Δεν
βλέπω καθόλου τηλεόραση το βράδυ. Σε αντίθεση με το πρωί, όπου ως
γνήσιος ινσομνιακός από τις 6 ζαπάρω στις ενημερωτικές εκπομπές, νύχτες την
αποφεύγω. Μετά δε και τα δελτία των 8, που τα παρακολουθώ από επαγγελματικό
βίτσιο αλλά και για να ψυχανεμιστώ προς τα πού το πάνε εκδότες, διαπλεκόμενοι
και λοιπαί δυνάμεις της κωλοτούμπας, της συντήρησης, της προόδου και τρία
«πρετεντεροχουκληχατζηνικολάου» πουλάκια κάθονταν, φανατικό της δε με
λες.
Ειδικά στο ψυχαγωγικό κομμάτι απέχω ολοκληρωτικά και
συνειδητά. ΟΚ, μπορεί να έχω κατάθλιψη, μπορεί να είμαι κουλτουριάρης, μπορεί να
μην ανήκω στο τάργκετ γκρουπ του καναλιού και των guidelines βάσει των οποίων
γράφουν οι σεναριογράφοι. Μπορεί αυτό, μπορεί κι εκείνο. Αν και το ότι δε δίνω
μία για «Κάτω Παρτάλι» και λοιπά εύχαρη, ποπ και ανάλαφρα συνάδελφα σίριαλ είναι
νέτα σκέτα πως το χιούμορ τους μου κάνει κρυοκωλέ, στην καλύτερη, και
τρασαχαχούχα, στη χειρότερη. Επίσης βαριέμαι αφόρητα τη συνταγή «χιούμορ διά όλη
την οικογένεια, βάλε και λίγο φρικαρισμένες μανούλες, μερακλήδες παντρεμένους,
χαζοβιόληδες γκέι, αλλά και αιχμηρή καλιαρντοσυναίσθηση».
Αφετέρου
δεν προλαβαίνω. Έχω τα δικά μου. Εκείνες τις ώρες στη Νόβα είτε παίζουν
live τα αγαπημένα μου είτε συντονίζομαι μαζί τους μέσω του κωδικού εγγραφής:
«How I Met Your Mother», «Newsroom», «Homeland», «The Americans», τι να λέμε,
από την ώρα που βάλαμε στο σπιτικό μας τα «πακέτα», τελείωσε και η σχέση μου με
τη νυχτερινή ελληνική τηλεοπτική ζώνη ψυχαγωγίας. Έγινα τζάνκι της καλωδιακής
και σκλάβος του «The Empire», του «The Strain» και του «Gang Related». Πες με
αμερικανάκι, δε θα χαλαστώ, γούστα είναι αυτά.Και άσε τη Σολωμού να κάνει τα
δικά της. Από εμένα Γκράμι, Όσκαρ, βραβείο δεν θα δει ούτε η Μάρω ούτε καμιά
τους. «I hate Brenda», που λέγαμε και παλιά. Όπου Brenda, αντικατάσταση με Greek
TV, και τελειώσαμε με το ψυχογραφικό και τηλεοπτικό μου προφίλ. Αυτός είμαι.
Δύσκολος, γκρινιάρης και ξενομανής.
Μέχρι που ξεκίνησε η «Εθνική
Ελλάδος» του Καπουτζίδη και ξαναθυμήθηκα τη χρυσή κλισεδούρα του «ποτέ
μη λες ποτέ, δεν ξέρεις τι γίνεται, ίσως κάποτε να αλλάξεις γνώμη και να πεις το
ναι». Γιατί, θες από περιέργεια, θες από τύχη, μιας και την ώρα που ξεκινούσε το
πρώτο επεισόδιο ήμουν συντονισμένος στο Mega, κόλλησα. Με το χαίρεται, γεια σας,
τι κάνετε, πώς είστε, σας χαιρέτησα, δεν σας χαιρέτησα! Είδα και το δεύτερο,
είδα και το τρίτο επεισόδιο, στο ίδιο τέμπο και με την ίδια αίσθηση: επιτέλους,
ένα σίριαλ που δε βρομάει βαρεμάρα, κλισέ, μπαγιατίλα, δε διαθέτει υστερικές
ηρωίδες που ουρλιάζουν για να ακουστούν, δε χρησιμοποιεί τους γκέι ως ανάλαφρες
νότες τύπου Φίφης εις του Παράβα τας εποχάς. Μια σειρά όπου οι διάλογοι, το
σενάριο, οι πρωταγωνιστές είναι από εδώ. από αυτή τη χώρα, σαν εμάς, εμένα,
εσένα, εκείνη και εκείνον. Που περπατάμε στους ίδιους δρόμους, με τις ίδιες
φοβίες, χαρούμενα συμβάντα και θλιβερά ατομικά, οικογενειακά και εθνικά
περιστατικά να μας τυχαίνουν.
Του βγάζω το καπέλο του
Καπουτζίδη. Κι όχι μόνο για τον ξεκαρδιστικό χαρακτήρα της
ντερμπεντέρας Κύπριας «Στάλλως Θεοφυλάκτου», με τη Μαριέλλα Σαββίδη να δίνει τα
ρέστα και τις... σέλφι της. Ούτε για το πόσο ευτύχησε να πάρει από τις Καρύδη,
Παπουτσάκη και Μιχαήλ εξαιρετικές ερμηνείες πάνω σε γυναικείους χαρακτήρες
δομημένους άψογα από πλευράς τύπου και «φυλής»: Με την άνεργη μητέρα με τα τρία
παιδιά, τη μετανοημένη ποπ σταρ και την τρελαμένη κομμώτρια που η οικογενειακή
ζωή τη σκοτώνει καθημερινά και από λίγο, ο Καπουτζίδης περισώζει τη χαμένη τιμή
της ελληνικής τηλεόρασης που τον καιρό της κρίσης δεν είδε τίποτα από όλα αυτά,
εμμένοντας υστερικά και σε επίπεδο μικροαστικής και μικρόνοης αηδίας σε
παρωχημένης, παλαιοντολογικής φύσης και θέσης χαρακτήρες-καρικατούρες. Λέγε με
και Δαλιανίδη, Παπακαλιάτη και Σέφερλι Χιλς, για να
συνεννοούμαστε.
Όμως ο Καπουτζίδης τους είδε. Τους
ακροδεξιούς νοικοκυραίους, τους χαζοχλίδουρες εκδότες, τα λαϊκά σταρ που ξέπεσαν
είτε στην κατάθλιψη είτε στον φασισμό, το κυνήγι των μεταναστών και το
επιχειρηματικό μοντέλο «λαμόγια μπίζνες στα Βαλκάνια», πρόσωπα και καταστάσεις
που κυριαρχούν στη μελαγχολική μυθωδία του σήμερα. Και όχι μόνο τους είδε και τα
είδε αλλά και τα ενέταξε στην «Εθνική Ελλάδος» τόσο γλυκά αλλά και πίκρα, τόσο
σοφά αλλά και χωρίς να μασά τα λόγια του.
Οι διάλογοι και το χιούμορ
του διαθέτουν μια οξύνοια, ένα τακτ και μια ανθρωπιά που σπανίζει. Οι
δραματικές κορυφώσεις αλλά και τα «καρφιά» στην τρέλα και τα δεινά που ζει η
χώρα, γίνονται με τρόπο μη φτηνά καταγγελτικό και λαϊκίστικο, αλλά με μια σπάνια
προσέγγιση στο πρόβλημα. Δείγμα πως ο Καπουτζίδης ωρίμασε και εξελίχθηκε όχι
μόνο σαν άνθρωπος αλλά και σαν δημιουργός. Και πως παρά την αποδεδειγμένη κωμική
του φλέβα και έφεση, παρά το μπρίο και την αστείρευτη ενέργεια και αισιοδοξία,
παρά την αποδεδειγμένη άνεση και ευκολία του να στήσει ένα δεύτερο «Παρά Πέντε»,
γνωρίζει καλά πως όσο «κούκου», στον κόσμο σου και να είσαι, είναι αδύνατο να μη
σε αγγίξει το δράμα που εξελίσσεται δίπλα σου.
Και καταφέρνει ως
στιγμής το πιο δύσκολο. Να το μεταπλάθει σε πρώτης τάξης κωμική
αφήγηση, που όμως ούτε στο τόσο δεν αστοχεί από πλευράς κοινωνικοπολιτικής
παρατήρησης. Κι έτσι τις Τρίτες κάνω ένα διάλειμμα από την ξενολατρεία μου και
τη νύχτα συντονίζομαι στο Mega. Νομίζω πως αυτή η σειρά είναι ό,τι καλύτερο
γυρίστηκε τα τελευταία χρόνια. Μη σου πω και από την εποχή του «Παρά
Πέντε».
Τελειώνοντας να εξομολογηθώ κάτι: λόγω του
περιοδικού SOUL, όλα αυτά τα χρόνια ευτύχησα να γνωρίσω προσωπικά τους
περισσότερους από τους εγχώριους θεράποντες των ελληνικών θεαμάτων. Όμως ποτέ
δεν έτυχε να συναντηθώ με τον Γιώργο Καπουτζίδη, έπρεπε να το ξεκαθαρίσω: το
ρεπορτάζ αυτό δεν ήταν ούτε διαφημιστικό ούτε χρωστούμενο λόγω προσωπικής σχέσης
με τον δημιουργό. Αγνός θαυμασμός και ταπεινό respect ήταν, που όφειλα να του
δώσω, καθώς εξαιτίας του πήρε πάλι μπρος και ξεσκούριασε το κουμπί που γράφει
Mega.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου