Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Πέτρα Πρέβεζας. Απολαύστε τα video




Απολαύστε τα video




















Η Πέτρα (Τοπική Κοινότητα Πέτρας - Δημοτική Ενότητα ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΟΣ), ανήκει στον δήμο ΖΗΡΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΠΡΕΒΕΖΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.

Η επίσημη ονομασία είναι “η Πέτρα”. Έδρα του δήμου είναι η Φιλιππιάδα και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.

Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, η Πέτρα ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Πέτρας, του πρώην Δήμου ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΟΣ του Νομού ΠΡΕΒΕΖΗΣ.

Η Πέτρα έχει υψόμετρο 10 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,1538983003 και γεωγραφικό μήκος 20,8138920945. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στην Πέτρα θα βρείτε εδώ.












Κάστρο των Ρωγών

Πανάρχαιο κάστρο σε χαμηλό λόφο μεταξύ Νέας Κερασούντας και Πέτρας της επαρχίας Φιλιππιάδας του νομού Πρεβέζης.Στη νότια και δυτική πλευρά του ρέει ο ποταμός Λούρος.
Η εποχή της ακμής του συμπίπτει με την περίοδο της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, τον 13ο και στις αρχές του 14ου αιώνα. Την περίοδο αυτή έγινε η τελευταία ανοικοδόμηση και το κάστρο πήρε τη σημερινή του μορφή.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Η στρατηγική σημασία του κάστρου οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα παλιά χρόνια ο ποταμός Λούρος ήταν πλωτός και χρησίμευε σαν οδός μεταφοράς προϊόντων και υλών από την πλούσια ενδοχώρα της Ηπείρου. Το κάστρο, κτισμένο σε ύψωμα επάνω σε καμπή του ποταμού, ήταν σε ιδεώδη τοποθεσία για τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας στον ποταμό.
Επιπλέον παλαιότερα, πριν από τις αποξηράνσεις του 1950, η περιοχή ήταν γεμάτη βάλτους που αποτελούσαν φυσική οχύρωση για το κάστρο. Υπάρχουν εξάλλου ισχυρές ενδείξεις ότι η μορφολογία της τοποθεσίας ήταν πολύ διαφορετική κατά την αρχαιότητα και το μέρος ήταν ουσιαστικά νησί και προσβάσιμο μόνο από το ποτάμι.

Το Όνομα του Κάστρου
Ο οικισμός πήρε το όνομα Ρωγοί ή Αρωγοί επειδή κατά το Μεσαίωνα έδινε καταφύγιο και βοήθεια («αρωγή») στους πληθυσμούς των παραλίων κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών, κυρίως από Σλάβους και Βουλγάρους.
Μέχρι προ τινος το κάστρο ήταν πλήρως εγκαταλειμμένο και τα σωζόμενα τμήματα δεν φαίνονταν εξαιτίας της βλάστησης, όπου έβρισκαν καταφύγιο πλήθος ερπετών. Έτσι, παλαιότερα οι ντόπιοι το ονόμαζαν "Φιδόκαστρο". 

Ιστορία
Στην περιοχή έφτασαν τον 8ο π.Χ. αι. οι Ηλείοι αναπλέοντας τον Λούρο για να στήσουν ένα είδος αποικίας με σκοπό την προώθηση των προϊόντων τους αλλά και την προμήθεια εκείνων της ηπειρωτικής ενδοχώρας : ξυλεία, γαλακτοκομικά, μαλλί. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για το Βουχέτιον για το οποίο ομιλεί ο Στράβων. 
Το κάστρο έχει κτιστεί στα ερείπια της αρχαίας αποικίας των Ηλείων. Οι πρώτες οχυρώσεις της ακρόπολης έγιναν τον 5ο π.Χ. αιώνα όταν άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των Ηλείων αποίκων και των Κασσωπαίων Ηπειρωτών. Διακρίνονται ογκόλιθοι από την πρώτη εκείνη οχύρωση στη σημερινή δομή του κάστρου. Το έτος 343-342 π.Χ. με την παρέμβαση του Φιλίππου, το Βουχέτιον όπως και οι υπόλοιπες αποικίες των Ηλείων περιέρχονται στα χέρια των Κασσωπαίων. 
Το Βουχέτιο αργότερα ευνοήθηκε με την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, με την άδεια οικοδόμησης των τειχών και κοπής νομίσματος. Το Βουχέτιο θα καταστραφεί το 167 π.Χ. κατά την ρωμαϊκή εισβολή από τους Ρωμαίους του Αιμίλιου Παύλου, μαζί με 70 άλλες πόλεις της Ηπείρου. Θα ανοικοδομηθεί και θα παρακμάσει οριστικά μετά την ίδρυση της Νικόπολης το 31 π.Χ. Η παρακμή αυτή έφερε τελικά την εγκατάλειψη και ερήμωση του «πολιχνίου».
Η στρατηγική θέση του κάστρου προκάλεσε την αναγέννησή του κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Οι Βυζαντινοί του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μετά το 1204, το οχύρωσαν και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή. Το μέρος απέκτησε μεγάλη σημασία, μετατράπηκε σε μεσαιωνική πολιτεία και υπήρξε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο με ασφαλή οχύρωση. Σε αυτή την περίοδο παίρνει και τη σημερινή του ονομασία.
Στα τέλη του 13ου αιώνα ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος πούλησε την περιοχή στον βασιλιά της Νεάπολης Κάρολο Β’ τον Ανδηγαυό (Charles ΙΙ d'Anjou) που με τη σειρά του την παραχώρησε στον γιο του Φίλιππο του Τάραντος. Μετά το θάνατο του Νικηφόρου, η χήρα του Άννα, επίτροπος του νεαρού γιου της Θωμά, προσπάθησε να απαλλαγεί από τους Ανδηγαυούς και αυτό οδήγησε σε ρήξη.
Το 1304 οι Ρωγοί έγιναν πεδίο μάχης μεταξύ των Βυζαντινών της Ηπείρου και των δυνάμεων του Φιλίππου του Τάραντος, όπου ο Φίλιππος νικήθηκε. 
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου διατήρησε την ανεξαρτησία του μέχρι το 1337 οπότε υποτάχθηκε στο Βυζάντιο. Το 1339, επί αυτοκράτορας Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου, οι Ηπειρώτες επαναστάτησαν εναντίον των Βυζαντινών και το κάστρο των Ρωγών -μαζί με το Θωμόκαστρο (ή κάστρο της Ρηνιάσας)- ήταν ένα από τα ορμητήρια των επαναστατών.










Την περίοδο αυτή ο «κύρης» της περιοχής ήταν ο Αλέξιος Καβάσιλας, κόμης της Αιτωλοακαρνανίας που κρατούσε το κάστρο των Ρωγών.
Στα τέλη του 1339, αυτοκρατορικά Βυζαντινά στρατεύματα έφτασαν στην περιοχή, και το 1340 έφτασε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Το κάστρο των Ρωγών πολιορκήθηκε, αλλά τελικά ο Καντακουζηνός μετά από διαπραγματεύσεις έπεισε τον Καβάσιλα να το παραδώσει. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με το Θωμόκαστρο. Ο Καβάσιλας αργότερα σταδιοδρόμησε στην Κωνσταντινούπολη όπου απέκτησε πλούτη και αξιώματα και έγινε Μέγας Κοντόσταυλος.
Όταν η αυτοκρατορία βρέθηκε στη δίνη του καταστρεπτικού εμφυλίου μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, η Ήπειρος καταλήφθηκε από τους Σέρβους. Το 1346 το κάστρο των Ρωγών καταλήφθηκε από τον Αλβανό -και σύμμαχο των Σέρβων- Πέτρο Λιόσα. Το 1374 ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς υπό τον Ιωάννη Γ', Δεσπότη της Ηπείρου. Τα επόμενα χρόνια, καθώς το Βυζάντιο παράπαιε, το κάστρο έπεσε στα χέρια διαφόρων Λατίνων και Ενετών που διετέλεσαν Αυθέντες της περιοχής. Τέλος το κάστρο κυριεύθηκε το 1442 από τους Τούρκους.
Το τέλος του κάστρου και της πολιτείας των Ρωγών ήρθε τον 17ο αιώνα, κατά τον Ενετο-Τουρκικό πόλεμο του 1684-1699. Τότε οι Τούρκοι κατέστρεψαν το κάστρο για να μη χρησιμοποιηθεί από τους Ενετούς.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
H συνολική εξωτερική περίμετρος του τειχισμένου χώρου φθάνει τα 1000 μ. και το εμβαδόν του τα 37 στρέμματα.
Η τοιχοδομία του εξωτερικού τείχους των Ρωγών μαρτυρεί πως πρόκειται περί Φρουρίου αρχαϊκών και ρωμαϊκών χρόνων, επισκευασμένο την εποχή του Βυζαντίου. Στη βάση υπάρχουν μεγάλοι ογκόλιθοι, πιο πάνω λίθινο τείχος και πιο ψηλά τείχος κεράμων εναλλασσόμενο με λίθινες ζώνες (βυζαντινή τεχνοτροπία). Το τείχος, έχει σε ένα μέρος του σύστημα πολυγωνικής τοιχοδομίας και περιβάλλει ολόκληρο το πάνω μέρος του λόφου και διαιρείται σε τρία μέρη. Πρώτο την ακρόπολη που κατέχει τη ΝΑ άκρη του περίβολου και έχει πύργο στη μέση, δεύτερο το πλέον οχυρωμένο σημείο που έχει και το ψηλό οχυρό, προστατευτικό πύργο και τρίτο τον κύριο περίβολο που τριγυρίζει τη μεσαιωνική πόλη. Όμως η μεσαιωνική πόλη, εκτεινόταν και έξω από το τοιχογυρισμένο μέρος.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει επιφανειακά ευρήματα, όστρακα κυρίως, που ανάγονται στον 6ο αι. π.Χ.. Οι αλλεπάλληλες επεκτάσεις και επισκευές της βυζαντινής περιόδου έχουν σχεδόν εξαφανίσει τον αρχαιοελληνικό οικισμό. Ωστόσο η κατασκευή κάποιων περιβόλων (κυρίως στην βάση τους με τις μεγάλες πελεκητές πέτρες) μοιάζει προγενέστερη του 343-2 π.Χ., έτους κατάλυσης του αποικιακού κράτους των Ηλείων από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα.
Στο εσωτερικό, στη βορειοδυτική πλευρά υπάρχει ναός προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος ανακαινίστηκε και αγιογραφήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα ο ναός λειτουργεί στις 15 Αυγούστου και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου.
Το Υπουργείο Πολιτισμού στην Ιστοσελίδα του δίνει την εξής περιγραφή και χρονολόγηση των τειχών του Κάστρου:
Περίοδος Α'. Στην αρχαιότερη φάση ανήκει ο ισοδομικός περίβολος στη κορυφή του λοφίσκου, δηλ. η ακρόπολη με περίμετρο 450 μ. και εμβαδόν 9 στρέμματα.
Περίοδος Β΄. Περιτειχίζεται η βόρεια πλαγία του γηλόφου με ένα πολυγωνικό τείχος που κατεβαίνει ως τους πρόποδες του λόφου. Η συνολική εξωτερική περίμετρος του περιβόλου είναι τώρα 730 μ. και το εμβαδόν διπλάσιο του αρχικού (18 στρέμματα).
Περίοδος Γ΄. Εδώ ανήκει ο πολυγωνικός περίβολος, που περιέκλεισε στη ΒΑ πλαγιά του λόφου ένα τμήμα του οικισμού εμβαδού 2 εκταρίων. 
Περίοδος Δ΄. Στη φάση αυτή τα τείχη ανακατασκευάστηκαν σε μεγάλη έκταση και μόνο τα χαμηλότερα μέρη τους, όσα δεν είχαν γκρεμιστεί από την καταστροφή, παρέμειναν ανέπαφα. 
Τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης Ρωγών έχουν κηρυχθεί μνημεία από το ΥΑ Α/Φ31/51483/3884 π.ε./17-1-1974 - ΦΕΚ 105/Β/31-1-1974.
Σημερινή ΚατάστασηΣτο κάστρο έχουν γίνει εργασίες συντήρησης και καθαρισμού και έχουν αναδειχτεί κάποια εντυπωσιακά στοιχεία του. Δεν είναι το καλύτερο κάστρο της περιοχής, είναι όμως το καλύτερα διατηρημένο Βυζαντινό μνημείο της Ηπείρου.
Θρύλοι και ΠαραδόσειςΣύμφωνα με μια μαρτυρία, στον οικισμό φυλάσσονταν τα λείψανα του Ευαγγελιστή Λουκά που είχαν μεταφερθεί εκεί μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους το 1204. Μετά το 1453, τα λείψανα μεταφέρθηκαν στην Πάδοβα της Ιταλίας, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Η ανεπιβεβαίωτη αυτή μαρτυρία βασίζεται στιο βιβλίο «Επιστολαί και Αναμνήσεις εξ Ηπείρου» του Κυριάκου εξ Αγκώνος (ή Αγκωνιάτη), Λατίνου περιηγητή που επισκέφτηκε την Ήπειρο τον 15ο αιώνα. Η πληροφορία αυτή πάντως δεν θεωρείται αξιόπιστη από τους ιστορικούς
Παράλληλες ΙστορίεςΤο παρακείμενο χωριό, η Νέα Κερασούντα, είναι προσφυγικό. Ιδρύθηκε από Πόντιους πρόσφυγες το 1924. Η καταγωγή των περισσότερων από τις 50 με 60 οικογένειες που ήρθαν τότε στην περιοχή ήταν από την Κερασούντα του Πόντου και από το Πουλατζάκ. Είναι ένα από τα τέσσερα χωριά (μαζί με την Νέα Σαμψούντα, την Νέα Σινώπη και τον Αρχάγγελο) Ποντίων Προσφύγων που ιδρύθηκαν την περίοδο εκείνη στο νομό Πρεβέζης, σε μεγάλη απόσταση από τα υπόλοιπα κέντρα του ποντιακού Ελληνισμού.









Οι Ρε(ν)τζαίοι και η ληστεία της Πέτρας ΙI



Το παρελθόν των Ρε(ν)τζαίων
Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος γεννήθηκαν στο μικρό χωριό Ανώγι της Πρέβεζας το 1896 και το 1899, αντιστοίχως και ήταν τα δύο από τα πέντε παιδιά (τρία αγόρια και δύο κορίτσια) του Κώστα και της Κωνσταντούλας Ρέ(ν)τζου. Την άνοιξη του 1909, ο κτηνοτρόφος πατέρας τους δολοφονήθηκε άγρια από τρεις ζωοκλέφτες, αλλά οι δράστες του εγκλήματος παρέμειναν, για αρκετά χρόνια, άγνωστοι. Το 1917 και ενώ υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία πληροφορήθηκαν την ταυτότητα των δραστών: επρόκειτο για τους Βασίλη Καρατζά, Κώστα Βέτσο και Βαγγέλη Παππά. Η οργή τους ξεχείλισε, με αποτέλεσμα να λιποτακτήσουν, να ανέβουν στο βουνό και να πάρουν εκδίκηση σκοτώνοντας, εντούτοις, μόνο τους δύο πρώτους, αφού διαπιστώθηκε πως ο τρίτος είχε διαφωνήσει με την δολοφονία του πατέρα τους και δεν συμμετείχε σ’ αυτήν. Ήταν το γεγονός που άλλαξε την πορεία της ζωής τους…
Περνώντας οριστικά στην παρανομία, συνέστησαν συμμορία και μάλιστα κατασκεύασαν και σφραγίδα με την οποία υπέγραφαν τις διαταγές τους. Δρούσαν κυρίως στην περιφέρεια της Ηπείρου και ειδικότερα στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων.

Η σφραγίδα των Ρε(ν)τζαίων (πηγή: Ν. Ι. Πάνος: «Ρεντζαίοι – ‘‘Οι βασιλείς της Ηπείρου’’»)

Ως το 1925, η δράση τους σημαδεύτηκε από δολοφονίες (σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής έφτασαν στις 47, κατ’ άλλες πηγές στις 98!), αναρίθμητες κλοπές και ληστείες, καθώς και απαγωγές για την απόδοση λύτρων. Από τις εντυπωσιακότερες ενέργειές τους ήταν η αιχμαλωσία του Χρ. Παπαγιαννόπουλου, οι απαγωγές του εμπόρου Φουρναρόπουλου (το 1920) και του υιού Παναγιωτόπουλου (το 1923), για τις οποίες αποκόμισαν ως λύτρα τα ποσά των 2.000 και των 4.000 χρυσών λιρών αντίστοιχα, καθώς και η κράτηση του Ελιά Μαραμένου (το Νοέμβριο του 1923), γιο μεγαλεμπόρου από τα Ιωάννινα, για την οποία ζήτησαν και έλαβαν το ιλιγγιώδες ποσό του 1 εκ. δρχ. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από αυτή την απαγωγή παραθέτει ο Β. Τζανάκαρης στο βιβλίο του «Τα παλληκάρια τα καλά, σύντροφοι τα σκοτώνουν»: «Το ίδιο βράδυ που οι Ρετζαίοι αιχμαλώτισαν τον νεαρό Ελιά Μαραμένο (σ.σ.: η απαγωγή έγινε μέσα στην πόλη του Ιωαννίνων) και αναχωρούσαν προς άγνωστη κατεύθυνση, έφτανε στα Ιωάννινα για μια σειρά παραστάσεων ο θίασος του Αιμίλιου Βεάκη. Αλλά ήδη η πληροφορία της απαγωγής έτρεχε σαν αστραπή, οι καταστηματάρχες κατέβαζαν με θόρυβο τα ρολά των καταστημάτων τους, οι δρόμοι άδειαζαν και η πρωτεύουσα της Ηπείρου παρουσίαζε όψη έρημης κι εγκαταλελειμμένης πόλης. Γι αυτό ηθοποιοί και θεατρώνης έφυγαν την άλλη κιόλας στιγμή της άφιξής τους, έντρομοι και ασθμαίνοντες» (σελ. 35-36).

Άποψη των Ιωαννίνων, στα μέσα της δεκαετίας του 1920

Στις 14 Νοεμβρίου 1925, η κυβέρνηση του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου χορήγησε αμνηστία, σύμφωνα με την οποία απαλλασσόταν «πάσης ποινής ο ληστής, φυγόδικος ή φυγόποινος ή υπόδικος, όστις μόνος ή μετά πολιτών ή τη συμπράξει δημοσίας δυνάμεως συνέλαβε και προσήγαγε ή εφόνευσε ληστήν επικεκηρυγμένον, αφιέμενος ελεύθερος άμα τη πιστοποίησει τούτου υπό της Αστυνομικής Αρχής (…)». Το διάταγμα αφορούσε σε αξιόποινες πράξεις που είχαν διαπραχθεί στην περιοχή της Ηπείρου, αλλά η ισχύς του μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές, με νέο διάταγμα του υπουργείου Εσωτερικών. Σκοτώνοντας τους παλιούς συντρόφους τους Στ. Σιντόρη και Κοντογιώργο, οι αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι κατάφεραν να περιληφθούν στα ευεργετικά μέτρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στα Ιωάννινα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδό τους στην πόλη, τούς υποδέχτηκε πλήθος κόσμου, αλλά και εκπρόσωποι των τοπικών αρχών, μεταξύ των οποίων και ο…Αστυνομικός Διευθυντής. Έγραφε σχετικά ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Η Ελληνική» Αντ. Σβώκος το 1928: «Η είδησις της αμνηστεύσεως διεδόθη αστραπιαίως εις ολόκληρον την πόλιν των Ιωαννίνων. Αι εντόπιοι εφημερίδες ωργίασαν εις παραρτήματα περιγράφοντα τα των διαπραγματεύσεων με τους ληστάρχους και τα των φόνων των Σιντόρη και Κοντογιώργη. Οι ληστοτρόφοι έξαλλοι από χαράν διετυμπάνιζον ασυστόλως ότι και αυτοί εβοήθησαν τους Ρετζαίους να πάρουν αμνηστείαν. Έκαστος εφρόντιζε να εξασφαλίση υπέρ εαυτόν την φιλίαν των Ρετζαίων οι οποίοι ήδη ήσαν πλούσιοι. Όλοι εποδοπατούντο να κάνουν προετοιμασίας δώρων δια τους ληστάρχους.(…) Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής τι έγινεν όταν οι Ρετζαίοι εμπήκαν εις τα Γιάννενα συνοδευόμενοι από πεντηκοντάδα αυτοκινήτων. Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί εις την πλατείαν για να ιδή τα παλληκάρια. Ένα αίσθημα θαυμασμού και τρόμου συγχρόνως εκίνει ολόκληρον εκείνον τον κόσμον. Ήθελον να ιδούν τους ανθρώπους που ετρομοκράτουν επί έτη ολόκληρα την Ήπειρον. Φιλομειδείς οι λήσταρχοι εσκορπούσαν χαμόγελα προς τον αφελή κοσμάκη που τους εκύκλωνε. Εποδοπατήθηκαν ποιος να τους πρωτοπεριποιηθή. Αι προσκλήσεις κατέφθανον σωρηδόν εις το ξενοδοχείον όπου κατέλυσαν οι λήσταρχοι. Η δόξα των είχε θαμβώσει τον κοσμάκην. Αι Αρχαί υπεκλείνοντο με σεβασμόν. Τα πάντα ήσαν εις την διάθεσιν των ληστάρχων. (…) Το μεσημέρι οι δύο Ρετζαίοι έφαγαν στο σπίτι του φίλου των Βασιλειάδη. Το γλέντι εσυνεχίσθη έως αργά την νύκτα. Εκείνη τη νύκτα ητόνισεν ακόμη και η διαταγή περί ασκόπων πυροβολισμών (…)».

Ο αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι

Οι Ρε(ν)τζαίοι εγκαταστάθηκαν σε κεντρικό μέγαρο της πόλης, όπου ζούσαν πλουσιοπάροχα από τα κέρδη που είχαν αποκομίσει το προηγούμενο διάστημα και συναναστρέφονταν με τα μέλη της υψηλής κοινωνίας! Μάλιστα, ο Γιάννης Ρέ(ν)τζος τέλεσε πολυτελώς τον γάμο του με την Χαρίκλεια, κόρη του Βασίλη Κολοβού «ενός πλουτίσαντος πρώην οπλαρχηγού και στενού συνεργάτου αυτών κατά την ληστρικήν δράσιν των». Όπως σημειώνει ο Ν. Ι. Πάνος στο γάμο αυτό «γλέντησαν όλα τα Γιάννενα. (…) Λένε πως οι 90 τούρτες είχαν σταλεί από διάφορους επιφανείς των Ιωαννίνων. Επίσης (σ.σ.: ο Γ. Ρέ(ν)τζος) είχε λάβει πολλά ασημικά για δώρα. Το καλύτερο δώρο το έλαβε από τον πατέρα του Ελιά, το γέρο Μαραμένο, που φρόντισε να τον καλέσει στο σπίτι του για να φάνε μαζί. Ο Γιάννης πήγε, αλλά, πριν φάει την πρώτη κουταλιά, ζήτησε από τον Μαραμένο να φάει την πρώτη κουταλιά από το πιάτο του. Φοβόταν πάντα την εκδίκηση γι αυτό φυλαγόταν».
Εξάλλου, σύμφωνα με τον βουλευτή Μιχ. Γούδα, τους επόμενους μήνες οι Ρε(ν)τζαίοι «εχρησίμευσαν ως ημιεπίσημα αστυνομικά όργανα του Κράτους, συμπαρεδρεύοντες εις την αστυνομίαν και παρέχοντες πληροφορίες», ενώ κατά τον βουλευτή Χρ. Χρηστοβασίλη «ήσαν διορισμένοι υπό του κράτους˙ ο εις με τον βαθμόν του αξιωματικού της χωροφυλακής και ο άλλος με τον βαθμόν του ενωμοτάρχου και επομένως εμισθοδοτούντο υπό του κράτους» (από τη συζήτηση στη Βουλή στις 10 Δεκεμβρίου 1926). Στο πλαίσιο αυτό, είναι ενδεικτικό το γεγονός πως ο εισαγγελέας Λεονταρίτης (ένας από τους ανακριτές της υπόθεσης), υπέβαλε έκθεση προς το υπουργείο Εσωτερικών με την οποία εκτός των άλλων ζητούσε την απομάκρυνση από την Ήπειρο αξιωματικών της χωροφυλακής και του στρατού που υπηρετούσαν εκεί, επειδή υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι παλιότερα είχαν έρθει σε συναλλαγή με τους ληστές και επομένως θα μπορούσαν να φέρουν προσκόμματα στην πρόοδο των ερευνών. Μάλιστα, ορισμένοι από τους αξιωματικούς αυτούς, τις επόμενες μέρες υπέβαλλαν μηνύσεις κατά των εφημερίδων που είχαν δημοσιεύσει τα ονόματά τους, ενώ όταν ο αρχηγός της Χωροφυλακής, υποστράτηγος Δ. Κοκκαλάς, απομάκρυνε τέσσερις αξιωματικούς της Χωροφυλακής, στα Ιωάννινα λήφθηκαν έκτακτα μέτρα ασφαλείας, καθώς κυκλοφόρησαν φήμες πως οι αξιωματικοί αυτοί θα προχωρούσαν σε «κίνημα».

Ο εισαγγελέας Λεονταρίτης

Η διαφυγή και η σύλληψη
Στις 23 Ιουνίου 1926 και ενώ ο κλοιός των ερευνών έσφιγγε γύρω τους (η αστυνομία και η Εθνική Τράπεζα είχαν επικηρύξει τους δράστες με το ποσό των 2 εκ. δρχ.), οι Ρε(ν)τζαίοι, εκμεταλλευόμενοι σειρά λαθών των διωκτικών μηχανισμών, διέφυγαν από τα Ιωάννινα. Νωρίτερα και σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, είχαν κλείσει οριστικά το στόμα κάποιων συντρόφων τους, που πίστευαν πως θα μπορούσαν να τους καταδώσουν. Αφού επιχείρησαν χωρίς αποτέλεσμα να δωροδοκήσουν δημοσιογράφους και δικαστικούς, ώστε να τους κλείσουν το στόμα και να σταματήσουν οι έρευνες, κατέφυγαν κυνηγημένοι σε περιοχές της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μαζί με ορισμένους πιστούς συντρόφους τους. Εν τέλει, την άνοιξη του 1927 πέρασαν τα αλβανικά σύνορα και έφτασαν ως την πόλη του Δυρραχίου. Από εκεί, με πλαστά -αλβανικά- διαβατήρια (ο Γ. Ρέ(ν)τζος με το όνομα Αθανάσιος Νικόλα Τσίκος και ο Θ. Ρέ(ν)τζος με το όνομα Νικόλας Πέτρε Ντήσος), έφτασαν στο Μπάρι της Ιταλίας και στη συνέχεια μετακινήθηκαν στο Μιλάνο, όπου έμειναν μία εβδομάδα. Κατόπιν, με τραίνο πήγαν στη Σερβία και αφού, για λίγο διάστημα, περιηγήθηκαν σε διάφορα χωριά και πόλεις της χώρας, πέρασαν στη Ρουμανία και στη μετά στη Βουλγαρία.
Στο μεταξύ, η ελληνική αστυνομία τέθηκε στα ίχνη τους. Συγκέντρωσε πληροφορίες (σύμφωνα με ορισμένες πηγές, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο πεθερός του Γιάννη Ρέ(ν)τζου, Β. Κολοβός) και με τη συνδρομή της τοπικών αστυνομιών προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να τους συλλάβει τόσο στο σερβικό, όσο και στο ρουμανικό έδαφος. Τελικώς, τον Οκτώβριο του 1928, οι Ρε(ν)τζαίοι εντοπίστηκαν στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου είχαν εγκατασταθεί από καιρό ως Αλβανοί υπήκοοι, έχοντας ανοίξει επιχείρηση σιτεμπορίας, με άμεσο συνεργάτη τους τον Ι. Ματσάγκο. Με την αποφασιστική συμβολή του Ρουμάνου αστυνομικού επιθεωρητή Στρατηλέσκου, της τοπικής αστυνομικής αρχής και του εμπορικού συμβούλου της Ελλάδας και προξενικού αναπληρωτή Σπ. Δελαπόρτα, οι Ρε(ν)τζαίοι και ο Ι. Ματσάγκος συνελήφθησαν από μια ομάδα αντρών της ελληνικής αστυνομίας, με επικεφαλής τον Διευθυντή της Αστυνομίας Πόλεων Ι. Καλυβίτη, και στις 20 Νοεμβρίου 1928 έφτασαν σιδηροδέσμιοι στην Αθήνα. Στους ενδιάμεσους σιδηροδρομικούς σταθμούς, πλήθος κόσμου συνέρρεε για να τους δει από κοντά, ενώ αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν στον σταθμό της Αθήνας και αργότερα στις φυλακές Συγγρού, όπου μεταφέρθηκαν. «Φτάνοντας στο Κιλκίς (σ.σ.: το τραίνο), κόσμος πολύς κατέκλυσε το σταθμό του τραίνου για να δει από κοντά του ληστές. Από το βαγόνι του Εξπρές ‘Θεσσαλονίκη’ που τους μετέφερε στην Αθήνα, ο Γιάννης διακρίνει ανάμεσα στο πλήθος την γυναίκα του και τον πεθερό του Βασίλειο Κολοβό. Βγάζει το κεφάλι του έξω από το βαγόνι και φωνάζει δυνατά ‘θα μου το πληρώσεις άτιμε’. Το βαγόνι ξεκίνησε αργά, αργά. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη όπου και εκεί ήταν πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι για να δουν τους ληστές, από κοντά. Σαν τους είδε ο Θύμιος, παρατήρησε, τι παράξενος που είναι ο κόσμος και συνεχίζει, αν μας έδιναν από ένα δεκάρικο όλοι, δεν θα ήταν ανάγκη να γίνουμε ληστές, θα πλουτίζαμε έτσι» (Ν. Ι. Πάνος: «Ρεντζαίοι – ‘’Οι βασιλείς της Ηπείρου’’», σελ. 295).

Ο Ι. Καλυβίτης

Στη Βουλγαρία ακόμα, ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος είχε αποκαλύψει στον Διευθυντή Ασφαλείας Αθηνών Αριστ. Κουτσουμάρη πως το σχέδιο της ληστείας είχε συλλάβει ο αδελφός του Γιάννης, ενώ τις πληροφορίες για τη χρηματαποστολή είχαν συγκεντρώσει οι συνεργάτες του αδελφοί Τσιάρα και ο Ι. Ματσάγκος.

Ο ΓΙάννης (αριστερά) και ο Θύμιος Ρέ(ν)τζος φτάνουν σιδηροδέσμιοι στον σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης, στην Αθήνα

«Πάμε περίπατο στον άλλο κόσμο…»
Η δίκη των αδελφών Ρε(ν)τζαίων για τη ληστεία της Πέτρας πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1929, στο Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) της Κέρκυρας. Δύο χρόνια νωρίτερα (από τις 24 Οκτωβρίου ως τις 7 Νοεμβρίου 1927) είχε πραγματοποιηθεί στο ίδιο δικαστήριο η δίκη πέντε άλλων δραστών της ληστείας (Αντ. Καψάλη, Δ. Παππά ή Μερεμέτη, Ι. Νάκιου ή Πάπα-Γιάννη, Στ. Στάθη, Ανδ. Κώτση και Στ. Κοτσιώρη), πολλοί από τους οποίους είχαν καταδικασθεί σε θάνατο. Ο Μερεμέτης, μάλιστα, είχε εκτελεστεί στις 10 Οκτωβρίου 1928 στον τόπο της επίθεσης, στην περιοχή της Πέτρας.


Χωροφύλακες κοιτούν το άψυχο σώμα του Μερεμέτη, μετά την εκτέλεσή του. (φωτογραφία από το αρχείο του Θύμιου Παππά, δημοσιευμένη στο βιβλίο του Ν. Ι. Πάνου: «Ρεντζαίοι – ‘‘Οι βασιλείς της Ηπείρου’’»)

Κατά την ακροαματική διαδικασία στη δίκη των Ρε(ν)τζαίων, εξετάστηκαν περισσότεροι από 150 μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Όπως σημείωνε η εφημερίδα «Η Καθημερινή» σε ρεπορτάζ της στις 6 Οκτωβρίου 1929 «το δικαστήριον εκοπίασε δια να εκμαιεύση από τους μάρτυρας την αλήθειαν. Στρυφνοί, δύστροποι, τρομοκρατημένοι, ‘’εμασούσαν’’ τα λόγια των, περιέπιπτον εις αντιφάσεις, συνελαμβάνοντο ανά πάσαν στιγμήν ασυστόλως ψευδόμενοι. Πολλοί εξ αυτών από μάρτυρες μετεβλήθησαν εις κατηγορουμένους και από την αίθουσαν του δικαστηρίου μετεφέρθησαν κατ’ ευθείαν εις τας φυλακάς, καταδικασθέντες επί ψευδορκία. Επροτιμούσαν όμως την φυλακήν παρά να πληρώσουν την φιλαλήθειάν των με το κεφάλι των. Διότι αυτό ήτο που εκρατούσε σφικτοδεμένην την γλώσσαν των και τα χείλη των σπαγγοραμμένα: ο φόβος της τρομεράς εκδικήσεως που τους επερίμενεν αν έλεγαν την αλήθειαν».
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας Γρανίτσας απευθυνόμενος στο πρόεδρο του δικαστηρίου τόνισε, μεταξύ άλλων και τα εξής: «Εις τον τόπον εκείνον της τραγικής ανθρωποθυσίας δεν ανηγέρθη εν σύμβολον, εις σταυρός, (…) όπως υπενθυμίζη τον σκληρόν θάνατον και το μαρτύριον οκτώ ανθρώπων, οίτινες εφονεύθησαν. (…) Δεν υπάρχει τίποτε να υπενθυμίζη την κατασπίλωσιν της τιμής του κράτους. (…) Φρονώ ότι θα δικαιώσετε την πίστιν της κοινωνίας εις την ελληνικήν δικαιοσύνην (…)».
Απολογούμενοι οι αδελφοί Ρε(ν)τζαίοι δήλωσαν αθώοι και υποστήριξαν πως αν και είχαν ενημερωθεί για το σχέδιο της ληστείας από τα άλλα μέλη της συμμορίας, οι ίδιοι δεν είχαν συμμετάσχει σε αυτήν. Τελικώς, το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου, το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του, σύμφωνα με την οποία καταδίκαζε σε θάνατο τον Γιάννη και τον Θύμιο Ρέ(ν)τζο, ως ηθικούς αυτουργούς της ληστείας, καθώς και τρεις από τους φυσικούς αυτουργούς, ενώ επέβαλε ποινή ισοβίων δεσμών στον Ι. Ματσάγκο.

Η πρώτη σελίδα από τα πρακτικά της δίκηςτων Ρε(ν)τζαίων, στο Εφετείο της Κέρκυρας(πηγή: Ν. Ι. Πάνος: «Ρεντζαίοι – ‘‘Οι βασιλείς της Ηπείρου’’»)

Μέχρι την εκτέλεση της ποινής, οι Ρε(ν)τζαίοι κρατήθηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, που βρίσκονταν στο μικρό νησί Βίδος, στα ανοικτά της πόλης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί επιχείρησαν να δραπετεύσουν, αλλά συνελήφθησαν σχεδόν αμέσως κι έτσι το πρωί της 5ης Μαρτίου 1930 στήθηκαν απέναντι από τις κάνες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στο μεταξύ, ήδη από τις 8 Φεβρουαρίου, ο Άρειος Πάγος είχε απορρίψει την αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας, ενώ στις 27 Φεβρουαρίου το αρμόδιο συμβούλιο είχε απορρίψει και την αίτησή χάριτος που είχαν υποβάλει οι καταδικασμένοι. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν ο Γιάννης Ρέ(ν)τζος, αντιλήφθηκε ότι πλησίαζε το τέλος, είπε στο διευθυντή των φυλακών, που προσπαθούσε να τους δώσει κουράγιο: «Κύριε διευθυντά, δεν είμαστε κορίτσια για να φοβόμαστε. Καταλαβαίνουμε. Ήρθε η ώρα να πάμε περίπατο στον άλλο κόσμο. Γιατί μας το κρύβεις;» Μαζί τους, εκτελέστηκαν, επίσης, οι συνεργάτες τους Κ. Καψάλης, Ευάγ. Κόκκαλης και Φιλ. Διαμαντής.

Φωτογραφία από την εκτέλεση των Ρε(ν)τζαίωνκαι των άλλων τριών συνεργών

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στο υπουργείο Δικαιοσύνης έφθασε ένα τηλεγράφημα από την Κέρκυρα, με το οποίο ανακοινωνόταν επισήμως το γεγονός: «Ρετζαίοι και συνεργοί αυτών εξετελέσθησαν σήμερον 7.30 πρωϊνήν εις απόστασιν 100 μέτρων από Παλιού Φρουρίου».

«Στης Πρέβεζας την Πέτρα…»
Τα επόμενα χρόνια, η δράση των αδελφών Ρε(ν)τζαίων έλαβε μυθικές διαστάσεις και αποτυπώθηκε τόσο σε λαϊκά («ληστρικά») μυθιστορήματα και εν γένει αναγνώσματα της εποχής όσο και σε προφορικές διηγήσεις, ενώ ειδικότερα η ληστεία της Πέτρας υμνήθηκε και από τη λαϊκή μούσα:
«Τι ειν’ το κακό που έγινε
στης Πρέβεζας την Πέτρα,
βαρέσανε εννηά ψυχές
και το σωφέρη δέκα.
Τα δυο ανήμερα θεριά
οι αδελφοί Ρετζαίοι,
από καιρό σκοπεύανε
της Πέτρας το καρτέρι.
Πιάνουν και κάνουν μια γραφή
σ’ αυτό τον Λάμπρο Στάθη,
να συναχτούν οι συνεργοί
στα Γιάννενα να πάνε.
Κι οι συνεργοί μαζεύτηκαν
στα Γιάννενα να πάνε,
τον Θύμιο ανταμώσανε
κι όλο τον ερωτάνε.
Θύμιο εσύ μας έγραψες
πες μας το τι μας θέλεις,
κι οι συνεργοί ειν’ έτοιμοι
το έγκλημα να κάμουν.
Κι ο Θύμιος τους ‘φωδίασε
φυσίγγια και ντουφέκια,
και το Σαββάτο αποβραδύς
βρεθήκανε στην Πέτρα.
Κι εκεί καρτέρι στήσανε
και ξάπλα περιμένουν
κι ο Λάμπρο Στάθης φώναξε,
παιδιά μου μη φοβήστε
το δένδρο ρίξτε γρήγορα
κι όλοι πυροβολήστε».
Πάντως, με τον θάνατό τους δεν σήμανε μόνο η οριστική λήξη της εγκληματικής δράσης τους, αλλά σφραγίστηκε συμβολικά και ο επίλογος του φαινομένου της ληστείας και ολόκληρης της περιόδου της «ληστοκρατίας», που είχε διαρκέσει σχεδόν έναν αιώνα…













Η Δυτική Ελλάδα είναι η πλουσιότερη περιοχή  της Ελλάδας από πλευράς φυσικού περιβάλλοντος. Αποτελείται από τους νομούς Αιτωλοακαρνανίας, Αχαΐας και Ηλίας. Στη Δυτική Ελλάδα, υπάρχουν  πλήθος από ασφαλείς όρμους και φυσικά λιμάνια, χιλιόμετρα με μοναδικές σε φυσικό κάλλος, παρθένες, αμμουδερές και βραχώδεις απαράμιλλου κάλλους ακτές. Οι  Λιμνοθάλασσες του Μεσολογγίου,  του Αμβρακικού κόλπου, του Κοτυχίου, μαζί με τις πολυάριθμες λίμνες και ποτάμια της περιοχής , αποτελούν το μεγαλύτερο σύμπλεγμα υγροτόπων της Μεσογείου.

   Εκτεταμένα πεδινά τμήματα διακοπτόμενα από τους ορεινούς όγκους των παρθένων Οροσειρών της περιοχής, συμπληρώνουν το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Πάνω από 280 είδη πουλιών έχουν παρατηρηθεί στις διάφορες εποχές του χρόνου, στιςλιμνοθάλασσες, στις λίμνες και στους άλλους υγρότοπους της περιοχής και στους γύρωλόφους. Πολλά σπάνια είδη, όπως την απειλούμενη με εξαφάνιση Βίδρα (θηλαστικό), θα συναντήσει ο επισκέπτης στις λίμνες της περιοχής και στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, ενώ δελφίνια και θαλασσοχελώνες (Carettacaretta) θα συναντήσει στον Αμβρακικό Κόλπο.

     Παρθένα φυσικά δάση και πλούσια μεσογειακή βλάστηση καλύπτουν τα πανέμορφα βουνά της περιοχής, μέσα στα οποία βρίσκουν καταφύγιο πολλά και σπάνια πουλιά (όπως ο βασιλαετός, το αηδόνι, ο δρυοκολάπτης) , καθώς και πολλά και σπάνια θηλαστικά (όπως το τσακάλι, το αγριογούρουνο και το ζαρκάδι).

Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί, ότι η περιοχή αποτελεί το «Φυσικό Πάρκο της Ελλάδας». Η περιοχή έχει κατοικηθεί από την παλαιολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν εργαλεία από πυριτόλιθο που αποκαλύπτονται κυρίως στις παραλίμνιες και παραποτάμιες περιοχές. Στην περιοχή σύμφωνα με την μυθολογία έζησαν, βασίλεψαν και συγκρούστηκαν θεοί, ημίθεοι και ήρωες.

Δυναμική παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο της Αρχαίας Ελλάδας διαδραματίζουν οι κάτοικοι της περιοχής από τον 4ο έως και τον 2ο π.χ. αιώνα, οπότε και παρατηρείται σημαντική πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Η Ολυμπία, στον νομό Ηλείας, υπήρξε το κέντρο του αθλητισμού, για όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Ενώ η Αιτωλικής Συμπολιτεία που δημιουργήθηκε με κέντρο το Θέρμο της Αιτωλοακαρνανίας, για ένα αιώνα έπαιξε ηγετικό ρόλο στο σύνολο της αρχαίας Ελλάδας και αποτέλεσε υπόδειγμα ομοσπονδιακού κράτους, όχι μόνο για τον αρχαίο κόσμο αλλά και για τις μέρες μας. Οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που έγιναν κατά καιρούς στην περιοχή την έχουν γεμίσει με αρχαιολογικούς τόπους και μνημεία όλων των εποχών. Πολυάριθμα κάστρα, αρχαίες πόλεις και αρχαία θέατρα, στέκουν ακόμη και σήμερα επιβλητικά και είναι τόσο πυκνά ώστε κάθε τριάντα χιλιόμετρα να συναντά ο επισκέπτης απομεινάρια μιας αρχαίας ακρόπολης ή ενός καλοδιατηρημένου κάστρου. Περισσότερα από 60 κάστρα κτισμένα από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι και την Τουρκοκρατία χαρακτηρίζουν την περιοχή ως απέραντο μουσείο οχυρωματικής τέχνης.

Η περιήγηση στην περιοχή αποτελεί για τον επισκέπτη ένα ταξίδι στο παρελθόν, ένα περίπατο στο χθές, που συνδυάζεται αρμονικά με μια παρθένα φύση του σήμερα.
   Ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει την περιοχή συνδυάζοντας την με την παραμονή του σε κάποιο από τα επισκέψιμα βιολογικά αγροκτήματα του "BioFarmNet", στα οποία θα έχει την δυνατότητα να διανυκτερεύει σε κομψά αγροτουριστικά καταλύματα, μέσα σta βιολογικά αγροκτήματα, να συμμετέχει στις εργασίες παραγωγής  και τυποποίησης  των προϊόντων, αλλά και σε εναλλακτικές τουριστικές δραστηριότητες , καθώς επίσης και να εκπαιδευτεί στην παρασκευή τοπικών φαγητών, γλυκισμάτων & ποτών, με βάση βιολογικές πρώτες ύλες.
   Το "BioFarmNet" είναι ένα δίκτυο αγροτικού-οικολογικού τουρισμού, αποτελούμενο  αποκλειστικά από πλήρως εξοπλισμένα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής τουριστικά καταλύματα μέσα  σε επισκέψιμα αγροκτήματα,  αυτόνομες αγροτικές παραγωγικές μονάδες μικρού μεγέθους επεξεργασίας  &  τυποποίησης βιολογικών προϊόντων, εστιατόρια & μονάδες εναλλακτικών τουριστικών δραστηριοτήτων, στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Όλες οι ανάγκες των μονάδων  σε ηλεκτρική ενέργεια καλύπτονται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (φωτοβολταϊκά & ανεμογεννήτριες)
Ο επισκέπτης θα ζήσει ανεπανάληπτες, αυθεντικές & μοναδικές εμπειρίες  στα  σπάνια οικοσυστήματα και βιοτόπους της περιοχής συνδυάζοντας τες με :
.    Πεζοπορία σε οργανωμένα ορεινά μονοπάτια που διασχίζουν δάση και φαράγγια συνδέοντας αρχαίες πόλεις, κάστρα και θέατρα, μνημεία των αρχαίων Ελλήνων.
.    Αναρρίχηση και ορειβασία στην επιβλητική Βαράσοβα.
.    Ιππασία σε παρθένες δασώδεις εκτάσεις.
.    Ποδηλασία δίπλα στις λίμνες και τις λιμνοθάλασσες αλλά και στο βουνό.
.    Καγιάκ και ράφτινκ στον Εύηνο και Αχελώο ποταμό.
.    Κολύμβηση στις καταγάλανες παραλίες του Ιονίου.
.    Ημερήσιο και νυχτερινό ψάρεμα με παραδοσιακές ψαρόβαρκες στην γαλήνια λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
.    Περιήγηση στους υδροβιότοπους σε συνδυασμό με παρατήρηση των σπανίων πουλιών που κατακλύζουν τις ακτές.
   Ο επισκέπτης θα βρει φιλόξενους και ευγενικούς οικοδεσπότες από τους οποίους μπορεί να μάθει, εάν το επιθυμεί, πως γίνονται οι καλλιεργητικές εργασίες και η περιποίηση των ζώων μέσα στο βιολογικό αγρόκτημα, πώς να ζυμώνει και να ψήνει ψωμί, πώς να φτιάχνει μαρμελάδες, τυρί, κρασί και πολλά αλλά που θα τον φέρουν ξανά σε επαφή με τους άλλους ανθρώπους και με την φύση, μέσα  σε  πλαίσια  αυθεντικής φιλοξενίας & υψηλού επιπέδου παρεχόμενων υπηρεσιών. Επίσης ο επισκέπτης θα γευθεί παραδοσιακά Ελληνικά φαγητά, μαγειρεμένα από τους οικοδεσπότες με αγνά υλικά, όλα προϊόντα βιολογικής γεωργίας από τα βιολογικά αγροκτήματα της περιοχής. Το δίκτυο αγροτουριστικής δραστηριότητας "BioFarmNet" αναπτύσσεται παράλληλα & σε απόλυτη συνεργασία με  το υπάρχον δίκτυο παραγωγής & εμπορίας βιολογικών  προϊόντων BioNetWestHellas.











Αμβρακικός κόλπος
O Αμβρακικός κόλπος αποτελεί τον βορειότερο μεγάλο κόλπο της Δ. Ελλάδος. Η γεωγραφική του θέση περιλαμβάνεται μεταξύ των συντεταγμένων : Βόρειο γεωγραφικό πλάτος: 30ο 50' - 39ο 10' - Ανατολικό γεωγραφικό μήκος: 20ο 40' - 21ο 101' Η περιοχή του Αμβρακικού κόλπου είναι μια σχεδόν κλειστή και κατά συνέπεια προστατευόμενη Θαλάσσια έκταση, που επικοινωνεί με λιμνοθάλασσες μέσω ελεγχόμενων στομίων. Στον κόλπο εκβάλλουν δύο σημαντικοί ποταμοί ο Λούρος και ο Άραχθος. Οι χαμηλές εκτάσεις που περιβάλλουν τον κόλπο και τις λιμνοθάλασσες στα βόρεια, συνίσταται από αλατούχα εδάφη πέρα από τα οποία εκτείνονται γεωργικές εκτάσεις εντατικά καλλιεργούμενες με βαμβάκι και εσπεριδοειδή. Η οικονομική δραστηριότητα στο μη γεωργικό μέρος της περιοχής βασίζεται στην αλιεία στον κόλπο και ιχθυοκαλλιέργεια στις λιμνοθάλασσες. Η γεωργία μαζί με την αλιεία και ιχθυοτροφία εξασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης στην περιοχή, ενώ το υπόλοιπο εξασφαλίζεται από τη βιομηχανία, την παροχή υπηρεσιών και το εμπόριο. Ο Αμβρακικός κόλπος προσφέρει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης ιχθυοκομικής εκμετάλλευσης λόγω των ιδιαίτερων φυσικοχημικών συνθηκών που επικρατούν. Καθώς κατηφορίζουμε από τα παράλια της Ηπείρου σε εκείνα της Στερεάς, βρισκόμαστε ξαφνικά μπροστά σε ένα γεωλογικό παράδοξο. Η συμπαγής ακτογραμμή διασπάται από μία στενή λωρίδα θάλασσας. Αρκετή όμως να δημιουργήσει μέσα στην στεριά την πιο συναρπαστική "κλειστή θάλασσα" της χώρας. Είναι αποτέλεσμα της έντονης τεκτονικής δραστηριότητας , που ξεκίνησε εδώ και 2 εκατομμύρια χρόνια. Είναι ένα τεκτονικό βύθισμα το οπίο άρχισε να γεμίζει με τις αποθέσεις των δύο ποταμών Άραχθου και Λούρου. Η βαθμιαία ανύψωση της θάλασσας κατά τα τελευταία 10.000 χρόνια είχε ως αποτέλεσμα να εισχωρήσει το Ιόνιο πέλαγος ανάμεσα από το Άκτιο και την Πρέβεζα και να πλημμυρίσει τον κόλπο δίνοντάς του την σημερινή του μορφή. Ο Αμβρακικός εισχωρεί σε μεγάλο τμήμα της ξηράς καταλαμβάνοντας μια έκταση 405 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων. 

Πουλιά

Οι βασικοί δημιουργοί του τεράστιου υγρότοπου του Αμβρακικού είναι οι δύο μεγάλοι ποταμοί που εκβάλλουν στον κόλπο, ο Άραχθος και ο Λούρος. Με την προαιώνια δράση των νερών τους οι δύο αυτοί ποταμοί συμβάλλουν στο σχηματισμό ενός εξαιρετικά περίπλοκου όσο και μοναδικού για τα Ελληνικά δεδομένα υγροτοπικού συστήματος 220.000 περίπου στρεμμάτων που περιλαμβάνουν μεγάλες και μικρές λιμνοθάλασσες, μακρόστενες χαμηλές λουρονησίδες που χωρίζουν τις λιμνοθάλασσες από την θάλασσα, παραποτάμιες ζώνες, εκβολές ποταμών, αλμυρόβαλτους και γλυκόβαλτους, απέραντους καλαμιώνες, υγρολίβαδα και αλίπεδα. Είναι μία θαυμαστή ποικιλία οικοτόπων, που εναλάσσονται διαρκώς ξεδιπλώνοντας μια συνολική εικόνα σπάνιας ομορφιάς. Κάποιες λοφοπλαγιές στην περιφέρια του κόλπου σκεπάζονται από δρυοδάση, ενώ δε λείπουν τα απομεινάρια παραποτάμιων δασών, που μαζί με τα βοσκοτόπια και τις διάφορες καλιέργειες, συμπληρώνουν το υπέροχο αυτό μωσαΐκό των τόσο δοαφορετικών τοπίων και εικόνων. Στον Αμβρακικό περιλαμβάνονται 20 τουλάχιστον ακέραιες λιμνοθάλασσες, αριθμός που δεν συναντάται σε κανένα μέρος της Ελλάδας. Η συνολική έκταση τους ξεπερνάει τα 70 τετ. χιλιόμετρα, ενώ οι περισσότερες χωρίζονται από τη θάλασσα με μία λουρονησίδα, δηλαδή μια μακρόστενη λωρίδα γης. Παρατηρώντας κάποιος μια λουρονησίδα από μακριά σχηματίζει την εντύπωση ότι αποτελείται από άμμο.Αν σκύψει όμως στο έδαφος των περισσοτέρων, θα διαπιστώσει έκπληκτος, ότι η σύνθσεσή του αποτελείται από αμέτρητα κελύφη αχιβάδων Τι είναι όμως οι λιμνοθάλασσες; Είναι ρηχές λιμναίες εκτάσεις ακριβώς δίπλα στη θάλασσα. Δημιουργούνται από τη δράση των ποταμών και των κυμάτων, που για πολλά χρόνια συσσωρεύουν λάσπη, άμμο και κοχύλια σε μία αβαθή ακτή. Όλα αυτά τα φερτά υλικά σχηματίζουν σιγά σιγά μια λωρίδα στεριάς, που κάποια στιγμή απομονώνει ένα κομμάτι θάλασσας και το μετατρέπει σε λιμνοθάλασσα. Οι τρεις μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, κάθε μια με τις δικές της ιδιαιτερότητες, είναι η "Λογαρού" μεέκταση 25,75 τετ. χιλιόμετρα, το "Τσουκαλιό" με 16,5 τετ. χιλιόμετρα και η "Ροδιά" με 13,5 τετ. χιλιόμετρα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού είναι η μεγάλη τους βιολογική παραγωγικότητα. Με τις ιδιαιτερότητες της διαμόρφωσής τους λειτουργούν ως φυσικά εκτρφεία ψαριών και καρκινοειδών με αποτέλεσμα να παράγουν μεγάλους αριθμούς ψαριών αλλά και πολλών άλλων ζωντανών οργανισμών. Στα φυσικά ανοίγματα που υπάρχουν στις λουρονησίδες και τα οποία επιτρέπουν την επικοινωνία των λιμνοθαλασσών με τη θάλασσα, οι ψαράδες του Αμβρακικού έχουν εδώ και πολλά χρόνια εγκαταστήσει τα λεγόμενα "ιβάρια" ή "διβάρια". Είναι ειδικές κατασκευές με καλάμια, που, ενώ επιτρέπουν την ελεύθερη είσοδο ψαριών από τη θάλασσα, τα εμποδίζουν να επιστρέψουν, με αποτέλεσμα να παγιδεύονται. Ο Αμβρακικός κόλπος αποτελεί τη μοναδική περιοχή στην Ελλάδα όπου πραγματοποιείται συστηματικά χρήση δορυφορικών πομπών σε χελώνες και ειδικών σημάτων (tag), για την κατανόηση των μετακινήσεων που πραγματοποιούν στο θαλάσσιο περιβάλλον μακριά από τις παραλίες που ωοτοκούν. Παράλληλα, έχουν αναπτυχθεί συνεργασίες με παράκτιους αλιείς και αλιευτικούς συλλόγους, που στοχεύουν στην καταγραφή των ζημιών που προκαλούν οι τυχαίες εμπλοκές των χελωνών στα αλιευτικά εργαλεία και στην πρόταση λύσεων για την ενίσχυση των αλιέων. Βουβάλια Η συχνές παρατηρήσεις τραυματισμένων χελωνών, αλλά και η μεγάλη απόσταση από το μοναδικό Κέντρο Διάσωσης για Θαλάσσιες Χελώνες στην Ελλάδα (Γλυφάδα Αττικής), αποτέλεσαν το κίνητρο δημιουργίας ενός Σταθμού Α' Βοηθειών στην περιοχή. Ο Σταθμός δημιουργήθηκε στο πλαίσιο Κοινοτικού προγράμματος Life Nature και στεγάζεται στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Άραχθου, στην Κόπραινα Άρτας. Σε συνεργασία με το Κέντρο πραγματοποιούνται εκδηλώσεις ενημέρωσης των επισκεπτών, όπως απελευθερώσεις χελωνών που ανάρρωσαν τραυματισμών, προβολές διαφανειών και βίντεο κλπ.



Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λουρονησίδες των λιμνοθαλασσών Τσουκαλιού και Λογαρού. Πρόκειται για σπάνιες γεωμορφολογικές διαπλάσεις ξηράς, αποτελούμενες σχεδόν στο σύνολό τους από όστρακα διθύρων μαλακίων ή ελασματοβραγχίων, όπως τα μύδια, τα στρείδια, τα χτένια ( καποσάνδες ) και λοιπά όστρακα. Ειδικά η λουρονησίδα της λιμνοθάλασσας Τσουκαλιού, η οποία έχει μείνει μέχρι σήμερα σχεδόν ανέπαφη, αποτελεί μοναδικό φυσικό φαινόμενο και προσελκύει κάθε χρόνο πολλούς επισκέπτες.
Η ανεξάντλητη αυτή πηγή πλούτου ήταν αρκετή να θρέψει όχι μόνο τους κατοίκους των παράκτιων περιοχών, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Το λιμάνι της Πρέβεζας δεν ήταν αρκετό για τη διακίνηση του αλιευτικού πλούτου του Αμβρακικού και των γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων της περιοχής και γι αυτό κατασκευάζεται δεύτερο κάτω από τον λόφο της Σαλαώρας από τον Αλή- Πασά, και το οποίο με καλντερίμι (πετρόκτιστο δρόμο) ίχνη του οποίου σώζονται ακόμη και σήμερα στο βυθό Λογαρού, Τσουκαλιού και ροδιάς μέσα από τον βάλτο και δρόμο του Πασά συνέδεε τον Αμβρακικό με τα Ιωάννινα. Παράλληλα την ίδια εποχή αναπτύχθηκε στη Σαλαώρα έντονη ναυπηγική δραστηριότητα. Το λιμάνι της Σαλαώρας ήταν εξοπλισμένο με τελωνείο, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό Κέντρο Πληροφόρησης Σαλαώρας, αποθήκες και σεράϊ. Τελευταίο κατασκευάστηκε το λιμάνι της Κόπραινας στα παράλια της Άρτας και ανατολικά του λόφου της Σαλαώρας, όπου εγκαταστάθηκαν Ελληνικά τελωνεία, μετά την απελευθέρωση της Άρτας το 1890. Το λιμάνι αυτό απέκτησε ζωτική σημασία τόσο για την οικονομική ανάπτυξη της Άρτας όσο και της Ηπείρου γενικότερα, αφ ότου έπαψε να λειτουργεί το λιμάνι της Σαλαώρας.
Έτσι το λιμάνι της Κόπραινας άκμασε ως επίνειο της Άρτας την περίοδο 1890 - 1945 και λειτούργησε μέχρι το Β' παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνα τα χρόνια η Κόπραινα ήταν η μοναδική θέση στη βόρεια ακτή του Αμβρακικού η οποία ενωνόταν οδικά με την Άρτα, με καλντερίμι, τμήμα του οποίου σώζεται ακόμη και σήμερα. Για την εξυπηρέτηση των εμπορευμάτων, μία μικρή σιδηροδρομικά γραμμή ένωνε τις αποθήκες του τελωνείου με την πλατεία του χωριού και το μόλο, απ όπου τα εμπορεύματα μεταφερόταν με μαούνες και πλοία.
Τα ιστιοφόρα εμπορικά, που έμπαιναν στον Αμβρακικό, όπως τα γατζάο, τα περάματα και οι μαούνες, ξεφόρτωναν στο λιμάνι της Κόπραινας. Από την Κόπραινα τα εμπορεύματα μεταφερόταν με άμαξες στην Άρτα και τα άλλα χωριά της περιοχής, συμβάλλοντας κατ αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη του εμπορίου και την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
Άλλο στοιχείο μεταφόρτωσης ήταν η γέφυρα της Πέτρας πάνω στον Λούρο, όπου εισερχόταν τα γατζάο γεμάτα εμπορεύματα.
Το υγρό στοιχείο λοιπόν καθόριζε την οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής του Αμβρακικού. Η ανάπτυξη των λιμανιών της Κόπραινας και Πρέβεζας ως αλιευτικών και εμπορικών κέντρων, σηματοδοτούσε την συνύπαρξη της αλιευτικής δραστηριότητας, στον κόλπο και τις λιμνοθάλασσες με την εμπορική δραστηριότητα
Η περιοχή ήταν τόσο πλούσια σε αλιεύματα, ώστε ήταν αδύνατο να τα λογαριάσεις και από κει βγήκε το όνομα της λιμνοθάλασσας Λογαρού. Επίσης χρειαζόταν Τσουκάλια για να μεταφερθούν και έτσι προέκυψε το όνομα Τσουκαλιού. Οι οικογένειες των παράκτιων οικισμών του βόρειου Αμβρακικού είχαν ως κύρια πηγή εισοδήματος την αλιεία και δεύτερη τη γεωργία «εξ ου και η ονομασία ακόμη και σήμερα «γεωργοαλιείς»αφού οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της περιοχής ήταν περιορισμένες και βρισκόταν κάτω από τον διαρκή κίνδυνο πλημμυρών.
Τη περίοδο Φεβρουαρίου - Μαίου, τα ψάρια με αντοχή σε ευρύ φάσμα αλατότητας, (ευρύαλα είδη ),όπως οι τσιπούρες, οι κέφαλοι, τα λαυράκια, τα μελανούρια, και οι γλώσσες κινούμενα προς περιοχές με μειωμένη αλατότητα και πλούσιας τροφής, εισέρχονται στις λιμνοθάλασσες, μέσα από τα στόμια που τις συνδέουν με τα νερά του κόλπου. Εκεί οι ψαράδες των διβαριών τοποθετούσαν τις ιδιότυπες παγίδες - φράγματα, τις «καλαμωτές».
Την υπόλοιπη περίοδο, οι ιχθυοπληθυσμοί κινούνται αντίθετα και μέσα από τα εσοδευτικά στόμια, επιστρέφουν στις σταθερότερες θερμοκρασιακές συνθήκες του κόλπου και της ανοιχτής θάλασσας και έτσι παγιδευόταν στα στόμια των διβαριών.
Οι κάτοικοι της Μεσογείου και του Αμβρακικού ειδικότερα, εκμεταλλεύτηκαν από την αρχαιότητα τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των ευρυάλων ψαριών, η οποία είναι κοινή σ όλες τις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου, σε περιοχές με παρόμοια μορφολογία και υδρολογία.
Με απλές επεμβάσεις μετέτρεψαν τις υφάλμυρες λεκάνες σε πλούσια φυσικά ιχθυοτροφεία Η αλιεία επιτρεπόταν μόνο με ειδική άδεια, η οποία δινόταν από τις κρατικές υπηρεσίες της περιοχής. Παλαιότερα μεγάλα τμήματα των λιμνοθαλασσών αποτελούσας εκκλησιαστική περιουσία και μισθωνόταν για αλιευτική εκμετάλλευση, ορισμένη χρονική περίοδο, κυρίως σε προύχοντες της περιοχής, επειδή η μεγάλη έκτασή τους απαιτούσε πολύ προσωπικό και υψηλό κόστος λειτουργίας. Όταν η κυριότητά τους πέρασε στο Ελληνικό Δημόσιο, άρχισαν σταδιακά να σχηματίζονται αλιευτικοί συνεταιρισμοί από τους ψαράδες κατοίκους των παραλιμνίων χωριών, στους οποίους παραχωρούσαν τις λιμνοθάλασσες, κατά προτεραιότητα, με δημοπρασία. Με την υποχρέωση της ίσης προσφοράς εργασίας από τα μέλη, γινόταν ίσος καταμερισμός των καθαρών κερδών σε μερίδες των συνεταιριστών.
Έτσι με δίχτυα, παραγάδια, καμάκια, βωλκούς, καλαμωτές, νταούλια και νταλιάνια οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών του Αμβρακικού ψάρευαν στον Κόλπο, τα ποτάμια και τις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού.
Από τη θάλασσα έβγαζαν γαρίδες, κουτσομούρες, λαυράκια, γλώσσες, μελανούρια, σαργούς συναγρίδες, ροφούς και σάρπες καθώς και τα χάβαρα (γυαλιστερές), τις πίνες , τα στρείδια και τα μύδια.
Στα διβάρια των λιμνοθαλασσών, στους βολκούς-βάρδιες παγίδευαν τα περίφημα χέλια του Αμβρακικού ενώ στις καλαμωτές, ιχθυοπαγίδες τους κεφάλους, τα κεφαλόπουλα, τις τσιπούρες, τα λαυράκια, τα μελανούρια και τους γωβιούς.
Στα ποτάμια έπιαναν κυπρίνους και στο δέλτα τους κέφαλους και τις γαρίδες. Από τους θηλυκούς αυγομένους κέφαλους ή μπάφες παραγόταν το περίφημο χαβιάρι του Αμβρακικού, το αυγοτάραχο, το οποίο κέρωναν για να διατηρηθεί όλο το χρόνο. Τους μεγάλους κέφαλους χώριζαν σε φιλέτα, τα οποία αλάτιζαν με θαλασσινό αλάτι και μετά τα ξέραναν στον ήλιο. Αυτά τα διατηρημένα φιλέτα γνωστά σε όλες τις παραλίες του Αμβρακικού και Ιονίου ως ψημένα στα κάρβουνα, θεωρούνται και σήμερα μια από τις θαλασσινές λιχουδιές του Αμβρακικού.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πλούτος αυτός του Αμβρακικού Κόλπου με το οικοσύστημά του δημιούργησαν από τα παλαιότερα χρόνια μια σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων που είχαν άμεση ή έμμεση η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής και των πεδινών περιοχών του νομού μας ειδικότερα.
Οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλαν στην εμπορική άνθιση της Πρέβεζας, της Σαλαώρας αρχικά και κατόπιν της Κόπραινας και η διακίνηση των τοπικών προϊόντων όπως το περίφημο τότε χαβιάρι του Αμβρακικού, το σημερινό αυγοτάραχο, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της περιοχής σε σημαντικό εμπορικό κόμβο.
Όταν το αυτοκίνητο άρχισε να ανταγωνίζεται τα πλοία που μετέφεραν τα εμπορεύματα μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, το λιμάνι της Κόπραινας υποβαθμίστηκε και μαζί του όλος ο οικισμός, ο οποίος ουσιαστικά ζούσε από το λιμάνι. Σήμερα το λιμάνι αυτό έχει μπαζωθεί από τον κυματισμό της θάλασσας και ένα μέρος του χρησιμοποιείται ως αλιευτικό καταφύγιο από τους ψαράδες της περιοχής, και τα παλαιά κτίρια του λιμανιού ανακαινίστηκαν και εγκαταστάθηκε εκεί το Κέντρο Περιβάλλοντος Κόπραινας, το οποίο σε συνεργασία με το Κέντρο Έρευνας και Πληροφόρησης της Σαλαώρας (παλαιό κτίριο τουρκικού τελωνίου το οποίο πρόσφατα ανακαινίστηκε) έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον των επισκεπτών για την ευρύτερη περιοχή, την ιστορία της, τις παραδόσεις της και τις δραστηριότητες που ανέπτυξαν και εξακολουθούν να αναπτύσσουν οι κάτοικοι της περιοχής.
Η ίδρυση στις εγκαταστάσεις του παλαιού τελωνείου του λιμανιού της Κόπραινας, θα ενισχύσει το ενδιαφέρον για το φυσικό και πολιτισμικό πλούτο της περιοχής, η δε θεσμοθέτηση του Αμβρακικού ως Εθνικό Πάρκο με έδρα το κτίριο του Κέντρου Πληροφόρησης της Σαλαώρας θα αποτελέσουν μαζί με τους ψαράδες και τους φίλους του Αμβρακικού το θεματοφύλακα του επίγειου αυτού παράδεισου. Παρατηρούμε λοιπόν εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια ο Αμβρακικός αποτελούσε μια σημαντική πηγή πλούτου και οικονομικής ανάπτυξης για τους κατοίκους τηςπεριοχής του.
Σήμερα απασχολούνται με την επαγγελματική αλιεία γύρω στα 1200 άτομα στη θάλασσα και λιμνοθάλασσες στο νομό Άρτας ενισχύοντας την αγορά της με ζεστό χρήμα περίπου 2,000,000 ευρώ το χρόνο. Εκτός αυτού η ερασιτεχνική αλιεία και οι εμπορικές δραστηριότητες που εξαρτώνται από αυτή, είναι ακόμη ένας οικονομικός παράγοντας για την αγορά της Άρτας. Ακολουθώντας το κύκλωμα παραγωγή- διακίνηση- εμπορία -κατανάλωση-επενδύσεις δημιούργησαν ένα ζωτικό σύνολο οικονομικών δραστηριοτήτων και συνθήκες ενός μέσου βιοτικού επιπέδου, που κρατούν τους κατοίκους στις παράκτιες περιοχές του Νομού μας.
Το όνομα του Αμβρακικού είναι πλέον σήμα ποιότητας κατατεθέν διεθνώς, και αρχίζουν σιγά - σιγά να προσέρχονται σε αυτόν περιηγητές για να θαυμάσουν τις φυσικές του περιοχές. Ανήκει στις περιοχές που προστατεύονται από τη συνθήκη RAMSAR και έχει ενταχθεί στο NATURA της Ε.Ε ως ζώνη ειδικής προστασίας, υποχρεώνοντας έτσι τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία τους.


Λούρος ποταμός.

Ο ποταμός Λούρος πηγάζει από το όρος Τόμαρος (ή Ολύτσικα, υψόμετρο 1976m) κοντά στην περιοχή του Μαντείου της Δωδώνης, του Νομού Ιωαννίνων. Επίσης δέχεται τροφοδοτικούς παραπόταμους από την περιοχή του χωριού Βαρυάδες του Ν.Ιωαννίνων. Ακολούθως ρέει πορευόμενος παραπλεύρως της Εθνικής οδού Πρέβεζας Ιωαννίνων, περνάει από τα χωριά Βούλιστα, Παναγιά, Κλεισούρα, και μετά το χωριό Κερασώνα τα νερά του εγκλωβίζονται από το Τεχνητό Υδροηλεκτρικό Φράγμα της ΔΕΗ Λούρου, ύψους 25m και πλάτους 70m. Ένα τμήμα των υδάτων του Λούρου, διοχετεύεται με σήραγγα ανατολικά μέσα από λόφο (κατασκευή: 1963), και ξαναπέφτει στο κεντρικό τμήμα του ποταμού, λίγο πρίν το χωριό Αγιος Γεώργιος. 
Στο χωριό Αγιος Γεώργιος υπάρχουν οι «πηγές του Λούρου» από τις οποίες υδρεύεται η Αρτα, η Πρέβεζα και η Λευκάδα. Επίσης κοντά στο χωριό Αγιος Γεώργιος είναι κατασκευασμένο το γιγαντιαίο για την εποχή του Υδραγωγείο Λούρου, που κατασκευάσθηκε μετά το 31 π.Χ. με εντολή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου Οκτάβιου, με το οποίο υδρεύετο τότε η Νικόπολις (πληθυσμός : 300.000 άτομα). Τα νερά του Λούρου τότε μέσω του Υδραγωγείου κατευθύνονταν απέναντι (δεξιά της Εθνικής οδού, προς Πρέβεζα), και μέσω σήραγγας στο βουνό (χιλιάδες δούλοι εργάσθηκαν για τη διάνοιξή της) προς το νότο. Κοντά στο σημερινό χωριό Αρχάγγελος του Νομού Πρέβεζας υπάρχει και δεύτερο υπόλλειμα μικρού ρωμαϊκού υδραγωγείου. Μετά το φράγμα της ΔΕΗ τα νερά του Λούρου, ορμητικά πλέον λόγω του εμπλουτισμού τους από πολλές πηγές της περιοχής Αγίου Γεωργίου, πορεύονται πλησίον του χωριού Παντάνασσα του Νομού Αρτας. Απέναντι από την Παντάνασσα, βρίσκεται η ελβετικής ομορφιάς λίμνη του Ζηρού. 
Στη γέφυρα Λούρου της κοινότητας Παντάνασσα το ποτάμι είναι ορμητικό με μικρούς διαδοχικούς καταρράκτες, και ειδυλλιακό θέαμα. Η περιοχή Παντάνασσας είναι ιδεώδης για κωπηλασία Rafting. Ακολούθως το ποτάμι περνάει δίπλα από το Στρατόπεδο επιστράτευσης της παλαιάς Φιλιππιάδας και σταδιακά αποκλίνει από την παράπλευρη πορεία του προς την εθνική οδό. Στην περιοχή Φιλιππιάδας, ο Λούρος δέχεται από αριστερά τροφοδοτικό παραπόταμο από τους λόφους του Χανόπουλου και του Γρίμποβου και τελικά περνά κάτω από την πασίγνωστη «Γέφυρα Καλογήρου» όπου παλαιά υπήρχε το εργοστάσιο ΧΥΜΟΦΙΞ. 
Η πορεία του ποταμού στη συνέχεια συγκλίνει προς την κοινότητα Νέας Κερασούντος και περνά δίπλα στο μεσαιωνικό «Κάστρο των Ρωγών».  και το χωριό ΠέτραΑπό το κάστρο αυτό η θέα του ποταμού είναι υπέροχη, όπως επίσης ωραία θέα προσφέρεται από την κορυφή του λόφου Ηλιοβούνι (κοινώς «Λεβούνια» όπου υπάρχει και η αξιόλογη μονή Προφήτη Ηλία του 17ου αιώνα). 
Πιο κάτω, επίσης ο Λούρος δέχεται παραπόταμο από τους λόφους του Βαλαωρίτη (χωριά Σφηνωτό, κλπ). Στην πορεία αυτού του παραπόταμου προς το Λούρο, βρίσκεται το αποκαλούμενο «αισθητικό αλσύλιο» και η «μονή του Αγίου Βαρνάβα» το οποίο έχει αναπλασθεί με κονδύλια του ευρωπαϊκού προγράμματος Leader I. Στη συνέχεια ο ποταμός διέρχεται από ελώδη περιοχή πού εύκολα πλημυρίζει και ονομάζεται βάλτος του Λούρου, μεταξύ των χωριών Πέτρα και Στρογγυλή, ανατολικά και Στεφάνη δυτικά, παρά την λιμνοθάλασσα της Ροδιάς. Στη συνέχεια περνάει από τον κάμπο των κοινοτήτων Νέα Σαμψούς, Nέα Σινώπη. 
Τελικά μετά από ένα εύκολο και πλωτό τμήμα στον κάμπο των Φλάμπουρων, ο ποταμός εκβάλλει στο Μιχαλίτσι, στον όρμο Σαλαώρας, του Αμβρακικού Κόλπου. Παλαιότερα (1912) όλος ο Λούρος ποταμός από τις εκβολές του έως τη Φιλιππιάδα ήταν πλωτός και μάλιστα υπάρχουν φωτογραφίες βαρκών πού μεταφέρουν πολεμοφόδια κατά τον πόλεμο απελευθέρωσης της Ηπείρου από τους Οθωμανούς (λεύκωμα Νίκου Καράμπελα, έκδοση 1996). Ατυχώς ο Λούρος αποτελεί πρότυπο λίαν ρυπασμένου ποταμού και αυτό αποτελεί αντικίνητρο για ανάπτυξη των αθλημάτων Rafting και Kayak.

Δεν υπάρχουν σχόλια: