Γράφει ο Χρίστος Τούμπουρος
Συγγραφή: Χρίστος Α. Τούμπουρος
Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Μαραζοπούλου
Video Μοντάζ: Κατερίνα Γάκη
Συνέχεια…
Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο.
Ας μην τον άκουγε κανείς.
Αυτός μόνο η πατρίδα ήθελε να τον ακούει.
Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστον
να ιδουμε πως έρχεται ταχατα η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού.
Ένας κόσμος χαμένος…
Άλλοι άνθρωποι …άγριοι, με την όψη σκαμμένη από το κριτσιάνισμα της οβίδας και το βόμβο του χαμού.
Άλλοι άνθρωποι που:
Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σε άγνωστες πέτρες
πάνω στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ’ αμπέλια τους.
Άλλος άφησε κει πάνω ένα πόδι, ένα χέρι.
Άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ’ την ψυχή του.
Καθένας κ’ έναν ή πιότερους νεκρούς.
Ώσπου έγραφε το γράμμα με μελάνι απ’ το αίμα του συντρόφου-συμπολεμιστή του. Στα βουνά της Ηπείρου
«Σου γράφω… Κι όμως είν’ η σιγή που με κυκλώνει,
που, λέω, αν άνοιγα τα χείλη θ’ άκουγες τη φωνή μου…
Εχτές ακόμη όλο βροντούσε το κανόνι
σα να βρουχιόνταν γύρω-γύρω στις κορφές λιοντάρια
σ’ άγρια σφαγή, κι απάνωθέ μας οι ατσαλένιοι
γυρνούσαν γυπαετοί, γυρνούσανε ολοένα,
τον ίσκιο ρίχνοντας του Χάρου και το Χάρο
στα νύχια τους κρατώντας…
Άλλ’ απ’ όλα
είναι τρανότερη η σιγή που ακολουθάει
κατόπι από τη μάχη, σα βαθιά μας
το μεσότοιχο της ζωής και του θανάτου
γκρεμίζεται κι ολόγυμνη η ψυχή μας,
θωρώντας ζωντανούς και πεθαμένους
να τους τυλίγει γύρω ένα σουδάρι
μονάχα, το σουδάρι του χιονιού, δεν απαντέχει
σαν άλλοτε ένα ξύπνημα με κάποιαν
αντίσταση από σάλπισμα μεγάλο,
μια ανάσταση σε ορίζοντες που πρώτα,
ξυπνώντας, δεν τους ζούσαμε…
Και είπαν:
«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις
το δικό σου νόημα»
«Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή
και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις:
Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
το δικό σου νόημα»
«Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή
και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις:
Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
«Πέσαμε όπως-όπως ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πλαϊνό χαντάκι του δρόμου και ήταν καιρός, γιατί η οβίδα έσκασε άξαφνα ακριβώς δίπλα μας και μας σκέπασε όλους με πέτρες και με χώματα. Στο χαντάκι που ‘χαμε πέσει ήταν στεκάμενα νερά, λάσπες, βόρβορος. Είχαμε πασαλείψει τα μούτρα μας, τους μανδύες μας-όλη η μια πλευρά μου, όταν ανασηκώθηκα, ήταν μια πηχτή /γλοιώδης λάσπη, και τα γάντια ήταν μούσκεμα απ’ αυτό το ακαθόριστο υγρό που βρωμούσε φοβερά μόλις έφερνες το χέρι σου κοντά στο πρόσωπό σου»
Εκεί στα βουνά της Ηπείρου, όπου δεν κατείχαν από καθημερινή και σχόλη.
Δεν κοιμάται ποτέ η πατρίδα.
Δεν τελειώνει ο αγώνας γι’ αυτήν.
Αυτό το αξίωμα γράφτηκε με αίμα εκεί, στα βουνά της Ηπείρου.
«Σήμερα σκοτώθηκαν δυο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φώναζαν, εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μια μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει το στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για το στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σε ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τους τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στον στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!»
Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού
Κι από πάνω η γυναίκα της Πίνδου. Το ξάφνιασμα αυτό της φύσης
Την είδα να αποχαιρετά το στρατιώτη της και δεν την αναγνώρισα.
Τι έγινε η τρομαγμένη γυναικούλα που δεν είχε άλλη έγνοια παρά το χάδι και τη λατρεία του παιδιού της.
Αποφασιστική ατάραχη, περήφανη
του έδωσε με γενναιότητα το χέρι,
τον φίλησε στο μέτωπο
κι ενώ οι γείτονες συγκινημένοι εθώπευαν τον φαντάρο,
αυτή δε βρήκε τίποτε άλλο να του πει παρά δυο ξερές λέξεις:
-Καλή τύχη
Τις είπε με φωνή τραχειά, σαν να ήταν θυμωμένη.
Ευχή μαζί και προσταγή.
Έτσι αδάκρυτη, στάθηκε το κατώφλι της ώσπου ο φαντάρος χάθηκε στη γωνιά του δρόμου.
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ 1940
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο.
Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή.
Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χόρευαν
οι πέτρες.
Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
Κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
Κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
Μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
Κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.
Και ήρθανε οι Γιορτές…
Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα.
Έθαψαν το μαντίλι της μητέρας
που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί.
Το μαντίλι το λεκιασμένο από το αίμα.
Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι
Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τους μετράνε
Τους μετρούν και κλαίνε.
Λιγοστή και η επικοινωνία
Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.
Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.
Και στα χωριά της Ηπείρου
Όλα τα χωριά κοιμόντουσαν το μολυβένιο ύπνο του μεσονυχτιού.
Άνθρωποι του μόχθου.
Μπορεί να μην ήξεραν πώς κρατάνε το όπλο
Ήξεραν όμως καλά να δείξουν το πώς κρατάνε ψηλά την τιμή της πατρίδας.
Και με τον ίδιο θάνατο πατήσανε τον θάνατό τους.
Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π' αγαπάνε τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία, μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ, που γέρνει πια, με θείαν αταραξία! |
Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου