Η εκτόξευση της επίσημης ανεργίας από το 7,8% στο 27,9% κατά την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων παρουσιάζεται από τον κυρίαρχο λόγο ως παράπλευρη απώλεια στον αγώνα για τη διάσωση της χώρας. Στόχο που «επιτυγχάνεται» με πολιτικές που διογκώνουν τον αριθμό των ανέργων από 360.000 σε 1.410.000 σε μια τετραετία, οδηγούν σε εκτεταμένη φτώχεια το 1/3 του πληθυσμού και διασπείρουν τη γενικευμένη ανασφάλεια στην κοινωνία.


Το ερώτημα εστιάζεται στο αν το πρωτοφανές ποσοστό της ανεργίας σε συνθήκες ειρήνης αποτελεί όντως παράπλευρη απώλεια ή αντίθετα συνιστά συστατικό στοιχείο μιας πολιτικής που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό. Αν, δηλαδή, ο διακηρυγμένος στόχος για τη βίαιη συμπίεση των δαπανών για την εργασία και την ισοπέδωση των μισθών υποβοηθείται σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη διόγκωση και τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα του κινδύνου της ανεργίας.


Εκτός από τον γενικότερο προσανατολισμό της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής που αναπαράγει την ύφεση και την ανεργία, εξέλιξη για την οποία οι κυρίαρχοι κύκλοι παρουσιάζονται υποκριτικά ως συμπάσχοντες, αποφεύγεται επιμελώς η αναφορά σε ειδικότερα μέτρα που λαμβάνονται σε όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου και που συνεπάγονται την άμεση αύξηση του αριθμού των ανέργων. Η υποκρισία μάλιστα περισσεύει όταν, με αφορμή τα μέτρα της κατάργησης οργανισμών στο Δημόσιο, της άρσης της μονιμότητας, της εφεδρείας και της διαθεσιμότητας, που παραπέμπουν σε απολύσεις, εκδηλώνεται οδυρμός για το ένα και πλέον εκατομμύριο των ανέργων του ιδιωτικού τομέα. Την ίδια στιγμή έντεχνα αποκρύπτεται η παράλληλη λήψη μέτρων που με συστηματικό τρόπο αίρουν την όποια προστασία των εργαζομένων από τις απολύσεις διευκολύνοντας, αν όχι απελευθερώνοντας, τους εργοδότες από νομικές δεσμεύσεις που έχουν την αφετηρία τους από το 1920.

Από τη μια πλευρά, η άρση της προστασίας στο Δημόσιο ενθαρρύνει την ευελιξία των απολύσεων και την απορρύθμιση των όρων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, η καταιγίδα των απολύσεων στην ιδιωτική σφαίρα παρουσιάζεται ως τέλειο άλλοθι για τη σχεδιαζόμενη συρρίκνωση της «δημόσιας» απασχόλησης και των απαρχαιωμένων «προνομίων» και ως τιμωρία προκειμένου να κατανοηθεί έμπρακτα η δυστυχία των ανέργων. Για τον κόσμο της εργασίας, άλλωστε, οι συγκλίσεις διαφορετικών εργασιακών καθεστώτων, την εποχή της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, συντελούνται μόνο με όρους συνολικής υποβάθμισης.
Επιβάλλεται, ωστόσο, η επισήμανση και υπενθύμιση μιας δέσμης μέτρων της περιόδου των Μνημονίων που, παρά την επικίνδυνη διόγκωση των ποσοστών ανεργίας από την όξυνση της κρίσης, προωθούν τη διευκόλυνση των απολύσεων συμβάλλοντας στην εκτίναξή τους.

 Ειδικότερα:
α) Επεκτείνεται από τους 2 στους 12 μήνες η ελάχιστη διάρκεια της εργασιακής σχέσης για την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης.
β) Μειώνεται κατά το ήμισυ (από τους 24 στους 12 μισθούς) το ανώτατο ποσό των αποζημιώσεων άμεσης απόλυσης για τους εργαζόμενους με μεγάλη προϋπηρεσία.
γ) Ενθαρρύνεται η απόλυση μετά από προειδοποίηση που συνεπάγεται μειωμένη κατά το ήμισυ αποζημίωση σε σχέση με την άμεση αποπομπή από την εργασία. Έτσι περιορίζονται σταδιακά από τους 24 στους 4 οι μήνες προειδοποίησης για τις μεγάλες προϋπηρεσίες ώστε το συνολικό όφελος του εργοδότη να ισοδυναμεί μέχρι και 14 μισθούς.
δ) Διευκολύνεται η καταβολή της αποζημίωσης σε περισσότερες δόσεις με μικρότερα ποσά ανά δόση (2 αντί των 6 μηνών προκαταβολή, πολλαπλές δόσεις των 2 μισθών αντί των 3 μάξιμουμ δόσεων των 3 μισθών).
ε) Αυξάνεται το όριο για τις ομαδικές απολύσεις, σε 6 από 4 ελεύθερες ανά μήνα απολύσεις για τις επιχειρήσεις μέχρι 150 εργαζόμενους και σε 5% από 2% για τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρηματικές μονάδες.
στ) Τέλος, συζητείται η περαιτέρω επέκταση του ορίου για τις ομαδικές απολύσεις στο 10%(!!!) διευκολύνοντας τις απολύσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις, στις τράπεζες και στις υπό ιδιωτικοποίηση πρώην ΔΕΚΟ.

Μετά από αυτή την καταιγίδα «ρυθμίσεων» που απελευθερώνουν τις απολύσεις, τα δάκρυα για τους ανέργους φαίνονται κροκοδείλια. Και αυτό γιατί τα ποσοστά της ανεργίας δεν ξεφεύγουν από λάθος υπολογισμούς, αλλά αντίθετα πυροδοτούνται με στοχευμένες παρεμβάσεις για την επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου της συνολικής μείωσης του κόστους των επιχειρήσεων και αξιοποιούνται κατάλληλα για την συμπίεση των μισθών. Με μέτρα που εξοπλίζουν τους εργοδότες να επιβάλουν μισθολογικές μειώσεις αξιοποιώντας την αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων, η οποία και ενισχύει την εξατομίκευση των αμοιβών. Με απορυθμίσεις που τους διευκολύνουν, εξατομικεύοντας τις εργασιακές σχέσεις, να συμπιέζουν τους μισθούς μέχρι τα νέα κατώτατα όρια υπό την απειλή των εύκολων και φθηνών απολύσεων ή, τέλος, να επιβάλλουν μονομερώς, έως 18 συνεχόμενους μήνες, την εργασία και μιας μέρας την εβδομάδα....

  Ο Γ. Κουζής διδάσκει εργασιακές σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο