Μονολίθι Ιωαννίνων 1979 (Φωτο Μιχάλης Πανταζής)
Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για να ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις
Τάσος Λειβαδίτης
«Στάκα, και σαν ανταμώσουμε τον Αύγουστο στο χωριό, εκεί να δεις αμπήδ’μα. Θα αμπ’δάμε στο παν’γύρ’ μέχρι να βγάλ’ ο ήλιος κέρατα. Θα γίνουμε κρούνες απ’ το τσίπουρο»
Ο φίλος μου ο Γιάννης τα είπε. Μεγάλο όνομα στην κοινωνία του άστεως, ( όχι στην αστική…), αφού κατέχει υψηλότατη θέση στη δημόσια διοίκηση. Έβγαλε την προβατοπροβιά (το προσωπείο) και εκδηλώθηκε καταπώς ένιωθε. Κι εγώ, ο μυστήριος που τα ψάχνω όλα «απ’ την ανάποδη μεριά», μού φάνηκαν αληθινά, απολύτως αληθινά, τα λόγια του. Έβγαλε τον καημό του, το άχτι του από την καθημερινή προσωποποιημένη και αρκουδιασμένη τυπική τακτική. Αυτό που απαιτούν οι συμβάσεις … Επιφάνεια, τυπικότητα και επίπλαστη ευγένεια.
-Α, ρε μούστρισμα που χρειαζόμαστε… Πόσες μπάτσες θέλουμε στα μτσούνια.
Αυτά μού είπε ο Γιάννης και σαν μπήκε ο Αύγουστος ξεσκαπέτιασε για τα χωριά, για τα παν’γύρια.
-Γιάννης είναι αυτός, δεν ακούει κανέναν, είπε η συμπεθέρα του, ανατραφείσα εν Αθήναις και δή εν Κολωνακίω κι όπως λεει «με τα πιανα της και τα Γαλλικά της».
-Άστην αυτή, μού είπε κάποτε. Αυτή είναι για τον γάιδαρο καβάλα. Κι εγώ άνοιξα τα συρτάρια μου και κοίταζα, ξανακοίταζα τη φωτογραφία…
-Είσαι μπερδεμένος, πολύ μπερδεμένος άνθρωπος, μού είπε με αγανάκτηση. Αυτός είναι ελεύθερος άνθρωπος, αληθινός καβαλάρης. Τι σχέση έχει αυτός με μάς; Αυτός είναι «κάπα, ντρουβά και ντφέκ’».
Και συνέχισε: «Άπιαστα πουλιά, πέντε τον παρά». Η συμπεθέρα στραβομουτσούνιασε και τότε ποιος είδε τον Γιάννη και δεν φοβήθηκε.
-«Μωρέ χαλέπυτο, κρούνα μαύρ’ πουσαι ντιπ κατά ντιπ ντιλνό, ζ’λάπ και γκόρτσο παραγινωμένο, σιουρσμέν’, κακός κατσιούρ’ς να σε διαβάσ’». Τα είπε όλα αυτά. Και συνέβησαν δύο τινά. Η συμπεθέρα στην αμηχανία της απευθυνόμενη σε μένα μού είπε: «Ο Ιωάννης ομιλεί πολλές γλώσσες».
Κι εγώ βρήκα άλλη φωτογραφία.
(Ο κατσιούρ’ς είναι ο διαλόπαπας, μού είπε, ο Γιάννης. Αυτός είναι λεβεντόπαπας. Αυτόν θα πάω να βρω.)
Και πήγε και τον βρήκε εκεί στα Τζουμέρκα, στα άπιαστα γκρεμοτόπια. Εκεί, που σηκώνεις τα χέρια ψηλά και νομίζεις πως θα πιάσεις το θεό.
Στα Τζουμέρκα!
Να σε πνίγουν οι μυρουδιές του έλατου και του αγριοπρίναρου, της φτέρης και της τσερμιτζέλας και να πουμώνεσαι από τα θυμιάματα από το ρετσίνι.
Να αναγκάζεσαι να παραμερίσεις τις ελατόβεργες που λυγάν καταγής και δασώνουν τις στράτες.
Να ακούς από την ποταμιά το κροτάλισμα που κατεβάζει η σούδα τα μεγάλα ασπρολίθια, που δημιουργούν πανδαιμόνιο προκαλώντας δέος και πανικό.
Χίλιων λογιών μυρωδιές
Χίλιων εικόνων πινελιές
( Και το θεό έπιασε και με τον παπά χόρεψε! )
Και στα όργανα παρήγγειλε, ξανά και ξανά, τον Σκάρο.
(Σκάρος που μετουσιώνεται σε απόλυτο χρόνο και χώρο ελευθερίας και θαυμαστού μουσικού ανασασμού)
«Να ‘σαι αχπάν’ στ’ν ράχ’, να ‘χ πανσέλινου και ν’ αγναντεύ’ς τα πάντα.
Να λαλάς τ’ φλουγέρα και να σκαρνούν τα γίδια και τα πρόβατα.
Α, ρε μεγαλεία! Τα θ’μάμαι και πουνοκαρδάω ου έρμους»
Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο -ίσως και παράδοξο- ειδικά στην ποιμενική ζωή η ώρα του σκάρου είναι αληθινό μεγαλείο. Μεγαλείο που συνθέτει η ίδια η φύση.
Να αντιλαλούν τα πλάγια και οι ρεματιές, τα ρουπάκια και οι στράτες από τα βελάσματα, τα κουδούνια και τα κυπριά, τα αλυχτίσματα των σκύλων και τα σαλαητά των τσομπαναραίων.
Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Ο δροσερός κόρφος της βουνίσιας ζωής, το καθαρό ανάσασμα, η πανδαισία της ώρας που σκαρίζουν τα ζωντανά συνθέτουν τη φυσική, ανθρώπινη και αληθινή ζωή του βουνού. Μακριά από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», αχολογάν κουδούνια και βελάσματα και μοσχοβολάν μυρτιές και παπαρούνες.
Αυτά θέλησε να ζήσει ο Γιάννης.
-Και δεν θα δώσω αναφορά σε κανέναν, μού είπε.
Στην βρύση την κρυόβρυση,
στην βρύση την κρυόβρυση που ‘ναι το κρυονέρι
μια βλαχοπούλα πήγαινε με το ασκί στο χέρι.
στην βρύση την κρυόβρυση που ‘ναι το κρυονέρι
μια βλαχοπούλα πήγαινε με το ασκί στο χέρι.
Σε κανέναν δεν έδωσε αναφορά κι όταν ακόμα έχωσε το κεφάλι του αποκάτω από τη βρύση, όταν του κόπηκε η φωνή απ’ το κρύο νερό και του σταμάτησε η καταπιόνα. Πάγωσε…
Κι έφαγε και μπλέτσκωσε ψωμάκ’ καθάριο απ’ τα χεράκια τ’ς Πανάγιως. Μοσκοβόλ’σε ο τόπος όταν το έβγαζε. Έβαλε και μια μπλάνα τυρί και βύζαξε καμιά …ριά τσίπρα και πήγε για τα καλά ασιουμπέιαστος και ρεκλιάστ’κε. Κοιμήθ’κε μέχρι το χάραμα. Δώδεκα ώρες ύπνο. Ελεύθερος, να μην ακούει τις τρομπαριές της συμπεθέρας του. Ελεύθερος …
Η δε συμπεθέρα σταυροκοπιόνταν συνεχώς. «Παράδοξο τούτο…»
Και σαν βγήκε ο ήλιος δυο οργιές το μπουμπούνισε το κλαρίνο.
Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω,
μ' απόψε για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους,
θα πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο,
θα κάνω τα βουνά να κλαίν', τους κάμπους να δακρύζουν,
θα κάνω τη μανούλα μου να βγει στο παραθύρι.
- Ποιος είναι αυτός που σαν το γιο μου τραγουδεί,
είχα καιρό δεν τ' άκουσα, εδώ δώδεκα χρόνους,
ο γιος μου είναι στην ξενιτιά.
μ' απόψε για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους,
θα πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο,
θα κάνω τα βουνά να κλαίν', τους κάμπους να δακρύζουν,
θα κάνω τη μανούλα μου να βγει στο παραθύρι.
- Ποιος είναι αυτός που σαν το γιο μου τραγουδεί,
είχα καιρό δεν τ' άκουσα, εδώ δώδεκα χρόνους,
ο γιος μου είναι στην ξενιτιά.
Ο ήλιος ως ιερό ουράνιο σώμα είναι το σύμβολο, εκεί όπου δίνουμε «όρκο τιμής» και δύσκολα, μα πολύ δύσκολα μπορούμε πλέον να τον «καταπατήσουμε!»
«Εδώ σε τούτ’ τη γειτονιά, εδώ σε τούτ’ τη ρούγα,
Εδώ είναι ναι πεντάμορφη, που λάμπει σαν τον ήλιο»
Και επειδή στον Γιάννη οι συνειρμοί πάνε αρβάλ’, άρχισε να σκέφτεται την πεζούρα της Αθηναϊκής δουλωμένης ζωής.
Και τον έπιασε το παράπονο.
Μου πήραν τον ήλιο μου, αλλά εγώ θα τον βρω.
Κανόνισα μια μυστική συνάντηση μαζί του
όπως εκείνος που πηγαίνει για παράνομο τύπο
ή για παράνομο υλικό. Θα γιομίσω τον κόρφο μου
μεγάλα φύλλα χρυσαφιού και λάμπες για την κρύπτη μου,
πριν μου αφανίσουν την ψυχή να τη κυκλοφορήσω
χέρι με χέρι μες τη νύχτα Νικηφόρος Βρεττάκος
Και «επήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και τον μάζεψε γρούδα η γυναίκα του «έχουμε απλωμένο τραχανά στην Αθήνα», και κούρνιασε ο κακόμοιρος ο Κίτσος, όχι ο Γιάννης, όλοι βιώνουν τα παθήματα του Κίτσου ( Και ο νοων νοείτω) και ζει και ζώνεται την υπαρξιακή μοναξιά και την αβεβαιότητά του.
Τι άφησε πίσω;
«Φύσηξε ξαφνικὸς ἀγέρας. Τρίξαν τὰ βαριὰ παντζούρια.
Σηκώθηκαν τὰ φύλλα ἀπ᾽τὸ χῶμα. Φύγανε, φύγανε.
Ἒμειναν μόνο οἱ πέτρες. Πρέπει μ᾽ αὐτὲς νὰ βολευτοῦμε τώρα»
Σηκώθηκαν τὰ φύλλα ἀπ᾽τὸ χῶμα. Φύγανε, φύγανε.
Ἒμειναν μόνο οἱ πέτρες. Πρέπει μ᾽ αὐτὲς νὰ βολευτοῦμε τώρα»
Πώς πορεύεται εδώ;
Στις μεταπανηγυριάτικες εκδηλώσεις των Ηπειρωτών στην Αθήνα
Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτές οι γνήσιες Ηπειρώτισσες με καημό και μεράκι, στόχο, πατριωτισμό και φιλότιμο.
Ποιός ήλιος λαμπερότατος σου ’δωσε την ανθάδα,
Και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα
Κανείς μη χάσει τα πανηγύρια. Ουσιαστική απάντηση στην κινητικότητα, διαθεσιμότητα, βλακεία και στασιμότητα που μας περιζώνει καθημερινά.
Κίτσος ο Αθαμάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου