Παιδιά Μωραϊτάκια, περαστικά και ταξιδιάρικα, τραγουδούσανε μες στο κρασοπουλειό, ύστερ’ από φαγοπότι. Στάθηκα να τους ακούσω. Ήταν ένα τραγούδι που δεν το ‘ξερα. Τραγούδι του Σουλιού, από κείνα τα παλιά, που τα ‘σπειρε στα πέρατα η Δόξα η φτεροφόρα, η ίδια που έφερε στ’ αφτιά μου και τούτο τ’ απομεινάρι τ' ακριβό από του Μωριά την άκρη. Σαν αντίλαλος, από τα χρόνια τα βαριά φυλακωμένος που τον πλάκωναν, κι άξαφνα λευτερώθηκε, ήταν και τούτο το τραγούδι το κομματιαστό. Ρείπιο από κόσμο ξεχασμένον.
Αφού
κόπηκε το τραγούδι, έμεινε η συντροφιά
συλλογισμένη λίγο. Μπήκα τότε κ εγώ
μέσα. Κάθισα σιωπηλός, ελπίζοντας του
τραγουδιού τ απόσωμα ν' ακούσω. Ελπίδα
γελασμένη! Με του τραγουδιού ακόμα τον
αχό στ' αφτιά τους, οι χωριάτες μιλούσανε
ψυχρά.
― Κατά
πού πέφτει αυτό το Σούλι; ρώτησε ένας
τους.
― Έχω
ακούσει ένα χωριό, Σούλι, κάπου στο
Μωριά, είπε άλλος.
― Κάπου
βρίσκεται κατά τη Ρούμελη, τρίτος
αποκρίθηκε.
― Το
Σούλι γράφεται στην ιστορία, βρε παιδιά,
είπ' ο λογιότατος της παρέας. Δεν το
‘χετ' ακουστά; Πού πέφτει δε θυμάμαι...
Εσύ δεν ξέρεις να μας πεις πού βρίσκεται
το Σούλι;
Ο
λογιότατος ρωτούσε μένα.
― Χάρηκα
το τραγούδι σας, ωρέ παιδιά, είπα ‘γώ.
Τι ομορφιά γεμάτο και τι λεβεντιά! Να
σας ρωτήσω, για πού είσαστε;
― Για
την ξενιτιά, είπαν όλοι.
― Γειά
σας, και καλή ώρα στο ταξίδι σας. Όσο
θυμάστε το τραγούδι αυτό, δε θα χαθείτε.
Και την πατρίδα δε θα τη λησμονήσετε.
― Ναι,
αλλά δε μας είπες για το Σούλι...
― Το
Σούλι, στο τραγούδι βρίσκεται... αλλού
πια δε θα τ’ απαντήσετε. Ώρα καλή, μαύρα
παιδιά, που λησμονήσατε το Σούλι! Καλά
διάφορα στο μακρινό ταξίδι σας, παιδιά
καημένα!
Σημ.
του συγγραφέα:
Εδώ
ζήτησε ο συγγραφέας να πει τον πόνο του
πως ο λαός ξεχνάει την εθνική του ιστορία,
τις παραδόσεις του, αφήνει τον τόπο του
και χάνεται στην ξενιτιά. Τα τελευταία
όμως μεγάλα και τρανά κατορθώματα
δείξανε πως ο λαός μας έχει πάντα το νου
και την καρδιά του στην πατρίδα. Το
μάθημα όμως που βγαίνει απ’ τη μικρή
αυτή ιστορία είναι πάντα χρήσιμο, για
τα παιδιά τα ελληνόπουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου