ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα παρακάτω στοιχεία τα έχουμε συλλέξει από το διαδίκτυο( site, blog, You tube, facebook, βικιπαίδεια). Εάν σε μερικά από αυτά κάποιος έχει πνευματικά δικαιώματα και δεν επιθυμεί να δημοσιευτούν ας μας τηλεφωνήσει στο 6977266641
Χριστόφορος Ευθυμίου
Δείτε τα
video
Μάρμαρα
Τα Μάρμαρα (Δημοτική Κοινότητα Μαρμάρων - Δημοτική
Ενότητα ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ), ανήκουν στον δήμο ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ της Περιφερειακής Ενότητας
ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική
διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".
Η
επίσημη ονομασία είναι "τα Μάρμαρα". Έδρα του δήμου είναι τα Ιωάννινα και
ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της
Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, τα Μάρμαρα ανήκαν στο Τοπικό
Διαμέρισμα Μαρμάρων, του πρώην Δήμου ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Τα
Μάρμαρα έχουν υψόμετρο 830 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό
πλάτος 39,6532186001 και γεωγραφικό μήκος 20,7947931585. Οδηγίες για το πώς θα
φτάσετε στα Μάρμαρα θα βρείτε εδώ.
Το χωριό
Μάρμαρα βρίσκεται στα δυτικά της πόλης των Ιωαννίνων
και απέχει μόλις 7 χιλιόμετρα απο το κέντρο της πόλης. Χτισμένο σε σημείο
τέτοιο, με πανοραμική θέα στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και τη λίμνη Παμβώτιδα
αποτελεί ένα απο τα ωραιότερα χωριά των Ιωαννίνων. Το ξηρό και απαλαγμένο απο
την υγρασία της πόλης κλίμα καθώς και η μικρή απόσταση απο τη πόλη καθιστούν το
χωρίο των Μαρμάρων πόλο έλξης για μόνιμη κατοικία. Σήμερα αριθμεί 700 περίπου
κατοίκους ενώ απο το 1997 αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Ιωαννιτών.
Ένα
εξαιρετικό βιβλίο που έγραψε ο κ. Χάρης Λεοντάρης και αναφέρεται στο χωριό του
τα Μάρμαρα (Σαδοβίτσα) Ιωαννίνων και στους αγώνες των συγχωριανών του για την
απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους, θα παρουσιάσουμε σε επόμενες
αναρτήσεις μας. Περιέχει πολλές πληροφορίες για την εποχή εκείνη καθώς και
πλούσιο φωτογραφικό υλικό που είναι χρήσιμα για τη μελέτη της τοπικής μας
ιστορίας.
...Με τη μονογραφία του κ. Χάρη Λεοντάρη, αναφορά στην ιστορία της
ιδιαίτερης πατρίδας του, "Η Σαδοβίτσα στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων
(1912-13)", έρχονται στην επιφάνεια αλήθειες ξεχασμένες, που μπορούν να μας
βοηθήσουν να εξηγήσουμε το παρόν και να το προβάλουμε στο μέλλον...
Ο
συγγραφέας, με την υπευθυνότητα που τον διακρίνει, ανασύρει μνήμες, ήθη και
έθιμα, τοπωνύμια, δοξασίες και λεπτές συμπεριφορές των απλών ανθρώπων... το
μεγαλείο του λαού μας...
Οι Πόροι του Υπεδάφους της Ηπείρου ως Παράγοντες Ισόρροπης Ανάπτυξης
Περίληψη
H περιοχή της Ηπείρου, λόγω της
γεωλογικής της δομής και της γεωγραφικής της θέσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον για
βιομηχανικά ορυκτά, ενεργειακές πρώτες ύλες, υπόγεια νερά και γεωθεριμική
ενέργεια. Στη κατηγορία των Βιομηχανικών ορυκτών και πετρωμάτων περιλαμβάνονται
μεγάλα κοιτάσματα φωσφοριτών με αποθέματα εκατοντάδων εκ. τόνων, κοίτασμα
ορυκτού άλατος στο Μονολίθι Ιωαννίνων με αποθέματα 15 εκ. τόνων μέσης
περιεκτικότητας 70-80% σε ΝaCl, κοίτασμα ορυκτής γύψου στη Βρυσέλλα Θεσπρωτίας
με αποθέματα 100 εκ. τόνων και περιεκτικότητα 90-95% σε γύψο, κρυσταλλικοί
ασβεστόλιθοι όπως τα γνωστά μάρμαρα Ιωαννίνων με ελάχιστα λειτουργούντα λατομεία
σήμερα, κοίτασμα αργίλων στο Ριζοβούνι Πρέβεζας κατάλληλο για παραγωγή κεραμικών
προϊόντων, και τα λευκά ανθρακικά πετρώματα στους νομούς Πρέβεζας και
Θεσπρωτίας. Στην κατηγορία των ενεργειακών πρώτων υλών έχει εντοπιστεί κοίτασμα
τύρφης κατάλληλο για λαχανοκομικές και ανθοκομικές καλλιέργειες στη Κορώνη
Πρέβεζας, ένα παρόμοιο μικρού μεγέθους κοίτασμα στο Πέραμα - Σιστρούνι
Ιωαννίνων, και το κοίτασμα λιγνίτη Ιωαννίνων κατάλληλο για την παραγωγή
οργανοχουμικών λιπασμάτων με αποθέματα 42 εκ. τόνους. Στον τομέα των υπόγειων
νερών, σε γενικές γραμμές η υδρευτική κατάσταση στην Ήπειρο είναι καλή και
συνοψίζεται στα ακόλουθα: Τα υπόγεια αποθέματα νερού του υδατικού διαμερίσματος
της Ηπείρου είναι 2,5 109 κ.μ. ετησίως. Η ποσότητα αυτή υπερεπαρκεί για την
κάλυψη των αναγκών ύδρευσης, που ανέρχονται σε 50 106 κ.μ. νερού/ετος με
εκτίμηση πληθυσμού θερινής περιόδου ίση με 450.000 κατοίκους. Όλοι οι δήμοι και
οι κοινότητες υδρεύονται από υπόγεια νερά. Τα σημεία υδροληψίας είναι πηγές ή
γεωτρήσεις και σε ελάχιστες περιπτώσεις πηγάδια. Το 75% της ποσότητας νερού
απολαμβάνεται από καρστικούς υδροφόρους. Η διαθεσιμότητα νερού είναι 7.500
κ.μ./άτομο/έτος, αριθμός που φανερώνει ότι το διαμέρισμα είναι το πλέον
πλεονασματικό της χώρας. Προβλήματα ύδρευσης υπάρχουν και οφείλονται στην
ανομοιόμορφη κατανομή πληθυσμού και πηγαίου νερού, στο μορφολογικό ανάγλυφο,
στην έλλειψη έργων ύδρευσης, στην παλαιότητα του δικτύου, στη ρύπανση από
ανθρωπογενείς δραστηριότητες και στη μεγάλη συγκέντρωση διαλυμένων αλάτων.
Τέλος, στον τομέα της γεωθερμικής ενέργειας έχει εντοπιστεί ένα νέο γεωθερμικό
πεδίο στη θέση Καβάσιλα Κόνιτσας με θερμοκρασία νερού μεγαλύτερη των 32 °C με
πολύ καλές προοπτικές για την αξιοποίησή του σε ιαματική και γεωργική χρήση,
αφού ήδη εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από τοπικούς επενδυτές. Επίσης, το γνωστό
γεωθερμικό πεδίο Συκιών Άρτας με οροφή του ταμιευτήρα στα 280 μ. από την
επιφάνεια, θερμοκρασία νερού στους 50 °C, παροχή γεώτρησης 70 κ.μ./ώρα, θερμική
ενέργεια ισοδύναμη με 4.000 T.I.Π./έτος και άριστες προοπτικές αξιοποίησης σε
τομείς, όπως θερμοκήπια, ιχθυοκαλλιέργειες και αντιπαγετώδη προστασία των
καλλιεργειών των εσπεριδοειδών.
Βιομηχανικά ορυκτά και
πετρώματα
Στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, επικρατούν τα μη μεταλλικά
ορυκτά. Στην κατηγορία αυτή, εκτός από τις ενεργειακές πρώτες ύλες και τα
υπόγεια νερά ανήκουν βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα με τα οποία ο άνθρωπος,
από την πρώτη στιγμή που εμφανίσθηκε στον πλανήτη μας, συνδέθηκε αναπόσπαστα και
εξαρτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από αυτά.
Το Ι.Γ.Μ.Ε., μέσα από τα ερευνητικά
του προγράμματα ερεύνησε και μελέτησε τα παρακάτω μη μεταλλικά ορυκτά και
πετρώματα.
Φωσφορίτες
Μετά από
συστηματικές έρευνες (1976 -1982), εντοπίσθηκαν μεγάλα κοιτάσματα φωσφοριτών των
οποίων τα αποθέματα ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια τόννους. Όμως λόγω
χαμηλής περιεκτικότητας σε πεντοξείδιο του φωσφόρου P2O5= 10 - 12%) και παρά τις
σοβαρές προσπάθειες για εμπλουτισμό του μεταλλεύματος, δεν βρέθηκε η οικονομικά
συμφέρουσα μέθοδος εμπλουτισμού η οποία θα οδηγούσε στην αξιοποίηση τους για την
παραγωγή λιπασμάτων.
Ορυκτό
αλάτι
Βόρια του χωριού Μονολίθι Ιωαννίνων, μελετήθηκε κοίτασμα
ορυκτού άλατος. Η έρευνα μετά από επαναθεώρηση κυρίως οικονομικών στοιχείων
σχετικά με την εκμετάλλευση του κοιτάσματος, σταμάτησε το 1983 αφού βεβαιώθηκαν
αποθέματα 10-15 εκατομμυρίων τόννων μέσης περιεκτικότητας σε
NaCl=70-80%.
Ορυκτή γύψος
Τo
Ι.Γ.Μ.Ε, ερεύνησε το μεγάλο κοίτασμα ορυκτής γύψου στη Βρυσέλλα Θεσπρωτίας.
Πρόκειται για το αξιολογότερο κοίτασμα της Ηπείρου με εκμεταλλεύσιμα αποθέματα
της τάξης των 100 εκατομμυρίων τόννων και μέσης περιεκτικότητας σε καθαρή γύψο
90-95%.
Παράλληλα μελέτησε και τα μεγάλα κοιτάσματα του Ν. Αιτωλ/νίας σε ένα
δε από αυτά (περιοχή Κατούνας) γίνεται εκμετάλλευση του υλικού για παραγωγή
προϊόντων γύψου (γυψόπλακες, γυψοσανίδες, γύψος καλλιτεχνικός κ λ, π.).
Μάρμαρα
Στην Δυτική Ελλάδα λόγω του
ιζηματογενούς χαρακτήρα των πετρωμάτων που την καλύπτουν, επικρατούν
κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι οι οποίοι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να
αξιοποιηθούν ως μάρμαρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων πετρωμάτων
αποτέλεσαν τα γνωστά μάρμαρα Ιωαννίνων το οποία, μέχρι τα μισά της δεκαετία του
80, γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη. Περιορισμένες εξορύξεις κατά κύριο λόγω
περιστασιακές αναπτύχθηκαν και σε περιοχές των Νομών Άρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας
και Αιτωλοακαρνανίας.
Μετά το 1985 επηρεάστηκε αρνητικά η τοποθέτηση του
Γιαννιώτικου μαρμάρου στην διεθνή και ντόπια αγορά με αποτέλεσμα ελάχιστα
εργοστάσια επεξεργασίας να λειτουργούν σήμερα. Παράλληλα, τεράστιες ποσότητες
στείρων υλικών (μπάζα) εγκαταλείφθηκαν στους χώρους εκμετάλλευσης δημιουργώντας
έτσι εκτός των άλλων και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Το ΙΓΜΕ, στα πλαίσια του
Β' ΚΠΣ, υλοποίησε ερευνητικό πρόγραμμα με στόχο την αξιοποίηση των υλικών αυτών
στον τομέα των πληρωτικών υλικών και την παράλληλη αποκατάσταση του
περιβάλλοντος. Τα αποτελέσματα του ερευνητικού αυτού προγράμματος υπήρξαν αρκετά
ικανοποιητικά.
Αργιλικές πρώτες
ύλες
Στα πλαίσια των ερευνητικών του προγραμμάτων το ΙΓΜΕ
ερεύνησε και μελέτησε κοίτασμα αργίλων νότια του χωριού Ριζοβούνι
Πρέβεζας.
Τα αποτελέσματα κρίθηκαν θετικά με αποθεματικό δυναμικό της τάξεως
των 3.5 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων κατάλληλο για παραγωγή κεραμικών
προϊόντων.
Λευκά ανθρακικά
πετρώματα
Γενικώς τα ανθρακικά πετρώματα στα οποία
συμπεριλαμβάνονται οι ασβεστόλιθοι και οι δολομίτες εκτός από την παραδοσιακή
τους χρήση σαν δομικό υλικό βρίσκουν εφαρμογή, κάτω από ειδικές προδιαγραφές
χημικής σύστασης, κοκκομετρίας λευκότητας βαθμού αλέσεως κλπ. σε πάρα πολλούς
βιομηχανικούς τομείς. Ο σημαντικότερος ίσως τομέας που βρίσκουν εφαρμογή είναι
αυτός των πληρωτικών και επικαλυπτικών. Πρόκειται για λεπτόκοκκα υλικά τα οποία
χρησιμοποιούνται είτε για την αύξηση του όγκου είτε για την βελτίωση των οπτικών
ιδιοτήτων του τελικού προϊόντος.
Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές από τις
πολυάριθμες εφαρμογές των υλικών αυτών όπως: παρασκευή χρωμάτων - κάθε είδους
στόκων - πλαστικών αντικειμένων - στεγανωτικών υλικών - καλλυντικών - πληρωτικών
και επικαλυπτικών χαρτιού -λιπαντικών - εντομοκτόνων - λευκών βερνικιών - λευκής
μελάνης - φαρμάκων και φαρμακευτικών υλικών κλπ.
Το ΙΓΜΕ μελέτησε τέτοιες
εμφανίσεις υλικών στα Ιόνια νησιά όπου λειτουργεί ήδη μεγάλη μονάδα επεξεργασίας
λευκών ασβεστολίθων (Κεφαλλονιά). Επίσης στα πλαίσιο του ΠΕΠ Ηπείρου (Β' ΚΠΣ)
εντόπισε και μελέτησε μεγάλες εμφανίσεις λευκών ανθρακικών πετρωμάτων στους
Νομούς Πρέβεζας και Θεσπρωτίας.
Σκληρά αδρανή
πετρώματα
Με κοιτασματολογικές αναγνωρίσεις και μελέτες, το
ΙΓΜΕ συνέβαλε στον εντοπισμό κατάλλήλων πετρωμάτων για αδρανή υλικά
γενικώς.
Παράλληλα στα πλαίσια ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε
από τα ΠΕΠ Ηπείρου (Β' ΚΠΣ), μελέτησε τα υπερβασικά πετρώματα και τους ψαμμίτες
της Πίνδου για τον εντοπισμό σκληρών αδρανών υλικών. Αν και τα αποτελέσματα δεν
υπήρξαν απόλυτα ικανοποιητικά, εν τούτοις εντοπίστηκαν σημαντικά αποθέματα
τέτοιων υλικών τα οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να
αξιοποιηθούν για αντιολισθηρές χρήσεις.
Ενεργειακές πρώτες ύλες
Στη
κατηγορία αυτή έχουν εντοπιστεί κοίτασμα σε διαφορετικές περιοχές της
περιφέρειας Ηπείρου. Συγκεκριμένα έχουν βρέθηκαν τα ακόλουθα
κοιτάσματα:
Κορώνη Πρέβεζας:
Εντοπίστηκε κοίτασμα τύρφης μικρού μεγέθους λιμνοτελματικού τύπου. Το απολήψιμο
απόθεμα ανέρχεται σε 2.97 106 m3 τύρφης ως έχει. Η τέφρα επί ξηρού είναι 31%, η
υγρασία βρέθηκε 84.9% τo pH 5.7 η αγωγιμότητα 2580 μS/cm, οι ίνες 67%. Λόγω του
μικρού μεγέθους του κοιτάσματος, του μικρού ενεργειακού περιεχομένου και κύρια
του γεγονότος ότι βρίσκεται πολύ μακριά από ηλεκτροπαραγωγικά κέντρα έγινε
έρευνα βιολογικών δοκιμών με σκοπό αξιοποίησης του υλικού στην γεωργία. Τα
αποτελέσματα ήταν θετικά. Προέκυψε σαν τελικό συμπέρασμα ότι η τύρφη Κορώνης
Πρέβεζας είναι γενικά κατάλληλη για λαχανοκομίες και ανθοκομικές
καλλιέργειες.
Καλοδίκι Θεσπρωτίας:
Εντοπίστηκε εκτεταμένος τυρφώνας πλάτους 0.7 Κm και μήκος 3.5 Km. Το πάχος του
κοιτάσματος ξεπερνά τα 5 μέτρα. Ο χώρος είναι ενεργός υδροβιότοπος, σχεδόν
μόνιμα πλημμυρισμένος και δεν έγινε συστηματική διερεύνηση.
Πέραμα - Σιστρούνι Ιωαννίνων: Εντοπίστηκε
μικρού μεγέθους κοίτασμα τύρφης λιμνοτελματικού τύπου. Το απολήψιμο απόθεμα
είναι 1 106 m3 σε μια έκταση, περίπου 1 Κm2 . Η τέφρα επί ξηρού είναι 43.58%, η
υγρασία 80.66%, η αγωγιμότητα 933.36 μS/cm και το pH 5.3. Πρόκειται για
καλαμόψαθο τύρφη ανάλογων ποιοτικών χαρακτηριστικών με αυτά του τυρφώνα
Κορώνης.
Λεκάνη Ιωαννίνων - Κοίτασμα
Ιωαννίνων: Εντοπίστηκε κοίτασμα λιγνίτη αποτελούμενο από δύο
στιβάδες ανεξάρτητες. Το απολήψιμο απόθεμα ανέρχεται σε 47 106 τόννους. Το
περιεχόμενο της υγρασίας είναι 65.5%, η τέφρα επί ξηρού είναι 34%, η Κ.Θ.Ι. επί
φυσικού είναι 816 Κcal/kg. H σχέση εκμεταλλευσιμότητας είναι 6.8:1 και αφορά το
εκμεταλλεύσιμο απόθεμα, το οποίο μπορεί να τροφοδοτήσει μια μονάδα
ηλεκτροπαραγωγής 125 MW για 21 χρόνια και το οποίο ανέρχεται σε 44 106 τόννους.
Λόγω περιβαλλοντολογικών προβλημάτων, που θα δημιουργούσε η καύση του λιγνίτη
για ηλεκτροπαραγωγή σ' ένα στενό χώρο και με ιδιαίτερη ιστορία, η ΔΕΗ δεν
συμπεριέλαβε στα μελλοντικά της σχέδια την αξιοποίηση του λιγνίτη για τον σκοπό
αυτό.
Ο λιγνίτης Ιωαννίνων αποδείχθηκε κατάλληλος για χρήση σε οργανοχουμικά
λιπασμάτα. Η εκμετάλλευση του υπό αυτή την προοπτική δεν απαιτεί μεγάλες
εγκαταστάσεις. Τα απολήψιμα αποθέματα του λιγνίτη για την αξιοποίηση του στην
γεωργία ανέρχονται σε 42 106 τόννους και για τις δύο λιγνιτοφόρες στοιβάδες.
Τοξικές ουσίες δεν ανιχνεύθηκαν.
Υδρολογική κατάσταση της περιφέρειας
Ηπείρου
Το ΙΓΜΕ από την ίδρυση της Περιφερειακής μονάδας στην Ήπειρο
(1976) αλλά και πολύ νωρίτερα έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις συνθήκες ύδρευσης
των Δήμων και Κοινοτήτων και των τεσσάρων Νομών της Περιφέρειάς Ηπείρου. Τόσο
στα πλαίσια των ερευνητικών προγραμμάτων όσο και με την ευκαιρία άλλων
προγραμμάτων των Δήμων των Νομαρχιών και της Περιφέρειας έχει πραγματοποιηθεί
ένα πλήθος εργασιών υδρογεωλογικού περιεχομένου που στόχο έχουν την ικανοποίηση
των υδρευτικών αναγκών και την βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων.
Αναλυτικότερα τα κύρια αντικείμενα αυτών των εργασιών μπορούν να συνοψισθούν στα
ακόλουθα :
- Υδρογεωλογικές αναγνωρίσεις σε δήμους και κοινότητες για τον εντοπισμό υπόγειων υδροφόρων και την εκτέλεση υδρογεωτρήσεων για την επίλυση των αναγκών ύδρευσης.
- Υδρογεωλογικές αναγνωρίσεις με στόχο την προστασία των υδρομαστευτικών έργων (γεωτρήσεων, πηγών, φρεατίων) από ρυπογόνες δραστηριότητες.
- Υδρογεωλογικές αναγνωρίσεις, δειγματοληψίες νερών από τα σημεία υδροδότησης και πλήρης εργαστηριακός χημικός έλεγχος για την εξέταση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του νερού ύδρευσης των Ο.Τ.Α. της Περιφέρειάς Ηπείρου.
Το 1985 το Ι.Γ.Μ.Ε. πραγματοποίησε ένα πανελλαδικό πρόγραμμα
με τον τίτλο «Απογραφή συνθηκών ύδρευσης των δήμων και κοινοτήτων της χώρας
μας». Στα πλαίσια αυτού του έργου γίνεται απογραφή των συνθηκών ύδρευσης και των
Ο.Τ.Α. της περιφέρειάς Ηπείρου. Αποκτήθηκε μια ολοκληρωμένη εικόνα της
υδρευτικής κατάστασης σε επίπεδο Νομών και Περιφέρειας. Συντάχθηκαν χάρτες με τα
προβλήματα ανεπάρκειας του νερού των δήμων και κοινοτήτων και των τεσσάρων νομών
τόσο για την χειμερινή όσο και για την καλοκαιρινή περίοδο.
Παράλληλα
εντοπίσθηκαν σημεία υδροληψίας (πηγές ή γεωτρήσεις) με νερό ακατάλληλο για
ύδρευση. Δόθηκαν από πλευράς του ΙΓΜΕ οδηγίες και διατυπώθηκαν προτάσεις για την
αντικατάσταση αυτών των υδροσημείων.
Το 1996 κρίθηκε σκόπιμη με εκ νέου
απογραφή των συνθηκών ύδρευσης των Ο.Τ.Α. σε επίπεδο χώρας. Φυσικά το πρόγραμμα
αυτό εφαρμόσθηκε και στους τέσσερις νομούς της Περιφέρειάς Ηπείρου. Στόχος ήταν
η επικαιροποίηση των στοιχείων που αφορούν στις ποσοτικές και ποιοτικές
παραμέτρους του νερού ύδρευσης και οι χωροχρονικές τους μεταβολές. Εξετάσθηκαν
παράλληλα τα πληθυσμιακά δεδομένα και η εξέλιξη των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων.
Από την απογραφή αυτή προέκυψε ότι ένα ποσοστό 29% των δήμων και κοινοτήτων της
Ηπείρου είχαν ανεπάρκεια νερού την θερινή περίοδο και ένα ποσοστό 3,6% είχαν
ανεπάρκεια νερού όλο το έτος.
Προέκυψε επίσης ότι γίνεται μια κακή διαχείριση
του υδατικού δυναμικού. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν για ύδρευση νερό
υποβαθμισμένο ποιοτικά (ή και ακατάλληλο σε ορισμένες περιπτώσεις) και για
άρδευση νερό αρίστης ποιότητας. Τα στοιχεία αυτά ήταν χρήσιμα για την τεκμηρίωση
της σκοπιμότητας της υλοποίησης ενός γεωτρητικού προγράμματος για την
ικανοποίηση των υδρευτικών αναγκών. Το πρόγραμμα αυτό εντάχθηκε μετά από πρότασή
του τμήματος του ΙΓΜΕ Ηπείρου στο Β'ΚΠΣ, Π.Ε.Π. Ηπείρου και υλοποιήθηκε από το
Ι.Γ.Μ.Ε.
Εκτελέσθηκαν συνολικά 82 υδρογεωτρήσεις συνολικού βάθους 12.594
μέτρων και κατανεμήθηκαν :
- 29 στο Νομό Ιωαννίνων 4.433 m
- 16 στο Νομό Άρτας 2.372 m
- 19 στο Νομό Θεσπρωτίας 2.754 m
- 18 στο Νομό Πρέβεζας 3.035 m
Από τις γεωτρήσεις
αυτές εξασφαλίσθηκε μια συνολική παροχή 2.531 m3/h ποσότητα ικανή για την
ύδρευση 240.000 κατοίκων.
Σε πολλές περιοχές όπου οι ανάγκες νερού είναι
μεγάλες και τα τοπικά αποθέματα δεν επαρκούν έχουμε την δημιουργία αρνητικών
υδρολογικών ισοζυγίων. Μια τέτοια περιοχή είναι και το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων
όπου οι σημαντικές απολήψεις νερού τόσο από τους υπόγειους υδροφόρους όσο και
από την λίμνη έχουν δημιουργήσει τα γνωστά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Σε
γενικές γραμμές η υδρευτική κατάσταση στην Ήπειρο είναι καλή και συνοψίζεται στα
ακόλουθα:
Τα υπόγεια αποθέματα νερού του υδατικού μας διαμερίσματος είναι 2,5
Χ 109 m3 νερού ετησίως (δυνατά αποθέματα). Η ποσότητα αυτή υπερεπαρκεί για την
κάλυψη των αναγκών ύδρευσης που ανέρχονται σε 50 Χ 106 m3 νερού / έτος (με την
εκτίμηση του πληθυσμού της θερινής περιόδου = 450.000 κατοίκων).
Όλοι οι
δήμοι και οι κοινότητες των τεσσάρων νομών της Περιφέρειάς Ηπείρου υδρεύονται
από υπόγεια νερά. Τα σημεία υδροληψίας είναι πηγές ή γεωτρήσεις και μόνο σε
ελάχιστες περιπτώσεις πηγάδια. Οι μεγαλύτερες ποσότητες νερού απολαμβάνονται από
καρστικούς υδροφόρους (υδροφόροι που αναπτύσσονται σε ανθρακικά πετρώματα). Το
ποσοστό αυτό είναι περίπου το 75% των συνολικών ποσοτήτων. Από τους
προσχωσιγενείς υδροφόρους καλύπτεται το 10% των αναγκών και από νερά του φλύσχη
και των οφιολίθων το 10%.
Η διαθεσιμότητα νερού στην Ήπειρο είναι 7.500
m3/άτομο/έτος αριθμός που φανερώνει ότι το διαμέρισμα είναι το πλέον
πλεονασματικό της χώρας σε ότι αφορά στα αποθέματα νερού.
Τα προβλήματα
ύδρευσης οφείλονται κυρίως στους παρακάτω λόγους:
- Ανομοιόμορφη κατανομή του πληθυσμού και της εμφάνισης της πηγαίων νερών.
- Προβλήματα που οφείλονται στο μορφολογικό ανάγλυφο της Ηπείρου. Οι περισσότερες πηγαίες εκφορτίσεις βρίσκονται σε μικρά υψόμετρα και οι οικισμοί σε μεγαλύτερα υψόμετρα γεγονός που αυξάνει το κόστος ύδρευσης.
- Σε εκτεταμένες περιοχές (λεκάνη Αράχθου, Μαστοροχώρια, Ζαγοροχώρια, περιοχή Μολοσσών κ.α.) αναπτύσσονται αδιαπέραστοι (ανυδρόφοροι) γεωλογικοί σχηματισμοί στους οποίους δεν φιλοξενούνται ικανές ποσότητες υπόγειου νερού.
- Έλλειψη έργων ύδρευσης.
- Απώλειες νερού από το δίκτυα λόγω παλαιότητας ή και για άλλους λόγους.
- Αδυναμία χρησιμοποίησης αρκετών υδροφόρων και πηγών λόγω ρύπανσής τους από οικισμούς ή και άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες στην ανάντη περιοχή.
- Αδυναμία χρησιμοποίησης πολλών πηγών και υδροφόρων δεδομένου ότι το νερό τους έχει μεγάλη συγκέντρωση διαλυμένων αλάτων (κυρίως θειϊκά άλατα, χλώριο ή νάτριο).
- Ποιοτική υποβάθμιση υδροφόρων από άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες (αγροτική, κτηνοτροφική, βιομηχανική κ.α.).
Τα προβλήματα ρύπανσης
είναι συνήθως τοπικά με εξαίρεση την περιοχή του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων και την
χερσόνησο Πρέβεζας όπου τα προβλήματα έχο μεγαλύτερη εξάπλωση.
Το Ι.Γ.Μ.Ε.
παρακολουθεί συστηματικά στα πλαίσια του έργου «δίκτυο παρακολούθησης υπόγειων
νερών Ελλάδος» την δίαιτα των ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων των κυριότερων
σημείων ύδρευσης της Ηπείρου. Σ' αυτό το δίκτυο παρακολούθησης ιδιαίτερη σημασία
έχει δοθεί στα σημεία από τα οποία καλύπτονται σημαντικές πληθυσμιακές μάζες
όπως: πηγές Αγίου Γεωργίου (ύδρευση Άρτας, Πρέβεζας και Λευκάδας), πηγές Κρύας
(ύδρευση Ιωαννίνων), πηγές Τούμπας (ύδρευση ΣΥ.Κ.Λ.Ι.) πηγές Σκέφαρη (ύδρευση
Ηγουμενίτσας) κ.α. Με την διαμορφούμενη σήμερα κατάσταση οι συνθήκες ύδρευσης
στην Ήπειρο χαρακτηρίζονται σχετικά καλές. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι
τα αποθέματα του νερού αλλά και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά μεταβάλλονται στο
χώρο και στον χρόνο. Απαιτείται η ορθολογική διαχείριση του υδάτινου δυναμικού
και η προστασία του.
Γεωθερμική Ενέργεια
Έχουν εντοπιστεί περιοχές
σημαντικού γεωθερμικού ενδιαφέροντος κυρίως στην περιοχή Συκιών Άρτας, Καβάσιλων
Κόνιτσας και Σκανδάλου Θεσπρωτίας χωρίς να αποκλείεται και η ύπαρξη και άλλων
γεωθερμικών πεδίων σε περιοχές της Ηπείρου όπου όμως θα χρειασθεί περαιτέρω
ερευνητική προσπάθεια. Αναγνωριστικές γεωτρήσεων έχουν γίνει και στις περιοχές
Συκιών και Καβάσιλων Κόνιτσας.
Η περιοχή Λουτρών Καβάσιλων Κόνιτσας
παρουσιάζει μεγάλο γεωθερμικό ενδιαφέρον (ρευστά >32° C) και η μέχρι τώρα
έκταση που εντοπίστηκε είναι μεγαλύτερη του 1 km2. Η ένταση της θερμικής
ανωμαλίας είναι 2,5 φορές σχεδόν μεγαλύτερη της κανονικής βαθμίδας, με Μέση
Γεωθερμική Βαθμίδα 7°/100μ. Για το πεδίο αυτό υπάρχουν πολύ καλές προοπτικές για
την αξιοποίησή του σε ιαματική και γεωργική χρήση, αφού ήδη εκδηλώθηκε
ενδιαφέρον από τοπικούς επενδυτές.
Το πεδίο που εντοπίστηκε στην περιοχή
Συκιές Άρτας έχει μία βέβαιη έκταση 6 km2, Η οροφή του γεωθερμικού ταμιευτήρα
αρχίζει από τα 280μ. Το πάχος του ζεστού υδροφορέα είναι μεγαλύτερο των 40 μ,
και η παροχή του ρευστού σε μία γεώτρηση έρευνας - παραγωγής μετρήθηκε
μεγαλύτερη των 70 m3/h που ισοδυναμεί θερμικά με 1300 Τ.Ι.Π. ανά έτος περίπου
και μπορεί να φθάσει μέχρι τους 4000 Τ.Ι.Π. ανά έτος. Η μέση γεωθερμική βαθμίδα
που υπολογίστηκε είναι 11°C/100m δηλαδή μεγαλύτερη της τριπλάσιας κανονικής
γεωθερμικής βαθμίδας. Οι υδροφόροι σχηματισμοί εντοπίστηκαν σε βάθη 280-320 μ.
με θερμοκρασίες ρευστών που ξεπερνούν τους 45°C. Για το πεδίο αυτό, υπάρχουν
άριστες προοπτικές αξιοποίησης σε τομείς, όπως θερμοκήπια, ιχθυοκαλλιέργειες και
αντιπαγετώδη προστασία των καλλιεργειών των
εσπεριδοειδών.
Συμπεράσματα
Η παρούσα εργασία είναι μια σύντομη
παρουσίαση σημαντικών φυσικών πόρων στην γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, από τα
στοιχεία που διατίθενται από το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών
κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σημαντικοί φυσικοί πόροι που απαντώνται στην
περιοχή της Ηπείρου ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες: Βιομηχανικά ορυκτά, Ορυκτά
καύσιμα, Γεωθερμική ενέργεια και Υδατικοί πόροι. Στην εργασία περιγράφονται σε
συντομία τα κύρια αποθέματα που υπάρχουν στην περιοχή για κάθε μία από τις
παραπάνω κατηγορίες φυσικών πόρων και δίδεται μια αρχική εκτίμηση του δυναμικού
εκμετάλλευσης τους στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης της περιφέρειας
Ηπείρου
Μ. Τσέζος, Καθηγητής ΕΜΠ,
Εργαστήριο Επιστήμης και
Τεχνολογίας Προστασίας του Περιβάλλοντος στη
Μεταλλουργία και Τεχνολογία
Υλικών, Σχολή μηχανικών Μεταλλείων
Μεταλλουργών, ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου