Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Αρτοπούλα Ιωαννίνων. Δείτε τα video




Δείτε τα  video





















Στα βόρεια της Λάκκας Σουλίου, 46 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα, 33 χιλιόμετρα από την Παραμυθιά και 7 χιλιόμετρα από τον κόμβο της Τύριας, σε υψόμετρο 500 μ. βρίσκεται η Αρτοπούλα. Στις πλαγιές δυο λόφων είναι κτισμένο το χωριό και στα παρόχθια του ποταμού ο Κάμπος με τους συνοικισμούς Σπαρτινού και Αμμούδα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είχε 120 κατοίκους αλλά σήμερα μετράμε 41 σπίτια ανοιχτά και 67 μόνιμους κατοίκους.



Το πρώτο χωριό ήταν χτισμένο 1000 μέτρα πιο κάτω από το κυρίως χωριό, στη θέση «Κυπριό». Επειδή, όμως, υπήρχαν πολλά φίδια εκεί και οι κάτοικοι δεν άντεχαν τα τσιμπήματα και τους θανάτους, άρχισαν σιγά σιγά να μετακινούνται πιο πάνω. Σύμφωνα με άλλους όμως πληροφορητές μας, η μετακίνηση έγινε επειδή το πρώτο χωριό βρισκόταν στο δρόμο, κοντά στο πέρασμα από Γιάννινα-Δωδώνη-Παραμυθιά και Σούλι και οι κάτοικοι υπόφεραν από τους Τούρκους και τους Αρβανίτες.
Συμφωνούμε με τη δεύτερη πληροφορία γιατί πιστεύουμε ότι είναι πιο λογική και έχει και ιστορική αλήθεια.




























"Τόσο στην παλιά όσο και στη νέα θέση το χωριό είχε το όνομα Έλεζνα, μέχρι το 1956 που μετονομάστηκε σε Αρτοπούλα, επειδή είχε πολλά οπωροφόρα δέντρα και έμοιαζε με την Άρτα, που είχε πορτοκαλεώνες" (Ν. Λιόλιος. Τι είδα και τι άκουσα στο χωριό μου. Αθήνα 1983, σελ. 30). Για την προέλευση του ονόματος Έλεζνα ή Έλεσνα, στο βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κώστα Οικονόμου, με τίτλο "ΤΑ ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ - ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ" Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002 και στις σελίδες 108 και 109 διαβάζουμε: 


-----------------------------------------------------------------













Από πότε κατοικήθηκε αυτό το χωριό δεν το ξέρουμε, γιατί ούτε γρανιτένιους πελέκεις βρήκαμε, ούτε χάλκινα όπλα και εργαλεία ανακαλύψαμε, που να μας μαρτυρούν ότι εδώ κατοικούσαν άνθρωποι από την εποχή του Λίθου και του Χαλκού.
Στο Δελτίο της ΙΒ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διαβάζουμε:«Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, κάτοικος Ιωαννίνων, παρέδωσε χάλκινο νόμισμα ρωμαϊκών χρόνων το οποίο βρέθηκε στον κήπο του πατρικού του σπιτιού στην Κοινότητα Αρτοπούλας Λάκκας Σουλίου» (ΑΔ 42/ 1987, Β1, σελ. 321).
Στη θέση «Παναγιά» αναφέρεται ο εντοπισμός κεράμων και σε  πλάτωμα, όπου το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη, εντοπίστηκαν θραύσματα κυρτών κεραμίδων και θραύσμα πίθου με κυμματοειδείς γραμμές (εγχάρακτες) (Φ.Ε.Κ. 35/2.2.1962 τεύχος Β΄).
    Στη θέση «Βούρι» (τέτοια θέση δεν υπάρχει στο χωριό μας και μάλλον  αυτός που αντέγραψε το χειρόγραφο του αρμόδιου αρχαιολόγου έκανε το λάθος γιατί πρόκειται για τη θέση «Βούρλο» που βρίσκεται κάτω από το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Ριγανά) υπάρχει Αρχαιολογικός χώρος-νεκροταφείο  (ΥΑ 15794/19-12-1961 - ΦΕΚ 35/Β/2-2-1962).
    Τα πετρόχτιστα σπίτια με τις μάντρες, τις κρεβάτες, τα μαγειριά τους, τους μπουχαρήδες  και τις πλακοσκεπές τους δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα.
Το μονότοξο γεφύρι γκρεμίστηκε για να γίνει τσιμεντένιο και τα καλντερίμια σκεπάστηκαν από την άσφαλτο.
Από τις πάνω από είκοσι και πλέον θαυμάσιες πετρόχτιστες βρύσες κατάφεραν να ξεφύγουν από τη σκαπάνη των μικροσυμφερόντων και να σταθούν όρθιες οι εννέα (ανάμεσά τους και η βρύση της Ειρήνης δίπλα από το γεφύρι χαρακτηρισμένη ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ33/ 47440/ 950/18-11-1992 - ΦΕΚ 712/Β/2-12-1992) που αποτελούν  χώρους αναψυχής και προσφέρουν δροσιά στους χωριανούς και στους φίλους επισκέπτες.
Τα σλάβικα τοπωνύμια και τα πεζούλια που βλέπουμε μέσα στα δάση, μαρτυρούν ότι από δω πέρασαν οι Σλάβοι, κατά τη βυζαντινή περίοδο και μερικοί απ’ αυτούς παρέμειναν και σιγά σιγά απορροφήθηκαν από τους ντόπιους.
Κατά την εποχή της Σουλιώτικης κυριαρχίας το χωριό μεγαλώνει αρκετά.

Ο Πέρα Μαχαλάς το 1962
Ο Πέρα Μαχαλάς το 2012
 Σήμερα η Αρτοπούλα είναι ένα θαυμάσιο καταπράσινο χωριό, με καινούρια σπίτια, φως,  νερό, ύδρευση και ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το όμορφο τοπίο, να ανάψει ένα κεράκι στον Άγιο Γεώργιο ή στο μοναστήρι ή στον Άγιο Κοσμά ή στην Παναγιά ή και στα ξωκκλήσια του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Ιωάννη, των Αποστόλων  και της Αγίας Κυριακής, να περπατήσει τα μονοπάτια, να δροσιστεί στη βρύση της Ειρήνης, του Στρίγλου, της Πλατείας, του Μποστανιού, να δει την έκθεση ασπρόμαυρης φωτογραφίας, να γευτεί το ντόπιο τσίπουρο και τα παραδοσιακά φαγητά και να νιώσει την αρτοπουλιώτικη φιλοξενία.


Το Μοναστήρι της Καταμάχης
ΤοΤο μοναστήρι της Καταμάχης (Γενέθλια της Θεοτόκου) ανεγέρθηκε το 1830 όπως φαίνεται από τη χρονολογία που υπάρχει στο εξωτερικό υπέρθυρο του ναού.



Αιώνες όμως πριν ήταν χτισμένο στη θέση «Αι-Γιάννης» όπου σήμερα το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη και το 1611 καταστράφηκε από τον Οσμάν Πασά (Δημ. Καμαρούλια. Τα Μοναστήρια της Ηπείρου. Εκδόσεις Μπαστάς-Πλέσσας. Αθήναι 1997. Τόμος Α΄, σελ. 41).

Στη θέση «Βούρλο» που βρίσκεται ΒΑ από το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη υπάρχει Αρχαιολογικός χώρος-νεκροταφείο (ΥΑ 15794/19-12-1961 - ΦΕΚ 35/Β/2-2-1962).
«Πλούσιο μοναστήρι, με χωράφια, γιδοπρόβατα, γελάδια, μελίσσια κ.ά.» (Δημ. Καμαρούλια. ό.π., σελ. 484).




Από τα δεκάδες γελάδια, εκατοντάδες μελίσσια και χιλιάδες γιδοπρόβατα, είχαν απομείνει το 1924 μόνο 10 γελάδια, 25 μελίσσια και 300 γιδοπρόβατα.
Επί τουρκοκρατίας, το μοναστήρι, πλήρωνε το δάσκαλο της Αρτοπούλας κάθε χρόνο με 12 χρυσές τούρκικες λίρες, 12 οκάδες αλατισμένο τυρί και 6 οκάδες λιωμένο βούτυρο. Μοίραζε επίσης 400-500 οκάδες καλαμπόκι σε φτωχές οικογένειες των γύρω χωριών.
Πρώτος ηγούμενος ήταν ο Γουρνάρης από το Ασπροχώρι και έπειτα ο Παρθένιος από τους Παπαδάτες, ο Χρυσόστομος από τα Μηλιανά και  τελευταίος ο  Παπαθανάσης από το Ζωτικό (Σπ. Μουσελίμη. Η Λάκκα του Μπότσαρη. Γιάννινα 1976, σελ. 66).
Το 1918 τοποτηρητής του μοναστηριού ήταν ο Οικονόμου Αθανάσιος και επόπτης ο ιερέας του διπλανού χωριού, της Γράσδενης.
Στις αρχές του 1950 έμενε στο μοναστήρι δόκιμη καλόγρια, η Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου, η οποία μετά πήγε στην Ιερά Μονή Διχουνίου και το 1955 μετατέθηκε στη Μονή Τσούκας. (Π. Τζιόβα. Η Μονή Διχουνίου, Ιωάννινα 2002, σελ. 141).
«Για λίγον καιρό (1960) έμενε στο μοναστήρι καλόγρια η Κωστούλα από τις Μπαουσιούς» (Σπ. Μουσελίμης. Η Λάκκα του Μπότσαρη. Γιάννινα 1976, σελ. 66).



«Την ημέρα που γιόρταζε το Μοναστήρι έστρωναν οι καλόγεροι τραπέζι για όλους. Έτρωγε και γλένταγε ο κόσμος και πήγαινε το τουφεκίδι, άλλο πράμα. Έρχονταν και κανένας πραματευτής με καμιά παραμάνα, κανένα σπάγκο, ράμματα, ψίχα λουλάκι και κάτι τέτοια. Αγόραζαν τα παιδάκια καμιά φλογέρα ή καμιά σιουρίχτρα και έπαιζαν. Έπαιρναν και κανένα ζαχαράτο για να φάνε.
Οι μεγάλοι έπιναν ρακί, τσίπουρο, κούμαρο ή δαμάσκηνο. Έρχονταν και καμιά ζυγιά όργανα και χόρευαν δυο και τρεις μέρες.
Πολλοί το ’καναν τάμα και έζωναν την εκκλησία της Παναγίας με μια ή τρεις γύρες αγνό κερί… (Ν. Λιόλιου. Τι είδα και τι άκουσα στο χωριό μου. Αθήνα 1983, σελ. 228).
Το μοναστήρι γνώρισε κατά καιρούς την αδιαφορία των υπευθύνων, τις καταστροφικές επισκευές των μη ειδικών, τη λεηλασία των αρχαιοκάπηλων και την ανασκαφή της αυλής από τους αναζητητές του «κρυμμένου θησαυρού».
Σήμερα βλέπουμε μια προσπάθεια αποκατάστασης του μοναστηριού και των κελιών του, με τη συνεργασία και τη βοήθεια των αρμόδιων υπηρεσιών και των ειδικών, αλλά με τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που περνάμε φαίνεται ότι θα περάσουν χρόνια για να δούμε το τελικό αποτέλεσμα.

ΙΙΙερός Ναός Αγίου Γεωργίου

     Ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στο κέντρο του χωριού.  Ο ρυθμός του είναι τρίκλιτη Βασιλική και είναι κτισμένος με λιθοδομή από ντόπια πέτρα. Πριν πολλά χρόνια η σκεπή του ήταν από σχιστολιθικές πλάκες και σήμερα είναι από κεραμίδια.
     Η εκκλησία κάηκε το 1802 και ξαναχτίστηκε το 1934.
     Ανακαινίστηκε το 1958 και έχει διαστάσεις 14,68 μ. μήκος και 8,34 μ. πλάτος. Φέρει τέσσερα παράθυρα στη νότια και τρία στη βόρεια πλευρά διαστάσεων 1,50 Χ 0,80 μ..
  Το 1891 κατά παραγγελία του Γεωργίου Ζήκου-Ζώνιου κατασκευάζεται στο εργοστάσιο "ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ Σ-ΥΝ ΤΣΑΡΑΠΛΑΝΙΤΩΝ" η καμπάνα η οποία έχει Αρ. 775 και το ίδιο έτος την έφεραν στο χωριό και την τοποθέτησαν στο δέντρο που βρισκόταν στο βόρειο μέρος του ναού. 
   Στο εξωτερικό μέρος της καμπάνας έχει ανάγλυφες εικόνες της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου, του εσταυρωμένου και των Ευαγγελιστών και γράφει: "- 1891 -  ΑΡ. 775  - ΙΩΑΝΝΙΝΑ  - ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ Σ-ΥΝ ΤΣΑΡΑΠΛΑΝΙΤΩΝ  - ΑΦΙΕΡΩΜΑ - ΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΖΗΚΟΥ - ΖΩΝΙΟΥ - ΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΕΛΕΖΝΑ".
«Η εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου ήταν πολύ μεγάλη, όπως έλεγαν οι παλιοί. Είχε τρούλο και νάρθηκα. Στο νάρθηκα της εκκλησιάς έκανε μάθημα στα παιδιά ο δάσκαλος.
Απέξω είχε ένα κουλούρι µε πέτρες και πάνω από τη νότια αυλόπορτα του κουλουριού ήταν µια εικόνα του Αι-Γιώρη.
Καβαλάρης και µε καπέλο δεν πέρναγε κανένας μέσα στην Έλεζνα. Μόλις έβγαιναν στον Αι-Πόστολο ή στου Ξερού ξεκαβαλίκευαν, γιατί τ' άλογα δεν προχώραγαν όσο και να τα βάρεγαν. Θαυματουργή εικόνα! Ο κόσμος έρχονταν να δει και να προσκυνήσει τον Άγιο. Κίνησαν και δυο αγάδες από την Παραμυθιά να δουν αυτόν τον Άγιο που τον προσκύναε  ο κόσμος. Βγήκαν πέρα στου Ξερού και τους λέει ο αγωγιάτης:
-Κατεβάτε απ' τ' άλογα γιατί εδώ ένας μονάχα είναι καβαλάρης, ο Άγιος. Τούρκο ή Έλληνα δεν αφήνει να περάσει στο χωριό καβάλα.
-Πού 'ναι, µωρ' αυτός ο Άγιος να του δείξω εγώ.
-Ντε, ντε!
Βάρεσαν τ' άλογα, οι Τούρκοι και μπήκαν στο χωριό. Έφτασαν μπροστά στην εικόνα.
-Να τος, ο Άγιος. Μεγάλη η χάρη του, λέει ο αγωγιάτης και σταυροκοπιέται.
Ήταν µια εικόνα µ' ασήμι στολισμένη και σκεπασμένη να µην την πιάνει η βροχή.
Τι να 'γινε, ήθελα να 'ξερα, αυτή η εικόνα! Τη Θυμιέμαι μέχρι τώρα τώρα. Μωρέ, όποιος και να την πήρε θα του δείξει θαύμα ο Άγιος.
Να µη φεύγω και απ' την κουβέντα µου, που λες, βγάζει την µπιστόλα του ο Τούρκος και µπαµ, δίνει µια στην εικόνα. Πώς κάνει, πώς δεν κάνει, γυρίζει η σφαίρα και ίσια πετυχαίνει το µάτι του Τούρκου. Πάει το µάτι, βγήκε!
-Μπαλαΐ µπαλαΐ, λέει ο Τούρκος. Πράγματι Άγιος είναι.
Η εκκλησία κάηκε στις 9 Αυγούστου το 1802.
Σε μηνιαίο της Μονής Φιλανθρωπινών του νησιού των Ιωαννίνων γράφει: «1802 Τρηητής 9 ημέρα Τρίτη όρα 10 επήραμαν Έλισνα και έκαψαν την εκκλησία και το χοριό και ήταν και ο γιοργης λογοθέτης εκεί επήραν µερικά βιβλία από την εκκλησία». (Ηπειρωτικά Χρονικά, 1929, Νέος Κουβαράς Μητροπολίτου Παραμυθίας Αθηναγόρου).
    Ύστερα από πολλά χρόνια ξαναχτίστηκε η εκκλησιά και το κουλούρι. Από εντοιχισμένη πλάκα που βρίσκεται στο υπέρθυρο της εξωτερικής πόρτας του κουλουριού της εκκλησιάς, πληροφορούμαστε ότι χτίστηκε το 1834 όταν Επίτροπος ήταν ο Κολιγιάννης.
Στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου και στο κάτω αριστερό μέρος διαβάζουµε: «Δέησις των δούλων του Θεού, των Χριστιανών του χωριού Ελέζνης, 1856 Απριλίου. Επιτροπούντος του Κολιού Γιάννη. Ο ζωγράφος Πέτρας Γεωργιάδης. Πρωτοψάλτης της Μητροπόλεως Ιωαννίνων. Επιστασία του Γεωργίου Χρίστου Παπά».
Στην εικόνα της Κοίµησης της Θεοτόκου. που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την εικόνα του Αγίου γράφει: «'Εργον Πολυκάρπου Αν. Χιονιαδίτου 1919».
Από τις άλλες εικόνες διαπιστώνουμε ότι τότε περίπου κατασκευάστηκαν κι αυτές, γιατί έχουν την ίδια τεχνοτροπία.
Παλιότερα υπήρχε και µια εικόνα του Νεομάρτυρα Γεωργίου, του φουστανελά. Δυστυχώς χάθηκε κι αυτή μαζί µε τόσα άλλα και η εκκλησιά έμεινε µε έξι µόνο παλιές εικόνες που βλέπουμε στον τέμπλο και είναι φτιαγμένες πάνω σε βαρύ χοντρό ξύλο.
Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου έσφαζαν και σούβλιζαν αρνιά. Το 'χαν πανηγύρι παλιά» (Από το βιβλίο του Νίκου Λιόλιου: Τι είδα και τι άκουσα στο χωριό μου. Έκδοση Αδελφότητας Αρτοπούλας. Αθήνα 1983, σσ. 223-225).







'Εθιμα και παραδόσεις

Κυριακή των Βαϊων                                                                                    Την παραμονή των Βαΐων, πριν 60 περίπου χρόνια, έχοντας μπροστά το Νικολάκη, παιδί τότε του δημοτικού, πήγε η νιόπαντρη νύφη του χωριού μας, στην τοποθεσία Δάφνη, όπου βρίσκεται ένα μεγάλο δέντρο δάφνης, εκεί δίπλα στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, για να κόψουν «Βάγια» και να τα φέρουν στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου.

Ήταν η τελευταία νύφη του χωριού που έφερε «ζάλκα» δάφνη στην εκκλησιά όπως ήταν το έθιμο για το καλό του γάμου της.


Και σαν σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, κάθε νοικοκυρά ετοίμαζε από νωρίς τον μπακαλιάρο πλακί (γιατί ο τηγανητός θέλει πολύ λάδι και πού να το έβρισκαν και γιατί ακόμη ο μπακαλιάρος πλακί «φτουράει» και θα χόρταινε όλη η οικογένεια) για να το ρίξει στη γάστρα πριν πάει στην εκκλησιά με τη φαμίλια της ώστε στο γυρισμό τους να ήταν έτοιμο και το φαγητό.
«Βάγια, Βάγια και Βαγιώ,
Τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
Τρώνε το ψητό τ’ αρνί».
Έριχναν λάδι στη χαλκοματένια κατσαρόλα, κρεμμύδια κομμένα σε ροδέλες και χοντροκομμένο σκόρδο και τα καβούρντιζαν λίγο για να ρίξουν μετά τοματοπελτέ, ψιλοκομμένο μαϊντανό, αλατοπίπερο κι ένα φλιτζάνι ζεστό νερό και να φτιάξουν τη σάλτσα τους.
Τοποθετούσαν στο καλοκαλαϊσμένο ταψί τα κομμάτια του ξαλμυρισμένου από χτες μπακαλιάρου. Αράδιαζαν μετά τις καθαρισμένες, καλοπλυμένες και κομμένες στρογγυλές (αλά «χασάπα» που λέει ο Γιώργο -μάγειρας) πατάτες, έριχναν τη σάλτσα προσθέτοντας λίγο νερό και αφού έπαιρναν το ταψί στα δυο τους χέρια το ανακινούσαν για να «στρώσουν» καλά τα υλικά. Έριχναν λίγο λάδι, βάζοντας στο στόμιο της μπουκάλας το μεγάλο δάχτυλο για να μη πέσει πολύ και φύτευαν εδώ κι εκεί και φύλλα δάφνης.
Με την τρίτη καμπάνα ήταν στην εκκλησιά όλοι οι χωριανοί για να γιορτάσουν την ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα όπου τον υποδέχτηκαν κρατώντας «Βάγια» («όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ») και στρώνοντας στο έδαφος τα φορέματά τους ζητωκραυγάζοντας «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»
Στο δεξιό ψαλτήρι ο Λιωνίδα - Ζήκος και στο αριστερό ο Μπούσης. Τα παιδιά του χωριού είχαν όλα κάτι να κάνουν. Άλλα κρατούσαν τα εξαπτέρυγα, άλλα τη λαμπάδα και το θυμιατό, άλλα με το «ζέον» για να ζεστάνουν το νερό για τη Θεία Κοινωνία και τα υπόλοιπα κοντά στους ψαλτάδες με καθοδηγητή τον πάππου Λιωνίδα να μάθουν την ψαλτική, να πουν το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Ημών».
Και σαν τέλειωνε η Θεία Λειτουργία και έπαιρναν τα «Βάγια» από του παπά το χέρι, έβγαιναν στην αυλή να ανταλλάξουν ευχές για Χρόνια Πολλά και Καλή Ανάσταση, να καθίσουν στα πέτρινα πεζούλια και να πουν και δυο κουβέντες.
Να σου και ο μπάρμπα Γάκης χτυπά τον μπάρμπα Κώστα στην καράφλα με τα Βάγια για να μη χαθεί και το έθιμο με τα «βαγιοχτυπήματα».
Έθιμο πολύ παλιό. Ο μπάτση – Χρήστος μας έλεγε ότι οι νιόπαντρες γυναίκες που έφερναν τα βάγια στην εκκλησιά για το καλό του γάμου τους «βαγιοχτυπιούνταν» γιατί πίστευαν ότι η γονιμοποιός δύναμη των φυτών θα μεταφερόταν και στις ίδιες.
Βλέποντας αυτές από κοντά και τα παιδιά που το είχαν σαν παιχνίδι. Αργότερα τα «βαγιοχτυπήματα» ήταν προνόμιο μόνο των αντρών.
Σαν γύριζαν από την εκκλησιά έβαζαν τη δάφνη στους κήπους και στις στάνες, στα κλήματα, στα οπωροφόρα δέντρα και στην πόρτα του σπιτιού τους. «Μέσα βάγια και χαρές, όξω ψύλλοι, κόρυζες!» (κόρυζα = ασθένεια που προσβάλει τις κότες). Έβαζαν κι ένα κλαδάκι στο εικονοστάσι για να «καπνίσουν» οι μανάδες τα παιδάκια τους για το «κακό το μάτι».

Τα Κάλαντα του Λαζάρου                                                                                                                                                       
Το Σάββατο, πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, γιορτάζουμε την «Έγερση» του φίλου του Χριστού, του Λάζαρου.
«Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους…»
Ο φόβος και ο τρόμος για όσα είδε και γνώρισε στον άλλο κόσμο, στον Άδη, άφησαν στην ψυχή του Λάζαρου βαθιά σημάδια που, όπως λέει η παράδοση, μετά την Ανάστασή του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά, όταν είδε στο παζάρι κάποιον χωρικό να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. «Βρε, τον ταλαίπωρο», είπε. «Για κοίταξέ τον πώς φεύγει με την κλεμμένη στάμνα! Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και η στάμνα. Το ένα χώμα κλέβει τ' άλλο. Είναι να γελάν και οι πικραμένοι» και χαμογέλασε.
Το έθιμο του «Λάζαρου» εορτάζονταν την παραμονή της γιορτής του, την Παρασκευή, με αγερμικές εκδηλώσεις των παιδιών, που τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι, «το Λάζαρο», για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους.
Τα κάλαντα του Λάζαρου συνοδεύονταν από κυπριά, μεγάλα και μικρά με μονό και διπλό γλωσσίδι, που τα προμηθεύονταν τα παιδιά από τους τσελιγκάδες του χωριού και από νοικοκυραίους που είχαν πολλά γίδια. Με μεγάλη προθυμία τους τα έδιναν για ν’ ακουστούν στο «Λάζαρο» και χαίρονταν και καμάρωναν όταν τους τα επέστρεφαν και τους έλεγαν ότι όλοι τα «κοίταζαν και τα θαύμαζαν».
Ένα παιδί της παρέας κρατούσε το καλάθι, όπου έβαζε τα αβγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι του αρχηγού έβαζαν μέσα στο καλάθι ένα αβγό το «φώλι». Κρατούσαν στα χέρια τους και από ένα σκόπι (μαγκούρα) για να χτυπούν τα σκυλιά αλλά και για να το χτυπούν στο σανιδένιο πάτωμα και να κρατάν το ρυθμό.

Σε κάθε σπίτι ρωτούσαν τους νοικοκυραίους: «να πούμε το Λάζαρο;» και σε καταφατική απάντηση ξαναρωτούσαν ποιο τραγούδι επιθυμούσαν και έλεγαν τα κάλαντα του Λάζαρου ανάλογα με την επιθυμία του νοικοκύρη, χτυπώντας ρυθμικά τα κυπριά που τα είχαν καλά στερεωμένα σε μια μικρή ορθογώνια σανίδα. Άλλοι ήθελαν να ακούσουν το «Καλώς μας ηύρε ο Λάζαρος», άλλοι «Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια» κι άλλοι δεν είχαν ιδιαίτερη προτίμηση. Ο συγχωρεμένος, ο Βαγγέλη Γιώτης, ήθελε να ακούει το «Σήμερα μαύρος ουρανός…» και όση ώρα το έλεγαν τα παιδιά και χτυπούσαν τις «κυπρέλες» ρυθμικά και λυπητερά, αυτός έκλαιγε και σταυροκοπιόταν.
Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι. Μόνο στα σπίτια των λυπημένων δεν πήγαιναν. Άρχιζαν χαράματα και νύχτωναν στου «Γκρέμυθα» ή στου «Μπαρκανά». Τραγουδούσαν το «Λάζαρο» και οι νοικοκυρές τούς έδιναν αβγά, λεφτά και ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι οι νοικοκυραίοι κάτι έβρισκαν να δώσουν.
Το βράδυ που τελείωναν όλα τα σπίτια κάθονταν και μοίραζαν τ’ αβγά και τα χρήματα.
Σήμερα το σχολείο έκλεισε και μαθητές δεν υπάρχουν για να μας πουν το «Λάζαρο» και του «Χριστού τα Πάθη». Οι νέοι μας δεν έχουν παρόμοια βιώματα και ακούσματα. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει, οι κοινωνίες έχουν γίνει πολιτισμικές και μερικά από τα έθιμα έχουν αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα για την οικοδόμηση και μόνο των τοπικών ταυτοτήτων.
Με σκοπό τη διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, για να μη χαθούν τα ίχνη των προγόνων μας και τα δικά μας βήματα, αναφέρω παρακάτω τα τραγούδια του Λάζαρου και ελπίζω ότι θα τα θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και θα διηγηθούν στα παιδιά και τα εγγόνια τους ιστορίες και γεγονότα από εκείνες τις δικές τους εποχές αλλά και θα τους μάθουν τη μελωδία και τον «ήχο» των τραγουδιών του Λάζαρου.
Ηρθε ο Λάζαρος
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια.
Ήρθε κι ο Χριστός από τη Βηθανία.
Μάρθα, φώναξε, Μάρθα, Μαρία!
-Μάρθα, πού ‘ναι ο Λάζαρος, ο αδερφός σου
και ο φίλος ο δικός μου;
Ο Λάζαρος απέθανε, τριήμερος ετάφη,
τετραήμερος αποθαμένος
και με τους νεκρούς ανταμωμένος.

Καλιώρα - Καλιωρίτσα
Καλιώρα, καλιωρίτσα, καλή βραδιά μας ήρθε.
Ήρθε, ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός από τη Βηθανία,
Κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία.
-Μάρθα, πού ’ναι ο Λάζαρος, πού είναι ο αδερφός σου;
-Ο Λάζαρος απέθανε κι αποθαμένος είναι.
Ξεκίνησαν και πήγαιναν πεντάμορφες γυναίκες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, οι τέσσερις αντάμα.
Στρατί στρατί επήγαιναν, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τις έβγαλε μες στου ληστή τις πόρτες.
-Ανοίξτε πόρτες του ληστή και πόρτες του Πιλάτου.
Κι οι πόρτες, απ’ το φόβο τους ανοίξαν μοναχές τους.
Κοιτούν δεξιά, κοιτούν ζερβιά, κανέναν δε γνωρίζουν.
Κοιτούν και πιο δεξιότερα, γνωρίζουν τον Αϊ – Γιάννη.
-Αϊ – Γιάννη, Αϊ – Γιάννη Πρόδρομε, πού είν’ ο Λάζαρός μας;
-Ο Λάζαρος απέθανε κι αποθαμένος είναι.
Τρεις μέρες έχει ο τάφος του πολύ καλά κλεισμένος.
Και ο Χριστός πλησίασε κοντά στην ταφοπέτρα.
-Λάζαρε σήκω και έβγα εις τον κόσμο τον επάνω.
Κι ο Λάζαρος πετάχτ’κε ’πο μέσα ’πο τον τάφο.
Είχε τα χέρια του σφιχτά, στη μέση του δεμένα
Κι ένα πανί ολόλευκο σκέπαζε το κορμί του.
-Λάζαρε, σήκω γρήγορα κι έβγα ’πο τον τάφο!
Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε και βγήκε ’πο τον τάφο.

Κούτσκο κούτσκο Λάζαρε
Κούτσκο κούτσκο Λάζαρε
και κούτσκο πιτσιρίκι.
Δος μου ένα αβγό
να πάω σπίτι.
Δος μου κι άλλο ένα
να πάρουμε απ’ ένα.
Κούτσκο κούτσκο Λάζαρε
και κούτσκο πιτσιρίκι.
Δος μου το κόκο μου
να πάω σπίτι.
(Αν δεν τους έδινε η νοικοκυρά αβγό,
μόλις ξεμάκραιναν από το σπίτι έλεγαν)
Μωρή τσουκνίδα μαλλιαρή
κι ασφάκα γρετζελιάρα,
γιατί δε μου ’δωσες τ’ αβγό,
μωρή παλιοτσιρλιάρα!

Καλό είναι το «Αγιος ο Θεός»
Καλό είναι τ’ «Άγιος ο Θεός, καλό ’ναι κι ας το πούμε.
Όποιος το λέει χαίρεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοαφουγκραστεί, παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λειτουργιά και Μέγα Μοναστήρι.
Ψηλούν, ψηλούν οι άγγελοι, ψηλούν κι οι Αποστόλοι.
Ψηλό είναι και τα’ Άγιος ο Θεός, ψηλή κι η Τιμιωτέρα.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο.
Εκεί δέντρος δεν ήτανε και δέντρος φανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία.
Κι εκείν’ τα φύλλα που ’πεφταν ήταν οι μάρτυρές του.
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν τα Πάθη του Χριστού μας.
-Χριστέ μου, ποιος σε σταύρωσε και είσαι σταυρωμένος;
-Οι άνομοι, παράνομοι και τρισκαταραμένοι.
Εδώ που τραγουδήσαμε, εφέτος και του χρόνου
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βγούμε,
με τ’ άσπρα, με τα κόκκινα και με τα λουλουδάτα.

Σήμερα μαύρος ουρανός
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται.
Σήμερα κάνουνε βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι, παράνομοι κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να βγει σε περιβόλι,
να κάνει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Στο Φαραώ κι αν έστειλαν τρία καρφιά να φτιάξει.
Κι εκείνος ο παράνομος και τρισκαταραμένος,
βαρεί και κάνει τέσσερα, βαρεί και φτιάχνει πέντε.
-Εσύ, Φαραέ, που τα ’φτιαξες να ’ρθεις να διατάξεις.
-Εγώ αυτού δεν έρχομαι κι απέδω διατάζω:
Βάλτε τα δυο στα χέρια του και δύο στα ποδάρια,
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδούλα,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η ψυχούλα.
Η Παναγιά σαν τα ’κουσε πέφτει, λιγοθυμάει.
Στάμνες νερό της ρίξανε και δυο κανάτες μόσχο,
για να της έρθει ο λογισμός και ήρθε στα λογικά της.
Ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.
Και μια φωνούλα ακούστηκε απ’ του Χριστού τον Τάφο:
-Μανούλα μου, μη σφάζεσαι, σφάζονται οι μάνες όλες.
Μανούλα, μη γκρεμίζεσαι, γκρεμίζονται οι μάνες όλες.
Κάνε, μανούλα, υπομονή, να κάνουν κι οι μάνες όλες.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι παράνομοι και τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να βγει σε περιβόλι,
να κάνει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
Τον σύλλαβαν, τον έπιασαν και στο χαλκιά τον πάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια.
Κι αυτός ο τρισκατάρατος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Εσύ, χαλκιά, που τα ’φτιαξες να ’ρθεις να μας διατάξεις.
-Τα δυο, τα δυο στα χέρια του, τα δυο, τα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδούλα.
Το στόμα αίμα γέμισε, τα χείλια του φαρμάκι.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Γιακώβου η μάνα
και του Λαζάρου η αδερφή και η Παναγία πέντε.
Πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς  έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου.
-Άνοιξε πόρτα του Ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα απ’ το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβιά κανέναν δε γνωρίζει.
Κοιτάει και πιο δεξιότερα γνωρίζει τον Αγιάννη.
-Αγιάννη, Αγιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Γιου μου,
μην είδες τον Υγιόκα μου και το Διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
Δεν έσω χειροκάλαμο να σου τον υποδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραγυμνωμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτυγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.
Εκείνος είναι ο Γιόκας σου και ο Διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε πέφτει λιποθυμάει.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κλωνάρια μόσχο,
Για να της έρθει ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Χαλεύει ποτάμι να πνιγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
χαλεύει μαχαίρι δίκοπο, για να κοπεί στη μέση.
Ο Κύριος απάντησε από τη σταύρωσή Του:
-Μανούλα μου μη σφάζεσαι, σφάζονται οι μάνες όλες,
σφάζονται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Το Μέγα Σάββατο βραδίς, της δώδεκα η ώρα,
που ’χουν οι χριστιανοί Λαμπρή, που ’χουν χαρά μεγάλη.
Τότε κι εσύ μανούλα μου θα ’χεις χαρά μεγάλη.
Τότε κι εγώ θ’ αναστηθώ στους ουρανούς θα πάω.

Σήμερα έρχεται ο Χριστός
Σήμερα έρχεται ο Χριστός,
Ο επουράνιος Θεός,
Απ’ την πόλη Βηθανία
Μετά κλάδους και Βαϊα.
Βγάτε σας παρακαλούμε
Για να σας διηγηθούμε
Για να μάθετε τι εγίνει
Σήμερα στην Παλαιστίνη
Εις την πόλη Βηθανία
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδελφό τους
Τον γλυκύ καρδιακό τους
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησε ο Χριστός
Για να ’ρθει.
Βγήκε τότε η Μαρία,
Έξω από τη Βηθανία
Και εμπρός γονυκλινεί
Και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου,
Δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μας
Και ο φίλος ο δικό Σου.
Μα και τώρα εγώ πιστεύω
Και πολύ καλά το ξέρω
Ότι δύνασαι, αν θελήσεις
Λάζαρο να ξαναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία,
Άγομεν εις τα μνημεία.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, τάρταρε και χάρε,
Λάζαρον θέλω σου πάρει,
Φίλτατον κι αγαπητόν μου
Και γλυκύν καρδιακόν μου.
Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλτατε κι αγαπητέ μου.
Κι ευθύς απελυτρώθη,
Ανεστήθη κι εσηκώθη,
Ζωντανός, σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα κι η Μαρία,
τότε κι όλη η Βηθανία.
Δόξα τω Θεώ φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν.
-Πες μας, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδη όπου πήγες.
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω.

Του χρόνου πάλι να 'ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.


Του Ευαγγελισμού


         Την παραμονή, τα παιδιά του χωριού, έπαιρναν στα χέρια τους τις «κυπρέλες» ή τ' «αρνοκούδουνα», τα «µισοκούδουνα» ή τις «κουδούνες», τα «τσοκάνια» ή τις «τσοκάνες», τα «κυπριά» ή τους «κύπρους» και ξεχύνονταν στα χωράφια και τους κήπους, τους όχτους, τις γρέβες και τους λάκκους. Χτυπούσαν τα κουδούνια µε ρυθμό και τραγουδούσαν:
«Φευγάτε φίδια, φευγάτε γκουσταρίτσες.
Γιατ’ έρχεται ο Ευαγγελισμός µε το σπαθί στο χέρι.
Θα σας κόψει το κεφάλι θα το ρίξει στο ποτάμι».
Με το θόρυβο που έκαναν πίστευαν πως θα διώξουν τα φίδια που εκείνη τη μέρα ξυπνούν από τη χειμερία τους νάρκη.
Του Ευαγγελισμού δεν αρταίνονταν αλλά σύμφωνα με το έθιμο έτρωγαν μόνο μπακαλιάρο που σαν τον ξαρμύριζαν τον έριχναν στη γάστρα με πατάτες, κρεμμύδια, λίγο σκόρδο και δάφνη. Τον έκαναν και τηγανιτό και τον συνόδευαν με σκορδαλιά. Η Εκκλησία μας, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, επιτρέπει στους χριστιανούς να τρώνε ψάρι μόνο του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Μετά τη Θεία Λειτουργία μαζεύονταν, όλοι οι χωριανοί,  στην αυλή του σχολείου για να καταθέσουν στεφάνι στο μνημείο των ηρώων.
Έμπαιναν μετά στην αίθουσα του σχολείου για να παρακολουθήσουν τη γιορτή που είχαν ετοιμάσει ο δάσκαλος με τους μαθητές.  
   Άκουγαν με προσοχή τον πανηγυρικό από το δάσκαλο ή τη δασκάλα, μια και το σχολείο ήταν τα περισσότερα σχολικά έτη διθέσιο, χαίρονταν και καμάρωναν τα παιδάκια τους που έλεγαν τα ποιήματα, τους διαλόγους και τα τραγούδια και σαν τελείωνε η γιορτή εβγαιναν έξω για αναμνηστικές φωτογραφίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: