Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ο Αγάς και ο Τσιφλικάς !!! Μια πραγματική ιστορία της δεκαετίας του '50

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Όλοι ξέρουμε λίγο πολύ πώς αυτός ο έρμος  τόπος ξαναγεννήθηκε και πώς έγινε κράτος. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι μερικοί ξυπόλυτοι με μπαλωμένα γουρουνοτσάρουχα χωριάτε, αγράμματοι πήραν κάτι σκουριασμένους γκράδες να διώξουν τον Τούρκο Αγά και τον Μπέη. Αυτούς τους ξεπαστρέψανε αλλά τίποτα δεν έγινε, έφυγε ο Αγάς ήρθε ο Τσιφλικάς, έφυγε ο Μπέης ήρθε ο γαιοκτήμονας. Έφυγε ο Ραγιάς ήρθε ο κολλήγος στον κάμπο, ο μπιστικός στο βουνό στα τσελιγκάτα. 

Τι κάνεις εδώ άνθρωπέ μου λέει ένας περιηγητής στα Γκαραγκουνοχώρια και είσαι στην πόρτα του Αφέντη. Περιμένω την γυναίκα μου να σχολάσει με τον αφέντη και να φύγουμε γιατί ήμαστε νιόπαντροι. Έ το ίδιο γίνονταν και με τον Μπέη δεν είναι τυχαίο που μερικοί παλιοί κλέφτες οι αργότερα αυτοί που πολέμησαν να ελευθερωθεί και η υπόλοιπη Ελλάδα ανεβηκαν στο βουνό και χαλέψαν τα δίκια τους και έτσι έχουμε τον Νταβέλη τον Γκαντάρα τον Γιαγκούλα και αργότερα τους Ρετζαίους. 


Ας περάσανε δεκαετίες τα πράγματα δεν αλλάξανε και ερχόμαστε σαράντα χρόνια μετά την απελευτέρωση της Ηπείρου. Θα μιλήσω με πραγματικά γεγονότα ,χίλια εννιακόσια πενήντα επτά σε ένα Λιβαδοχώρι εκεί κάπου στην Ήπειρο. Ο αρχιτσέλιγκας που είχε ένα κτήμα, αλήθεια που το βρήκε ίσια με το Λιόπεσι δεν νομίζω να είχε πάρει ο πατέρας του γιαταγάνι να κυνηγήσει τον Τούρκο, όπως και άλλοι αργότερα στην κατοχή, αντίθετα μάλιστα ήταν αυτοί που είχαν τα νιτερέσια με τον οχτρό βγήκαν πλούσιοι. Αριθμούσαν τα κοπάδια του ίσια με δυό χιλιάδες ζωντανά, είχε συνήθως τσοπαναραίους ακτήμονες. Αυτοί είχαν κάτι λίγα μανάρια τα ρίχνανε στου τσέλιγκα τα κοπάδια και να η εκμετάλλευση πήγαινε σύννεφο, αφού έπαιρνε το γάλα το μαλλί και το αρνί για πενταροδεκάρες. 

Ειχε τρεις μπιστικούς για τα στέρφα άλλους τόσους για τα γαλάρια και άλλους στα ζυγούρια στο μπατζαριό του ειχε άλλους δύο μπάτζιους και δύο βοηθούς . Οι περισσότεροι ήταν εργένηδες στην δούλεψή του, μηνιάτικο κοροϊδία, η συμφωνια ήταν και το φαί.Εκεί ο αθεόφοβος μέτραγε τις χαψιές [οκτώ ελιές δεκαέξι χαψιές ο άνθρωπος ζή τόσο πρέπει να τρώη ] Μέναμε σε μια καλύβα με άχυρα δεν βάζαμε φωτιά γιατί θα καιγόμαστ, βαράγαμε στρούγκα [μπράβο παιδάκια μας έλεγε ο επιστάτης αλλα τηγανίτα τίποτα ] ούτε πέντε δεκάρες να πάμε στην πόλη να πάρουμε λίγο ψωμί καθάριο και η αμοιβή ήταν το ρούφηγμα της αφρής απο την καρδάρα πέρναμε το σπερδούκλι το κάναμε καλαμάκι χωρίς να υπολογίζουμε το μελιταίο πυρετό. Γράμματα σχολείο μια ώρα και δρόμο θυμάμαι κοντό παντελονάκι μαλλίσιο στον πάτο ραμμένο ύφασμα για να μην ματώνουν τα ποδαράκια από το άγριο μαλλί το σκονόγαλο ήταν σε καθημερινή βάση καθώς και το πλιγούρι φτώχεια με το τσουβάλι μπορεί να τα περνάμε τα γράμματα αλλά δεν υπήρχαν τα λεφτά για κάτι παραπάνω δεν βαριέσαι και έτσι προοδεύσαμε αλλά ποτέ δεν θέλησα το προσωπικό μου να με φωνάξει αφεντικό δεν ξέρω ίσως καμιά φορά και το πεζοδρόμιο να είναι μεγάλο Πανεπιστήμιο. Αλλά παρασύρθηκα αστόχησα τον τσέλιγκα.

Είναι Πασχαλιά έχει πάει στην Αθήνα έχει πουλήσει τα αρνιά δεν ξέρω ίσα με πεντακόσια. Αφού πέρασε από τα πονηρά σοκάκια [ωρέ σκουλάν τα λεφτά με μια φασλάδα σε θιαμένομαι αναρωτιέται ] Άιντε να κάνω μια βόλτα μέχρι εκεί στο Κολωνάκι [ας πάου να ιδού πώς περνάνε ετούτοι οι Αθηναίοι οι πλούσιοι ].

Μπαίνει σε ένα μαγαζί τήν αράζει στραβοπόδι μπουραζάνα άσπρη, κοντόσι μαύρο, τσαρούχι φούντα. Έρχεται το γκαρσόνι, κύριε συγγνώμη δεν μπορείτε να καθίσετε γιατί εδω θα έρθει το αφάν γκατέ της Αθήνας. Ωρέ τι μπανταλομαρες λές τι Φάνιας και Κατέρς, αυτοί είναι στου χουριό φώναξε τ αφεντικός. Έρχεται το αφεντικό τον βλέπει από μακριά, αυτός είναι θκός μας λέει και του αρχίζει [Άντε νι κλέφτες από τα Άγραφα].

-Ώπα λέει ο τσέλιγκας, από πού είσαι ρε πατριώτη;

Απ' τ Ζαρκοβίτσα ου να σε πάρ ου διάουλος, αφού ρίξαν τον τοπικό χαιρετισμό απο δυό μούτζες ο καθένας με τα δυο τα χέρια του λέει ο Μαγαζάτορας. Πατριώτ' να σε κεράσω ένα τσίπρο και να πάς στο καλό, [έλα εδώ Κωστάκ φωνάζ το γκαρσόνι]. -Ωρέ το έχεις χαμένου ξέρς τι κρύβει αυτήν η μπουραζάνα, πόσο ωρέ θα κάν το χαΐρης απόψε. 

-Έ δεν θα κάνει πενήντα χιλιάδες 

-Πάρε εβδομήντα και το μαγαζί το έχω αγκαζέ για απόψε

Έτσι περνάγαν οι κυρίες και οι κύριοι με τα κουστούμια και τα ημίψηλα και βλέπαν τον τσοπανο φλογέρα με τα τσάμικα ντυσιματά του να καπνίζει τον αργιλέ του.

Φυσικά το χούι δεν το άλλαξε οκτώ ελιές δέκα έξ χαψιές ου άνθρουπους χουρτέν.

Τελικά στανέψαμε μαζί ένα καλοκαίρι και εμείς να έχουμε περισσότερα.



Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: