-Κυρ΄δημοσιογράφε,
μ' αστόχισες.
Περίμενα
να ξεκαμπίσης, αλλά που. Τα' μπλεξες τσι΄εκλογές. Αλλά χαλάλισ.
-Ακ'
τώρα τι έπαθα.
Τύραγα
τηλεόρασ', αυτές τσ' εκπομπές μ' τ' φαγητά. Κάμωσα ένα κι με βάρεσε παρά λίγο
κόλπος. Να... η πίεση. Ηθελα κι κρέμα γάλακτος.
-Ηλθε
και μι πήρε ο Τακούλας. Με πήγε στο Νοσοκομείο. Όπως
ήμνα δεν πήρα χαμπάρ' σε πιο μι πήγε. Αγρίνιο, Πρέβεζα, Λευκάδα, δε
ξέρω.
-Μ'
κάνανε και τι δε μ'κανανε. Μι κλίσμα άρχιζαν, μι κλίσμα τέλιωναν. Κάτ'
πρέπ' να παρανόησανε. Η προισταμένη έλεε «δότς ένα» κι η νοσοκόμα
μουσφηνε ένα κλίσμα. Μουρ' κοπέλλαμ' , τσίλεγα, μήπως σλέει για ένα χάπ.
Τίποτα αυτή, του κλίσματσ'. Αν είχα αφράτο πισνό, θάχα κι υποψίες.
-Τ'άλληνε
τ'μέρα, το βράδ' ήρτε ο Τακούλας να μι πάρ'. Πρί φτάσουμε στ'
Βόντσα, μέσα σε βροχή κι' αστραπές, χάλασι τ' αυτοκίνητο.
Ο Τακούλας έβαζε πάλι μπρός, γκρ γκρ το σκασμένο, αλλά πού.
Μι βλέπ, να χαμογιλάω κι πράχτκε. Τακούλα μ' , τλέω μθύμσε
το σχορεμένο μ'. Ετσ έκλανε....
-Είδαμι
κι απόιδαμι, ο Τακούλας μ' μι πήρε μεβγαλε κι μι πήγε σ'
ένα μαγαζί πούτανε πιο πέρα. ο κόλπος. Ξανα σγώνω στου
νοσουκουμίο;
-Τι
βλέπω, Παρίσ' δημοσιογράφε, Παρίσ.
-Μέσα
ήτανε ου Λεφτέρς τσ λενιώς, ου Πανους τσ Δέσπους, ου
Γιανς τσ Μαριώς, ου, ουουου, τι βλέπνε τα μάτια μ.
-Ητανε
κι κάτ κοπελάρες, δυό μίτρα. Τι δύο μίτρα, κι βάλε. Μι τόσα
μίτρα πώς να μη τα βγάλνε πέρα. Ανέβα να φλίσης, κατέβα να μλίσης,
νύχτωσε κι ξμέρωσε.
-Πάω
σμά στου Λεφτέρ. Φόραε ένα πκαμσο, μετάξ'. Ητανε
τλουπουμένος μι ένα παλτό. Ξυρισμένος, φρεκολουσμένος, μυροδουμένος. Τράω
τα παπούτσια τ΄λουστρίν.
-Πάω
λίγο σαπέρα στου Πάνου. Ούτι στο γάμουτ΄δε τανε έτς.
Κιλεγα το προηγούμενο μήνα πούβλεπα τι΄γνέκα τ΄ν' απλώνει τα
βδομαδιάτκα. Επτά τα σόβρακα τ΄Πάν΄. Να πουτάλαζε τα
σόβρακα ου Πάνους. Δέσπωωωωωωω, άλλη ταπλέν' άλλη ταγδέρν........
-Πάω
σαπέρα πούτανε ο Γιούργους. Είχι ένα σακάκ΄μούρλια. Πάου κουντά,
κρέμουνταν ακόμα του ταμπελάκι απ΄του σακάκ'. Στ΄Ανάστασ΄ου
Γιούργος είχε έρτι με ένα Παλιό-ξεμάνικο πούγραφε Escape κι μια λαμπάδα από
πέρσ' . Τώρα όμως σακάκ΄καινούργιου.
-Κυρ΄δημοσιουργάφε, πέρασα καλά. Νασπώ και πως έφγα.
-Κάποια
ώρα σκώθκε ο Πιρικλής. Τλέι ο Τακούλας μ' να μι
πάρ' μέχρι τη κλησία. Βγαίνουμε όξ κι τι να δού. Ου Πιρικλής ανοίγ'
τ΄πόρτα απ΄τ΄αυτουκίνητου στ΄κοπέλα κι παέι να μπεί η κοπέλα. Τι πόδι
κυρ΄δημοσιογράφε. Τι μάτ΄ο Πιρικλής. Κόλισε στο μπουτ. Ειδες
πλένε πήρε τα μάτια κι έφγε. Καμμιά σχέση,εδώ ο Πιρικλής δεν είχε μάτια,
ιγού τούλεγα από πού δεν έχει χαντάκι.....
-Κυρ'
Δημοσιογράφε, πάρε ένα γιούρο να μ' παίξεις
τζόκερ. Αν μ' στρέξει κι κερδίσω, θα κάνω τ' Βόντσα Παρίσ. Θα
τ' γεμίσου μαγαζιά, μι δίμιτρις, τρίμιτρις, μι πλούσια αισθήματα. Ολοι
στ΄Βόντσα το βράδ' θανε παρισιάνοι. Ας είνε κι νύχτα. Παρίς θανε.
Ο ΠΑΛΙΑΚΟΣ ΒΟΝΙΤΣΑΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου