Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ήρωας ή Λήσταρχος;

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Ξεφυλλίζοντας την ιστορία της Βασιλαρχόντισσας πάντοτε με απασχολούσε αυτός ο Θύμιο Γάκης τι ήταν τελικά, ένας αδίστακτος ληστής ,ένας Ρομπέν των δασών ή ένας φλογερός πατριώτης.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές, εγώ θα αναφερθώ σε δύο. Στου φίλο μου του Ζώτο από τα μέρη του Καρβασαρά και του μπάρμπα Μήτσου του Αναγνώστου από την Πλατανούσσα.

Μολογάει λοιπόν ο Ζώτος, ο Θύμιο Γάκης ήταν Σαρακατσάνος απο την Μεσούντα Άρτας και κατεβαίναν στα μέρη μας για χειμαδιά, μήν σου φαίνεται παράξενο έτσι ήταν τότε η ζωή. Εμένα τι παράξενο να μου φανεί άλλωστε την ίδια ζωή κάναμε και εμείς. Στην Αμφιλοχία υπάρχει συνοικία Πραμαντιώτικα. Στο Ξηρόμερο γεννήθηκε και ο αδερφός μου. Τι,λες τώρα δεν τό ξερα και συνεχίζει ο Ζώτος, να εδώ παρακάτου ερχότανε και ο Κατσαντώνης. Το ξέρω είμαστε και κοντοχωριανοί, ναι στην Λεπενού εξού και ο αδερφός του ο Γιώργης ο Λεπενιώτης. Αλλά μολογάει ο Ζώτος στη συνέχεια, ο Βασίλη Γάκης είχε τέσσερα παιδιά και μια κοπέλα ,ο Θύμιος πρέπει να γεννήθηκε γύρα το 1860. Αυτά τα μολόγαγε ο πάππους μου από το Στάνου ,τα είχε μάθει από τον πατέρα του.

-Άρα δεν τον λέγανε Βασίλη Αδάμο όπως ακουγόταν λέω εγώ ίσως ο πατέρας του είχε το παρατσούκλι.

-Σωστά λέει ο Ζώτος, ο Θύμιο Γάκης βγήκε στο βουνό για το έγκλημα που είχε κάνει, σκότωσε ένα Ξερομερίτη γιατί ατίμασε την αδερφή του. Και ερχόμαστε στην απαγωγή της Δούκους [Ευδοκίας του Νικολάκ ΄Αβέρωφ]. Ο Φλέγγας ένα παιδαρέλ εργάτης - κανένας δεν ξέρει πώς βρέθηκε στο Μέτσοβο- άλλοι λένε ότι ήταν συγγενής του Θύμιου Γάκη. Αυτός λοιπόν για να κάνει επίδειξη στην συντροφιά του πέρασε επιδεικτικά απο το Κουλτούκι, σε αυτή την μικρή πλατέα αράζανε οι προύχοντες του Μετσόβου. Άλλωστε στο Μέτσοβο υπήρχαν και κοινωνικές τάξεις, των εμπόρων ,των τσελιγγάδων τών ραφτάδων. Τον φωνάζει λοιπόν ο Νικολάκ Αβέρωφ και τον σφαλιαρίζει.

-Αυτό θα μου το πληρώσεις του λέει ο Φλέγγας, δεν αργεί και φωνάζει τον μπάρμπα του [κατά τον μπαρπα Μήτσο από την γυναίκα του καθότι ήταν και οι δύο Ακαρνάνες]

Πάει ο Θύμιο Γακης με εννέα άτομα συμμορία, αρπάζει την Δούκου και την Λενούσιου του Καραγιάννη καθώς είχαν βγει βόλτα κάτω στη δημοσιά με τους άνδρες. Αφού αυτούς τους απομόνωσαν τις ανέβασαν πάνω στην Βάλια Κάντα στέλνοντας ένα χαμπέρ στο Νικολάκ Αβέρωφ [Αφέντη τα μαξούμια δεν τα σφαλιαρίζουν στην πλατεία και να τα ντροπιάζεις, για να βάλεις μυαλό στείλε μου σε χρυσάφι το βάρος τη θυγατέρας σου και σε ασήμι το βάρος για την Λενούσιου αλλιώς θα σου γεμίσω το Μέτσοβο μπαστιά ]

Υπήρχε μεγαλύτερη προσβολή για έναν μεγαλοπρούχοντα, ο Θύμιος τον πάτησε στον κάλο. Ο Νικολάκ Αβέρωφ κίνησε γή και ουρανό στα Τρίκαλα,στα Γιάννενα, στην Καρδίτσα. Παντού είχε γνωριμίες και τις μάζεψε τις επτά χιλιάδες, τόσο ήταν το βάρος της Δούκους και άλλο τόσο το ασήμι για τη Λενούσιω. Σε δέκα μέρες τα μάζεψε και τάδωκε. Ο Θύμιο Γάκης αφού έκανε την μειραή ψάχνει τώρα τρόπο να μην τον πιάσουν οι Τούρκοι και από εκεί οι Έλληνες. Βρίσκει κάποιον Χατζηδάκη, ίσως συγγενής του μέχρι πρότινος πολιτικού και ίσως και συγγενής κατά πολλούς του Γάκη. Αυτός τον συμβουλεύει μια και έχει τον τρόπο να τον φυγαδεύσει στη Σμύρνη. Ετσι και έγινε εγκαταστάθηκε στο Παπαζλή, εκεί προσπαθεί να φτιάξει την ζωή του ώσπου μια μέρα τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν στα Γιάννενα να δικαστεί. Μάρτυρας και η Βασιλαρχόντισσα που δεν θέλει να τον δικάσουν γιατί της φέρθηκε καλά. Το δικαστήριο αντί για κρεμάλα του τα έκανε ισόβια και τον στείλαν στις φυλακές στην Αλικαρνασό [ Μπουντρούμ ] και σε λίγο καιρό με ένα διάταγμα των Νεότουρκων απαλλάχτηκε. Γυρνώντας στο χωριό άνοιξε ένα μπακάλικο περισσότερο για τα μάτια, άλλωστε είχε κάνει τα κουμάντα.

Σε κάποιο ζιαφέτ μέθυσε και μαρτύρησε στο Τουρκάκι που είχε παραγιό. Είχε φτιάξει οκτώ γούρνες εκεί έβαλε το χρυσάφι, το Τουρκάκι νόμισε οτι βρήκε τη γούρνα και αυτή ήταν. Αλλά ο Θύμιος είχε και άλλες γούρνες και απο εδώ ξεκινάει ο πατριωτισμός του Θύμιου. Οι Τσέτες θερίζουν τους Ρωμιούς στα χωριά, αυτός φτιάχνει με δικά του έξοδα ένα αντάρτικο σώμα με επικεφαλής αυτόν και προσπαθούν να σώσουν τα Ελληνικά χωριά. Πολλοί λένε ότι σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, ο χωριανός μου ο Καπενέκης που ήταν κληρωτός εκεί χωρίς να παίρνει όρκο λέει ότι τον είδε σε ένα ξένο καράβι να ανεβαίνει. Από εκεί και πέρα αγαπητέ φίλε βγάλε το δικό σου συμπέρασμα τι ήταν τελικά ο Θύμιου Γάκης ληστής ή πατριώτης.

Και φτάνουμε στο δεύτερο δίλημμα καθώς λέγεται στο δημοτικό άσμα Βασίλω Αρχόντισσα [ νάνε η Βασίλω Βάσιω σε βουνό ] και όχι Βασίλισσσα και αρχόντισσα όπως αναφέρουν πολλοί ιστορικοί και συγγραφείς. Αλλά ποιός είμαι εγώ που μα το ζόρι έβγαλα το Δημοτικό, αλλά μπορώ να έχω μια διαφορετική γνώμη ορμώμενος οτι αν βγήκε τότε τραγούδι δεν υπήρχε Βασίλισσα. Ίσως να λέγαμε Σουλτάνα γιατί ήταν ακόμη οι Τούρκοι και ξέρω ότι στην Ήπειρο σε όλα τα ποιήματα [κυρά και αρχόντισσα ] λένε. Πάντως αυτός που συμπόλιασε το τραγούδι από λέξεις και αράδες του λαού για να μην αντιμετωπίσει πιστεύω την οργή και την δύναμη ενός Αβέρωφ την είπε Βασιλαρχόντισσα. Δηλαδή πως να την έλεγε Ευδοκία ,ας του βάσταγε

Καρβασσαρά = Αμφιλοχία

μαξούμια =μικρά παιδιά

Στάνου =χωριόΑκαρνανίας

ζιαφέτ = γλέντι

μπαστιά =νόθα



Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: