Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ της Βατσίνας. Μια πραγματική ιστορία που θα σας αγγίξει!!!

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΤΑΜΟΣ ΓΑΛΟΥΝΗΣ

Εκείνο το παγωμένο πρωινό τού Φλεβάρη, στην μεγάλη αίθουσα του όμορφου αυτού πέτρινου σχολείου (φωτο) τριάντα δύο παιδάκια , μαθητές της Ε΄ δημοτικού, με αγωνία καΙ ανησυχία περίμεναν τους υγειονομικούς από το Μεσολόγγι για να κάνουν το επώδυνο εμβόλιο της ευλογιάς.
Τούς είχαν φοβίσει οι μεγαλύτεροι, που είχαν κάνει την προηγούμενη χρονιά το εμβόλιο, λέγοντάς τους ότι πονάει πολύ, θα υποφέρουν, θα αρρωστήσουν για δύο εβδομάδες, θάχουν πυρετό, θα έχουν πληγή με πύον στό μπράτσο κι άλλα διαταρακτικά καί τρομερά.
Αντίθετα οι γονείς, που γνώριζαν για την φρικιαστική αρρώστια, είδαν αδέρφια, γονείς καί συγχωριανούς τους να χάνονται βασανιστικά στήν άβυσσο, ήξεραν καί έβλεπαν τους βλογιοκομμένους , τους επιζήσαντες με τα σκαμμένα πρόσωπα τα παραμορφωμένα απο τίς ουλές, έλεγαν τόν εμβολιασμό, ΕΥΛΟΓΙΑΣΜΟ καί τόν θεωρούσαν θαύμα της επιστήμης κατάκτηση του ανθρώπινου μυαλού καί δικιά τους ελπίδα.
Τά μισά παιδιά κοίταζαν απ τα παράθυρα πέρα μακρυά στην στροφή του χωματόδρομου, στό Αι΄ Βλάση, για να δούν πότε θάρθει το νοσοκομειακό και τα άλλα ζεσταινόταν γύρω απ την αναμμένη ξυλόσομπα. ( Κάθε μέρα, κάθε μαθητής μαζί με την σάκα του ήταν υποχρεωμένος να φέρνει το πρωί στό σχολείο καί δύο μεγάλα ξύλα ελιάς, βελανιδιάς η πουρναριού, απαραίτητα καί αναγκαία για να ζεσταίνεται η σχολική αίθουσα.)
Η ώρα περνούσε, ο καιρός χάλαγε, το βουνό από πάνω ο Μπούμιστος ήταν ανταριασμένος, μακρυά στην Ιθάκη είχε μαυρίσει ο τόπος …οπότε φωνάζει ο μικρός Βασίλης στό δάσκαλο .. Κύριε..κύριε , έξω αρχίζει καί ρίχνει σκαμπανίδα( χιονόνερο.)!!. φαίνεται δεν θάρθουν σήμερα οι γιατροί !
Θάρθουν ..Θα΄ρθουν .. είπε ο δάσκαλος καί τούς καθησύχασε λέγοντάς τους , να μήν φοβούνται , ένα απλό τσιμπιματάκι είναι, θα έχουν πανοπλία για την αρρώστια καί εξ άλλου σαν ορεινοί είναι σκληραγωγημένοι καί γενναίοι.
Έτσι κι έγινε, κατέφθασε ένα άσπρο αυτοκίνητο με μεγάλους κόκκινους σταυρούς,- σαν κλειστό μικρό πούλμαν ήταν-, βγήκαν δύο ασπροφορεμένοι άνδρες κρατώντας μεγάλα κουτιά κι ένας σωφέρ με αμπέχωνο, με μια μεταλλική βαλίτσα, που φαινόταν θυμωμένος καί συνεχώς μονολογούσε… τι διαολοπαλιόδρομος ήταν αυτός,..παρά λίγο να τσακιστούμε!.. που βρήκαν στο βουνό κι έφτιαξαν αυτό τό χωριό..πως ζούν αυτοί εδώ πάνω!! κι΄ άλλα για κείνον δύσκολα καί πρωτόγνωρα.
Στήν μια άκρη τής αίθουσας ετοίμασαν γιατρός καί νοσοκόμος τα μπουκαλάκια με τα εμβόλια, το καυτό νερό για να απολυμαίνονται οι δυό μεγάλες σύριγγες καί στην άκρη οι βελόνες ήταν διχαλωτές.
Τα παιδάκια αγόρια καί κορίτσια μπήκαν στην σειρά για την βατσίνα τους.
Πρώτος επιλέχτηκε να πάει ο Σπύρος, γιατί έλεγε ότι είναι ατρόμητος αλλά είχε καί λίγο κρέας επάνω του, για να΄βρει η διχαλωτή σύριγγα όσο ιστό έπρεπε για να αφήσει πάνω του τό φάρμακο.
Τά περισσότερα παιδάκια , είχαν χεράκια χωρίς ξυγκι, σαν ξερόκλαδα αμυγδαλιάς.
Πού νάβρει ψίχα ο γιατρός!
Βόγγυξε ο Σπύρος καί δάκρυσε απ τό πόνο.. κι ακούστηκε συγχρόνως ένα ωχ απ όλα τα παιδια της ουράς. Η Φωτεινούλα έτρεμε κί ακουγόταν ώς κι ο ήχος των δοντιών της, κάποια άλλα σιγόκλαιγαν, ο Νάσος είπε στον δάσκαλο δεν είμαι καλά κύριε θα λιγοθυμήσω..κι εκείνος τόν έβγαλε έξω να πάρει καθαρό αέρα να μην λιποθυμήσει και να τόν αναθαρρήσει.
Μόλις βγήκε έξω ο δάσκαλος κι η άλλη δασκάλα ήταν πιο πέρα δίπλα στην ξυλόσομπα, βρήκε το θάρρος καί την ευκαιρία ο Σταύρος που ήταν κοντά στην πόρτα καί σαν σίφουνας έτρεξε να φύγει για να γλυτώσει.
Πιάστε τον Σταύρο, φεύγει ! φωνάζει η δασκάλα.
Έτρεξαν ξοπίσω του δυό μεγαλύτεροι καί ταχύτεροι μαθητές απ την διπλανή άιθουσα, έπιασαν τόν αντάρτη λίγο μετα την εκκλησία καί τον έφεραν σηκωτό πίσω στόν γιατρό.
Νοσοκόμος καί τρείς δάσκαλοι κράταγαν τό έρμο τον Σταύρο πού έσκουζε καί οδυρόταν , για να του κάνουν την βατσίνα.
Αργά τό απόγευμα με πόνους, κλάματα κι αναφιλητά τέλειωσε ο εμβολιασμός καί κάθε παιδάκι με γυμνό το μπράτσο -παρα τό χιονόνερο- για να μη μολυνθεί η πληγή- που έπρεπε αναγκαστικά να κάνει διχαλωτή βελόνα, για να πιάσει το φάρμακο- επέστρεψε σπίτι του, για να πεί στην μάνα του τον βασανισμό της μέρας του.
Τίς επόμενες σχεδόν δύο εβδομάδες, όπως αναμενόταν – προκειμένου να χτιστεί η ανοσία-,όλα τα παιδάκια- κάποια βαριά – αρρώστησαν…. με πόνους , υψηλούς πυρετούς, με την πυορροούσα πληγή να θέλει χρόνο να κλείσει και όλα τούτα τα οδυνηρά στο βωμό της προστασίας.
Ο μικρός Σταμούλης αρρώστησε βαρύτερα, πέρα απ τους πόνους, την κατάπτωση καί τα ρίγη, απ τον τριταίο πυρετό, πάνω από 40 c°, -έφτασε καί τους 41 – καί είχε παραισθήσεις. Έβλεπε την φλόγα του καντηλιού στό εικονοστάσι σαν τεράστια πυρκαγιά που ερχόταν κατά πάνω του καί φώναζε..ούρλιαζε ..Μάνα σβήσε την φωτιά Μάνα θα καώ..!!! κι μάνα γονατιστή δίπλα στό βλαστάρι της, κρατούσε μέ τό ένα χέρι μια βρεγμένη πετσέτα στό μετωπό του, τό άλλο χάιδευε τα μαλλιά του , τον γλυκοφιλούσε και του έλεγε σαν προσευχή.. Θα πάρω εγώ τόν πυρετό σου γιέ μου και θα σβήσω αμέσως την φωτιά.
Ένα αλλο βράδυ πάλι σε παραισθήσεις πυρετού, έβλεπε από την στέγη, σαν σταλακτίτες να κρέμονται πάγοι κοφτεροί, ετοιμοι να σπάσουν και να πέσουν πάνω του ..κι εκείνος να κλαίει καί να φωνάζει.. Μάνα.. φυλαξέ με απ τα παγωμένα σπαθιά΄! Μάνα.. άμα πέσουν θα με πετύχουν στην καρδιά!
Κι εκείνη με χέρια καί ψυχή να τρέμουν από φόβο κι αγωνία.. του γλυκοψιθύριζε… Μήν φοβάσαι αγοράκι μου,ε γώ είμαι εδώ! Εγώ είμαι εδώ!
Τελικά έγιαναν όλα τα παιδιά, πέρασαν οι παρενέργειες, η ευλογιά δεν ξαναφάνηκε κί η ζωή πήρε το δρόμο της.
Εμεινε όμως στό αριστερό μπράτσο του παιδιού σαν παράσημο η βατσίνα, ένα ολοστρόγγυλο δίφραγκο, ένα σημάδι, μια σφραγίδα νίκης με ενα μήνυμα ΄΄ Ο άνθρωπος θά σκεφτεί καί δεν θα χαθεί΄΄
ΥΓ. Πέρασε μισός αιώνας καί να πάλι στήν ουρά εμβολιασμού .,.όχι σέ σχολική αίθουσα …αλλά σε αρένα, στην δε κερκίδα μαινόμενοι αντιεμβολιαστές, θεολόγοι ταλιμπάν της επιστήμης, αντάρτες ,συνωμοσιολόγοι, λιβανιστές εξουσιών και συμφεροντολόγοι, αλλά καί φοβισμένοι σκεπτικιστές όπως καί μετριοπαθείς υπηρέτες της ιατρικής , ακόμα όμως να μην ομονοούν καί να μην ορίζεται έτσι το άριστο επιθυμητό μέτρο.

 https://xiromeropress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: