλάκα, δεν είναι εύκολη υπόθεση να γράψεις για ανθρώπους και εποχές για
τα οποία γνωρίζουμε τελικά τόσο λίγα. Είναι εποχές μες στην ομίχλη.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχει ένα ιστορικό
μυθιστόρημα;
Το πιο δύσκολο είναι να κατανοήσεις και να χτίσεις το
ψυχολογικό προφίλ των χαρακτήρων. Το ηθικό πλαίσιο που τους διέπει είναι τελείως
διαφορετικό από το σημερινό. Μπορείς ερευνώντας να διαβάσεις και να μάθεις για
τα ήθη, τα έθιμα, τα ρούχα, μπορείς να χτίσεις και την ατμόσφαιρα. Αλλά, αν δεν
σκάψεις βαθιά μέσα σου και γύρω σου, θα αποτύχεις. Όταν διάβασα πως ο Τολστόι
είχε κοπιάσει κάνοντας ενδελεχή έρευνα για να κατανοήσει το ψυχολογικό προφίλ
των ηρώων του στο «Πόλεμος και Ειρήνη», βιβλίο που διαδραματιζόταν μόλις πενήντα
χρόνια πριν από την εποχή που το έγραψε, κλονίστηκα: Υπήρχε κίνδυνος να γράψω
ένα σκουπίδι. Εφάρμοσα στο μυθιστόρημα τεχνικές Στανισλάφσκι για να μπορέσω να
σταθώ. Έκανα και διάφορα ξόρκια για να βιώσει ο αναγνώστης μαζί μου την εποχή.
Δεν την περιέγραψα, την έζησα.
Ένα μυθιστόρημα, για χάρη της μυθοπλασίας, έχει δικαίωμα να
αυθαιρετεί σε ό,τι αφορά τα ιστορικά γεγονότα;
Ο καθένας μπορεί να
κάνει ό,τι θεωρεί ορθό, στη δική μου περίπτωση πάντως προσπάθησα να δώσω τα
ιστορικά γεγονότα όπως έγιναν. Ώστε να αντιληφθεί πλήρως ο αναγνώστης τι
συνέβαινε στις ζωές των ηρώων. Έπαιξα μυθοπλαστικά μόνο με τις σκοτεινές πλευρές
της ιστορίας. Ήθελα να μιλήσω για την αφανή ζωή των ανθρώπων, ενώ γύρω τους
συμβαίνει χαλασμός. Για παράδειγμα ήταν στοίχημα να δείξω πώς αισθάνεται ένας
χωριάτης όταν μένει ξαφνικά σε ένα αρχοντόσπιτο, όταν χάνει την αδερφή του από
μαχαίρι ή όταν μπαίνει στη μάχη ενώ τρέμει τον εχθρό. Ενώ ο «ίλιγγος» τον οδηγεί
να κάνει αποτρόπαια πράγματα με τον τρόπο του Άμλετ.
Σημειώνετε πως οι ιστορικές αναφορές στα γεγονότα του Σουλίου
διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Οι βασικές αποκλίσεις με τι έχουν να
κάνουν;
Τώρα θα μπλέξουμε. Θα πω μόνο ότι κάποιοι θεωρούν τους
Σουλιώτες μόνο σούπερ ήρωες, κάποιοι άλλοι μόνο ληστές. Το σίγουρο είναι ότι
αυτοί οι άνθρωποι πήραν τα βουνά γιατί ήθελαν να είναι ελεύθεροι. Διότι τόλμησαν
να τα βάλουν με τους δυνάστες. Κι έγιναν τρομεροί πολεμιστές και στη συνέχεια
μισθοφόροι από ανάγκη, γνωστοί σε όλη την Ευρώπη για την ικανότητά τους στον
πόλεμο. Οι ευρωπαίοι ρομαντικοί νόμιζαν ότι οι Σουλιώτες ήταν απόγονοι των
Σπαρτιατών. Σε εκείνους που υποστηρίζουν ακόμα ότι οι Σουλιώτες ήταν απλώς
ληστές, απαντώ με τα λόγια των ίδιων: «Αν μπορούσαμε να ζούμε στον κάμπο, δικές
μας θα ήταν οι κότες που κλέβουμε». Αλλά είχαν προτιμήσει την ελευθερία, από το
να σκύψουν το κεφάλι. Που αν δεν το ’σκυβες, σε παλούκωναν. Στην κυριολεξία.
Ήταν πολύ σκληρές εποχές.
Από τα αληθινά ιστορικά πρόσωπα που χρησιμοποιήσατε στην ιστορία σας,
ποιο ήταν αυτό που σας φάνηκε πιο μυθιστορηματικά προκλητικό;
Ο
Σαμουήλ είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν είναι και μικρό πράγμα να συμβουλεύεις τους
Σουλιώτες στον πόλεμο, ενώ πιστεύεις ότι έρχεται η Αποκάλυψη. Εκείνος όμως που
με γοήτευσε περισσότερο από όλους ήταν ο Περαιβός. Αν και δεν είναι τόσο
γνωστός, κράτησε το όραμα του Ρήγα ζωντανό μες στην Ελληνική Επανάσταση, και
ακολούθησε τα γεγονότα που αναφέρω στο βιβλίο μου.
Επιλέξατε να βάλετε στο κέντρο της ιστορίας μια βεντέτα. Αυτό σας
φάνηκε δελαστικό για ποιο λόγο;
Όταν κάποιος σκότωνε γυναίκα στο
Σούλι, όφειλες για εκδίκηση να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά.
Αυτό νομίζω λέει πολλά για τη θέση της γυναίκας στο Σούλι. Στα Γιάννενα των
Οθωμανών είχαν τα χαρέμια. Όμως στο Σούλι, όταν οι φάρες είχανε διαφορές, μια
γυναίκα έστελναν για αντιπρόσωπο, ώστε να φιλιώσουν οι φάρες. Παράλληλα η
ιδιαιτερότητα της σουλιώτικης βεντέτας, από μυθοπλαστικής απόψεως, θα μου έδινε
τη δυνατότητα να μπολιάσω το ιστορικό μυθιστόρημα με πλούσια αστυνομική πλοκή.
Για την ακρίβεια, ήθελα το βιβλίο να είναι, πέρα από ιστορικό μυθιστόρημα, και
θρίλερ μυστηρίου.
Ποιους άλλους συγγραφείς (ή βιβλία) θεωρείτε
«συγγενείς» σας;
Διαβάζοντας τον «Καπετάν Μιχάλη» και την «Αναφορά
στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη, συνειδητοποίησα ότι αν δεν σκάψεις μέσα σου, αν δεν
βρεις τις ρίζες, ποτέ δεν θα μάθεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Φυσικά δεν θα
φτάσεις στην απόλυτη αλήθεια, αλλά χρειάζεσαι μια πυξίδα. Ως άνθρωπος. Αλλιώς
χάνεσαι στη δίνη της εποχής. Όπως και η χώρα. Αυτά με έσπρωξαν σε φιλοσοφικό
επίπεδο. Όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι του μυθιστορήματος, μπορώ να πω ότι τα
βιβλία του Φίλιπ Κερ και του Ουμπέρτο Έκο μου άνοιξαν τα μάτια. Κινούμαι,
επίσης, κοντά στο «Άρωμα» του Ζίσκιντ, στην «Αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ που
είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία, αλλά και φυσικά στις αρχαίες τραγωδίες και
στον Σέξπιρ. Από τους σύγχρονους απολαμβάνω τα βιβλία του Ζουργού. Αλλά στην
παρούσα φάση δεν θα με ενδιέφερε να γράψω κάτι δίχως να έχει αστυνομική πλοκή.
Με την έννοια του Σοφοκλή και του Σέξπιρ, όχι του αστυνόμου
Μπέκα.
Βαγγέλης Μπέκας
O Βαγγέλης
Μπέκας γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1976. Σπούδασε μηχανικός παραγωγής και
διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης, και στη συνέχεια μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Δραστηριοποιείται στην καλλιτεχνική ομάδα Barouak, η οποία
ασχολείται κυρίως με την παραγωγή βιντεοποιημάτων και άλλων οπτικοακουστικών
projects.
To 2009 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα «Tο 13o υπόγειο», ενώ
το 2011 ακολούθησε το μυθιστόρημα «Φετίχ», και τα δύο από τις εκδόσεις
Μπαρτζουλιάνος. Το τρίτο του μυθιστόρημα «Οι αισιόδοξοι» κυκλοφόρησε το 2013 από
τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Τον Οκτώβριο του 2010 πραγματοποίησε την «Πerformance
Διήγημα Δρόμου». Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και
εφημερίδες.
Δείτε το trailer του βιβλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου