Ο Γιάννης το πρώτο βιολί στο χωριό δεν άφηνε ούτε λιάρα γάτα, ότι θηλυκό περνοδιάβαινε στο δρόμο ο Γιάννης του έστηνε καρτέρι. Ήταν και φαντασμένος νόμιζε ,ότι όλες γι αυτόν το είχαν!! Βέβαια φταίει και εκείνος ο μπάρμπα Θύμιος, ο ποιητής τον λέγαμε έτσι γιατί είχε βγάλει το σχολαρχείο και κάπου σκάρωνε και κάτι στιχάκια είχε καβαλήσει τα ενενήντα. Πάει που λέτε ο Γιάννος και του λέει "Ω μπάρμπα Θύμιο για πές μου τι βοτάνια πήρες και σε ξέχασε ο Μπάρμπα Μιχάλης;" και ο ποιητής του απαντάει "βοτάνια είχα μαγικά και όταν στο τάφο θε να μπώ ωρέ Γιαννή μ τα θηλυκά αν δω χήρας χάβδα θα σκωθώ". Τι τον θέλεις τον Γιάννη έτρεχε όπου έβλεπε θηλυκό από πίσω σαν τον τράγο που μυρίζει τις κατσίκες. Δεν ήταν και το πρώτο μπόι ίσια με την γκλίτσα του μπάρμπα Γιώργου ήταν αλλά αυτό το υπόλοιπο από άντρα που έπαιρνε παγανιά τα σοκάκια λές και έβλεπες τον κόκορα να κυνηγάει κότες αλλά απο φιγούρα πρώτος.
Θυμάμαι μια μέρα εκεί στην πλατέα ήθελε να κάνει τον καμπόσο, τον έπιασε ο Μητράκης της Κώσταινας και του έβαλε την μύτη στον κώλο. Το έβαλε αμέτ μουχαμέτ να καπακώσει την Βασίλω, βέβαια έδινε αυτή στους κλέφτες ψωμί αλλά για τον Γιάννη δεν το χαλάλιζε. Της είχε γίνει τσιμπούρι έλα μωρή Βασίλω της λέει ο Γιάννης δεν θα πάθεις τίποτα "μη Γιάν πιάν άστο δεν στο δίνω". Ο Γιάννης λύσσιαξε ρε πώς θα την καταφέρω, το κόλπο του το είχε έτοιμο . Πάει στην αδερφή του την Ασήμω: θέλω να μου κάνεις μια χάρη και εγω δεν λέω σε κανέναν τι κάνεις με τον Σιούλα στο ποτάμι της λέει .
-"Σε ακούω του λέει" η Ασήμω.
-"Άκου τι θα σου πώ προσεκτικ, θα πάω δήθεν να κρεμαστώ στην κερασιά των Ντελέων εσύ θα πας κόσια στη Βασίλω και θα της πεις ότι κρεμάστηκα και τα υπόλοιπα άστο σε μένα. Πάει στην Βασίλω η Ασήμω και αρχίζει το σκούξιμο "μωρή σκύλα τι κάνεις εδώ κρεμάστηκε στην κερασιά των Ντελέων ο αδερφός μου τρέξε μήπως τον προλάβουμε".
Τρέχει η Βασίλω από κάτω από την κερασιά. Και του λέει: "αχ να ήξερα Γιάννη μ’ οτι θα έφτανες εκεί θα στο έδινα αλλά άμα ζήσεις θα στο δώκο. Πατ πετιέται ο Γιάννης πέφτει στην αγκαλιά της Βασίλως. Ε την καπάκωσε τη Βασίλω αλλά είχαμε και τα επακόλουθα. Η Βασίλω γκαστρωμένη τό μαθε το χωριό ,στο γάιδαρο καβάλα για να τους κάνουν σουργούν καθώς τους περνάγανε στα σοκάκια του χωριού. Η Βασίλω σκούνταγε τον Γιάν “και σου έλεγα Γιάν πιάν, εσύ τίποτα δεν πιάν “.Σκούντισμα, σκούντισμα καθώς τους είχανε δεμένους με μια τριχιά λύθηκε κάτω ο Γιάννης, “τώρα Βασίλω πιαν δεν πιά στα λιόκια του Γιάν”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου