Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Κωστήτσι Κατσανοχωρίων Ιωαννίνων. Απολαύστε τα video




Απολαύστε τα video





























Κωστήτσι Κατσανοχωρίων
Το Κωστήτσι είναι ένα μικρό χωριό στα νοτιοανατολικά του Νομού Ιωαννίνων, σκαρφαλωμένο στα 870 μ. Ανήκε διοικητικά στο Δήμο Κατσανοχωρίων, με έδρα το Καλέντζι, και σήμερα ανήκει στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων, μέ έδρα την Πράμαντα. Παλαιότερα, αποτελούσε οικισμό της κοινότητας Φορτοσίου, η οποία αποτελούνταν από τους οικισμούς Κωστήτσι, Νίστορα, Πάτερο και Φορτόσι.
Το Κωστήτσι, πρωτοκατοικήθηκε κάπου τον 17ο αιώνα. Ο θρύλος λέει, πως λίγο πιο έξω από το χωριό, στην τοποθεσία Λάτη, υπήρχε ένας μεγάλος οικισμός, το Λάτιο, ο οποίος μαστίζονταν από έναν φοβερό λοιμό. Από αυτόν τον λοιμό, επέζησαν μόνο τέσσερα αδέλφια που ονομάζονταν Κώστας, Νέστορας, Πέτρος και Φώτης. Τα τέσσερα αυτά αδέλφια έχτισαν τα χωριά που φέρουν ακόμα και σήμερα το όνομά τους, με διάφορες παραφθορές βέβαια, δηλαδή «Κωστήτσι» (Κώστας), «Νίστορα» (Νέστορας), «Πάτερο» (Πέτρος) και «Φορτόσι» (Φώτης). Το χωριό, κράτησε μέχρι και σήμερα το όνομα του ιδρυτή του, με μια μικρή παρένθεση κατά την οποία ονομάστηκε και Καλλιθέα. Το όνομα αυτό δεν του δόθηκε τυχαία, μιας και σε μικρή απόσταση από τον οικισμό, βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, με όμορφη θέα προς την χαράδρα του Αράχθου, τα Τζουμέρκα και την σε σχήμα πυραμίδα κορυφή της Στρογκούλας (2.100 μ.).
Το χωριό σήμερα, παραμένει παραδοσιακό, με τα καλντερίμια του, τα αλώνια και φυσικά τα απαράμιλλης αρχιτεκτονικής και ομορφιάς πέτρινα σπίτια, τα οποία κατασκευάστηκαν από περίφημους Τζουμερκιώτες μαστόρους της πέτρας.

Άραχθος: Ηπειρώτικη ομορφιά

Μεταξύ Άρτας και Ιωαννίνων ένας ολόκληρος κόσµος ζει µε τους µύθους, τις γεύσεις και το αυθεντικό φυσικό τοπίο του

Άραχθος: Ηπειρώτικη ομορφιά



Οι διαδροµές του αντίδωρου

Στη σκιά του επιβλητικού Τζουμέρκου, στις παρυφές του Ξηροβουνίου – που ανάμεσά τους κυλά ο ζωηρός και όμορφος Άραχθος – μια συστάδα χωριών ζει μέσα στο καταπράσινο τοπίο, αντιπροσωπευτικό της περιοχής, όπως αντιπροσωπευτική της Ηπείρου είναι και η κοσμοθεωρία των ανθρώπων που είδαν το πρώτο φως σε αυτά τα χωριά. 

Από τους πελεκημένους στο χέρι Καλαρρύτες και το Συρράκο, ως το Ζαγόρι και τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, οι Ηπειρώτες ταξίδευαν αναζητώντας το ψωμί

Και δεν το εξασφάλιζαν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και φρόντιζαν σαν φουρνάρηδες να το ετοιμάζουν και για τους άλλους. 
Μάλιστα, πολλοί πλούτιζαν κιόλας. Μα όλοι είχαν στον νου να επιστρέψουν. Και πολλοί το πετύχαιναν, και το πετυχαίνουν, φέρνοντας μάλιστα και δώρα στον τόπο τους. 
Όπως ο γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης που δημιούργησε ένα θαυμάσιο μουσείο στο σχολείο που ξεκίνησε τη διαδρομή του στη ζωή και την τέχνη, του Ελληνικού, και έβαλε μέσα μεταξύ των άλλων και τα σύνεργα που φτιάχνουν το ψωμί που συχνά γίνεται αντίδωρο...

Μια ελληνική ιστορία

Το πετρόκτιστο δηµοτικό σχολείο του Ελληνικού, στο κέντρο των Κατσανοχωρίων, έχει πια µόνο 25 παιδιά, αλλά το επισκέπτονται τώρα πολύ περισσότεροι άνθρωποι που βαδίζουν ανάµεσα σε ένα µεγάλο µεταλλικό φίδι που «σέρνεται» στο γρασίδι, αλλά και σε άλλες γλυπτικές συνθέσεις, για να µπουν στον επάνω όροφο του κτιρίου. 

Μάλιστα πριν από λίγες εβδοµάδες ο κόσµος στο προαύλιο ήταν περισσότερος, καθώς ο Θ. Παπαγιάννης και επτά διακεκριµένοι γλύπτες (Βασίλης Βασίλη, Κώστας ∆ικέφαλος, Χρήστος Λαζαράκης, Σπύρος Λισγάρας, Francesco Moretti, Χρήστος Ρηγανάς, ∆ηµήτρης Χριστογιάννης) δούλευαν τέσσερα γλυπτά από µάρµαρο και τέσσερα από µέταλλο, στο πλαίσιο του 2ου Συµποσίου Γλυπτικής. 

Όλα αυτά έχουν άµεση σχέση µε το πνεύµα της Ηπείρου
Εκεί στεγάζεται το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης». Ο διακεκριµένος γλύπτης, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έφυγε από εδώ, από το Ελληνικό, και αφού έφερε µε τα νερά του µια πολύ δύσκολη εικαστική έκφραση, γυρίζει τώρα µε τα δώρα του: «Φαντάσµατα» καµωµένα από τα αποκαΐδια του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Ηπειρώτισσες από τερακότα µε τα παιδιά τους τυλιγµένα στο σάλι τους, προτοµές ευεργετών, ο µετανάστης µε τη βαλίτσα του καθισµένος στο παγκάκι του σταθµού, τα σύνεργα της παραγωγής του ψωµιού – ο βολόσουρας, η γάστρα – και µια ολόκληρη τάξη µε τους µαθητές, τον δάσκαλο, τα θρανία, τον πίνακα, τις πλάκες, στην αίθουσα όπου ο γλύπτης έκανε τα πρώτα του βήµατα στη µόρφωση, όλα αυτά δηλαδή που συνθέτουν τη µυθολογία της Ηπείρου, η οποία τόσο ταιριάζει µε το φυσικό περιβάλλον της. 

Η πίτα της ζωής

Υπάρχει στη µνήµη όλων που µεγάλωσαν στην Ήπειρο. Το ψωµί σε µια φτωχή περιοχή – από τις πιο φτωχές, λένε, της Ευρώπης, πάντα µε το µάτι των τραπεζών και όχι µε την ψυχή των ανθρώπων – ήταν καθαγιασµένο, κάτι σαν το αντίδωρο στο τέλος της Θείας Λειτουργίας. 

Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης έβαλε την τεράστια γάστρα και τα γλυπτά ψωµιά που ψήνονται στο κέντρο της πιο µεγάλης αίθουσας του µουσείου του στο Ελληνικό και ακουµπισµένα στον τοίχο τα σύνεργα της παραγωγής του ψωµιού, τον βολόσουρα που άλεθε τα στάχυα, τα σακιά µε το ξαχερισµένο στάρι, τη σκάφη του ζυµώµατος. 

Την πρώτη φορά που ήλθαµε στα Κατσανοχώρια, το αυτοκίνητο πέρασε από µια φαρδιά, χρυσή, µακριά γραµµή, στον κεντρικό δρόµο στο Καλέντζι. Μια γυναίκα είχε απλώσει το κατακίτρινο καλαµπόκι και το ανάδευε στον ήλιο για να στεγνώσει, προτού το πάει για να το αλέσει ο µύλος. 
Ο Νίκος Μάνθος, που µας ξεναγούσε στα µυστήρια της περιοχής, θυµήθηκε τη γιαγιά του που πύρωνε πέτρες στην εστία, άπλωνε πάνω τους φύλλα κουτσουπιάς και πάνω τους έβαζε τις πίτες από καλαµποκάλευρο να ψηθούν για τα παιδιά. 
Οι πίτες είναι µια ολόκληρη ιστορία στην Ήπειρο, και µάλιστα η κασιόπιτα είναι πρόγονος της πίτσας, ίσως και παλαιότερη από την ιταλική. 
Στο καφενείο της στο Κωστήτσι η Κατερίνα Χριστογιώργου φτιάχνει ζυµαρόπιτα – την πιο γρήγορη στην κατασκευή µε αλεύρι, τυρί και αβγά –, χορτόπιτα, κοτόπιτα, κολοκυθοτυρόπιτα, µπατσάρα – ζυµάρι από µισό καλαµποκάλευρο και άλλο µισό αλεύρι από σιτάρι – και ανάµεσα στα χόρτα βάζει συκωταριά αρνίσια. 
Και ο Νίκος Μάνθος στο εστιατόριο «Τελωνείο» που έχει τώρα στην Πλάκα σερβίρει πίτες, χορτόπιτα, τυρόπιτα, µακαρονόπιτα, κοτόπιτα και κολοκυθόπιτα.




















Γύρω από το Κωστήτσι
Τέτοια θέα όπως από το µοναστήρι, κι ακόµη πιο εντυπωσιακή, µπορεί να απολαύσει ο επισκέπτης πιο πέρα από την Τσούκα, από τον Προφήτη Ηλία, 1 χλµ. περίπου έξω από το Κωστήτσι (6,5 χλµ. από το Ελληνικό, µέσω Αετοράχης και Λάζαινας), ένα από τα πιο µικρά αλλά και πιο γραφικά από τα 11 Κατσανοχώρια. 

Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία είναι κτισµένο στην κορυφή, πάνω από το σηµείο που σµίγουν ο Καλαρρύτικος ποταµός µε τον Άραχθο, ο οποίος µπαίνει ορµητικός στο στενό φαράγγι του, για να βγει θριαµβευτής κάτω από το εκπληκτικό γεφύρι της Πλάκας. 

Απέναντι στα υψώµατα του Τζουµέρκου, κάτω από την ψηλότερη κορυφή, τη Στρογγούλα, φαίνονται τα σπίτια των Χουλιαράδων και δεξιά, µετά τη συµβολή των ποταµών, ο δρόµος που ανεβαίνει φιδωτός προς το Αµπελοχώρι, αφού πρώτα «βουτά» από το Φορτόσι στη χαράδρα του Αράχθου και αφού περάσει πάνω από τη νέα γέφυρα της Πολιτσάς. Η παλιά στέκει ακόµη δίπλα. 
Τώρα είναι που καταλαβαίνεις τα λόγια του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, από τους «Ελληνικούς Ορίζοντες»: «Το ηπειρωτικό τοπίο δεν υποτάζεται. Το νιώθεις, πως από στιγµή σε στιγµή γίνεται πιο επιβλητικό, πιο βαρύ και πιο θελκτικό». 
Το Κωστήτσι είναι πίσω, στην κατάφυτη πλαγιά. Οι σκεπές, λες και είναι βράχοι που προεξέχουν από την καταπράσινη θάλασσα. 
Το γκρίζο χρώµα του χωριού, πάει πολύ µε το πράσινο. Τα καλντερίµια, τα σπίτια, οι αυλόπορτες, η εκκλησιά, τα αλώνια, όλα είναι χειροποίητα. Κι ανάµεσά τους µια πριγκίπισσα, το ξενοδοχείο «Πριγκίπισσα Λάνασσα», το οποίο βάζει το χωριό στον χάρτη των προορισµών της καλής ζωής, αν και τον χειµώνα φιλοξενεί µόνο 10 µόνιµους κατοίκους. Η Λάνασσα ήταν η γυναίκα του θρυλικού βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου. 

Μύθοι κοντά στη ∆ωδώνη

Αυτή η περιοχή είναι γεµάτη µε θρύλους για πριγκίπισσες και βασιλοπούλες. Ακόµη και πάνω στα ερείπια του Καστριού, σε λόφο έξω από το Καλέντζι ( 8 χλµ. από τη Λάζαινα) µε την επίσης φανταστική θέα προς το φαράγγι του Αραχθου, πλανάται η µορφή της Εκάλης, της κόρης του βασιλιά Τόµαρου, η οποία µετέφερε το θησαυροφυλάκιο της ∆ωδώνης εδώ και έκτισε το κάστρο. 

Η απόδραση προς τον αρχαιολογικό χώρο του Μαντείου της ∆ωδώνης επιβάλλεται εδώ. Λένε µάλιστα ότι από το µαντείο µέχρι το Καστρί έφτανε πλακόστρωτο µονοπάτι που ήταν τµήµα της Εγνατίας οδού. 

Και τώρα, στην Εγνατία οδό βγάζει ο δρόµος προς τα Γιάννενα που περνά έξω από το Ελληνικό. Ο περιηγητής βγαίνει στην Εγνατία οδό και πάει αριστερά προς ∆ωδώνη, αφού περάσει µέσα από µια από τις µακρύτερες σήραγγες (3.500 χλµ.). 
Η ∆ωδώνη είναι ένας από τους πιο όµορφους αρχαιολογικούς χώρους. Η εικόνα του αρχαίου θεάτρου είναι από τις πιο εντυπωσιακές που µπορεί να κρατήσει ο περιηγητής από ολόκληρη την Ελλάδα. Σε όλη τη διαδροµή δεν θροΐζει πια η ιερή βαλανιδιά –η οποία έτσι υπαγόρευε στους ιερείς τους χρησµούς –, αλλά πολλές ψηλές λεύκες και άλλα ταπεινά δένδρα. 

Το βασιλικό µοναστήρι της Τσούκας

Ορισμένα από τα γλυπτά που δημιούργησαν οι γλύπτες έχουν στηθεί ήδη κατά μήκος της διαδρομής (3 χλμ.) που οδηγεί από το Ελληνικό στη Μονή Τσούκας. Εδώ οι πλαγιές είναι καταπράσινες και συχνά φτάνουν ξαφνικά στο χείλος της αβύσσου, ψηλά πάνω από τον Αραχθο. 

Όπως συμβαίνει στο φημισμένο μοναστήρι, το πιο δημοφιλές προσκύνημα στην Ήπειρο. Κτίστηκε, λένε, από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο το 1190 και διαδραμάτισε ξεχωριστό πνευματικό και εθνικό ρόλο. 

Το καθολικό στο μέσο της αυλής, που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, είναι συχνά τυλιγμένο με κερωμένους σπάγκους, συνηθισμένα αφιερώματα στην Ήπειρο, και είναι ιστορημένο με εντυπωσιακές τοιχογραφίες. 
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι όμως η θέα που αντικρίζει ο επισκέπτης όταν βγει από το στενό πορτάκι πίσω από το Ιερό και περπατήσει μέχρι το μπαλκόνι πάνω από την κοίτη του Αράχθου, ανάμεσα στις απότομες πλαγιές των ψηλών βουνών. Μια βαθιά ανάσα είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο επισκέπτης να διατηρήσει την επαφή του με αυτή την εξαιρετική θέα. 

Η µελωδική φωνή του Ζαν Μωρεάς

Ω πόσα χρόνια που µιλώ, δέντρα της χώρας, σιγαλά, Με το ψιθύρισµά σας! 

Πόσοι χειµώνες όπου αχνά, Στα βήµατά µου µοίρονται τα σκόρπια λείψανά σας! 

Η μελωδική φωνή του Ζαν Μωρεάς αρχίζει να ηχεί. Μετά το Καλέντζι ο δρόμος φτάνει στο «φρύδι» του βουνού, πάνω από το οροπέδιο όπου είναι χτισμένα τα Πλαίσια (9 χλμ. από το Καλέντζι). Αυτό είναι το γενέθλιο χωριό του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (1856-1910), του ποιητή του Συμβολισμού. Την προτομή του φιλοτέχνησε ο Θεόδωρος Παπαγιάννης, απέναντι από την εκκλησία στα Πλαίσια, ένα αριστούργημα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. 
Το φρύδι του Αραχθου

Το γεφύρι της Πλάκας (9 χλµ. από τα Πλαίσια) ήταν το θαύµα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Από τα Πλαίσια ο δρόµος συνεχίζει προς τα εκεί, µέσα σε ένα εκπληκτικό τοπίο. 

Κάτω, ασηµένιος ο Αραχθος κυλά ανάµεσα στις καταπράσινες πλαγιές του Ξηροβουνίου από τη µια και του Τζουµέρκου από την άλλη, βουνά που εξαϋλώνουν οι καταρράκτες φωτός που ξεκινούν από τον ήλιο που προβάλλει πίσω τους. 

Αυτές τις κορφές µοιάζει να γεφυρώνει το µεγαλόπρεπο τόξο που ακουµπά στα άσπρα χαλίκια του ποταµού και τινάζεται ψηλά, στο φρύδι του φαραγγιού του Αραχθου, κάνοντας την ψυχή να ελευθερώσει ένα επιφώνηµα θαυµασµού. 
Το µεγαλειώδες τόξο µοιάζει πράγµατι σαν ανασηκωµένο φρύδι του ποταµού. Είναι όµως τόσο πραγµατικό. Σπάνια ανθρώπινο δηµιούργηµα ταιριάζει τόσο πολύ µε τα έργα της φύσης. Και ακόµη πιο σπάνια, όπως αυτή η πέτρινη «κάµπια», συµπληρώνει τη φύση. 
Ο µαστρο-Μπέκας και οι εργάτες του, που το έκτισαν σε λιγότερο από τρεις µήνες στα 1866, δεν είχαν, σίγουρα, αυτό στον νου τους. ∆εν ήθελαν να στήσουν ένα αρχιτεκτονικό ποίηµα, αλλά να «φκιάσουν πετρογέφυρα για να διαβαίν’ ο κόσµος» όπως τραγουδούν στα µαστοροχώρια του Βοΐου. 
Τον µάστορα ένοιαζε να κάτσει η τεράστια καµάρα – η ψηλότερη λένε στα Βαλκάνια – στη θέση της άµα την ξεκαλούπωναν. Μετά είχε καιρό να χαρεί το έργο του. Όμως οι κάτοικοι του Τζουµέρκου δεν το χάρηκαν παρά 15 µόνο χρόνια. 
Μετά τα σύνορα του ελληνικού κράτους ορίστηκαν στον Αραχθο και η όχθη προς την Άρτα έµεινε στους Τούρκους. Το δηµοτικό τραγούδι που αναφέρει ο Ν. Παπακώστας περιγράφει την κατάσταση: 
«Ανάθεµά σε ’Πιτροπή και συ βρε Κουµουνδούρε µε το κακό που κάµατε στην Αρτα, στα Τζουµέρκα, το σύνορο που βάλατε στης Αρτας το ποτάµι. 
Κλείστηκ’ η Αρτα κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουµέρκο Θα στερηθεί και το ψωµί, που να ’βρει να δουλέψει. 
Ο κάµπος έµ’νε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια. 
Το βιο όλο και χάνεται σ’ αγρίδια βοσκοτόπια».
Μετά την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου, το γεφύρι της Πλάκας έγινε το καµάρι των Τζουµέρκων. Έμεινε το φυλάκιο που κτίστηκε όταν ακόµη ο Άραχθος ήταν σύνορο. 
Σε αυτό το λιθόκτιστο σπίτι πραγµατοποιήθηκε στη διάρκεια της γερµανικής κατοχής συνάντηση των ανταρτών του Ε∆ΕΣ και του ΕΛΑΣ. Μας το θυµίζει µια µικρή πινακίδα καρφωµένη πάνω στο ξύλινο παράθυρο. 
Πώς αλήθεια γίνεται κάθε πέτρα, κτισµένη ή άκτιστη, αυτού του τόπου να κρύβει ένα ολόκληρο βιβλίο Ιστορίας από κάτω της…





















Στα κάστρα και στο Ορραον

Για να µπει ο ταξιδιώτης σε αυτή τη διαδροµή, πρέπει να βγει από την πεπατηµένη – δηλαδή τον δρόµο που από τα Ιωάννινα πηγαίνει για την Αρτα – και να τραβήξει για τα χωριά του Ξηροβουνίου. Η παράκαµψη αριστερά της επαρχιακής οδού, κοντά 20 χλµ. από τα Ιωάννινα, τραβά για Σκλίβανη. 

Τη δείχνουν οι σχετικές πινακίδες. Ξαφνικά σταµατάς γιατί έχεις την αίσθηση ότι τα λιβάδια αχνίζουν. Και πράγµατι µια απαλή οµίχλη σκεπάζει το τοπίο καθώς αυτό ζεσταίνεται στις πρωινές ακτίνες του ήλιου. Όμως αυτό το αραχνοΰφαντο κάλυµµα εξαφανίζεται ως διά µαγείας εντελώς απροειδοποίητα και το τοπίο µένει ακάλυπτο, όπως πραγµατικά είναι. Χωρίς πέπλο µυστηρίου. 

Το µυστήριο όµως υπάρχει πιο πέρα, στα Πέντε Πηγάδια όπου υπάρχουν δύο οθωµανικά κάστρα το ένα κοντά στο άλλο. Φτάνεις εκεί από τη διαδροµή που µπήκαµε ήδη, ακολουθώντας την πινακίδα για Φιλιππιάδα και µετά αριστερά για Σκλίβανη, έχοντας δεξιά τη θέα του βουνού Τόµαρος. 
Πηγαίνουµε ευθεία, παραβλέποντας τις παρακάµψεις για Τέροβο και Σκλίβανη και έτσι φτάνουµε στα Πέντε Πηγάδια, στα όρια των νοµών Ιωαννίνων και Πρέβεζας, κάπου 15 χλµ. από την πρώτη παράκαµψη από τον κεντρικό δρόµο. 
Εδώ το πέπλο µυστηρίου παραµένει συνεχώς απλωµένο από τα ερείπια. Όχι µόνο γιατί έτσι συµβαίνει πάντα µε τα κάστρα, αλλά γιατί θρυλείται ότι αυτά τα κτίσµατα ήταν του Αλή Πασά και ό,τι σχετίζεται µε αυτή τη µορφή περνά στη σφαίρα του µύθου. 
Τώρα το ένα κάστρο είναι σχεδόν ερείπιο, αλλά το άλλο, λίγο πιο πάνω, στέκει ακέραιο και έχει µεγάλο ενδιαφέρον η περιήγηση πάνω στους πύργους και κάτω από τα τόξα του. 
Η αίσθηση του ανεξερεύνητου τόπου ενισχύεται καθώς αναζητούµε τώρα έναν άγνωστο αρχαιολογικό χώρο, το Ορραον, στη σκιά του όντως κατάξερου Ξηροβουνίου. Τον βρίσκουµε αν επιστρέψουµε στον δρόµο που πάει για Φιλιππιάδα και στρίψουµε αριστερά για Γεροπλάτανο. 
Λίγο µετά συναντούµε τον Γοργόµυλο και ακολουθούµε τον δεξιό κλάδο του δρόµου µέσα στο χωριό. Πηγαίνουµε ευθεία, συναντάµε τον Γυµνότοπο και αµέσως µετά το Καστρί πάνω στον δρόµο. Εδώ υπάρχει πινακίδα η οποία δείχνει τον βατό χωµατόδροµο ενός χιλιοµέτρου που οδηγεί στην αρχαία καστρόπολη. 
Ο χώρος είναι περιποιηµένος και περιφραγµένος, µε κατατοπιστικές πινακίδες οι οποίες µας πληροφορούν ότι το γνωστό από τις αρχαίες πηγές και επιγραφές του 4ου-2ου π.Χ. αιώνα. Ορραον ταυτίστηκε µε αυτόν εδώ τον αρχαίο οικισµό µε βάση µια επιγραφή που βρέθηκε στον ναό του Απόλλωνα στην Άρτα µε την οποία καθόριζαν τα σύνορα µεταξύ των αρχαίων πόλεων της Αµβρακίας (σηµερινή Άρτα) και της Χαράδρου (σηµερινή Φιλιππιάδα). 
Πρόκειται για µικρή οχυρωµένη πόλη, κτισµένη πάνω σε χαµηλό λόφο. Η ίδρυση και η οχύρωση του Ορράου έγινε από τους Μολοσσούς, φύλο που κατοικούσε στην κεντρική Ήπειρο, πιθανότατα λίγο πριν από τα µέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. 
Σύµφωνα µε τον Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο ήταν µια από τις πόλεις της Ηπείρου οι οποίες επιχείρησαν να προβάλουν αντίσταση στις ρωµαϊκές λεγεώνες, γι’ αυτό καταστράφηκε το τείχος της ως τα θεµέλια. Σήµερα, ο επισκέπτης βλέπει εδώ τις πιο ωραίες πέτρες και τους πιο καλοχτισµένους τοίχους που µπορεί να δει σε αρχαιολογικό χώρο…


Τα Τζουµέρκα των πλαγιών

Εδώ, σε αυτές τις πλαγιές των Τζουμέρκων, ψηλά πάνω από τη σμίξη του Αραχθου με την τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου στο Κρυονέρι, μπορείς να απολαύσεις την πιο εξπρεσιονιστική πινελιά του ελληνικού τοπίου. Φτάνεις ως εδώ αφού πρώτα βγεις στον δρόμο Αρτας - Τζουμέρκων. Μπροστά μας είναι τα Πιστανιά (7 χλμ.), η Ροδαυγή (10 χλμ.), η Σκούπα και η Δαφνωτή (15 χλμ.) και πιο μακριά η Πράμαντα (50 χλμ.). Πίσω μας η Άρτα απέχει 16 χλμ. Η λίμνη Πουρναρίου προβάλλει αμέσως τις ωραίες εικόνες της. 

Αυτές οι εικόνες θα γίνουν εντυπωσιακές και συμπληρώνονται από τις επιβλητικές κορυφές των Τζουμέρκων που δεν θα αργήσουν να στεφανωθούν από το πρώτο χιόνι, από τον δρόμο που αμέσως μετά τη Ροδαυγή φεύγει αριστερά για να ανηφορίσει πολύ ψηλά στο βουνό και να κατηφορίσει μετά προς τη Φανερωμένη (8 χλμ. από τη διασταύρωση). Είναι σπάνιο να βρίσκεις άσφαλτο τόσο ψηλά, όπως σπάνιες είναι και οι πανοραμικές εικόνες που προσφέρει. Αυτά όμως είναι για οδηγούς που δεν φοβούνται να βλέπουν δεξιά ή αριστερά του δρόμου το... χάος. 

Περίπου 6 χλμ. μετά τη Ροδαυγή συναντάμε τον Άραχθο. Τρέχει κρουσταλλένιος κάτω από τη γέφυρα, πάνω στα λευκά χαλίκια. Μετά τη γέφυρα ο δρόμος πηγαίνει δεξιά για Κρυονέρι (1 χλμ.) και Βαθύκαμπο (2 χλμ.) και αριστερά, χωματόδρομος, χάνεται στην ομορφιά της τσιρμιτζέλας, αυτού του δένδρου με τα κατακόκκινα φύλλα. Μέσα από τα κόκκινα, τα κίτρινα φύλλα ή τα γυμνά κλαδιά, φαίνεται κάτω ο Άραχθος σαν ασημένια λεωφόρος. Οι εικόνες του Αράχθου γίνονται ακόμη πιο θεαματικές μετά το χωριό Ράμια, λίγο προτού βγούμε στην άσφαλτο.

Τα µονοπάτια του ποταµού
Ο Άραχθος είναι ένας από τους καλύτερους (και οµορφότερους) ποταµούς για καταβάσεις µε βάρκα του ράφτινγκ και αυτή η διαδροµή στο φαράγγι του ίσως είναι ο ωραιότερος υδάτινος δρόµος στην Ελλάδα. 

Είναι µέσης δυσκολίας 2ου βαθµού µε περάσµατα 3ου βαθµού δυσκολίας και γίνεται όλον τον χρόνο. Αρχίζει από τη γέφυρα της Πολιτσάς και καταλήγει ύστερα από 9 χλµ. στο γεφύρι της Πλάκας. 

Όλη η διαδροµή εξελίσσεται στο βάθος του φαραγγιού, του οποίου οι ορθοπλαγιές υψώνονται έως και 800 µέτρα πάνω από τα κεφάλια των «ράφτερ». Κάποια στιγµή, στην περιοχή της Κλίφκης, µπαίνει σε υπόγειο ποτάµι, το οποίο ώσπου να συναντήσει τον κυρίως ρου του ποταµού σχηµατίζει εντυπωσιακούς διαδοχικούς καταρράκτες, κρυµµένους στην πυκνή παρόχθια βλάστηση. ∆ιάρκεια διαδροµής 1,5 έως 2 ώρες ανάλογα µε την εποχή. 
Μετά τον ∆εκέµβριο ανοίγει µια µεγαλύτερη και πιο δύσκολη διαδροµή στη χαράδρα του Αράχθου. Ξεκινά από τη Γέφυρα Τσίµποβο κοντά στο χωριό Χαροκόπι και η αρχή της είναι και το δυσκολότερο τµήµα της. 
Ένα σύµπλεγµα από βράχια µε την ονοµασία «συµπληγάδες πέτρες» δηµιουργούν περάσµατα 4ου βαθµού και η κατάβασή τους απαιτεί έµπειρα πληρώµατα. 
Στη συνέχεια η διαδροµή φτάνει στο Φαράγγι του Αράχθου και ακολουθεί την προηγούµενη διαδροµή. Το συνολικό µήκος της διαδροµής είναι 18 χλµ. και η διάρκεια κατάβασης 2,5 έως 3,5 ώρες ανάλογα µε την εποχή. 

Πρόσβαση
Οδικώς από Αθήνα για Ελληνικό Ιωαννίνων, μέσω γέφυρας Ρίου, 415 χλμ. Από Θεσσαλονίκη, από την Εγνατία, για Ιωάννινα 349 χλμ. και ως το Ελληνικό 18 χλμ.
Διαμονή

Στο Κωστήτσι, στο καλύτερο ξενοδοχείο της περιοχής «Princess Lanassa», τηλ. 26590 22600, με ανάσα πολυτέλειας. 

Στο Καλέντζι, στα διαμερίσματα με τζάκι «Ροδάμι», τηλ. 26590 22444. 

Στην Πλάκα, στο ωραίο «Τελωνείο», τηλ. 26850 31006, με κοινόχρηστους χώρους και δωμάτια στα οποία κυριαρχούν το τζάκι, το ξύλο και οι συλλογές παραδοσιακών και λαογραφικών αντικειμένων. 
Στο Μαντείο Δωδώνης, στο διακριτικής πολυτέλειας «Mirtali Art Hotel», τηλ. 6971821788. 

Φαγητό

Στο Κωστήτσι, στο «Παραδοσιακό Καφενείο» για κουνέλι λεμονάτο, γίδα βραστή, αγριογούρουνο στιφάδο. 

Στο Ελληνικό, στην ψησταριά του Καραμπά για κρεατικά διάφορα. 

Στην Πλάκα, στο εστιατόριο του «Τελωνείου» για φέτα ψητή, μανιτάρια με πιλάφι, κεμπάπ πρόβειο, τηγανιά χοιρινή. 

Το γεφύρι της Πολιτσάς και οι μαστόροι του…                   


- Απ’ τα μουλάρια κατεβάζαμαν το φορτίο στην άκρα. Παίρναμαν τα ζώα, τα περνάγαμαν πέρα. Παίρναμαν μετά στον ώμο τα τσουβάλια, τα περνάγαμαν κι αυτά. Δηλαδή ήταν πολύ επικίνδυνο το γιοφύρι…
- Μόνο μια καμάρα είχε, κι απότομη. Οι γυναίκες φοβόντουσαν, πάεναν μπουσουλώντας και τα ζώα με δυσκολία. Έβαζαν στα μουλάρια τα σακάκια στο κεφάλι, για να μη βλέπουν δεξιά κι αριστερά! Κι ο άνθρωπος, αν κοίταζε έτσι, ζαλίζονταν. Στενό, ήταν στενό, δεν είχε και τις άκρες..!






















Για το γεφύρι της Πολιτσάς ο λόγος -στα Τζουμέρκα!. Που γεφυρώνει τον Άραχθο εκεί όπου η χαράδρα παραγίνεται βαθιά, άγρια. Ψηλά, απ’ τη μια μεριά, το Φορτώσι· απ’ την άλλη, Ραφταναίοι και Αμπελοχώρι· στο βάθος, χαμηλά στην κοίτη, στην αριστερή την όχθη, λίγο πιο πάνω απ’ το γεφύρι, η Πολιτσά, έρημη σήμερα, απλό πια τοπωνύμιο,! Κι όμως…
- Έμεναν οικογένειες τότε εκεί! Πήγαιναν, το χειμώνα, κι άραζαν χαμηλά, στην ποταμιά, για να αποφεύγουνε τα χιόνια…
Αλλά και πέρασμα πολυσύχναστο είχε γίνει τότε η Πολιτσά. Διέθετε μάλιστα και χάνι, για τους Τζουμερκιώτες που φεύγανε στα Γιάννενα, για τους Κατσανοχωρίτες που, αντίθετα, ανέβαιναν στις θερινές βοσκές. Κι όλοι αυτοί, Τούρκοι και ντόπιοι, έπρεπε, πάντα, έστω και με τη ψυχή στο στόμα, να διαβούν εκείνο το φοβερό γεφύρι.
  
   Γύρω στα 1870 το είχαν φτιάξει, με κόπους πολλούς, αρκετή ξυλεία απ’ το Ματσούκι, τουλάχιστον δέκα καμίνια ασβέστη, σβάρνες για τις κοτρόνες απ’ τη Λούτσα..! Δούλεψαν οι καλύτεροι πελεκάνοι, μερόνυχτα, για να τετραγωνίσουν τα αγκωνάρια, να σιάξουν τα καμαρολίθια..! Όσο για τα χρήματα, χρόνια τα μάζευαν στο κοινό ταμείο..! Σκλουπιώτες, απ’ το Αμπελοχώρι, ήταν -θυμούνται οι παλαιότεροι- και οι πρωτομαστόροι: Βασίλης Θανάση, Γιωργάκης Σιώτος, Κώστας Τόλης…
   Σιγά-σιγά όμως, με το πέρασμα των χρόνων, το γεφύρι παραέγινε επικίνδυνο. Συνέβησαν ατυχήματα, πνιγμοί. Έτσι, σαν ήλθε για καλά το Ελληνικό (1912), οι κάτοικοι άρχισαν τις πιέσεις σε βουλευτές και υπηρεσίες. Ώσπου…
- πήγε μια επιτροπή, ένας ο οποίος έχει πεθάνει, Μάντζος Κωνσταντίνος, εργολάβος απ’ το Αμπελοχώρι, ο Μήτσο ο Πραμαντιώτης, κι ένας ακόμη, ο Παπαστέργιος ο Γιάννης, τρίτος, πήγανε στη Νομαρχία και τους είπανε, ..κινδυνεύει εκεί ο κόσμος για να περνάει πέρα, να βγει ένα κοντύλι να επισκευαστεί…
   
Νίκος Μάντζος (1891-1967)





















Τελικά, η πολυπόθητη πίστωση κόπηκε το 1932. Τότε όμως ήταν που αρχίζανε τα δύσκολα. Γιατί δεν ήταν απλά να χτιστεί ένα καινούργιο γεφύρι -πολυτέλεια κάτι τέτοιο-, αλλά να μεγαλώσει και να ασφαλίσει ένα παλιό· ένα παλιό που ανέβαινε απότομα στα δεκαέξι τόσα μέτρα, ενώ στο πλάτος έφτανε δεν έφτανε στα δυόμιση, μάλιστα χωρίς στηθαία. Αν ήξερες τις παραξενιές του Άραχθου, τους ξαφνικούς θυμούς του, καταλάβαινες το πρόβλημα.
   Και, τότε, όλοι σκέφτηκαν -ποιόν άλλον;- τον Νίκο το Μάντζο, απ’ τους Ραφταναίους. Μάστορας καλός, γεφυράς πρώτος. Πήγαν και τον βρήκαν…
- Αρχιμάστορας στο γεφύρι της Πολιτσάς, αυτός που ανέλαβε, που έκανε κουμάντο, ήταν ο Νίκος ο Μάντζος, ο πρωτομάστορας να πούμε. Τον θυμάμαι, ήταν καλός τεχνίτης ο Νίκος, πελεκούσε καλά, έχτιζε καλά, ήταν και πολύ ωραίος σαν άνθρωπος…
Ο Νίκος Μάντζος γεννήθηκε στους Ραφταναίους το 1891. Από μικρός μπήκε στα μπουλούκια, όπως άλλωστε όλο του το σόι. Πελεκάνος καλός ο πατέρας του, ο Γιάννης, πελεκάνοι και οι θείοι του, ο Μήτρος, ο Γιώργος. Όταν μεγάλωσε, έφτιαξε δικό του μπουλούκι κι άρχισε τα ταξίδια. Πήγε Πελοπόννησο, Θεσσαλία, Ηγουμενίτσα, Αγρίνιο. Παντρεύτηκε τη Βασιλική Γιάνκου, απ’ το Κοντοβράκι, κι απέκτησε μαζί της εννέα παιδιά. Όταν ανέλαβε το ξαναχτίσιμο του γεφυριού της Πολιτσάς, ήταν σαρανταενός ετών.
   Για να απαλύνει το απότομο ανεβοκατέβασμα, απόφυγε να χτίσει, να σηκώσει το καλντερίμι απλώς γεμίζοντάς το. Έβλεπε πως κάτι τέτοιο θα προκαλούσε το ποτάμι,  στην πρώτη την κατεβασιά θα γκρεμίζονταν όλα. Σκέφτηκε λοιπόν, δεξιά κι αριστερά της παλιάς, της μεγάλης καμάρας, να δημιουργήσει κι άλλες, μικρότερες βέβαια, που θα απορροφούσαν τις πλημμύρες, θα ανακούφιζαν την όλη κατασκευή.
   Έτσι και δούλεψε. Και στο τέλος παρέδωσε όχι μόνο ένα στέρεο -ανώδυνη πια η διάβαση- αλλά και πολύ όμορφο γεφύρι. ΄Ηταν τώρα τετράτοξο, με μια ακόμα δεξιά και δυο αριστερά καμάρες. Λίγο αργότερα, του φτιάξαν και τα παραπέτα…
Ο Χ. Γούλας & ο Β. Χριστογιάννης μου αφηγούνται...
















- Α, θυμάμαι την επισκευή. Θυμάμαι καθαρά, γιατί εκεί έζησα, είχα ζώα εκεί. Μάστορας καλός ο Νικόλας ο Μάντζος, πολύ καλός. Εκεί ήμουνα όταν το χτίζανε. Είχε μαστοροπαίδια, είχε ζώα, είχε γυναίκες που κουβαλούσανε δέντρα να κάψουνε ασβεσταριά, που κουβαλούσαν πέτρα. Ναι, ζαλίτσα κουβαλάγανε! Οι μαστόροι ξεκινούσαν τη δουλειά πριν σκάσει ο ήλιος. Πρωί - πρωί. Και τέτοια ώρα, αργά, δουλεύανε ακόμα. Δεν ξέρανε οχτάωρο τότε μωρέ. Λίγο διάλειμμα για κολατσό, λίγο για φαγητό το μεσημέρι, στο πόδι. Μένανε εκεί. Ο Χρηστογιώργος ο Τάκης φιλοξενούσε εκεί. Πελεκούσανε επιτόπου. Είδες καμάρες; Φτιάχνει κανένας τώρα τέτοια; Ήτανε μαστόροι καλοί, μαστορίνες σου λέω! Πρέπει να δουλέψαν κανά τρίμηνο τότε, το καλοκαίρι βέβαια, ναι. Λίγο μετά ήταν που ήρθαν ο Μήτσο Ξεκάρφωτος και ο Χρήστο ο Αναστασίου. Αυτοί κάνανε τα παραπέτα…

   Ο Νίκος Μάντζος, πελεκάνος πρώτος, καταξιωμένος γεφυράς, πέθανε στο χωριό του, στους Ραφταναίους, το 1967. Το γεφύρι του, στην Πολυτσά, ακόμα ζει..! 

* Μιλούν οι Βαγγέλης Χριστογιάννης (1913-2010) κι ο Χαρίλαος Γούλας (1921). Είχα κουβέντα μαζί τους, στους Ραφταναίους, το Γενάρη του 1997.

















Υστερόγραφο

ΦΕΚ (814/16.11.1984):

«χαρακτηρίζουμε ως έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, σύμφωνα με το Ν. 1469/50, την τοξωτή γέφυρα Πολιτσάς που κτίστηκε στον ποταμό Άραχθο στα τέλη του περασμένου αιώνα και βρίσκεται στα διοικητικά όρια της Κοινότητας Αμπελοχωρίου, με ζώνη προστασίας 50 μ. επειδή αποτελεί αξιόλογο δείγμα Ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής περασμένου αιώνα… είναι κτισμένη με πέτρα της περιοχής και αποτελείται από τέσσερα τόξα…». 

Η επίσημη πολιτεία αναλαμβάνει και χτίζει, ως όφειλε, μια σύγχρονη τσιμεντένια γέφυρα στο επίμαχο σημείο. Αλλά -προσέξτε- όχι σε απόσταση ασφαλείας από το μνημείο -πιο πέρα από τα 50 μ. όπως η ίδια διέταζε- αλλά δίπλα, κολλητά, στο παλιό γεφύρι. Αποτέλεσμα; Το γνωρίζουμε όλοι όσοι περάσαμε, ή περνάμε από εκεί, θέλοντας να αποθανατίσουμε το παλιό γεφύρι· θέαμα το λιγότερο εξοργιστικό… 

Δεν υπάρχουν σχόλια: