Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Όταν μερικά πράγματα αρχίζουν να μη μοιάζουν κανονικά... Σκοπός είναι να έχουμε τον νου μας, όλοι μαζί και καθένας με τον τρόπο του.

Photo: Konstantinos Tsakalidis / SOOC

(Μια ψυχοκοινωνική οπτική της σημερινής μας κατάστασης)


Στην καθημερινή ζωή τα πιο πολλά πράγματα συμβαίνουν κανονικά, δηλαδή σαν κανόνας, κάθε μέρα: Το πρωινό ραδιόφωνο, το αστικό λεωφορείο, οι συνάδελφοι στη δουλειά (αν έχει δουλειά), οι ειδήσεις στη τηλεόραση. Αυτά μοιάζουν με άλλα κανονικά πράγματα που έχει κανείς συνηθίσει από τότε που θυμάται τον εαυτό του: κάθε πρωί σχολείο, μετά φαγητό, διάβασμα, η κλεφτή ανάγνωση του μυθιστορήματος, λίγα λόγια με τον πατέρα, αργά, πριν τον ύπνο. Και αυτά πάλι μοιάζουν με άλλα κανονικά πράγματα που είναι από τότε που κανείς δεν θυμάται τον εαυτό του, αλλά είναι βεβαιωμένα από παρατήρηση άλλων: Το γάλα από μαστό ή μπουκάλι, οι απεκκρίσεις, ο ύπνος. Και βέβαια το παιχνίδι με τη μαμά ή τη γυναίκα (ή, ενδεχομένως, τον άνδρα) που σε φροντίζει. Εάν δεν είχε υπάρξει τέτοιο πρόσωπο φροντίδας ασφαλώς δεν θα υπήρχε και ο υποφαινόμενος. Κανένα θηλαστικό, πολύ περισσότερο το ανθρώπινο βρέφος, δεν επιβιώνει χωρίς μακρά φροντίδα από άλλο εκπρόσωπο του είδους του (ή, ενίοτε, συναφούς).

Η κανονικότητα έχει εγγραφεί στο κεντρικό νευρικό μας σύστημα, μεταξύ άλλων, σαν 24ωρη ορμονική διακύμανση, σαν μουσικός ρυθμός, σαν γλωσσικά φωνήματα. Σαν τρόποι να συνδεόμαστε με τον κόσμο. Ο σπουδαίος ψυχαναλυτικός ερευνητής βρεφών Daniel Stern ονόμασε αυτούς τους τρόπους RIGs (Representations-of-Interactions-that-have-been-Generalized, Αναπαραστάσεις-Αλληλεπιδράσεων-που-έχουν-Γενικευτεί). Τους έχουμε συνηθίσει αυτούς του τρόπους. Συνιστούν το αυτονόητο μικρο-περιβάλλον μας. Αλλάζουν πολύ δύσκολα. Είναι ζωτικοί για την επιβίωσή μας, ψυχική και σωματική.

Αλλά τι συμβαίνει όταν διαταράσσεται αυτό το μικρο-περιβάλλον των κανονικών μας τρόπων; Όταν καθημερινές συνήθειες αρχίζουν σιγά-σιγά να τροποποιούνται. Το λεωφορείο αργεί. Χειρότερα ακόμη: ο πατέρας δεν έρχεται κάθε βράδυ για καληνύχτα. Πολύ χειρότερα: είναι λίγο το γάλα ή δεν έχει όρεξη για παιχνίδι η μαμά. Όπως έλεγε το παλιό αστείο: αν χτυπάει πρωί-πρωί η πόρτα και δεν είναι ο γαλατάς; Τότε αρχίζουμε και πλησιάζουμε επικίνδυνα στην περιοχή φαινομένων που από την εποχή του Freud έχει δοθεί το γενικό όνομα (ψυχικό) τραύμα. Και που αναγνωρίσθηκε από την ψυχιατρική όψιμα. Μετά το Βιετνάμ.
Όχι ότι ο κόσμος δεν υφίσταται, από καταβολής, τέτοιες κοσμογονικές αλλαγές. Όχι ότι η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μία ιστορία και τραυματικών αλλαγών. Αλλά ένα από τα ζητούμενα στις σύγχρονες, υποστηριγμένες-από-τη-γνώση, δημοκρατικές μας κοινωνίες είναι να κρατούμε τα πράγματα σε σχετικώς υπο-τραυματικά επίπεδα λειτουργίας. Όχι τόσο από φιλανθρωπία και ανθρωπισμό. Αλλά από απλή επίγνωση ότι το τραύμα είναι σαν επικίνδυνο χρέος. Αν οι άνθρωποι υποστούμε τραυματισμό σήμερα, κάποιες γενιές του είδους μας, στο μέλλον, θα την πληρώσουν ακριβά.
Στην Ελλάδα, σήμερα, υπάρχουν σημάδια (ή «σημεία», πιο ιατρικά) τραυματικότητας. Τα σημάδια αυτά και ανησυχητικά είναι και ανησυχία μεγάλη σε όλους μας φέρνουν. Και για να μην μου καταλογισθεί η (ορθότατη, όταν ισχύει) κριτική για ψυχολογιοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, σπεύδω να θυμίσω ότι η έννοια του κοινωνικού τραύματος είναι σήμερα κατοχυρωμένη και τεκμηριωμένη. Στην κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία, στις επιστήμες υγείας, αλλά και στην ψυχανάλυση και ομαδική ανάλυση.
Οι προϋποθέσεις για την τόσο έντονη σημερινή τραυματική μας ευπάθεια έχουν αρχίσει να χτίζονται στη χώρα μας πολλά χρόνια τώρα. Να μερικές σκόρπιες, στοιχειώδεις παρατηρήσεις:
Ο ξέφρενος πλουτισμός και νεοπλουτισμός της δεκαετίας του ’90 έβαλε τα πιο γερά «θεμέλια» για τις σημερινές συνθήκες. Όχι γιατί ο πλούτος (ανθρώπων και χωρών) είναι κακό πράγμα αλλά μάλλον γιατί ο ιλιγγιώδης ρυθμός αύξησης του πλούτου μπορεί απλώς να σε παλαβώσει.
Μετά ήρθε η αίσθηση της θλιβερής ατονίας της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Όλα φαίνονταν τόσο απλά και αυτονόητα ώστε να μην σημαίνουν τίποτα. Ευρώ, Ολυμπιακοί αγώνες, δουλειές, αυξήσεις, αυτοκίνητα, ρούχα. Και ταυτόχρονα: Ανομία, κοινωνικό ήθος σε ελεύθερη πτώση, γενικευμένη αγένεια, κυνισμός, τέλος των ιδεολογιών. Κάποια άνθηση στις τέχνες ίσως ήταν μία αντιστικτική κίνηση. Όπως και η «άνθηση» της τρομοκρατίας και της ιδεολογικής βίας, που άρχισε να «συγγενεύει» με την παραδοσιακή ποινική βία.
Αυτά, καθώς και πάρα πολλά άλλα αρχικά σημάδια της «νόσου» δεν τα προσέξαμε. Μας κοίμισαν μάλλον παρά μας κινητοποιούσαν. Δεν αναρωτηθήκαμε. Και σιγά-σιγά φθάσαμε στην ολοένα και εντονότερη, τη σχεδόν γενικευμένη παράλυση. Χάσαμε πολλές ευκαιρίες προγνωστικής αντιμετώπισης. Και φθάσαμε στη σημερινή βαριά κατάσταση.
Τα σημάδια είναι πλέον σωρός. Η γενικευμένη σύγχυση, το άγχος και η οργή των πολιτών. Οι αλλεπάλληλες «καταλήψεις», βανδαλισμοί και καταστροφές όσο και αν διαπράττονται από «μπαχαλάκηδες», μας αφορούν όλους. Ο ολοένα αυξανόμενος φόβος για το μέλλον που κάνει να προσπαθούμε υποτακτικά να ευχαριστούμε τους κρατούντες. Ο Ντοστογιέφσκι αναφέρει στον Σωσία πως ο ήρωάς του, ο Γκολιάτκιν, αισθανόταν «χαλάκι» που το πατούν. Σκεφτείτε πόσοι νιώθουμε έτσι σήμερα.
Αντιδρούμε φυσικά με διαφόρους τρόπους, που όμως μας βυθίζουν ακόμη περισσότερο στη δύσκολη κατάσταση: προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε την πραγματικότητα και καταφεύγουμε σε μεγαλοστομίες, καθώς και σε μία -παράδοξη- αύξηση της αυταξίας, της αυταρέσκειας και της αυτοαναφορικότητάς μας. Ή, επί το λαϊκότερο, αναπτύσσουμε μία ροπή προς το να «την ψωνίσουμε». Αλλά η ανακούφιση που βρίσκουμε έτσι είναι όλο και πιο σύντομη. Το πλήθος των προσφερομένων ιδεολογημάτων, θρησκευτικών, πατριωτικών, πολιτικών, ποδοσφαιρικών, εναλλακτικών δείχνει απλώς το πόσο λίγη ιαματική επίδραση μπορούν να φέρουν. Στην αγορά διατίθενται επίσης και «μεγάλα σχέδια», γλέντια και οράματα. Αλλά όλο αυτό το ναρκωτικό πάρτι του ανορθολογισμού δεν κρατάει παρά μέχρι το πρωί.
Αισθανόμαστε ολοένα και μεγαλύτερη δυσπιστία σε ό,τι θεσμικό πλαισιώνει τη ζωή μας. Το σχολείο, το νοσοκομείο, ο δημόσιος χώρος γίνονται όλο και λιγότερο οικεία. Η ανομία, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στις αδιανόητες παραβάσεις στους ελληνικούς δρόμους, είναι ακατάσχετη.
Η αβεβαιότητα και η αγωνία είναι τριγύρω. Αλλά ο ρητός φόβος είναι πολύ σπάνια «γυμνός» μπροστά στα μάτια μας. Ο ψυχισμός μας είναι «ρυθμισμένος» να φθάνει να «φοβάται» μόνον λίγο πριν από την «τελική πτώση». Πιο συχνό είναι να βλέπει κανείς εικόνες όπως εκείνες οι κάπως ηλικιωμένες κυρίες -σε ένα ντοκιμαντέρ για τη φτώχεια και τις τερατώδεις εισοδηματικές διαφορές στη σύγχρονη Μόσχα- που χόρευαν στο πάρκο γύρω από ένα φθηνό μαγνητόφωνο, και είχαν την ίδια κινησιολογία με τους τροφίμους του Δημοσίου Ψυχιατρείου. Και βέβαια όλοι ξέρουμε ότι παντού κρύβονται προδότες.
Ένα γενικό αίσθημα του αβοήθητου, η Hilfslosigkeit του Freud, συνδέεται με την έκπτωση του χεριού βοήθειας που όποια και όποιος ανήκει στο είδος άνθρωπος (δεν είναι δηλαδή ρομπότ) έχει, από τη γέννησή του, συνηθίσει ότι «έρχεται». Όταν τη χρειάζεται. Η μητέρα, η οικογένεια, η κοινότητα, το κράτος, ο πολιτισμένος κόσμος, κάπως, μ’ έναν τρόπο, πάντα, θα βρει μια λύση. Αλλά θα τη βρει; Τότε έρχεται εκείνη η αδιάσειστη πεποίθηση, τελευταίο οχυρό της αμυντικής μας αυταρέσκειας: Φυσικά! Όλοι θα μας δώσουν! Άνευ όρων! Γιατί μας το χρωστάνε! Μας φοβούνται! Αισθάνονται δέος μπροστά μας!
Το κυριότερο όλων – που ακόμη και η θρησκευτική πίστη, ορθά, το αναθεματίζει: Η απελπισία. Η ταχεία εξάντληση όλων των αποθεμάτων ελπίδας.
Έχουμε λοιπόν όλα τα αναγκαία σημεία για να μιλάμε για κατάσταση κοινωνικού τραύματος; Η απάντηση είναι όχι! Παρά τις παραπάνω διαπιστώσεις. Γιατί η «διάγνωση», στις περιπτώσεις αυτές τίθεται μόνον κατόπιν εορτής, εκ των υστέρων, nachträglich, σύμφωνα με τον φροϋδικό όρο. Δεν υπάρχει ακριβώς τραύμα. Στην ψυχιατρική, ορθά, μιλάμε για μετα-τραυματική διαταραχή.
Οπότε, στην ατελή μας φύση δεν απομένει παρά η επιστημονική, αλλά και η πολιτική υποχρέωση να διαπιστώνουμε τους «κινδύνους». Όσο και αν τα πράγματα αρχίζουν να μη μοιάζουν με ό,τι ξέρουμε, δεν έχουμε τίποτε καλύτερο από το να το επισημαίνουμε. Η ανθρώπινη φύση μας περιορίζει στο να αδυνατούμε να παρακολουθούμε τα πράγματα «έξωθεν». Όλοι είμαστε «μέσα» σε αυτό που συμβαίνει, θα έλεγε ο Nietzsche. Έστω και αν δεν σταματάμε να προσπαθούμε να το αποτρέψουμε. Θυμηθείτε τον Roberto Begnini στο αριστουργηματικό «Η ζωή είναι ωραία».
Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να ψηλαφήσουμε μόνον μετα-τραυματικά σημάδια. Που αφορούν πάντοτε ένα παρελθόν, που έχει ήδη συμβεί. Στην περίπτωση της χώρας μας οι ιστορίες και οι σειρές των συμβάντων είναι μακρές. Η αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέσα στη συγκρότηση της νεοελληνικής μας ταυτότητας, το κράτος μετά το 1821, η μικρασιατική καταστροφή, τα πραξικοπήματα, η κατοχή, ο εμφύλιος, η χούντα, η μεταπολίτευση. Αλλά και ο δημοτικισμός, η γενιά του ’30, οι ποιητές μας. Όλα αυτά -και πάρα πολλά άλλα- είναι με μύριους τρόπους υφασμένα σε αυτό που ζούμε σήμερα. Το έδειξε ο σπουδαίος κοινωνιολόγος Norbert Elias.
Το ίδιο το τραύμα διαπιστώνεται μόνον μετά. Αφού έχει συμβεί. Μετά την ενδεχόμενη, όσο και απευχόμενη, καταστροφή. Που έχει πλέον συντελεστεί όταν μάθουμε ότι οι προειδοποιήσεις δεν ήταν προπαγάνδα του εχθρού. Ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Auschwitz και αλλού όντως υπήρχαν· ότι τα εγκλήματα των καθολικών στα ορφανοτροφεία της Ιρλανδίας όντως έγιναν· ότι στο λιμό της Κίνας όντως πέθαναν αρκετές δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι· ότι οι Βέλγοι όντως εξόντωσαν εκατομμύρια Κογκολέζους· όσους περίπου και η σοβιετική ηγεσία κατά την κολλεκτιβοποίηση/εκβιομηχάνιση. Ο κατάλογος έχει μεγάλες δυνατότητες επέκτασης.
Αυτό το «όντως» κάνει τη διαφορά. Μέχρι τότε, που ελπίζουμε να μην φθάσει ποτέ, τασσόμαστε στη vita activa (μαζί με την Hanna Arendt και τον Αριστοτέλη). Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο από τη φυσική μας δράση. Και η προηγούμενη αναφορά στις μεγάλες συμφορές δεν είναι προς καταστροφολογία. Ο σκοπός είναι να έχουμε τον νου μας. Ο καθένας με τον τρόπο του.

Του Νίκου Λαμνίδη

Ο Νίκος Λαμνίδης είναι ψυχίατρος-ψυχολόγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: