Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Τον νέο «ήλιο» παρουσίασε ο Βενιζέλος στα 38α γενέθλια του ΠΑΣΟΚ. Παρόντες Παπανδρέου-Σημίτης.

To ανανεωμένο σύμβολο του ΠΑΣΟΚ παρουσίασε ο πρόεδρος του Ευάγγελος Βενιζέλος.

«Επτά αδρές και στέρεες ακτίνες που θέλουμε να λειτουργήσουν ως βάσεις για την ανασύσταση της παράταξης» παρουσιάζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος μιλώντας στην επέτειο για τα 38 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, η οποία ωστόσο σημαδεύτηκε από ηχηρές απουσίες ιστορικών στελεχών, όπως του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, του Ανδρέα Λοβέρδου και της Άννας Διαμαντοπούλου. Παρόντες ωστόσο στην εκδήλωση ήταν οι πρώην Πρωθυπουργοί Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης


Ο κ. Βενιζέλος παρουσιάζει και τον νέο ήλιο του ΠΑΣΟΚ, με επτά ακτίνες, όπως και το 1974, αντί των εννέα που έχει σήμερα.

Με τη φράση «Έλα Γιώργο, καλωσήρθες, σε συνεχάρην στην αρχή της ομιλία μου για την επανεκλογή σου στην Σοσιαλιστική Διεθνή» υποδέχτηκε ο κ. Βενιζέλος τον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος βρισκόταν στη Νότια Αφρική.
Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή της πορείας του Κινήματος από το 1974, με αναφορές στον ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και τα ιστορικά στελέχη Μελίνα Μερκούρη, Γιώργο Γεννηματά, Αναστάση Πεπονή και Αντώνη Τρίτση, ο κ. Βενιζέλος αναφέρεται στους επτά άξονες, τις επτά ακτίνες όπως τις ονομάζει, βάσει των οποίων θα πορευτεί το ΠΑΣΟΚ: 

Εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα, Δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία, Κράτος δικαίου, Κοινωνική δικαιοσύνη, συνοχή και αλληλεγγύη, Η Ελλάδα της δημιουργίας, της εργασίας και της παραγωγής - Η Ελλάδα ανάπτυξης, Ευρωπαϊκή φυσιογνωμία και πορεία της χώρας, οικολογική ευαισθησία. 

Ολοκληρη η ομιλία του κ. Βενιζέλου έχει ως εξής: 

«Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας. Την ερμηνεύω με τρεις τρόπους: Ως τιμή στην ιστορική διαδρομή της παράταξης που την συνδιαμορφώσατε πολλοί από εσάς, 
- Ως ενθάρρυνση των προσπαθειών μας κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες για τον τόπο, 
- Ως διάθεση συμμετοχής σε έναν ανοικτό διάλογο για την ανασύσταση και το μέλλον της ευρύτερης δημοκρατικής, προοδευτικής παράταξης. 

Μπορεί για τον καθένα από εσάς να ισχύουν μια ή περισσότερες από τις ερμηνείες αυτές. Για εμένα είναι σημαντικό ότι σήμερα συγκεντρωθήκαμε εδώ για να μιλήσουμε και πάλι με όρους ιστορικούς και αξιακούς, δηλαδή ουσιαστικά πολιτικούς. Αυτό είναι που δυστυχώς λείπει από τη δημόσια σφαίρα. Έχουμε, άρα, υποχρέωση να το επαναφέρουμε, παρά τη δυσπιστία και την απαξίωση που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία.

Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, με την παρουσίαση της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη, 38 χρόνια πριν, ήταν μια καταλυτική στιγμή στην πολιτική ιστορία της πατρίδας μας. Η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη ήταν η ιστορική, τελετουργική πράξη που συμβόλιζε 
τη ριζοσπαστική μεταπολίτευση, σε αντίθεση με τη συμβατική και συμβιβαστική μεταπολίτευση. 

Την τομή όχι μόνο σε σχέση με την δικτατορία, αλλά και με το προδικτατορικό πολιτικό σύστημα και την αντίληψή του για το ποια είναι και πώς εκφράζεται πολιτικά η ελληνική κοινωνία. 

Στις 3 του Σεπτέμβρη του 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήγαγε στον ελληνικό δημόσιο βίο μία νέα διάσταση. Διαμόρφωσε ένα νέο συλλογικό υποκείμενο. 

Αυτό τελικά προσδιόρισε περισσότερο από κάθε άλλο τη νέα εποχή, την εποχή της Μεταπολίτευσης. 

Πρέπει προφανώς να τοποθετούμε πάντα τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη ως ιδρυτική πράξη του ΠΑΣΟΚ μέσα στα συμφραζόμενά της, ιστορικά και συγκυριακά. 

Κορυφαίο, άλλωστε, συμφραζόμενό της ήταν η ίδια η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, η διαδρομή και οι απόψεις του. 
Όλα όσα συμβαίνουν τότε, γίνονται λίγες μόλις εβδομάδες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου σε εξέλιξη, μέσα σε συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ιστορικής πύκνωσης. 

Κάθε στιγμή εντασσόταν απευθείας στον μακρύ Ιστορικό χρόνο. 

Με τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη εκφράστηκε μια αντισυμβατική, για τα δεδομένα της εποχής, αντίληψη για τον πολιτικό λόγο, την πολιτική οργάνωση, τη διεθνή θέση της χώρας, την ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση και την πολιτική αντιπροσώπευση της κοινωνίας. Άρχισε να διαμορφώνεται η ίδια η αισθητική της Μεταπολίτευσης. 

Πριν, όμως, από όλα αυτά, η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη ήταν μια κραυγή για την ανάγκη αναδρομικής αποκατάστασης ιστορικών αδικιών και αποκλεισμών. 

Ας μην ξεχνάμε ότι τότε, ήταν πολύ νωπή η μνήμη της δεκαετίας του '60 και του μεταεμφυλιακού κράτους. Υπήρχε ακόμη έντονη η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας των εκλογών του 1967 που δεν έγιναν ποτέ. 

Ήταν ακόμη επίκαιρος ο προβληματισμός για τους εσωτερικούς συσχετισμούς, τις αντιφάσεις και τα όρια της προδικτατορικής 
Ένωσης Κέντρου, αλλά και για την ταυτότητα της προδικτατορικής Κεντροαριστεράς. 

Μέσα, συνεπώς, σε αυτές τις συνθήκες η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, όχι τόσο όπως διατυπώθηκε, αλλά όπως προσλήφθηκε από την ελληνική κοινωνία, συγκεφαλαίωσε και επικαιροποίησε τα γενετικά χαρακτηριστικά της δημοκρατικής 
παράταξης. 

Συμβόλισε, με τη χρήση του όρου «Σοσιαλισμός», την αρχή ενός διπλού απογαλακτισμού. Κυρίως πολιτικού και οργανωτικού από το προδικτατορικό κέντρο και κατά βάθος ιδεολογικού από την κομμουνιστική αριστερά. 

Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι με τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη έκανε την πανηγυρική του είσοδο στην πολιτική σκηνή της χώρας ο ριζοσπαστισμός, ως κυρίαρχη αντίληψη μιας κοινωνίας που πάλευε και παλεύει πάντα με τις συντηρητικές της ροπές και αγκυλώσεις. Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο κρίσιμες αντιφάσεις του ελληνικού φαινομένου. 

Η ιδρυτική πράξη του ΠΑΣΟΚ γέννησε τρεις εμβληματικές διατυπώσεις που εξέφρασαν τον εθνικό, τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και γράφτηκαν στην ιστορία του ελληνικού πολιτικού λόγου: 

- Η Ελλάδα στους Έλληνες. Ο εθνικός ριζοσπαστισμός ήταν μια έντονα αντι-εξαρτησιακή θεώρηση της εθνικής κυριαρχίας, έντονα αντιαμερικανική αλλά και αντι-δυτικοευρωπαϊκή στην πρώτη της εκδοχή. Η εθνική ανεξαρτησία μέσα σε ένα διπολικό τότε κόσμο απαιτούσε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη για ένα μεσαίου μεγέθους κράτος, όπως η Ελλάδα, στην Νοτιοανατολική Ευρώπη της εποχής.

Το κρισιμότερο, όμως, ήταν πως έμπαινε στο επίκεντρο μια άλλη προοδευτική αντίληψη για τον πατριωτισμό, συνδέοντάς τον με τη μνήμη της εθνικής αντίστασης, σε αντίθεση προς τα ψυχροπολεμικά, αντικομουνιστικά μοτίβα της μετεμφυλιακής δεξιάς. 

- Οι μη προνομιούχοι ήταν οι πρωταγωνιστές του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. 

Έτοιμοι να ζητήσουν και να λάβουν κοινωνική δικαιοσύνη με την έννοια της αποκατάστασης αδικιών και της άρσης αποκλεισμών, με το κλείσιμο της ψαλίδας, με το αίτημα της αναδιανομής ευκαιριών, αλλά και πόρων. 

Και δίπλα στους μη προνομιούχους, ως ειδικότερη εκδοχή τους, οι μικρομεσαίοι, έτοιμοι να συγκροτήσουν μια ισχυρή, νέα ελληνική μεσαία τάξη. 

- Και τελικά, η πολιτική έκφραση του ριζοσπαστισμού: το καθολικό και απόλυτο αίτημα της Αλλαγής, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, όπως το ένιωθε ο κάθε πολίτης που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως συμμέτοχο ενός νέου πλειοψηφικού ρεύματος, ενός κινήματος ανατροπής. 

Το ΠΑΣΟΚ έγινε έτσι το νέο πολιτικό υποκείμενο, ο μοχλός για την άρση του πολιτικού αποκλεισμού μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. 

Το κίνημα της Αλλαγής ήταν κατ' αρχάς κίνημα γεφύρωσης, με προοδευτικούς όρους ,των μεγάλων διχασμών, από τον παλαιότερο Εθνικό Διχασμό, έως τον νεώτερο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό διχασμό. 

Το πιο κρίσιμο, ίσως, στοιχείο ήταν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου εξ αρχής και σίγουρα μετά το 1977, οπότε και αποκρυσταλλώθηκε το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα, δεν επανέλαβε την επαγγελία μιας αδύνατης επανάστασης, αλλά διατύπωσε με αδρό λόγο την υπόσχεση μια ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. 

Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε σταδιακά - από το 1977 έως το 1981 και μετά άρχισε να αναπαράγεται με διάφορους τρόπους - ένας ισχυρός, μεγάλος συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων που προσδιοριζόταν από το δίπολο αφενός μεν 
«Κράτος-Εξουσία», αφετέρου δε «Αλλαγή-Αναδιανομή». 

Η κοινωνία της Μεταπολίτευσης έγινε έτσι το πεδίο της πολιτικής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από τους επιμέρους εκλογικούς συσχετισμούς και τις πολιτικές εναλλαγές της περιόδου. 

Η αίσθηση της ευθύγραμμης πορείας βελτίωσης και ανόδου του βιοτικού επιπέδου, τα σταδιακά αλλά αμετάκλητα κεκτημένα είχαν στην αρχή μια ριζοσπαστική αθωότητα, πίσω από την οποία, δυστυχώς, ήρθαν και κρύφτηκαν καθοδόν υπερβολές, 
λάθη, ατοπήματα, ενοχές, αντιφάσεις, νέα προνόμια. 

Ήρθε αργότερα η σταδιακή συμφιλίωση με την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η ένταξη του ΠΑΣΟΚ στο κεντρικό ρεύμα των ευρωπαϊκών πολιτικών συσχετισμών και εξελίξεων. 

Ήρθε ταυτόχρονα ο πραγματισμός της κυβερνητικής προοπτικής και της κυβερνητικής ευθύνης, για να ακολουθήσουν οι βαριές ασθένειες του κυβερνητισμού, η μείωση της ριζοσπαστικής έντασης και η κάμψη της ανατρεπτικής διάθεσης, η εξοικείωση 
με τις ιστορικές διαρθρωτικές αδυναμίες του κράτους, της οικονομίας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας . 

Η διαχείριση της εξουσίας αποδείχθηκε μία υπόθεση εξαιρετικά απαιτητική ηθικά για το στελεχικό δυναμικό της παράταξης. Και φυσικά σε αυτές τις απαιτήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο γιατί δεν είμαστε όλοι ίδιοι. 
Το πολιτικό ΠΑΣΟΚ της 3ης του Σεπτέμβρη προηγείται του κοινωνικού ΠΑΣΟΚ που είναι πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ των μεγάλων εκλογικών επιτυχιών, των πλειοψηφικών πολυσυλλεκτικών κυμάτων από το 1981 και μετά. 

Πολύ νωρίς, άλλωστε, φάνηκε ότι όταν φιλοδοξείς να εκφράσεις τόσο μεγάλες πλειοψηφίες και να διαχειριστείς την πορεία της χώρας, μέσα στις προκλήσεις ενός κόσμου που άλλαξε τουλάχιστον δύο φορές (το 1989 και το 2008) στη διάρκεια 
αυτής της διαδρομής, είσαι υποχρεωμένος να ισορροπείς και να συνθέτεις ανάμεσα σε μεγάλες αντιφάσεις που προσδιορίζουν την φυσιογνωμία του ίδιου του Έθνους. 

Το νέο ελληνικό κράτος ήταν ιστορικά πάντα υποχρεωμένο να τοποθετείται ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, καθώς γεννήθηκε ως ιστορικό εργαστήριο για την συγκρότηση ευρωπαϊκών εθνικών κρατών, προερχόμενων από τους κόλπους της 
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Το αίτημα του εκσυγχρονισμού ήταν, συνεπώς, πάντα παρόν, πολύ πριν τον Καποδίστρια, πολύ πριν την πανηγυρική προσχώρηση του επαναστατημένου έθνους στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα του θεσμικού Διαφωτισμού ήδη με το πρώτο 
επαναστατικό σύνταγμα της Επιδαύρου. 

Η σύγκρουση ανάμεσα στο λαϊκό και το εκσυγχρονιστικό, το κοινωνικό και το κυβερνητικό, το ριζοσπαστικό και το συμβατικό, ήταν πάντα μία ζωντανή και εκλογικά αποτελεσματική σύγκρουση για ένα ΠΑΣΟΚ πλειοψηφικό και πολυσυλλεκτικό, που ασκούσε ή διεκδικούσε να ασκήσει άμεσα την εξουσία. 

Δεν είμαστε ως παράταξη καθόλου άμοιροι ευθυνών για τα γονίδια λαϊκισμού και δημαγωγίας που υπάρχουν μέσα στην ελληνική κοινωνία και το ελληνικό πολιτικό σύστημα. 

Χωρίς, όμως, το ΠΑΣΟΚ και τις δικές του τολμηρές πρωτοβουλίες και αντιφάσεις δεν θα είχε διατυπωθεί η αλληλουχία των μεγάλων στόχων της κοινωνίας και του έθνους τα τελευταία 38 χρόνια: 

- από την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και την κοινωνική δικαιοσύνη, έως τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την ανάγκη για ένα νέο εθνικό μοντέλο ανάπτυξης 

- από την αναδιανομή έως την ανταγωνιστικότητα

- από την διεκδίκηση των ΜΟΠ και των κονδυλίων της ΚΑΠ έως την επώδυνη διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης 

- και από την αλλαγή έως την ανάγκη για μια κουλτούρα δύσκολων, αλλά αναγκαίων, πολιτικών συνεργασιών και συνυπάρξεων. 
Αυτά δεν είναι όμως μόνο μια ιστορία ιδεών, αποφάσεων, θεσμών, πρωτοβουλιών, συγκρούσεων, παρεκκλίσεων. Είναι και μια ιστορία προσώπων με αγωνίες και πάθη, με αντοχές και αδυναμίες. 

Και όταν λέω πρόσωπα δεν εννοώ μόνο, ή κυρίως, τους επώνυμους πρωταγωνιστές αυτής της σχεδόν επικής ιστορίας, αλλά το κορυφαίο πρόσωπο του ίδιου του ελληνικού λαού που είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής. 

Σήμερα βρίσκεται νοερά εδώ η μορφή του Ανδρέα Παπανδρέου και μαζί του, της Μελίνας, του Γιώργου Γεννηματά, του Αναστάση Πεπονή, του Αντώνη Τρίτση και τόσων άλλων που τίμησαν την ιστορία της παράταξης. 

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι βρίσκεται εδώ το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, μέσα σε ένα άλλο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό που θέτει σε αμφισβήτηση τα πάντα. Αλλά το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ. Αντιμέτωπο με τα βάρη του παρελθόντος ,τις μεγάλες ευθύνες 
για τη διαχείριση του παρόντος, αλλά και με την υποχρέωση να φανταστεί και να σχεδιάσει το μέλλον. 

Το κρίσιμο, συνεπώς, ερώτημα είναι, γιατί μέσα στα τελευταία δυόμισι χρόνια άλλαξε ριζικά η κοινωνική και εθνική μας αυτοσυνειδησία, η αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας για τον εαυτό της; 

Τι ήταν αυτό που έκανε να λησμονηθούν εντυπωσιακές διεθνοπολιτικές πρωτοβουλίες, θαρραλέες θεσμικές τομές, μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις και να έρθουν στην επιφάνεια μόνο τα προβλήματα, οι μειονεξίες, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρες; 

Στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των ίδιων των οπαδών της παράταξης, το ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε όχι με όσα άλλαξαν προς το καλύτερο στον τόπο μας από το 1981 και μετά, αλλά μόνο με την δύσκολη 
διαχείριση μιας πολλαπλής και βαθειάς κρίσης του μοντέλου οργάνωσης του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας. Με την ανατροπή των βεβαιοτήτων που είχαν επικρατήσει. Με δημοσιονομικά μέτρα, περικοπές μισθών και συντάξεων και επανατοποθέτηση κεκτημένων. 

Στο επίπεδο της ιστορίας και του εθνικού συμφέροντος υπάρχουν προσαρμογές που κρίνονται ορθολογικές και αναγκαίες προκειμένου να διασφαλιστούν μείζονα αγαθά, όπως η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και η συμμετοχή της στην Οικονομική και 
Νομισματική Ένωση. 

Προκειμένου να αποφευχθεί η πολύ χειρότερη κρίση που θα προκαλέσει όχι η έξοδος από το ευρώ και μια σειρά υποτιμήσεων του νέου εθνικού νομίσματος, αλλά η αδυναμία της Ελλάδας να θωρακιστεί απέναντι στη βαθειά διαρθρωτική κρίση της 
Ευρώπης, μέσα σε μια διεθνή οικονομία που στερείται βασικών θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης με στοιχειώδη πολιτική διαφάνεια και ελάχιστο έστω δημοκρατικό έλεγχο. 

Προκειμένου να αποφευχθεί η μόνιμη περιθωριοποίηση της χώρας μέσα σε μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων και κλειστών διευθυντηρίων που λειτουργούν απροκάλυπτα ,χωρίς καμία ευαισθησία απέναντι σε λαούς, έθνη και κοινωνίες. 
Αυτά, όμως, είναι προφανές ότι δεν γίνονται αντιληπτά με τον ίδιο τρόπο μέσα στον τρέχοντα οικονομικό και πολιτικό χρόνο, σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο. 

Η μείωση του εισοδήματος, η ανεργία, η ύφεση, η απειλή της φτώχειας, η ανασφάλεια ως βιώματα και πραγματικές καταστάσεις λειτουργούν πολιτικά μέσα στη συγκυρία, χωρίς να περιμένουν την τελική κρίση της ιστορίας που γράφεται 
εκ των υστέρων και χωρίς να αντισταθμίζονται από τις αναμνήσεις παλαιότερων εποχών και τη σύγκριση με χειρότερες καταστάσεις που αποφευχθήκαν ή πρέπει να αποφευχθούν. 

Μίλησα για την πολιτική και ηθική δοκιμασία της παράταξης πολύ πρόσφατα, στην εναρκτήρια συνδιάσκεψη της 6ης Ιουλίου. 
Σήμερα, θέλω να εστιάσω την προσοχή μου στο ερώτημα αν μετά τη συνολική εμπειρία της περιόδου από το 1974 μέχρι τώρα, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής κατάστασης που διαμορφώθηκε στη χώρα μετά τις δίδυμες εκλογές του 
Μαΐου και του Ιουνίου, έχει νόημα να μιλήσουμε ξανά για ιδέες, αξίες και αρχές. 

Ξέρω πόσο μεγάλη είναι η δυσπιστία που απορρέει κυρίως από την απογοήτευση που προκάλεσε η διάψευση των βεβαιοτήτων, αλλά και ο φόβος πως η κρίση δεν έχει κλείσει τον κύκλο της. 

Ξέρω ότι όσα πω σήμερα τελούν υπό την κρίση δύσκολων αποφάσεων που καλούμαστε να πάρουμε τις επόμενες ημέρες. 
Ζούμε μάλιστα μετά τις εκλογές Ιουνίου και το σχηματισμό της Κυβέρνησης συνεργασίας μια νέα εκδοχή του ελληνικού παράδοξου: Μέχρι της εκλογές, όσο σηκώναμε το βάρος της διαχείρισης της κρίσης ουσιαστικά μόνοι μας, όλοι, 
αριστεροί και δεξιοί όλων των αποχρώσεων και βέβαια οι σημερινοί μας εταίροι μας ασκούσαν κριτική από τα «αριστερά» στο όνομα μιας αντιμνημονιακής δημαγωγικής ρητορείας που είχε έτοιμες εύκολες εναλλακτικές λύσεις. 

Τώρα υφιστάμεθα κριτική και από τα «δεξιά», επειδή τολμάμε να κατανοούμε τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς. Επειδή θεωρούμε υποχρέωση μας να λέμε την αλήθεια στον ελληνικό Λαό για τους κινδύνους. 

Και κυρίως επειδή τολμάμε να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε την εξέλιξη της προηγούμενης φάσης της διαπραγμάτευσης, το περιεχόμενο της ίδιας της δανειακής σύμβασης που περιέχει τη ρήτρα της βαθύτερης ύφεσης και της παράτασης .Επειδή 
τολμάμε να θυμόμαστε τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις και να κατανοούμε την διασύνδεση και την αλληλουχία των κρίσιμων δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεγεθών. 

Αντί να λειτουργούν κάποιοι ως όψιμοι κεκράκτες της Ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης, ας προσέχουν περισσότερο τις προτάσεις μας για την Εθνική στρατηγική και τους άξονες αυτής της φάσης της διαπραγμάτευσης. 

Είχα την ευκαιρία να αναφερθώ αναλυτικά στα κρίσιμα, τρέχοντα ζητήματα στην τελευταία συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας, πριν λίγες ημέρες. Σήμερα αρκεί να κάνω μια μόνο παρατήρηση:

Στόχος μου είναι να μπορέσω να διαβεβαιώσω και εγώ τον ελληνικό Λαό ότι αυτό είναι πράγματι το τελευταίο σκληρό και επώδυνο πακέτο μέτρων που πρέπει να είναι εσωτερικά ισορροπημένο και δίκαιο. Στόχος μου είναι να μπορέσω να διαβεβαιώσω επιπλέον τον ελληνικό Λαό ότι αυτό το πακέτο δημοσιονομικών μέτρων συνοδεύεται από δυο αντίρροπα πακέτα 
αναπτυξιακών και κοινωνικών μέτρων που μπορούν να ανασχέσoυν την ύφεση και να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης έστω από το 2014. 

Ένα πακέτο εσωτερικών πρωτοβουλιών που δεν πρέπει να καθυστερήσουν ούτε λεπτό, αλλά και ένα πακέτο άμεσων κινήσεων που πρέπει να κάνουν οι εταίροι μας -στο πλαίσιο της υφιστάμενης δανειακής σύμβασης, χωρίς την περιβόητη πρόσθετη 
χρηματοδότηση -προκειμένου να αλλάξουν τα επίπεδα ρευστότητας και κυρίως οι επικοινωνιακές εντυπώσεις που αδικούν και υπονομεύουν την ελληνική προσπάθεια. Αυτό είναι, πολύ συνοπτικά, αυτό που ζητάμε. Αυτό που προτείνουμε ως 
διαπραγματευτικό πλαίσιο. Και απορώ ποιος στην Ελλάδα και γιατί μπορεί να μη το καταλαβαίνει ή να διαφωνεί. 
Πριν όμως διασφαλιστούν αυτά τα ελάχιστα και θεμελιώδη ούτε στην Βουλή μπορούμε να παρουσιάσουμε μια πλήρη γραμμή, ούτε τον ελληνικό Λαό να διαβεβαιώσουμε ότι αυτό είναι πράγματι το τελευταίο πακέτο επώδυνων μέτρων 
και ότι η επάνοδος σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης έρχεται σε ορατό χρόνο. 

Ακριβώς όμως επειδή και τα δυο αυτά είναι εφικτά, θέλουμε να διασφαλιστούν στο πλαίσιο μιας καλόπιστη, έντιμης και ολοκληρωμένης συνεννόησης με τους εταίρους μας, όπως προβλέπει ρητά η ισχύουσα δανειακή σύμβαση και όπως λέει η κοινή 
λογική και η ζωτική ανάγκη της εθνικής οικονομίας, αλλά και της ευρωζώνης συνολικά. 
Ξέρω, όμως, ταυτόχρονα

- πως ο τόπος αυτός έχει τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές- πως όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα και ασφαλέστερα πολύ σύντομα- πως η Ελλάδα μπορεί να βγει από την περιδίνηση της κρίσης πολύ πιο ισχυρή τα δύο επόμενα χρόνια, εφαρμόζοντας ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης για το οποίο μιλήσαμε και μιλάμε με ειλικρίνεια, τεκμηρίωση και πάθος τους τελευταίους 
μήνες. 

Όχι για να καλύψουμε τις ανάγκες ενός προεκλογικού λόγου, αλλά γιατί δεν μπορεί να καταβυθιστεί ούτε η πατρίδα ούτε η παράταξη σε μια συζήτηση αποκλειστικά δημοσιονομικού ή χρηματο-οικονομικού επιπέδου. 

Το μέλλον δεν περιγράφεται με αριθμούς, αλλά με ιδέες, η αξιοπιστία των οποίων κρίνεται στην κατάσταση και τη συνείδηση των ανθρώπων, όπου τελικά επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται οι αριθμοί. 

Αυτό, όμως, που λέω, ανεβάζει πολύ τον πήχη των ιδεών, γιατί, όπως έλεγε ο Κέυνς, αυτές κυβερνούν τον κόσμο. - Οι ιδέες βρίσκονται πίσω από τις οικονομικές αντιλήψεις και τις πολιτικές που κυριαρχούν κάθε φορά. 
- Κάποιες ιδέες βρίσκονται πίσω από τις διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και τις αδράνειες, τις αδικίες, τις αντιφάσεις, τα αδικαιολόγητα προνόμια, τα βολέματα, τις συμπαιγνίες, τις υστερήσεις που οδήγησαν στη απώλεια του δημοσιονομικού και χρηματοοικονομικού ελέγχου, στην εγκατάλειψη της παραγωγής, στη μείωση της ανταγωνιστικότητας, στην δανειακή εξάρτηση και τελικά στην ταπείνωση μιας χώρας με τεράστιο εθνικό πλούτο και σπάνια συγκριτικά πλεονεκτήματα. 

- Συντηρητικές ιδέες, σε τελική ανάλυση, ευθύνονται τόσο για την δημοσιονομική και χρηματο-οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη αλλά και διεθνώς, όσο και για τον συγκεκριμένο τρόπο πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης της κρίσης που την επιδεινώνει, την ανακυκλώνει και την ανατροφοδοτεί. 

- Οι συντηρητικές ιδέες που κυριαρχούν διεθνώς είναι αυτές που εμποδίζουν την Ελλάδα να πείσει τους εταίρους της για μια λιγότερο υφεσιακή και περισσότερο αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης. 

- Αντιλήψεις που δυστυχώς καλλιεργήσαμε μόνοι μας, προσφέρουν τη βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται τα άδικα και αβάσιμα στερεότυπα σε βάρος της Ελλάδας και των Ελλήνων, πέρα από τις αναμφισβήτητες κι προφανείς ευθύνες που έχουμε 
εμείς οι ίδιοι για την κατάστασή μας. 

- Ιδεολογική ήταν η ήττα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας πολύ πριν την κρίση και τέτοια εξακολουθεί να είναι κατά τη διάρκειά της, παρά τις προσπάθειες που γίνονται να διατυπωθεί, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ένας άλλος πολιτικός και 
οικονομικός λόγος. Παρά τις ελπίδες που δημιουργεί η πολιτική αλλαγή στη Γαλλία, αλλά και η σταδιακή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας από όσες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κόμματα μετακινούνται σταδιακά από τις νεοφιλελεύθερες εμμονές, έστω στον πραγματισμό. 

Ακόμη και στη Γερμανία, η δημοσιονομική αντοχή και ο εξαγωγικός δυναμισμός της οποίας οφείλει πολλά στην κυβέρνηση Σρέντερ, η δεξιά είναι αυτή που εισπράττει το πολιτικό όφελος Τρεις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις στη Νότια Ευρώπη, στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, που βρίσκονται στην εστία της κρίσης, έδωσαν τη θέση τους σε αλλά κυβερνητικά σχήματα. Το ίδιο στην Ουγγαρία που βρίσκεται εκτός ευρωζώνης αλλά εντός κρίσης.

Έχουμε, συνεπώς, όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να διατυπώσουμε ένα λόγο αξιακό, πάνω στον οποίο μπορεί να αναπτυχθούν οι αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες και πρακτικές που διαμορφώνουν το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. 
Γιατί μόνο η επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου θα μας επιτρέψει να έχουμε ξανά ουσιαστικό λόγο για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. 

Όσα λέμε άλλωστε αφορούν το ΠΑΣΟΚ και τη φυσιογνωμία του, αλλά και τη σημερινή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, οι απόψεις της οποίας διαθλώνται συχνά μέσα από τα πολλαπλά κάτοπτρα των εθνικών πολιτικών συσχετισμών και 
σκοπιμοτήτων, των κυβερνητικών ή αντιπολιτευτικών αναγκών, των εκλογικών κύκλων. 

Γιατί δεν πρέπει πότε να ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη κυβερνά πάντοτε ένας κυλιόμενος μεγάλος συνασπισμός με τη συμμετοχή κυρίως συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων με μεταβαλλόμενο εσωτερικό συσχετισμό καθώς 
μεταβάλλονται τα δεδομένα ανά χώρα, αλλά μένει λίγο -πολύ σταθερή η γενική Ευρωπαϊκή εικόνα. 
Δεν πρέπει να ξεχνάμε : 
- ότι οι ευρωπαϊκοί πολιτικοί συσχετισμοί είναι, παρόλα αυτά, κυρίως διακρατικοί και όχι ιδεολογικοί 
- ότι τις περισσότερες φορές ισχυρότερη είναι η διάκριση ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση και την εκάστοτε αντιπολίτευση, παρά η διάκριση ανάμεσα σε πολιτικές και ιδεολογικές παρατάξεις 
- και άρα η εναλλαγή στην εξουσία είναι συχνά το ισχυρότερο πολιτικό επιχείρημα των κομμάτων εξουσίας και στις δυο πλευρές του φάσματος» 

www.tanea.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: