Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Πάντοτε ήθελα να γράψω δυό αράδες για ανθρώπους που έχουν αφήσει το στίγμα στα παιδικά μου χρόνια. Δεν ξέρω άλλοι τους λέγανε φουρλαίδες, άλλοι καψοκαλύβες, η βάβω έλεγε [θέλουν βάρεμα με μια χελώνα βνήσια στου κεφάλ ].Θα σας φέρω πίσω γύρα στό εξήντα στα χωριά της Πίνδου εκεί που ακόμα ηλεκτρικό και αμάξια δεν ήρθανε.
Πολλοί άντρες η διασκέδασή τους ήταν το μπακαλιό που άμα πέρναγες απόξω η μυρουδιά από το ούζο και το τσίπουρου εμάς τα πιτσιρίκια μας λάλαγε στο κεφάλι. Εκεί μπορεί να ξημερώναν με μια λάμπα πετρελαίου και την άλλη μέρα βάζαν τις γυναίκες τους να πάνε για δανεικό αλεύρι. Αυτοί δεν είχαν ζωντανά κάναν κανά μεροκάματο στα δασικά έργα και τίποτα ξύλα στα Γιάννενα αφού οι γυναίκες τα πήγαιναν γκότσια το φόρτωμα και αυτοί με το άλογο πεζούρα, αλλά στο γύρισμα οι άντρες καβάλα στο άλογο και οι γυναίκες ποδαράτο και για αυτό ήταν όλες στραβοκάνες και κακορίζικες. Έβλεπες τριαντάρα και ήταν σαν βάβω ξεδοντιάρα βέβαια δεν είχαν το νού τους στο μανικιούρ και στον καλλωπισμό μερικοί δε απο αυτουνούς τις ξυλοφορτώνανε για επίδειξη του ανδρισμού.
Και άμα θέλαν και τσότσιο απο το άλλο ήταν αναγκασμένες να καθίσουν γιατί έπεφτε μπερτάκι. Καλά μωρ θεία Βασίλω λέω σε μια θειά καλαμπουρτζού δεν κάνατε λίγο τις άρρωστες τις αδιάθετες. Ωρέ μωρέ παιδάκι μου τι λες τώρα, το καπάκωμα θα το έτρωγα το ξύλο γιατί να το φάω.
Επανέρχομαι λοιπόν σε αυτούς τους μποέμ δεν ξέρω αν είναι δόκιμος ο όρος που μέχρι το πρωί το τραβάγανε τώρα που φέραν και πικάπ κάθε Αθηναίος που γύρναγε στο χωριό κουβάλαγε και ένα κλαπατσίγκανο. Μια μέρα πέρναγε ο δάσκαλος, κάτσε δάσκαλε να σε κεράσουμε του λέει ο Σιούλα Λιόντος
-Δεν ήρθα για κέρασμα ήρθα να σου πω μια και συ δεν έρχεσαι οτι ο Δημητράκης έρχεται αδιάβαστος, να προχθές του είπα πές μου τρεις λέξεις που να καταλήγουν σε αρ και ξέρεις τι μου είπε γομάρ μπλάρ βλάρ
- Ε καλά σου είπε άμα ρώταγες θα σου λεγε και άλλες. Σηκώθηκε και έφυγε ο άνθρωπος. Θυμάμε του Αι Νικόλα το βράδυ μπάρμπας και ανιψιός γινήκανε στουπί, ο ανιψιός φαίνεται προθυμοποιήθηκε να πάει τον μπάρμπα Σιαντουφη κάτω στο ποτάμι που είναι το σπίτι του. Μόλις φτάσανε στην αυλόπορτα ο μπάρμπας συνήλθε λιγάκι και του λέει, ανψιέ να σε πάω εγώ στο σπίτι δεν σε βλέπω σόι!!! τελικά να μην τα πολυλογούμε ξυμηρώσαν αγκαλιά στην μέση της διαδρομής τους βρήκε ο ταχυδρόμος. Κάποτε καλούσανε και μια ζυγιά από το διπλανό χωριό και αφού μπεκροπίναν ο μπάρμπας που ήταν και κάπελας τους έπαιρνε και τους πήγαινε στα μνήματα.
Εκεί στης μάνας του το μνήμα που δεν τη γνώρισε ποτέ και ήταν μπουνιάκο μαξούμ και αφού του λέγαν τι Μαριόλα. Αρπάζει αυτόν με το ντέφι που ποιόν άσχημο άντρα δεν έχει ξαναγεννήσει μάνα, ήταν μαύρος μαύρος με μια χαρακιά στο πρόσωπο, αλλά σε εμένα συμπαθής. Πάντοτε τους θαύμαζα για την μουσική τους και τα σιδερικά που μας φτιάχναν, και του λέει έλα ρε μαύρε να σε φλήσω εσένα δεν σε φίλσε ούτε η μάνας. Ακόμη θυμάμαι και τα τραγούδια που πέρνανε ,ο καπετάνιος έπαιρνε Σιαμαντάκα τον λέγανε καπετάνιο γιατί ήταν πρωτοπαλλήκαρο του Ζέρβα, ο Θύμιος ο φουρλαίδας τον Γιάννο τον περατιανό και ο Λάκς που ήταν στα ΤΕΑ και το είχε και καμάρι “για μια φορά είναι λεβεντιά”
΄Αι Τριάδας στο πανηγύρι χορεύαν κάτι γυναικούλες μπροστά, δεν ρήξαν χρήματα και αρχίζει ο βιολιτζής με το δοξάρι να κάνει: να του για ,να του για και ο ντεφατζής: πουντο μωρε πούντο και πάλι το βιολί είναι κάτ απ την ποδιά. Το πήραν χαμπάρι κάτι χωριανοί και φύγαν κλαρίνα ντέφια πήγαν κάτω στον λάκκο της Κοτινής. Τώρα που να ξαναπατήσουν αυτά τα όργανα στό χωριό
Μπονιάκο =ορφανό
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου