Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Ομολογώ ότι αυτή τη λέξη-κραυγή, «ουάου!!!» που εκστόμισε ομιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση των Προγραμματικών Δηλώσεων της Κυβέρνησης, ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας, με προβλημάτισε αρκούντως, καθόσον ένιωσα αδύναμος ή ανίκανος να προσδιορίσω τι μέρος του λόγου είναι. Λέξη ή άναρθρη κραυγή; Γνωρίζω καλά πως η γλώσσα είναι εκφραστικός τρόπος. Υπάρχουν όμως και άλλοι. Εκφραστικός τρόπος του ανθρώπου είναι και η άναρθρη φωνή, κάτι προγλωσσικό, είτε η εκφώνηση έρρυθμων ήχων, η γεννητική της μουσικής. Εκφραστικός τρόπος του ανθρώπου είναι και η κάπως ρυθμική δόνηση του σώματος, η γεννητική του χορού. Εκφραστικός τρόπος του ανθρώπου είναι και η χάραξη γραφήματος είτε η πλαστική διαμόρφωση κάποιου υλικού, απαρχές των εικαστικών τεχνών. Εκφραστικός τρόπος δεν είναι όσα -γαυγιστί- εκφέρονται ή όσα χαριτομενοειδώς απαγγέλλονται.
( Το μεγαλείο του μπάρμπα Βασίλη)
Κατόπιν όλων αυτών και για να μη με πιάσει ο σιουμπές απευθύνθηκα στον μπάρμπα Βασίλη, όστις διαμένει εις το παρακείμενο μαντρί, άξεστος Τζουμερκιώτης γιδοτρόφος, οιωνοσκόπος, προξενητής και μέγας γλωσσολόγος, να γνωμοδοτήσει επί του προβλήματος. Ούτος εντρυφήσας επισταμένως και συλλογισθείς -δύο ολόκληρες μέρες- απεφάνθη ως ακολούθως:
«Μπρέεε, ούτσ’, αχπάν, κρούνκα και διαοταραμένα, πριιιιι, σιατ, σιατ, σιατ, μπεεεε, πρατς, πρατς, πρατς, ε ορέ διαολοσκιλσμένα ούστ απ’ εκεί, ατς, άτς, άτς…».
Τόλμησα να του πω:
-Βρε, μπάρμπα σε μένα μιλάς. Δεν μαυλάς τα ζωντανά.
-Στα ζωντανά, αγόρι μου είχα να πω πολλά. Είχα να πω τα λόγια του Κωστή Παλαμά. «Σωστή γλώσσα σημαίνει σωστός νους». Μπορούσα να τους πω ότι η γλώσσα είναι κορυφαίο συλλογικό δημιούργημα, που εκφράζει τον πλούτο και την πολυμορφία του ανθρώπινου πολιτισμού που τη δημιούργησε.
(Άγριο μάτι για τις ανεπανάληπτες γλωσσικές ατασθαλίες)
-Σε μένα μπάρμπα, δεν θα πεις τίποτε;
-Θυμάσαι, βρε ανεψιέ, εκείνο το γάμο του Κότσιου;
-Πώς δεν τον θυμάμαι, αφού η γιαγιά μου ήταν η προξενήτρα.
-Η γιαγιά σου ήταν προξενήτρα, αλλά δεν ξέρεις τι πάθαμε…
-Τι μπάρμπα;
-Εμείς είχαμε για γαμπρό τον Κότσιο, τον κοπρίτ’, το γκτσιούπ’.
-Και;
-Τι και. Έδωσε, πήρε η γιαγιά σου, ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Έταξε, πήρε δεν έδωσε τίποτε. Ψέματα, αράδα. Καλό παιδί, νοικοκύρ’ς, προκομμένος, έτσι είπε, τρομάρα της, τον Κότσιο, την κουροδομηχανή των Τζουμέρκων.
-Μπάρμπα, δεν καταλαβαίνω.
-Θέλ’ μυαλό να καταλάβ’ κάποιος. Άκου. Τη νυφ’ δεν την είχαμαν δει. Τη μέρα του γάμου ξεκάμπ’σαν νύφ’ και συμπεθέρ’ για το γάμο. Όταν είδαμαν τη νύφ’ παρασουλίσαμαν. Τι θειάσμα είν’ αυτό;
Ρώτησα τη γιαγιά σου. Και μου έδωσε την αφοπλιστική απάντηση. «Τέτοιο χάρβαλο είχαμε, τέτοιο αρβάλ’ μας έδωσαν».
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, τι απαιτήσεις να είχαμε. Αυτός ήταν, αυτή πήρε.
-Και λοιπόν.
-Αυτά ήξερε, αυτά είπε. Η γλώσσα ταυτίζεται με τη σκέψη. Όπως σκεφτόμαστε, μιλάμε… Μη ζητάς πολλά. Συνθηματική σκέψη; Συνθηματικός λόγος.
Απάνω στο βουνό θα μείνω
κι από τον κόσμο μακριά
θα κλαίω μόνος θα πονώ
και θα μ’ ακούει το βουνό
Συνέχισε. «Οι άνθρωποι δεν συνομιλούν και όταν συζητούν δεν επικοινωνούν σε βάθος, δεν ανταλλάσσουν συναισθήματα και ιδέες. Το θέμα έχει πάψει να είναι ο άνθρωπος σ’ όλο το εύρος της ύπαρξής του, μα η επιφάνεια. Αντίστοιχα, η γλώσσα που χρησιμοποιείται έχει χάσει τη ζωντάνια της. Περιορίζεται συνεχώς, γίνεται ορολογία, σύνθημα, «σλόγκαν», και δεν περιέχει θεματική και νοηματική ενότητα. Και όσο λιγότερο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, τόσο αυτή γίνεται πιο φτωχή περνώντας έτσι στο περιθώριο.
Το θέμα είναι να τους βάλουμε εμείς στο περιθώριο…»
Αυτά μου είπε και βάλθηκε να χιουγιάξ’ τα ζωντανά.Ουάου, ουτς, πραστ, πραστ, τσαπ, τσαπ, μπριιιιι, εεεεε, ουουουου.
Κάπου κάπου έλεγε και τη φράση: «Τα όρια της γλώσσας μου, τα όρια του κόσμου μου». Δεν κατάλαβα για ποια ζωντανά τα έλεγε…
Όχι, δεν είπε τα λόγια του ποιητή:
«Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν την γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου