Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ο Γιάννος και Κωνσταντής. Πραγματική δραματική ιστορία

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Όπως ο χρυσός δοκιμάζεται στη φωτιά έτσι και η φιλία δοκιμάζεται στην δυστυχία.

Aυτά μας έλεγε το αναγνωστικό της Πέμπτης τάξης του δημοτικού

Μας ανέφερε για μεγάλες φιλίες Δάμων και Φιντίας, Ορέστης και Πυλάδος, Αχιλλέας και Πάτροκλος αυτά στην μυθολόγια. Τώρα θα σας μηλήσω γιά τον Γιάννο και τον Κωνσταντή δυό, παλληκαράκια στο χωριό αυτοκόλλητα, όλοι τα φωνάζανε να τα διπλάρκα [δίδυμα] δεν αποχωριζόταν ο ένας τον άλλον.  Όταν τα παιδιά παίζαν το τόπι της καβάλας [ένα παιχνίδι που χωριζόταν ζευγάρια τα παιδιά και έμπαινε καβάλα ο ένας τον άλλον ρίχνοντας τόπι και άμα έπεφτε αλλάζανε ] αυτοί εκεί μαζί να μην μπεί κανένας άλλος καβάλα τους.

Δεν ξέρω μάλλον γινήκανε και βλάμηδες. Σε πολλά μέρη στην Ήπειρο και μάλιστα στα Δωδωνοχώρια υπάρχουν κτήματα και μέσα υπάρχει ένα ξένο δέντρο, φαντάζουμε είναι κάποιας κόρης προικιό, και το δέντρο το άφησαν στο παιδί για να λένε ότι δεν έφυγε όλη η περιουσία. [Τίνος είναι εκει στην μέση στο χωράφι το πουρνάρι; Είναι του Πάνου Μάρκου ρωτάγαμε τον μπάρμπα Κέκκο ]. Ε μια τέτοια περίπτωση ήταν και του Γούσια, πήγε ο έρμος να φάει κάνα κεράσι από την κερασιά του που ήταν στο κτήμα του Λάζου, τον είδε αυτό το παλιοκαθίκι ο Λαζοκώστας που δεν τον χώνευε όλο το χωριό. Ε Κερατά μου χάλασες τα στάρια στέκεται και τραβάει δύο μπαταριές, πάρτον κάτω τον μαύρο Γούσια.  Τώρα πόλεμος, ποιός τον σκότωσε!!!! Οι Γερμανοί καθώς περνάγανε νόμιζαν ότι τους παρακολουθούσε και του ρίξαναν.  

Αλλά ας πάμε πάλι στα παιδιά στους φίλους, μεγαλώσανε πήγαν μαζί φαντάροι εκεί στο ΚΕΕΜ στη Σπάρτη και εκεί κολλητοί μέχρι που απολύθηκαν και μαζί στο χωριό.  Καιρός περνάει αλλά δεν περνάει έτσι και ο φόνος του Γούσια. Στον καφενέ πολλές φορές γινόταν κουβέντα ποιός σκότωσε το Γούσια. Ο παπάς του χωριού μια μέρα κάτι ψέλλισε για τον Περδίκη που έχει κτήμα εκεί κοντά και είδε στην κερασιά τον Γούσια.  Αυτός που είδε το φονικό από αυτί σε στόμα έφτασε και στο Σπύρο τον γιό του Γούσια.  

Τα παιδιά είχαν από ένα κοπαδάκι και τα βοσκάγανε εκεί πέρα στα Μπαρμπέρια [λεγόταν έτσι γιατί οι Σουλιώτες καθώς κατεβαίναν την διάβα της Ολύτσικας εκεί καθόταν και μπαρμπεριζονταν και σαν άλλοι Σπαρτιάτες να αντιμετωπίζουν τους τουρκαλβανούς του Αλή].  Το χειμώνα τα κατεβάζαν ποιό χαμηλά εκεί στον Αη Γιώργη. Ποιός μπορεί να ξεχάσει στο πανηγύρι του Άι Κοσμά του Αιτωλού τον Αύγουστο εκεί στο μεσοχώρι, ο Κωνσταντής να χορεύει την Γενοβέφα έτσι αργά λες και πλέκει με τα πόδια του ψιλοβελονιά κάτω από τη γλυκιά μελωδία απο το βιολί του μπάρμπα Βαγγέλη Γκόγκου.  Εκεί όλοι οι μερακλήδες, ο μπάρπα Βαλέκας, τον Κίτσο Λούλα που πάνω στα μεράκια του πέταγε τα παπούτσια του και χόρευε σαν αναστενάρης και όταν σκάριζε ο ήλιος πέρα από την Μανωλιάσσα στα γόνατα και με την λωρίδα στο χέρι ο Φώτος να τους γονατίζει χορεύοντας το πιπέρι.  

Τις Κυριακές κατηφόριζαν στο χωριό για να αλλάξουν και να πάνε και σε κάνα μπακαλιό να πιουν κάνα τσιπουράκι και να παίξουν και καμιά δηλωτή. Εκεί ακούστηκε και για τον φόνο στην κερασιά που ο φονιάς ήταν ο πατέρας του Γιάνου ο Λαζοκώστας. Πολλοί χωριανοί του είπαν να φυλάγεται, ο Γιάννος δεν έδωσε και πολύ σημασία η ζωή κυλάει κανονικά. 

Ο Γιάννος αρραβωνιάζεται, τώρα πηγαίνει τακτικά στο χωριό. Εκεί κάποια μέρα ο Σπύρος ο γιος του Γούσια αντάμωσε τον Γιάννο και τον απείλησε. Ο Γιάννος δεν έδωσε και πολύ βάση και ο Κωστής το ίδιο του είπε, "σκυλί που αλυχτάει μην το φοβάσαι". Δεν πέρασαν λίγες μέρες και εκεί στο κρασόπουλο του Φώντα έγινε το μακελειό. Αφού τα παιδιά ήπιαν κανά ποτήρι παραπάνω, πετιέται ο Σπύρος με το μαχαίρι κατά πάνω στον Γιάννο, βλέπει ο Κωσταντής τον καυγά και στέκεται μπροστά από τον Γιάννο και τρώει την μαχαιριά κατάστηθα ακριβώς στην καρδιά, δεν άργησε να ξεψυχήσει  εκεί για να σωθεί ο φίλος του.   Από τότε έμεινε στα γύρω χωριά "σαν τον Γιάννο με τον Κωσταντή είναι σαν αδέρφια".    



Γιώργος Γιαννάκης  

Απόδημος Κραψίτης           

Δεν υπάρχουν σχόλια: