Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και ελληνικό δημόσιο χρέος. Ένας λανθασμένος συσχετισμός

Τάσσος "Το κορίτσι με τα μικρά δένδρα"

Τάσσος «Το κορίτσι με τα μικρά δένδρα

Η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα να επισκεφθεί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, έναν κορυφαίο τόπο μνήμης της ελληνικής αντίστασης ενάντια στον φασισμό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αμέσως μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού της χώρας, έφερε ένα βαρύ συμβολικό νόημα. Πιστεύω ότι η κίνηση αυτή εντάσσεται στη διαχρονική θέση της ελληνικής αριστεράς για τη διεκδίκηση των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου ως ηθικού χρέους απέναντι στον αγώνα του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η ανακίνηση του ζητήματος σχετίζεται με την άνοδο της Αριστεράς για πρώτη φορά στην εξουσία, η συγκυρία παράγει τα δικά της νοήματα. Πολλοί, στον εγχώριο και διεθνή Τύπο, συσχέτισαν την κίνηση Τσίπρα με την έναρξη των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη νέα ελληνική κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους για τη διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή, στις εργασίες ανασύστασης της διακομματικής επιτροπής για τις πολεμικές αποζημιώσεις, η διεκδίκησή τους ερμηνεύεται όλο και εντονότερα ως ένας πολιτικός και οικονομικός μοχλός άσκησης πίεσης προς τη γερμανική πλευρά. Μάλιστα τις τελευταίες ημέρες προέκυψαν και οι αναμενόμενοι επικριτές, οι οποίοι κατηγορούν την κυβέρνηση για διεκδικητικές κινήσεις που συνιστούν πρόκληση προς τη γερμανική πλευρά σε μια κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων για το χρέος και ενώ βρισκόμαστε «με την πλάτη στον τοίχο». Πιθανώς, σύμφωνα με αυτή τη λογική, μια ταπεινωμένη χώρα στο παρόν στερείται του δικαιώματος διεκδίκησης ενός χρέους που προέρχεται από την ηρωική στάση του λαού της στο πρόσφατο παρελθόν.

Μέσα λοιπόν από την όλο και πιο στενή σύνδεση, στο δημόσιο λόγο, του ζητήματος των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων με αυτό του ελληνικού δημόσιου χρέους, δημιουργείται η αίσθηση ότι η διεκδίκησή τους μπορεί να αποτελέσει μια διέξοδο για την Ελλάδα, απέναντι στις ασφυκτικές πιέσεις που ασκούν οι δανειστές χρησιμοποιώντας το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος ως εργαλείο πολιτικής και οικονομικής μηχανικής. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ύψος του προς διεκδίκηση ποσού είναι περίπου ίσο με αυτό του ελληνικού δημόσιου χρέους. Αν σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα προστεθεί και το δεδομένο ότι στην ελληνική κοινωνία δεν άνοιξε ποτέ η συζήτηση για την περίοδο της Κατοχής και άρα η κοινή γνώμη δεν έχει επαρκή γνώση των λόγων που οδήγησαν στις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, υπάρχει ο κίνδυνος της διολίσθησης προς ένα πολιτικά λανθασμένο και ηθικά ανεπίτρεπτο συσχετισμό: αν πετύχουμε την καταβολή των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων μπορούμε να ξεπληρώσουμε το δημόσιο χρέος και να κάνουμε μια νέα αρχή.

Αυτός ο λανθασμένος συσχετισμός οδηγεί στην υπονόμευση του πολιτικού νοήματος του αντιστασιακού αγώνα και συνεπώς της διαπραγματευτικής μας θέσης ως προς τη διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων. Οι άνθρωποι που 70 χρόνια πριν αντιστάθηκαν στο ναζισμό, που πολέμησαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν και μετά το τέλος της Κατοχής οι περισσότεροι φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και έζησαν, όσοι επέζησαν, ως πολίτες β΄ κατηγορίας, αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους και ολόκληρης της ανθρωπότητας και παράλληλα για την ανατροπή του πολιτικού συστήματος που «έθρεψε» το ναζισμό στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο διττός στόχος της Αντίστασης, εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας ενάντια στους κατακτητές και παράλληλα κοινωνικοπολιτικός ενάντια στο απαξιωμένο παλαιό πολιτικό σύστημα, επισημαίνονταν στα ιδρυτικά κείμενα όλων των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων.

Συνεπώς, για να το θέσω απλά, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συσχετιστεί ο αντιστασιακός αγώνας του ελληνικού λαού, πάνω στον οποίο βασίζονται οι αξιώσεις μας για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων, με τους παράγοντες που οδήγησαν στον εκτροχιασμό του ελληνικού δημόσιου χρέους, όπως οι μίζες εξοπλιστικών και άλλων προγραμμάτων, η εκτροπή επενδυτικών κεφαλαίων σε αντιπαραγωγική πολυτελή κατανάλωση ή η σπατάλη δημόσιου χρήματος. Ο λόγος δεν είναι μόνο ηθικός, αλλά και απόλυτα πρακτικός. Η σύνδεση μιας από τις πιο λαμπρές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας με την όλη φιλολογία γύρω από το δημόσιο χρέος, που μας έχει στιγματίσει διεθνώς, εξασθενεί τη διαπραγματευτική θέση της χώρας.

Δεν αρκεί όμως ο αποσυσχετισμός των δύο αυτών ζητημάτων, ενός ηθικού χρέους που πηγάζει από το παρελθόν και ενός υλικού που καθορίζει τη σημερινή κατάσταση στη χώρα. Θα ήταν λάθος εάν η ελληνική πλευρά περιοριστεί στις νομικές και οικονομικές παραμέτρους της διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων. Η διεκδίκηση αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια ευκαιρία για την ανάδειξη του αγώνα της ελληνικής κοινωνίας ενάντια στο ναζισμό, των καταστροφικών συνεπειών της τριπλής (γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής) κατοχής και των τρόπων με τους οποίους οι συνέπειες αυτές λειτούργησαν ως εμπόδιο στην ομαλή μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας. Ο αντιστασιακός αγώνας του ελληνικού λαού, που αποτέλεσε μάλιστα κομμάτι του διεθνούς αντιφασιστικού αγώνα, πρέπει να γίνει γνωστός και να καταξιωθεί στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων πολιτών.

Αν και η επιστημονική έρευνα έχει δώσει στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, το γεγονός ότι αυτή η γνώση δεν έχει περάσει στην ελληνική κοινωνία και συνεπώς δεν έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις των Ελλήνων και κατ' επέκταση των Ευρωπαίων πολιτών, λειτουργεί υπονομευτικά της όλης προσπάθειας. Πέρα από τις γενικόλογες και στερεοτυπικές της απεικονίσεις, η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης απουσιάζει από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, από το δημόσιο χώρο (τη μνημονική της αποτύπωση στους δρόμους και τα κτίρια των πόλεων) και το δημόσιο διάλογο. Έτσι, παρά το γεγονός ότι στη μακάβρια αποτίμηση των ανθρώπινων απωλειών κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση πίσω από Πολωνούς, Γιουγκοσλάβους και Σοβιετικούς,[1] η τεράστια ελληνική συνεισφορά στον ευρωπαϊκό αντιφασιστικό αγώνα δεν έχει αποκτήσει την εγχώρια και διεθνή αναγνώριση που της αρμόζει.

Η λήξη του πολέμου αποτέλεσε μια νέα αφετηρία για ολόκληρη την Ευρώπη. Ακόμη και οι ηττημένες χώρες του Άξονα, με πρώτη και κύρια την ίδια τη Γερμανία, μπήκαν σε μια διαδικασία γοργής επούλωσης των τραυμάτων του πολέμου με την οικονομική και πολιτική στήριξη των νικητών. Η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ο διχασμός που προκάλεσε η γερμανική στρατιωτική κατοχή δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί με πολιτικά μέσα, ήταν η Ελλάδα. Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν εισέλθει στη διαδικασία οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, η Ελλάδα βίωσε μια ακόμη πιο δεινή διαλυτική εμπειρία με το ξέσπασμα του τρίχρονου Εμφυλίου Πολέμου.

Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια για τη διεκδίκηση των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, θέτοντας όμως ξεκάθαρα το διακριτό πολιτικό και ηθικό πλαίσιο που διέπει τη διεκδίκηση αυτή και το οποίο δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με το ζήτημα των διαπραγματεύσεων για το ελληνικό δημόσιο χρέος. Παράλληλα η διεκδίκηση αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια ευκαιρία να ανοίξει επιτέλους ο δημόσιος διάλογος για το τι έγινε την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα, με παραλήπτες όχι μόνο τη γερμανική κυβέρνηση αλλά και την ίδια την ελληνική κοινωνία. Μέσα από αυτό το διάλογο πρέπει να αναδειχθούν οι λόγοι και οι τρόποι με τους οποίους η γερμανική στρατιωτική κατοχή οδήγησε στη διάλυση της ελληνικής οικονομίας, στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και στο διχασμό της κοινωνίας και να επισημανθούν οι αιτίες που προκάλεσαν τη στρεβλή κοινωνικοπολιτική και οικονομική μεταπολεμική συγκρότηση της Ελλάδας. Είναι η αναζήτηση που θα αναδείξει τις ευθύνες της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά και των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων σε πολλά από αυτά που σήμερα ονομάζουμε ελληνικές παθογένειες που χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

[1] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σκοτώθηκαν ένας στους 5 Πολωνούς, ένας στους 8 Γιουγκοσλάβους, ένας στους 11 Σοβιετικούς, ένας στους 14 Έλληνες, ένας στους 15 Γερμανούς, ένας στους 77 Γάλλους και ένας στους 125 Βρετανούς: Tony Judt, Postwar. A History of Europe since 1945, Νέα Υόρκη, Penguin Press, 2005, σ. 17-18 [στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση Νικηφόρου Σταματάκη και Ελένης Αστερίου].


του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος, δρ ιστορίας του Παν. Αθηνών και συγγραφέας των βιβλίων «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» (2012) και «Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας» (2014), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.


Δεν υπάρχουν σχόλια: