Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Οίκοι μεν λέοντες, εν μάχη δ’ αλώπεκες.

samaras_venizelos.jpg

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι περιπτώσεις ενάρετων που αγανακτούν βαθιά εναντίον πράξεων τις οποίες, όμως, θα θεωρούσαν αυτονόητες για τους εαυτούς τους αν βρίσκονταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με αυτές που βρέθηκε ο δράστης. Λόγου χάρη, να πάνε σε ένα νοσοκομείο αν αρρωστήσουν… και να μην πεθάνουν αβοήθητοι στο δρόμο. Μόνο που εδώ αυτοί οι ενάρετοι είναι οι κυβερνητικοί, και μόνο που εδώ ο δράστης όλα τα τελευταία χρόνια είναι ένας συνήθης ύποπτος: ένας διεφθαρμένος, άρρωστος λαός, μια κατηγορία του κρατικού δικαίου που, μέσω του πολιτικού ομοιώματος της ψήφου του, δίνει στους υποκριτές εκλεγμένους το μύθευμα μιας, ας πούμε, νομιμότητας. Αλλά ακόμα κι αυτό το μύθευμα, για το οποίο μιλάει ο Αλαίν Μπαντιού, έχει πάψει να ισχύει.

 Οι δυνάμεις των κομμάτων της κυβέρνησης έχουν εξαερωθεί. Διότι κυβερνούν με ιδιοτέλεια, με έπαρση, με κυνισμό. Και, αν υποτεθεί ότι κυβερνούν, κυβερνούν με ψέματα. Αποτυγχάνουν κυβερνώντας διότι, στην πραγματικότητα, δεν κυβερνούν. Απλώς, κατέχουν την εξουσία πραγματοποιώντας δαπάνες.  Αδυνατώντας να χειριστούν μια δύσκολη-υπαρξιακή στιγμή για την Ελλάδα και τους Έλληνες, υποκρίνονται πως κυβερνούν, υποκρίνονται πως διαπραγματεύονται, υποκρίνονται πως θα πετύχουν στο αμέσως επόμενο διάστημα, το οποίο κάθε φορά εξαντλείται, εξατμίζοντας την πλέον καλόπιστη υπομονή…
Η κυβέρνηση δρα με αδράνεια σε αυτά για τα οποία δεν πρέπει να αδρανεί, και δρα με πυγμή σε αυτά στα οποία δεν πρέπει να επιδεικνύει την πυγμή της. Έχοντας «κεφαλαιοποιήσει» δυνατότητες που δεν διαθέτει, πολιτικό σθένος που στερείται, χρόνο δανεισμένο από το μέλλον των άλλων και ανύπαρκτες επιτυχίες, λειτουργεί με απόλυτη αδιαφάνεια σαν ένας μειοψηφικός δεσποτικός μηχανισμός, τελείως ξένος προς τις ανάγκες, τα πραγματικά ζητούμενα της κοινωνίας και της οικονομίας.
Λόγου χάρη, τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση κατάφερε να περάσει από το Γ΄ Θερινό Τμήμα της Βουλής την τροπολογία για τον ΕΝΦΙΑ ‒το νομοσχέδιο της τεχνητής υπερχρέωσης των Ελλήνων‒, αντικαθιστώντας οκτώ βουλευτές που είχαν δηλώσει ότι θα την καταψηφίσουν με οκτώ πρόθυμους για να την υπερψηφίσουν.

Οίκοι μεν λέοντες, εν μάχη δ’ αλώπεκες.Υπακούοντας στις εντολές των δανειστών της, δια της κυβέρνησης, η Ελλάδα απείχε από το ψήφισμα που τελικά υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για την καθιέρωση ενός πολυμερούς μηχανισμού διακανονισμών και νομικού πλαισίου για διαδικασίες αναδιάρθρωσης του κρατικού χρέους χωρών-μελών, λες και η Ελλάδα είναι μια ισχυρή οικονομία, ένας διεθνής decision maker κι όχι μια διεθνώς δαχτυλοδεικτούμενη περίπτωση πειραματόζωου, μια μικρή υπερχρεωμένη χώρα, παγιδευμένη στο σπιράλ ύφεσης, ανεργίας και αυξανόμενου, μη βιώσιμου χρέους.
Η κυβέρνηση με καθαρή παρέμβασή της στην «ανεξάρτητη και πλουραλιστική ΝΕΡΙΤ» εμπόδισε τη ζωντανή μετάδοση της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ – γεγονός που προκάλεσε την παραίτηση του νεοδιορισμένου προέδρου του Δ.Σ. Αντώνη Μακρυδημήτρη και του αναπληρωτή διευθύνοντα συμβούλου Ροδόλφου Μορώνη ‒ με το post του τελευταίου: «Αν διακηρύττεις ότι θέλεις να φτιάξεις κάτι ανεξάρτητο, αντικειμενικό και ποιοτικό αλλά δεν το εννοείς, μη το αναθέτεις σε κάποιον που το εννοεί...»

Ο άνθρωπος από υποκρισία λέει ναι και σκέφτεται όχι, έλεγε ο Λωτρεαμόν στον «Μαλντορόρ», αλλά η κυβέρνηση μάλλον ξεπερνάει ακόμα κι αυτόν τον ζοφερό κόσμο. Κοντολογίς, εδώ, ο λόγος της κυβερνητικής υποκρισίας δεν χρησιμεύει για να περιγράψει τον κόσμο: ούτε καν για να συνετίσει, ή για να προτρέψει σε μια θετικότερη μεταμόρφωσή του. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Η λειτουργία του λόγου της υποκρισίας είναι κοινωνικό και πολιτικό υπόδειγμα προς αποφυγήν: κοντόφθαλμη, ανεύθυνη, βραχυπρόθεσμη και ικανή να σχηματίζει κρούστες συγκάλυψης της κυβερνητικής ανικανότητας και της τοξικής πολιτικής. Μιντιακά κινούμενος και στηριζόμενος, αυτός ο λόγος, παίρνει τη μορφή ενός χωριού Ποτέμκιν όπου όλα διαδραματίζονται σε μια γιγαντιαία σκηνοθεσία επιτυχίας, μετατρέποντας τη χώρα σε ένα μεγάλο θέατρο: οι βουλευτές υποκρίνονται ότι ψηφίζουν δημοκρατικά, οι υπουργοί παριστάνουν πως παράγουν έργο, οι διοικητές πως διοικούν, οι εξαγωγείς πως εξάγουν, οι εργαζόμενοι πως πληρώνονται και πως νιώθουν ασφαλείς. Σε ένα φαντασιακό, όλοι μιμούνται τη δράση του πραγματικού –το οποίο δυστυχώς υπάρχει και δρα μέχρις εξαντλήσεως του τελευταίου αισιόδοξου. Μόνο τα θέατρα και οι θεατρικές παραστάσεις δεν εμφανίζονται ως κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι! Γιατί στην εξέλιξη του υποκριτικού τρόπου σκέψης μέσα από το θέατρο, την τέχνη και τη λογοτεχνία, το γενικώς και αενάως ζητούμενο ήταν και είναι οι ενέσεις ανοσίας και επιβίωσης του ανθρώπινου και της ανθρωπιάς σε έναν κόσμο όπου το κάθε τι μοιάζει να είναι απάνθρωπο. Αντίθετα, εδώ, για την επίτευξη του αποτελέσματος της κυβερνητικής υποκρισίας, ‒ ο Τοντόροφ το είχε πει στη «Μνήμη του Κακού» ‒ τα υποταγμένα πνεύματα είναι τα καλύτερα και τα καταλληλότερα από τα ανεξάρτητα.

Η έκφραση της κυβερνητικής υποκρισίας, λοιπόν, δεν είναι κάτι το δευτερεύον. Δεν έρχεται ως μια τυχαία κακή στιγμή στην ιστορία της χώρας. Δεν είναι ένα ακατέργαστο παραπολιτικό δεδομένο που το προσπερνάς αποστρέφοντας το βλέμμα. Δεν δείχνει στρατηγική, ή – αν δείχνει κάτι‒ δείχνει το στοιχείο της περίκλειστης, κρατικοποιημένης –πάντως όχι δυτικής ούτε καν ευρωπαϊκής‒ πολιτικής παρακμής. Είναι το project της κυβερνητικής εθελοδουλίας, της υποτέλειας στους δανειστές, το έμπρακτο αποτέλεσμα της διαρκούς αποτυχίας, αλλά και διαρκής προσπάθεια μετάθεσης της ενοχής και της αποτυχίας στους άλλους. Με απλά λόγια, η υποκρισία δείχνει κυβέρνηση που ούτε μπορεί ούτε επιθυμεί να κυβερνά.
Τα κακά νέα είναι ότι προς το παρόν το σύστημα «κυβέρνηση Υ» επικρατεί. Τα καλά νέα είναι πως –έτσι βαχυπρόθεσμα στηριζόμενο και λαθροβιώντας πορευόμενο‒ δεν θα μπορεί να επικρατεί απ’ αόριστον.


Δεν υπάρχουν σχόλια: