Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Αυλότοπος (Γκλαβίτσα) Σουλίου Θεσπρωτίας. Δείτε τα video






Δείτε τα video































Αυλότοπος

Ο Αυλότοπος (Τοπική Κοινότητα Αυλοτόπου - Δημοτική Ενότητα ΣΟΥΛΙΟΥ), ανήκει στον δήμο ΣΟΥΛΙΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".

Η επίσημη ονομασία είναι "ο Αυλότοπος". Έδρα του δήμου είναι η Παραμυθιά και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, ο Αυλότοπος ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Αυλοτόπου, της πρώην Κοινότητας ΣΟΥΛΙΟΥ του Νομού ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ.
Ο Αυλότοπος έχει υψόμετρο 554 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,4148904592 και γεωγραφικό μήκος 20,6249340267. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στον Αυλότοπο θα βρείτε εδώ.


Οι Αγώνες των Σουλιωτών (A 1600 - 1788) Μετά την κυρίευση των Ιωαννίνων στις 9 Οκτωβρίου 1430 από τον Τούρκο Σινάν Πασά και στη συνέχεια την κατάληψη της Αρτας στις 24.03.1449, ολόκληρη η Ήπειρος υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Δεν είχαν περιέλθει στην Τουρκική κυριαρχία τα παράλια της Ηπείρου, η Πάργα, το Άκτιο, και η Βόνιτσα, επειδή  τα κατείχαν οι Ενετοί και παρέμειναν σ'αυτούς μέχρι τη χρονιά που διαλύθηκε η Ενετική πολιτεία, οπότε  περιήλθαν στους Γάλλους με την συνθήκη του Καμποφορμίου (ια).
Στο εσωτερικό όμως της Ηπείρου υπήρχε ένας Φάρος ελευθερίας. Το Σούλι με την Σουλιώτι-κη Συμπολιτεία του, το οποίο όχι μόνο παρέμενε ελεύθερο και ανεξάρτητο, αλλά είχε κυριεύ-σει κι άλλα 66 χωριά και εισέπραττε από αυτά φόρους υποτέλειας και φόρους για να τα προ-στατεύει από τους Τούρκους ! !
Η κατάσταση αυτή  ανησυχούσε τους Τούρκους και η Υψηλή Πύλη ήθελε οπωσδήποτε να καταστρέψει, ή να κυριεύσει το Σούλι. Άρχισαν λοιπόν από τα τέλη του 1600 να γίνονται  τακτικές και πολυπληθείς επιθέσεις των Τούρκων εναντίων των Σουλιωτών, οι οποίες από-κρούσθηκαν όλες. Πολλές φορές οι Σουλιώτες κυνήγησαν του Τούρκους μέχρι τα Γιάννενα.
«Η ολιγομάθεια των Σουλιωτών και η έλλειψης αρχείων» γράφει ο Δημήτριος Νότη Μπότσα-ρης σε έναν πανηγυρικό του Λόγο το 1972 «μας απεστέρησε της διαυγούς γνώσεως κυρίως των αγώνων των κατά τον 17ον  και το πλείστον του 18ου αιώνος». Όσοι έγραψαν λοιπόν για τους αγώνες των Σουλιωτών πρίν από τον πόλεμο του 1792, για τον οποίο έχουμε αναλυτική περιγραφή από τον Άγγλο W.Eton, στηρίχθηκαν στη μνήμη των γεροντοτέρων και στη προ-φορική παράδοση.
Όπως αναφέρει ο Σαλαμπάντας μια πολύ μεγάλη επίθεση των  πρώτων τακτικών οθωμα-νικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε την τελευταία δεκαετία του 1600. Μία δύναμη από 5.000 Οθωμανούς μαχητές επιτέθηκε κατά των Σουλιωτών, αλλά αυτοί, που είχαν μερικές μόνο εκατοντάδες πολεμιστών, αντεπιτέθηκαν βράδυ και κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των Οθωμανών, «τρέποντας τους υπόλοιπους σε άτακτη φυγή».
Το 1721 (κατά άλλους 10 χρόνια αργότερα)  ο Πασάς των Ιωαννίνων Χατζή Αχμέτ  παίρνει διαταγή από το Διβάνι να εξολοθρεύσει την επικίνδυνη αυτή εστία του Σουλίου. Ο Πασάς αξιώνει υποταγή. Οι Σουλιώτες απάντησαν ότι είναι και θα παραμείνουν ελεύθεροι, καμία δε δύναμη δεν μπορεί να τους μεταπείσει. Συνεπώς αν επιμένει ο Πασάς θα του δημιουργήσουν μεγάλες ζημιές παντού.
Ο Πασάς συγκέντρωσε 8000 σκληρούς μαχητές, στρατοπέδευσε στη Λάκκα και πολιόρκησε το Σούλι. Οι Σουλιώτες 300 ως 500 πολεμιστές συνολικά, αντιστάθηκαν ακλόνητοι και «νύκτωρ εφώρμησαν κατά των εχθρών, τους οποίους επλήγωσαν, εζώγρησαν, εφόνευσαν. Όσοι εκ τούτων ηδυνήθησαν να σωθώσι και να διαφύγωσι τα θανατηφόρα όπλα των τέκνων τούτων του Άρεως, έτρεχαν έντρομοι και πεφοβισμένοι έφθασαν εις Ιωάννινα. ΄Ετσι ο Πασάς ουδέν άλλο ετόλμησε.» (ιβ).
Αλλά οι Σουλιώτες  είχαν και μια ιδιόμορφη διπλωματία. Κάνανε Δεσμούς αδελφοποιίας(ιγ),
ή συνδέονταν  με κουμπαριές που δημιουργούσαν με Μουσουλμάνους οι οποίες συχνά τους ωφελούσαν. Το 1732 προτρεπόμενοι από τους Βενετούς επαναστατούν μαζί με τους Μαργαριτιώτες εναντίον της Πύλης. Επεμβαίνουν οι εχθρικές δυνάμεις και υποτάσσουν τους Μπέηδες Μαργαριτιώτες, αλλά τους Σουλιώτες ούτε που τολμούν να τους επιτεθούν. Μια αδερ φοποιητή όμως φιλία έσπασε όταν ο μουσουλμάνος Μαργαριτιώτης Ομέρ Βέλιας παγίδεψε στο σπίτι του τον Σουλιώτη Βήτο Τσάλια με τους συντρόφους του και τους έστειλε αλυσο-δεμένους με συνοδεία στον Δερβέναγα για θανάτωση. Όταν το έμαθαν αυτό οι Σουλιώτες, από κάποιον σύντροφο του Βήτο Τσάλια που ξέφυγε, όρμισαν στη πεδιάδα, έδωσαν μάχη σώμα με σώμα, σκότωσαν τον Ομέρ Βέλια και όλη την συνοδεία του, απελευθέρωσαν  τους αδερφούς τους και επέστρεψαν στο Σούλι σώοι. Η ισχυρή προσωπική ένοπλη παρεμβαση του Πασά των Ιωαννίνων κατέληξε σε συντριβή και ταπείνωσή του.
Έτσι μεγάλωνε διαρκώς η φήμη των Σουλιωτών σε όλη την περιοχή.
Κατά το 1754 (για άλλους το 1760) ο αρματολός Λάπας και ο σύντροφός του Τρίψας βρισκόταν στη περιοχή του Λούρου και της Λάμαρης και «επεκηρύχθησαν υπό της Πύλης». Οι Πασάδες Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ιωαννίνων διατάχθηκαν να συλλάβουν «πάση θυσία τους αντάρτας ζώντας, ή νεκρούς». Ο Κουμπάρος του Λάπα Οθωμανός Σαϊτ Τσαπάρης διατάχθηκε από την Πύλη,  να τον προσκαλέσει με κάποιο πρόσχημα και να τον φονεύσει, διαφορετικά η Πύλη θα σκότωνε τον ίδιο τον Τσαπάρη. Ο Τσαπάρης κάλεσε τον Λάπα και τον Τρίψα για να παραστούν δήθεν στους γάμους του υιού του, όπου, παρά την αντίθετη γνώμη των Σουλιωτών, πήγαν και συνελήφθησαν αμέσως. Κάποιος συνοδός τους διέφυγε και ειδοποίησε τους Σουλιώτες, οι οποίοι αποφάσισαν να ελευθερώσουν τους δύο μελοθανάτους. Γράφει ο Κοσομούλης : «Νέος θερμός ο Γεώργιος Βότζιαρης (εννοεί τον Μπότσαρη), λαβών μετ αυτού πέντε Σουλιώτας, τρέχοντες να παραλάβουν αρμόδιον θέσιν και ευρόντες ως κατάλ-ληλον την γέφυραν Μπουρλίσιας (Σ. τ. Μ. Μπουρέλεσα) κειμένην μεταξύ Παραμυθιάς και Ιωαννίνων.» κ.λ.π. κ.λ.π. «. .εφόνευσαν όλην την έφιππον συνοδεία και μετ αυτής ακουσίως τον Τρίψαν, απηλευθέρωσαν δε τον Λάπαν» Για το περιστατικό αυτό υπάρχει και σχετικό τραγούδι που λέει :
  «Χρυσός αητός εκάθονταν στον έρημο το Λούρο.
   Άλλος αητός εδιάβαινε και τον καλημερίζει. . . .»
Έτσι οι Σουλιώτες κηρύχθηκαν επισήμως «αποστάται πολέμου» κατά της Πύλης, η οποία εξέδωσε Φιρμάνι «ορίζον ότι το Ασί Βιλαέτ (=απειθής επαρχία) Σούλι κηρύσσεται άξιον καταστροφής.  Όλοι οι  υποκείμενοι εις την σημαίαν του Μωάμεθ πρέπει να χύσουν το αίμα των δια να το αφανίσουν».  Ο Πασάς των Ιωαννίνων διατάχθηκε να εκστρατεύσει με μυστικότητα εναντίον του, από φόβο μήπως οι Ενετοί συνδράμουν στο Σούλι. Μία φάλαγγα από τα Ιωάννινα και μία άλλη από την Τσαμουριά (= Θεσπρωτία) με 5000 στρατιώτες η κάθε μία επιτέθηκαν ξαφνικά στο Σούλι. Οι Σουλιώτες ολιγάριθμοι αμύνθηκαν σκληρά και αποσύρθηκαν στην Κιάφα. Την Νύχτα όμως αντεπετέθηκαν και τους αποδεκάτισαν καταδιώκοντάς τους και τρέποντάς τους σε φυγή, κατά την οποία ο εχθρός έκαψε το Σούλι.  Το Φιρμάνι παρέμεινε χαρτί άχρηστο.


















Μετά την παταγώδη αποτυχία  του Μουσταφά Πασά, στρατός 8000 μαχητικών Λιάπηδων και Δελβινιωτών κάτω από τις διαταγές του ισχυρού Ντόστ Μπέη επιτίθεται κατά των Σουλιωτών, πιθανά το 1759. Η αντίσταση των Σουλιωτών ανέτρεψε πλήρως την κατάσταση και  κατέ-στρεψε ολόκληρο το εκστρατευτικό Σώμα των Λιάπηδων, πρίν προλάβει να υποχωρήσει.
Μετά από τρία χρόνια ένας άλλος «κραταιός», ο Μαξούτ Αγάς Μουσελίμης, της Άρτας, αμφι-σβητώντας τα ανατολικά όρια των Παρασουλιώτικων χωριών, επιτέθηκε κατά της Λακοπού-λας κοντα στο Λέλοβο (=Θεσπρωτικό),  με μία δύναμη 6000 στρατιωτών. Κατανικήθηκε με την σειρά του κι αυτός και κυνηγήθηκε μέχρι την Άρτα.
Τα Δερβίζιανα κατοικούνταν από Μουσουλμάνους, που καταπίεζαν προκλητικά -μέσα στην ίδια την Λάκκα- τους παρασουλιώτες. Οι Σουλιώτες συνεδριάζουν την 17 Ιουλίου, γιορτή της Αγίας Μαρίνας, και επτακόσιοι επιτίθενται, κυριεύουν με έφοδο τα Δερβίζιανα, συντρίβουν τους εχθρούς και εγκαθίστανται σ'αυτά, ενώ οι Οθωμανοί καταφεύγουν στην Άρτα. Σίγουρα τα γεγονότα αυτά και η κατάληψη των Δερβίζιανα είχαν κάποια σχέση με την προηγούμενη επίθεση του Μαξούτ Αγά της Άρτας.
Η σπουδαιότερη πρίν από τον Αλή Πασά επίθεση κατά του Σουλίου έγινε το 1772.  Ήταν η περίοδος αμέσως μετά τα Ορλωφικά γεγονότα(ιδ), τα οποία έπληξαν κυρίως την Πελοπόν-νησο. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης αυτής, ο πρώην Μέγας Βεζύρης Μεσύνογλου, που βρισκόταν εξόριστος στη Κορώνη, ζήτησε με δική του πρωτοβουλία από τον Πασά των Ιωαννίνων την άμεση αποστολή Αλβανικών στρατευμάτων. ΄Ετσι  έφτασε μεγάλος αριθμός Αλβανικών στρατευμάτων, κατέπνιξε την Επανάσταση πριν προλάβει να φουντώσει, αιχμα-λώτισε και διασκόρπισε τους 'Ελληνες δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε εκεί.
Η Πύλη τότε διέταξε τον Χασάν Πασα να διώξει τους Αλβανούς από την Πελοπόννησο. Ο Χασάν Πασάς κατάφερε να επιβάλει την τάξη και να διώξει τους Αλβανούς. Ο Σημαντικότερος από τους Αλβανούς Μπέηδες ήταν ο Σουλεϊμάν Τσαπάρης, ο οποίος είχε γίνει βαθύπλουτος από τις λεηλασίες των ελληνικών σπιτιών, και ο οποίος διέφυγε με ένα πλοίο και πήγε στο Μαργαρίτι.  ' Εκπληκτος ξαναείδε τους Σουλιώτες να φορολογούν τους Αγάδες του. Έγινε έξω φρενών και διακήρυξε ότι «πρέπει το Σούλι να χαθεί οπωσδήποτε». Τότε «οι πρόκριτοι Αλβα-νοί στρατολογούν και εξασφαλίζουν την συνδρομή του Διοικητού των Ιωαννίνων, ο οποίος διατάζει και τον Γενικό Δερβέναγα των Αγράφων Μάλιο Κοζίνα Τόσκα να επιτεθεί και αυτός πανστρατιά, ενισχυμένος και με τον στρατό του Βεζύρη». Η Επίθεση ήταν σκληρή και άμεση. Αντεπιτίθενται όμως και οι Σουλιώτες, εφαρμόζοντας την στρατηγική των «εσωτερικών γραμμών», (που αργότερα εφήρμοσε και ο Μέγας Ναπολέων) πρίν καταφθάσει ο Τσαπάρης. Νικούν την Φάλαγγα από τα Ιωάννινα μετά από επίμονες μάχες, την απομακρύνουν, πέφτουν στα χέρια τους πολλά λάφυρα και «αναστρέφουν πορεία». Την επομένη μέρα φθάνει ο Τσαπάρης με τον υιό του Χασάν και 9.000 επίλεκτους Αλβανούς και 40 αρχηγούς Αγάδες. Οι Σουλιώτες συγκρούονται με μανία. Παρατούν, όπως έκαναν συχνά, την πρωτεύουσά τους το Σούλι και αποσύρονται στη Σαμονίβα και Κιάφα.
Οι Αλβανοί με «. . .τους Χοτζάδες επικεφαλής δοξολογούντες, ορμούν ξιφήρεις κατά των εστρατοπεδευμένων Σουλιωτών, που τους δέχονται ακλόνητοι, μαχόμενοι είς έκαστος προς πολλούς». Γράφει ο Περραιβός: «Τον Σουλειμάν Τσαπάρην με 9000 μετα του υιού του και άλλων 40 συμμάχων συνέλαβον ζώντας, διότι το στρατόπεδον των Τούρκων υπήρχε μέσα εις το Σούλι, ο δε στρατός ηττηθείς μακράν του Σουλίου, μεταξύ Κιάφας και Σαμωνίβας και μη δυνηθείς να επιστρέψει και συσσωματωθή μετα του στρατοπέδου, όπου ήσαν οι Αγάδες, διεσκορπίσθη και ετράπη εις φυγήν, διηρημένος εις μικρά σώματα, τήδε κακείσε. Οι δε Αγάδες, μείναντες μετά τινών σωματοφυλάκων, εκλείσθησαν εις τον εν τω  Σουλίω Ναόν του Αγίου Γεωργίου, δια να αποφύγωσι τον επικείμενον κίνδυνον.» «Αλλά κατά το μεσονύκτιον αναβάντες εις την σκέπην του Ναού ο Δήμος Δράκος και άλλοι δύο, οπήν δε ποιήσαντες επί την σκέπην, έρριψαν δι' αυτής εν τω Ναώ, σμήνος μελισσών. Μη δυνάμενοι να υποφέρωσι αυτών τα κεντρίσματα, διαπραγματεύθησαν την ειρήνην και δόντες λύτρα χιλίων φλωρίων απελύθησαν».
Έτσι οι πολλοί νικήθηκαν από τους λίγους και συνθηκολόγησαν «συντετριμμένοι, ταπεινω-μένοι», και τσιμπημένοι από τις μέλισσες !!. Ζήτησαν «μπέσσα», παραδέχθηκαν ότι «γιαγκλί αλντού» (=λάθος έγινε) και έδωσαν «σάρτια» (=όρκους) ότι δεν θα το ξανακάνουν και ότι όσα χωριά πληρώνουν φόρους στους Σουλιώτες, θα συνεχίσουν να πληρώνουν, οι δε Σουλιώτες βεβαίωσαν ότι θα προστατεύουν πάντα τα Τσιφλίκια των Αγάδων.΄Ετσι άδοξα για τον Τσαπά-ρη τελείωσε ο μεγάλος πόλεμος που κήρυξε κατά της Σουλιώτικης Συμπολιτείας το 1772.
Ένα χρόνο μετά ο ηγεμόνας του Δελβίνου  Γκόγκα Πασάς με 5.000 μαχητές επιτίθεται με την σειρά του κατά του Σουλίου. Αν νικούσε θα προβάλλονταν στην υψηλή Πύλη και ίσως γινότα-νε Πασάς των Ιωαννίνων. Οι Σουλιώτες πολέμησαν γενναία και τον νίκησαν «κατά κράτος».
Τα ίδια έπαθε και ο αμέσως μετά τον Γκόγκα Πασά επιτεθείς Μπεκίρ Πασάς με 5.000 πολεμι-στές.  Επίσης τα ίδια και χειρότερα έπαθε και ο Χασάν Ιμπραίμ-αγάς, που στηριζόμενος στον Τσαπάρη και 5000 μάχιμους Αλβανούς «επήλθε κατά του Σουλίου λαύρος και γαύρος, αλλά συντριβείς απήλθε μαύρος και άραχνος.»
Θα ηταν πολύ μεγάλος ο κατάλογος αυτός, των αγώνων των Σουλιωτών  για την ελευθερία τους, αν τους γνωρίζαμε όλους. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλοί άγνωστοι αγώνες που δεν καταγράφηκαν με αρκετές λεπτομέρειες, επειδή οι Σουλιώτες ήταν «ολιγομαθείς» και δεν «χει-ρίζονταν καλά την γραφή της ελληνικής γλώσσας, όπως η επίθεση του Καλιό-Πασά εναντίον του Σουλίου με μεγάλες δυνάμεις. Δεν γνωρίζουμε πιά χρονιά έγινε, πόσοι ήταν οι επιτιθέμε-νοι,  και γενικά λεπτομέρειες για τις μάχες. Το μόνο που γνωρίζουμε από προφορικές διηγή-σεις γέρων Σουλιωτών, είναι πως σκοτώθηκε ο γυιός του Καλιό-Πασά, ο Πασάς συνετρίβη και τα όπλα του γυιού του, τα έστειλαν οι Σουλιώτες στην Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας.

Υποσημειώσεις :
(ια) Η Ενετική Πολιτεία διαλύθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1797.
(ιβ) Ιστορικός Λ. Κουτσονίκας «Αγώνες από της ιδρύσεως του Σουλίου» σελ. 9
(ιγ) Σύμφωνα με τον ορισμό του Στ. Κυριακίδη : «Αδελφοποιϊα είναι η δια μαγικής τινός πράξεως, ή ιεροτελεστίας δημιουργία αδελφικού δεσμού μεταξύ δύο, σπανιώτερον και περισσοτέρων ατόμων, τα οποία έκτοτε έχουν την υποχρέωση να αλληλοβοηθούνται εις πάσαν του βίου περίστασιν εν περιπτώσει δε φόνου του ετέρου να εκδικώνται τον φονευθέντα. (Στ. Κυριακίδης, 1926, σ. 569-570)
(ιδ) Τον Μάρτιο του 1770 ο θεόδωρος Ορλώφ, ρώσος αξιωματικός, μαζί με τον αδερφό του Γρηγόριο Ορλώφ, υποστήριξε μια πρώϊμη ελληνική επανάσταση, η οποία κατέληξε σε τραγωδία για τους Ελληνες επαναστάτες. Τα επεισόδια αυτά και οι σφαγές των Τούρκων  ονομάστικαν «Ορλωφικά». Στηρίχθηκε σε λάθος οργάνωση και «δύο σώματα, την  ανατολική και την δυτική της Σπάρτης Λεγεών, από διακιοσίους περίπου άνδρες εκάστη.  Και τα δύο αυτά σώματα», γράφει ο Διον. Κόκκινος στην Ελληνική Επαν'αστασή του, «αποτελούντο από άτακτα και ταραχοποιά στοιχεία και αι πρώται των ενέργειαι εις την Λακεδαίμονα και την Τριφυλίαν ήσαν σφαγαί των Τούρκων και λεηλασίαι πόλεων και χωριών, εκ των οποίων δεν εξηρούντο ούτε τα ελληνικά».

Οι Αγώνες των Σουλιωτών (Β 1788 - 1797)

Το 1788 εμφανίζεται στο Ηπειρωτικό στερέωμα η μορφή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, η ισχυρότερη ενσάρκωση της κυριαρχίας και της αγριότητας. Η περίοδος αυτή είναι η σκοτει-νότερη για την Ήπειρο. Από το 1791 απασχολεί τον Αλή Πασά πολύ σοβαρά η κατάκτηση του Σουλίου. Στις 20 Ιουλίου του 1792 εκστρατεύει  με 10.000 Αλβανούς εναντίον του Σουλίου αλλά παθαίνει τέτοια πανωλεθρία που αναγκάζεται για πολλά χρόνια να αναβάλει την δεύτερη στρατιωτική του εκστρατεία εναντίον των Σουλιωτών.
Ο Άγγλος ιστορικός William Eton στο Βιβλίο του «A surrez of the Turkish Empire»(ιε),  περιγράφει πολύ αναλυτικά και με πολλές λεπτομέρειες τον πολύ σκληρό αυτόν πόλεμο των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά και εκφράζεται με μεγάλο θαυμασμό για την ανδρεία των Σουλιωτών. Οι πληροφορίες που δίνει ο William Eton στο βιβλίο του για την εκστρατεία αυτήν του Αλή Πασά εναντίον των Σουλιωτών, αποτέλεσαν την βάση της συντάξεως των κειμένων και του Χριστόφορου Περραιβού και του Γάλλου Pouqueville. O Eton βρισκόταν στο Παλάτι του Αλή Πασά από την άνοιξη του 1792, όταν ο Αλή Πασας έκανε τις προετοιμασίες του για την εκστρατεία του εναντίον των Σουλιωτών. Οι πληροφορίες του Eton συλλέχθηκαν επι τόπου. Μερικές τις πήρε και από τον ίδιο τον Αλή Πασά. Τις περισσότερες πληροφορίες τις πήρε από κάποιον Έλληνα διερμηνέα, «Δραγουμάνο» όπως λεγόταν τότε, ο οποίος βρισκόταν εκείνη την εποχή στο Παλάτι του Αλή Πασά μαζί με τον συγγραφέα.
Ο απολογισμός της εκστρατείας αυτής ήταν τρομακτικός σε απώλειες για τον Αλή Πασά, ενώ ελάχιστοι σκοτώθηκαν από την πλευρά των Σουλιωτών. Σ'αυτήν την μάχη τραυματίστηκε και ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο οποίος κατά μεν τον Eton πέθανε στη μάχη, κατά άλλους δε πέθανε μετά από δύο χρόνια εξαιτίας αυτών των τραυμάτων του.
Παρακάτω σας παρουσιάζω το κείμενο του Eton, -μεταφρασμένο από μένα ελεύθερα-, που αναφέρεται στον πόλεμο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων εναντίων των Σουλιωτών το 1792.
(Το κείμενο της μετάφρασης αρχίζει από την σελ. 381 του Βιβλίου του Eton).
Γράφει λοιπόν ο Eton στο βιβλίου του :
«Οι Σουλιώτες διατηρούν ακόμα την ελευθερία τους. Οι Τούρκοι πολλές φορές επετέθησαν εναντίον τους αλλά πάντοτε απέτυχαν. Έγιναν 17 μάχες, ή «κιρμίς» μεταξύ τους, αλλά η πιο σημαντική που έγινε τελευταία και η οποία  υπήρξε μοιραία για τους Τούρκους, παρουσιάζεται από το ακόλουθο κείμενο το οποίο μου εδόθη από έναν επίσημο μεταφραστή, που υπηρετεί τώρα στις υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας, κείμενο το οποίο θα ρίξει άπλετο φώς στον χαρακτήρα των κατοίκων της Ηπείρου. Εκτός αυτού περιέχει παράξενα και πολύ ενδιαφέ-ροντα. Η γνησιότητα του περιεχομένου του δεν δύναται να αμφισβητηθεί καθότι συμφωνεί πλήρως και με άλλες πηγές που μου εδόθησαν.
Το 1792 όταν ήμουν διερμηνέας στις Γαλλικές υπηρεσίες με έστειλαν από την Θεσσαλονίκη, από τον πρόξενο της Γαλλίας κύριο Cofenety για ορισμένες υποθέσεις συσχετιζόμενες με το Προξενείο και τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων που είναι η πρωτεύουσα της Ηπείρου. Έφτασα εκεί την πρώτη Μαϊου και βρήκα τον Πασά σε μεγάλες προετοιμασίες πολέμου. Συνάντησα επίσης εκεί τον πρόξενο της Γαλλίας στην Πρέβεζα τον κύριο de la Sala (απόγονο της οικογένειας Salas, που  παρέδωσε τον Μωριά στους Τούρκους μετά από την ιδιοκτησία των Ενετών) και ενεργούσε σαν Διοικητής όχι μόνο να προμηθεύεται Ξυλεία από την Ήπειρο για τον γαλλικό στρατό, αλλά επίσης προετοίμαζε αυτή την χώρα για επανάσταση. Μου έταξε χρηματική προμήθεια υπαινισσόμενος ότι αν τον βοηθούσα, θα είχα μεγάλη ανταμοιβή. Μια μέρα όταν ήμασταν με τον Αλή Πασά η συνομιλία μας γύρισε στην Γαλλική επανάσταση,  η οποία είχε προκαλέσει τον Αλή Πασά τόσο, ώστε να θέλει να δείξει ανυπακοή προς την Πύλη. Ο Πασας μας είπε : «Τώρα θα δείτε τον Αλή Πασά τον απόγονο του βασιλέως Πύρου να  ξεπερνάει ακόμα και αυτόν στις Επιχειρήσεις που αναλαμβάνει.»
Ο Πασάς συνέχισε να συγκεντρώνει ομάδες στρατιωτών χωρίς να καθιστά γνωστές τις προ-θέσεις του. Τον Ιούλιο ο στρατός του αποτελείτο από 20.000 Τούρκους στρατιώτες, όλοι τους ανδρείοι, επειδή όλοι τους ήταν Αλβανοί. Δήλωσε ότι τα σχέδιά του ήταν να επιτεθεί εναντίον των Μωαμεθανών του Αργυροκάστρου που βρίσκεται δώδεκα λεύγες μακριά από τα Γιάννενα, το οποίο Αργυρόκαστρο δεν ήθελε να κυβερνιέται από αυτόν που έστειλε γιαυτόν το σκοπό, ούτε να πειθαρχήσει ακόμα σ'αυτό το πρόσωπο. Με αυτό το πρόσχημα έγραψε στον Καπετά-νιο Μπότσαρη (Bogia στο κείμενο) και στον Καπετάνιο Τζαβέλα, δύο από τους πιο ξακουστούς αρχηγούς των Ελλήνων κατοίκων στα βουνά του Σουλίου, παρακαλώντας τους να τον συναντήσουν με τα παλικάρια τους, ή τους συντρόφους τους για να τον βοηθήσουν σ' αυτήν την Επιχείρηση. Το γράμμα του ήταν γραμμένο στη νεοελληνική γλώσσα, το κείμενο του οποίου (σας παραθέτω) παρακάτω, είναι ένα αντίγραφο το οποίο εσωκλείω και ο αναγνώστης μπορεί να δει πόσο πολύ, ή πόσο λίγο διαφέρει (η νεοελληνική) από την αρχαία γλώσσα :
Φίλοιμε Καπιτάν Μπόζια κ' Καπιτάν Τζαβέλα, εγώ ο Αλύ Πασάς, σας χαιρετώ, κ' σας φιλώ τα μάτια, επειδή κ' εγώ ξεύρω πολλά καλά την ανδραγαθείαν σας κ' παλλικαρίαν σας μου φαίνεται νάχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας, λοιπόν μη καμετε αλλέως παρακαλώ, αλλ' ευθύς οπού λάβετε την γραφήν  μού, να μαζοξέτε όλα σας τα παλλικάρια κ' να ελθέτε νε με εύρετε δια να πάγω, να πολεμήσω τους εχθρούς μου.
Τούτη ίναι η όρα κ' ο καιρός οπού έχω χρείαν από λόγου σας, κ' μένω να ειδώ την φιλιαν σας κ' την αγάπην όπού έχετε δια λόγου μου. Ο λουφές σας θέλει ίναι διπλός απ' όσον δίδω εις τους Αρβανίτας δια τι κ' η παλλικαρία σας ξεύρω πως ίναι πολλά μεγαλύτερη από την εδικήν τους. Λοιπόν εγώ δεν πάγω να πολεμήσω πρίν έλεθετε εσείς, κ' σας καρτερώ ολλίγορα να έλθετε. Ταύτα κ' σας χαρετώ.
Οι Έλληνες αποκαλούν τους αρχηγούς τους Καπετάνιους. Ήμουν παρών όταν του Πασά ο Έλλην Γραμματεύς έγραψε αυτό το γράμμα και πήρα αντίγραφο αυτού, χωρίς ούτε αυτός αλλά ούτε κιεγώ να θεωρήσουμε τούτο σαν μυστική υπόθεση. Ο Αλή Πασάς είναι ένας Αλβανός από το Τεπελένι. Είναι γυιός του Βελή Πασά ο οποίος διοικούσε ένα μέρος της Αλβανίας. Αν και είναι Μωαμεθανός καταλαβαίνει πολύ λίγο τα τούρκικα, και μιλάει μόνο ελληνικά και Αλβα-νικά, που είναι ένα μίγμα της Σλαυϊκής , Τουρκικής Ελληνικής και λίγων λέξεων της Γαλλικής, αλλά απολύτως ακατανόητα  για εκείνον ο οποίος γνωρίζει όλες αυτές τις γλώσσες.
Λαμβάνοντας αυτήν την κολακευτική επιστολή οι Καπετάνιοι έκαναν ένα Συμβούλιο με όλα τους τα παλικάρια. Ο Καπετάν Μπότσαρης και η πλειοψηφία των παλικαριών, νόμισαν ότι η πρόταση του Πασά ήταν απλώς ένα τέχνασμα να τους θέσει κάτω από την δύναμή του και να τον κάνει κύριο των τόπων και των βουνών τους.  Ο Καπετάν Μπότσαρης κατά συνέπεια έγραψε στον Πασά ότι έλαβε το γράμμα του με πολύ ενδιαφέρον και υπακοή και ότι ήταν έτοιμος να υπακούσει στις διαταγές του. Αλλά επειδή όμως δεν μπόρεσε να πείσει τους συντρόφους του να τον ακολουθήσουν, ήταν ανώφελο σ' αυτόν να πάει μόνος του.















Ο καπετάν Τζαβέλας από φιλαργυρία ή φιλοδοξία επηρεάστηκε από το αίτημα του Πασά και πήγε τον στρατό του αλλά μόνο με δεκαεφτά άνδρες. Τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές και φιλία. Ο Πασάς και ο στρατός του βαδίζοντας απόσταση τεσσάρων λευγών προς τον δρόμο του Αργυροκάστρου κατασκήνωσαν. Αλλά έστειλε μια προχωρημένη ομάδα από 400 άνδρες κάτω από έναν Μπουλούπασα, κατά τη στιγμή που η πόλη και ο κόσμος έβγαιναν έξω και δη- μιούργησε μιά (φανταστική) μάχη. Ο Τζαβέλας και οι άνδρες του ήταν τώρα τελείως πεισμένοι για τα σχέδια του Πασά αλλά έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν.
Έξι μέρες μετά συνελήφθησαν  όλοι τους ανερώτητα ενώ ήταν διασκορπισμένοι στο τουρκικό στρατόπεδο και έβαλαν αυτούς σε βαριές φυλακές, εκτός από τρεις οι οποίοι παίρνοντας τα ντουφέκια τους αμύνθηκαν μέχρι που σκοτώθηκαν. Οι άνδρες (του Τζαβέλα) στάλθηκαν στα Γιάννενα και φυλακίσθηκαν στη μικρή Νήσο της λίμνης των Ιωαννίνων (Αχερουσία στο κείμε-νο) στις όχθες της οποίας βρίσκονται τα Γιάννενα. Αλλά ο Τζαβέλας ήταν αιχμάλωτος στο στρατόπεδο. Ο Πασάς αμέσως έστρεψε την πορεία του προς το Σούλι και έφθασε μπροστά από το Βουνό του Σουλίου την επόμενη μέρα. Οι Σουλιώτες οι οποίοι είναι πάντοτε επιφυλακή, αντελήφθησαν το πλησίασμα του Πασά από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, έξι ώρες πρίν φτάσει αυτός.(Ο Πασας) Συγκεντρώθηκαν όλοι και έδωσαν την γενική αρχηγία στον Καπετάν Μπότσαρη του οποίου ήξεραν τις ικανότητες.
Το βουνό του Σουλίου, ή το Κακοσούλι (ιστ) όπως ονομάζεται από τις κακουχίες που υπέστησαν οι Τούρκοι από αυτούς Σουλιώτες, βρίσκεται οχτώ λεύγες (=Μία λεύγη = 3 μίλα, δηλαδή 4.800 Μάτρα) από την Λευκάδα του Ιονίου Πελάγους έχοντας την Πρέβεζα (Νικό-πολις) νοτιοανατολικά σε απόσταση δέκα λευγών. Προς το Νότο αυτό το βουνό ενώνεται με τα Χειμέρια όρη, τα οποία κατοικούνται επίσης από ανεξάρτητους 'Ελληνες Χριστιανούς, συμμάχους των Σουλιωτών. Ανατολικά στις ρίζες του Βουνού είναι μια μικρή πεδιάδα έξι τετραγωνικών λευγών η οποία είναι πολύ εύφορη. Εδώ κτίσθηκαν τα τέσσερα χωριά για να καλλιεργούν τα χωράφια. Αλλά σε καιρό κινδύνου οι κάτοικοι μαζεύονται στο Βουνό. Επειδή δεν υπάρχει νερό στον μικρό αυτόν κάμπο φτιάξανε δεξαμενές για να μαζεύουν τα νερά της βροχής. Το Βουνό είναι ένα φυσικό φρούριο. Οι τρείς πλευρές του καταλήγουν σε απότομους γκρεμούς στη βάση τους. Την κορυφή του Βουνού την αποκαλούν τρύπα που σημαίνει κοιλότητα. Υπάρχει μόνο ένα στενό απόκρημνο πέρασμα για να ανεβεί κανείς επάνω και αυτό υπερασπίζεται από τρείς Πύργους, σχεδόν απόστασης ενός μιλίου από τον έναν πύργο ως τον άλλον, περιτριγυριζόμενο από γκρεμούς και ο δρόμος είναι πολύ δύσκολος.
Από την μεριά προς τα Χειμέρια βουνά, υπάρχει ένα μικρό λαγκάδι, το οποίο σχηματίζεται από το λιώσιμο των χιονιών αυτών των βουνών, από τα οποία στην ανάγκη οι κάτοικοι του Σουλίου παίρνουν νερό με σφουγγάρια, επειδή οι πλευρές αυτού του μικροχείμαρου δεν επιτρέπουν να αντληθεί το νερό με κουβάδες ή άλλα δοχεία. Τα νερα αυτά δεν μπορούν να τα αποκόψουν οι Τούρκοι επειδή υπερασπίζονται από τα ψηλά βουνά.
Ο Καπετάν Μπότσαρης διέταξε να μεταφερθεί το σιτάρι, , διάρκειας έξι μηνών, από όλα τα χωριά στην τρύπα, κάτι που έγινε με προθυμία. Τα τέσσερα χωριά επομένως άδειασαν. Μισοί από τους κατοίκους πήγαν στη Κιάφα και οι άλλοι μισοί στην Τρύπα, το τελευταίο λημέρι τους, το οποίο μπορούσε να χωρέσει δέκα χιλιάδες άνδρες. Αφού έγιναν αυτές οι προετοιμασίες πετάχθηκε ως τις γούρνες στα βράχια για να εμποδίσει τους Τούρκους να πάρουν το νερό.
Ο Πασάς εγκαταστάθηκε στα χωριά και απέκλεισε το βουνό εμποδίζοντας έτσι να δοθεί βοήθεια από τους Χειμαριώτες, ή πολεμοφόδια από την Λευκάδα, ή την Πρέβεζα απ' όπου συνήθως εφοδιάζονται. Το κύριο σώμα του Τουρκικού στρατού εγκατεστημένο στα χωριά διευθύνονταν  προσωπικά από τον ίδιο τον Αλή Πασά. Το σώμα προς τα Χειμέρια όρη (διευθύνονταν) από τον γυιό του Μουχτάρ Πασά της Άρτας (δύο μεραρχιών) και τον Καπετάν Πρόγνιο έναν αρχηγό από το Παραμάνθιο της Αλβανίας. Η πλευρά προς την Πρέβεζα από τον Μάμη Μπέη και τον Οσμάν Μπέη τον αδερφό του. Το σώμα δε προς την πλευρά της Άρτας από τον Σολιμάν Κιαπίρ, έναν άλλο Αρχηγό από την Αλβανική πόλη της Παραμυθιάς, έναν άνδρα ογδόνταπέντε χρονών, ψηλό και με μια υπέροχη κορμοστασιά που του έκρυβε την ηλικία αλλά μαρτυρούσε την αλήθεια η άσπρη γενειάδα του. Είχε μαζί του έντεκα γυιούς του, ηλικίας από τριάντα ως εξήντα χρονών, όλοι ψηλοί και δυνατοί σαν τον πατέρα τους. Η σωματική τους δύναμη και το προσωπικό τους θάρρος τους έκανε να φαίνονται σαν ήρωες και τους έδινε ξεχωριστή υπεροχή μεταξύ των άλλων. Πήγαιναν πάντα μαζί ώστε αν κανείς από αυτούς σκοτωνόταν, οι άλλοι να εκδικηθούν τον θάνατό του. Μεταξύ αυτών των λαών είναι έθιμο οι συγγενείς να πηγαίνουν στον πόλεμο μαζί να εκδικείται ο ένας τον θάνατο του άλλου. Εκείνοι οι οποίοι έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό από συγγενείς είναι οι πιο ισχυρές οικογένειες και οι πατέρες των κύριων οικογενειών είναι οι αρχηγοί τους. Θα ήθελα να μιλήσω για λίγο σχετικά με τους Αλβανούς της Παραμυθιάς.
(Στο σημείο αυτό ο Eton κάνει μια περιγραφή της Παραμυθιάς και μετά επανέρχεται πάλι στην εκστρατεία του Αλή Πασά).
Αλλά ας επιστρέψουμε στην εκστρατεία του Πασά.
Την δεύτερη μέρα, όταν ο στρατός του εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα του Σουλίου ο Πασάς κάλεσε τον Καπετάν Τζαβέλα να παρουσιαστεί μπροστά του και του είπε, αν τον πληροφο-ρήσει τον τρόπο με τον οποίο θα κυρίευε το βουνό, θα του χάριζε όχι μόνο την ζωή αλλά θα τον έκανε και Μπουλο-Πασα της περιοχής. O Tζαβέλας απάντησε ότι αν τον άφηνε ελεύθερο θα μπορούσε να πάει στο Σούλι να υποχρεώσει την φάρα του και τουλάχιστον τους μισούς από τους κατοίκους να υπακούσουν σ' αυτόν και να πάρουν τα όπλα εναντίον του Μπότσαρη. Ακόμα με αυτόν τον  τρόπο θα μπορούσε να περάσει τις δυνάμεις του Πασά στην Τρύπα, ενώ οι άλλες φάρες θα είναι ευχαριστημένες να κάνουν ειρήνη χωρίς πόλεμο. Ο Πασάς τον ρώτησε τι εγγυήσεις θα τούδινε για να πραγματοποιήσει αυτές τις υποσχέσεις. Ο Τζαβέλας αποκρίθηκε ότι θα μπορούσε να του δώσει σαν όμηρο τον μοναχογυιό του, ένα αγόρι ηλικίας 12 χρονών, τον οποίο λάτρευε περισσότερο από τη ζωή του και αν δεν τηρούσε τις υποσχέσεις του θα μπορούσε να τον θανατώσει. Ο Τζαβέλας σύμφωνα μ'αυτά κάλεσε τον γυιό
του (ιζ) να έλθει κάτω  από το βουνό. Αλλά αμέσως μόλις έφτασε στο Σούλι έγραψε στον Πασά το εξής  γράμμα :
Αλι Πασιά, χαίρομαι όπου εγέλασα έναν δολιο, είμαι δώ να διαφεντεύσω την πατρίδα μου εναντίον εις έναν κλέπτην. Ο υιός μου θέλει αποθάνει εγω όμως απέλπιστως θελω τον εκδικεισω πριν να αποθάνω. Καπιοι Τούρκοι καθως εσενα θελουν ειπουν ότι ειμαι άσπλαχνος πατερας με το να θυσιασω, τον υιον μου δια τον εδικον μου λιτρομον αποκρινομαι, ότι αν εσύ πάρεις το βουνό θελεις σκοτοσει τον υιόν μου με το επιλιπον της φαμελειας μου κ' συνπατριοτες μου, τοτες δεν θα μπορεσω να εκδικησω τον θανατον του αν ήαν νικησωμεν θελει έχω άλλα πεδια η γενεκα μου ήναι νεα. Εάν ο υιός μου νεος καθως ήναι δεν μενει ευχαριστημενος να θυσιαστή δια την πατρίδα του, αυτος δεν ήναι άξιος να ζήση κ' να εγνωριζεται ως υιός μου. Προχορησε άπιστε είμαι ανυπόμονος να εκδικηθω.
Εγώ ο ομοσμένος εχθρος σου,
Καπιταν Τζιαβέλλας (ιη)
Ο Πασας δεν έκρινε καλό μέσα στην λύσσα του να θανατώσει τον όμηρό του αμέσως, αλλά τον έστειλε στα Γιάννενα στο γυιό του Βελήμπεη ο οποίος Κυβερνούσε κατά την απουσία του. ΄Ημουν παρών όταν το παιδί παρουσιάστηκε μπροστά του. Απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκαμναν με ένα θάρρος και με μία θρασύτητα που εξέπληξε τους πάντες. Ο Βελή Πασάς του είπε ότι περιμένει τις διαταγές του Αλή για να τον σουβλίσει ζωντανό. Δεν σε φοβάμαι, απάντησε το παιδί. Ο πατέρας μου θα κάνει το ίδιο στον πατέρα σου, ή στον αδερφό σου όταν τους πιάσει. Μετά το παιδί το βάλανε σε μια σκοτεινή φυλακή και του έδιναν για τροφή ψωμί και νερό.
Ο Πασας επιτέθηκε στο χωριό της Κιάφας αλλά οπισθοχώρησε τρείς φορές με μεγάλες απώλειες ο Καπιτάν Μπότσαρης όμως έχοντας υπόψη του αριθμούς, επειδή οι Σουλιώτες είχαν μόνο 900 άνδρες στην Τρύπα, αποφάσισε να εγκαταλείψει αυτή την θέση, την οποία οι Αλβανοί κατέλαβαν στην επόμενη επίθεσή τους, αλλά με μεγάλες απώλειες, οι Σουλιώτες πυροβολούσαν εναντίον τους από τους βράχους (όπου βρισκόταν) σε ασφάλεια. Οι μονάδες του Πασά υπέφεραν πολύ από την έλλειψη νερού, το οποίο το έφερναν από απόσταση έξι λευγών με άλογα,  καθόσον όλοι εκείνοι οι οποίοι προσπάθησαν να πάνε να φέρουνε νερό από το λαγκάδι, κάτω από το βουνό του Σουλίου σκοτώθηκαν από πέτρες που κυλούσαν οι γυναίκες από πάνω από την κορυφή εναντίον τους, ή σκοτώθηκαν από άνδρες κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών.
Ο Πασας παρ' όλα αυτά αποφάσισε να καταλάβει με έφοδο την επόμενη μέρα την Τρύπα, έχοντας συγκεντρώσει τους κυριότερους  αξιωματικούς και διαλέγοντας 800 Αλβανούς, τους έδειξε όλο τον θησαυρό που είχε στη σκηνή του και ο οποίος αποτελείτο από νομίσματα των Ενετών και τους είπε ότι όλα αυτά θα τους δοθούν αν καταλάβουν την Τρύπα, προσθέτοντας ακόμα ότι θα έχουν όλους τους θησαυρούς στη διάθεσή τους, που ήταν γνωστό πολύ καλά ότι βρισκόταν εκεί. Την άλλη μέρα 800 Αλβανοί έχοντας επικεφαλής τον  Μεχμέτεμπερ και στο κύριο σώμα του στρατού τους δυό γυιούς του Σόλιμαν Γκιάπαρ και στο τέλος του σώματος τον Καπετάν Μπρόγνο βάδισαν επιτιθέμενοι, και βγάζοντας τα γιαταγάνια τους δήλωσαν ότι θα επιστρέψουν μόνο νικητές.
Ο Καπετάν Μπότσαρης άφησε 400 άνδρες στο οχυρό της Τρύπας και έστειλε 400 άλλους να στήσουν ενέδρα μέσα στο δάσος και στις δυό μεριές του δρόμου με την διαταγή να μην επιτεθούν πρίν (ακούσουν) το ειδικό σύνθημα που θα δινόταν από τον δεύτερο Πύργο μέσα στον οποίο και κρύφτηκε μαζί με 60 άνδρες και από εδώ με νοήματα έλεγχε όλες τις κινήσεις. Ο Τζαβέλας πήγε με τους πολλούς στο Δάσος σαν ένας απλός στρατιώτης, το καλλίτερο που είχε να κάνει για να πάρει πίσω την εκδίκησή του. Η ενέδρα έγινε από τον Δημήτρη τον γυιό του Μπότσαρη. Οι άνδρες του Πασά που ήταν στην αρχή της Αλβανικής μονάδας προχώρη-σαν ανενόχλητοι περικύκλωσαν τον δεύτερο Πύργο καλώντας τον Μπότσαρη να παραδοθεί. Εκείνος απάντησε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη σ'αυτούς αλλά θα υπακούσει στον Καπετάν Πρόγνο όταν θα έρθει. Μετά βάδισαν περισσότερο προς τον βράχο της Τρύπας αφήνοντας αυτόν (τον Μπότσαρη) σαν σίγουρο αιχμάλωτο, όπως νόμιζαν. Ο Στρατός του Πασά βλέ-οντας τους Αλβανούς να προχωρούν χωρίς αντίσταση μέχρι τον βράχο της Τρύπας (Αβαρίκο)
και φοβούμενοι ότι θα έμεναν έξω από τα λάφυρα που βρισκόταν στον βράχο της Τρύπας, άφησαν τις σκηνές τους και αναρριχήθηκαν στο Βουνό με κραυγές νίκης. Όταν ο Μπότσαρης είδε ότι ο εχθρός που ανερχόταν σε 4.000 προχωρούσε προς τον τρίτο Πύργο που ήταν κοντά στη Τρύπα (Αβαρίκο) χτύπησε ένα κουδούνι, το σύνθημα της γενικής επίθεσης, που προξένη-σε πανωλεθρία στους Τούρκους. Η ενέδρα δεν άφηνε καμία δυνατότητα για οπισθοχώρηση. ΄Ετσι ήταν εκτεθειμένοι από παντού στα πυρά των Σουλιωτών, οι οποίοι καλυπτόμενοι από τους βράχους, ή τα δένδρα και από τον δεύτερο Πύργο ο Μπότσαρης, τους δημιούργησε μεγάλη πανωλεθρία. Οι γυναίκες από τις ράχες κυλούσαν κάτω μεγάλες πέτρες οι οποίες γιαυτό τον σκοπό είχαν μαζευτεί. Ο εχθρός αμύνθηκε και ενώ οι Σουλιώτες βγήκαν να τους συναντήσουν με επιδεκτικότητα εκτός από τους 140 που παραδόθηκαν όλοι οι άλλοι είχαν σκοτωθεί. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο γιος του Σόλιμαν Κιαπάρ και πολλοί αξιωματικοί. Οι Σουλιώτες από την πλευρά τους είχαν πενηνταεφτά νεκρούς και εικοσιεφτά τραυματίες. Ο Τζαβέλας ήταν μεταξύ των φονευθέντων, επειδή είχε βγεί έξω από την ενέδρα του, μαζί με μερικούς φίλους του,  για να εκδικηθεί τον υποτιθέμενο θάνατο του γυιού του και  να σκοτώσει όσο γίνεται περισσότερους εχθρούς, ή να σκοτωθεί ο ίδιος. Αφού πρώτα επέφερε μεγάλη πανωλεθρία στον εχθρό από το δάσος, σε όλες τις σειρές του εχθρού, βγήκε προς τα έξω και απελπισμένα έπεσε καλυπτόμενος από τραύματα και παραδόθηκε πάνω στον  σωρό των φονευθέντων (εχθρών).
Τα (χιλιάδες) σώματα των φονευθέντων (Τούρκων) πατάχθηκαν κάτω από τους βράχους στο τουρκικό στρατόπεδο, ο υπόλοιπος στρατός καταλήφθηκε από τέτοιο πανικό, ώστε έφυγαν όλοι τρέχοντας για τα Γιάννενα με τέτοια βιασύνη ώστε εγκατέλειψαν τον Πασά. Ο Μπότσαρης εκμεταλλευόμενος τον γενικό πανικό στέλνει 200 άνδρες οι οποίοι πέσανε πάνω στους τελευ-ταίους δημιουργώντας μεγάλες απώλειες. Ο Πασάς ο ίδιος διασώθηκε μετά δυσκολίας και του φόνευσαν δύο άλογα προτού επιστρέψει στα Γιάννενα.
   (Ο Βαλαωρίτης γράφει :
              «Τ' άλογο, τ' άλογο Ομέρ Βρυώνη,
    το Σούλι χίμηξε και μας πλακώνει.
 Άνοιξε η κόλασης και μου ξερνάει,
                τον μαύρο κόσμο της για να με φάει !»)
 Όλα τα πράγματα, τα πυρομαχικά, όπλα, τρόφιμα και ο θησαυρός του Πασά έπεσαν στα χέρια των Σουλιωτών καθώς και τέσσερα μεγάλα κανόνια, τα οποία τα ανέβασαν στην Τρύπα και ήταν απόκτημα μεγάλης αξίας για τους Σουλιώτες.
Τα άλλα πολεμικά σώματα προς την Πρέβεζα, Άρτα και Χειμέρια όρη, ακολούθησαν το παράδειγμα του κυρίου σώματος και έφτασαν στα Γιάννενα το συντομότερο. Τόσο μεγάλος αλήθεια ήταν ο πανικός τους ώστε κανένας από αυτούς δεν σταμάτησε στον δρόμο για λίγο, επειδή νόμιζαν ότι τους καταδιώκουν ακόμα οι Σουλιώτες.
Εντωμεταξύ οι δρόμοι και οι Επικοινωνίες άρχισαν να ξαναγίνονται με τους Χειμαριώτες, ο στρατός του Σουλίου αυξήθηκε σε δυό μέρες τόσο πολύ ώστε πήγαν μέχρι την πεδιάδα έξω από την πόλη του Πασά σε ανοιχτή μάχη. Έφτασαν μέχρι ένα κτήμα του Πασά έξω από τα Γιάννενα, το κατάλαβαν και μετά του έγραψαν ένα γράμμα απειλώντας τον ότι θα τον αιχμα-λωτίσουν μέσα στο χαρέμι του. Καταδίωξαν τους Παραμυθιώτες μέχρι την χώρα τους και έφεραν πολλά γιδοπρόβατα  στο Σούλι.
Ο Πασάς φοβούμενος για την ασφάλεια της πρωτεύουσάς του έστειλε τον Δεσπότη να προτείνει ειρήνη με τους Σουλιώτες. ΄Έγινε δε αυτή η Συνθήκη με τους εξής όρους :
      1ο)  Ο Πασάς παραχωρεί στους Σουλιώτες όλη την περιοχή γύρω από τα
              Δερβίζιανα (έξι λεύγες από τα Γιάννενα).
2ο) Όλοι οι Σουλιώτες οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι θα απελευθερωθούν (έτσι
            και ο γιος του Τζαβέλα Φώτος επέστρεψε στο Σούλι σώος και ασφαλής).
3ο) Ο Πασάς θα πληρώσει 100.000 πιάστρες (φλουριά) για να απελευθερω-
           θούν  οι αιχμάλωτοι που είχαν πιάσει οι Σουλιώτες.
Με τους Παραμυθιώτες κλείσθηκε ιδιαίτερη ειρήνη επειδή δεν εξαρτιόταν από τον Πασά. Οι όροι ήταν ότι στο μέλλον θα είναι σύμμαχοι και σε όλες τις περιπτώσεις θα βοηθούν τους Σουλιώτες και με άνδρες (στρατό), άρματα και τρόφιμα όταν αυτοί θα βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου.
Επιστρέφοντας στα σπίτια τους, στο βουνό τους οι Σουλιώτες διαίρεσαν τα λάφυρα και τις 100.000 «πιάστες» σε πέντε ίσα μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν προορισμένο για να επισκευα-στούν οι Εκκλησίες, τις οποίες οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει και να χτίσουν μια καινούργια στην Τρύπα, αφιερωμένη στην Παναγία.  Το δεύτερο μέρος μπήκε στο δημόσιο ταμείο για τα έξοδα της κοινότητας. Το τρίτο μέρος διαιρέθηκε σε ίσα μέρη και μοιράστηκε μεταξύ όλων των κατοίκων, χωρίς διάκριση βαθμού ή ηλικίας. Τα άλλα δυό μέρη διανεμήθηκαν στις οικογένειες που είχαν χάσει άνδρες στο πεδίο της μάχης.
Αυτή η συνθήκη -γράφει ο Eton στο Βιβλίο του - καταπατήθηκε ύστερα  από λίγο από τον Πασά, ο οποίος δυό φορές ακόμη νικήθηκε και οι Σουλιώτες κέρδισαν ακόμα περισσότερη δόξα ! ».
Υποσημειώσεις :
(ιε) Το Βιβλίο εκδόθηκε το 1798 στο Λονδίνο και σώζεται  ένα μόνο αντίτυπό του στην Βασιλική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου. Φωτοτυπία των σελίδων, που αναφέρονται στο πόλεμο αυτόν του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, έχει στο Αρχείο του ο Δημήτριος Σούλας και μπορεί να αποστείλει φωτοαντίγραφα σε όποιον θα τις χρειαστεί.
(ιστ) Από τα μέσα του 18ου αιώνα αποδίδεται η ονομασία «Κακοσούλι»  και «Κακοσουλιώτες» στο Σούλι και στους Σουλιώτες, ονομασία που μεταφέρεται έκτοτε τόσο στη δημοτική ποίηση, όσο και στη μεταγενέστερη ιστοριογραφία. Η χρήση του επιθέτου «κακός» έχει κατά τον Ι. Φι-λήμονα τη σημασία του Ισχυρός, πολύς, ανδρείος, δεινός, δυσκαταμάχητος. Την ίδια σημασία του ανδρείου δηλαδή και ανίκητου, έχει η λέξη «Κακοσούλι» και για τον Χρ. Περραιβό.
(ιζ) Ο γυιός του Λάμπρου Τζαβέλα ηταν ο Φώτος Τζαβέλας, του οποίου το χειρόγραφο ημερολόγιο της αιχμαλωσίας από τον Ιούλιο του 1792 ως τον Απρίλιο του 1793  υπάρχει στο Αρχείο του Δημητρίου Σούλα και όποιος το  χρειάζετε μπορεί να το  ζητήσει  (τηλέφωνο 031 / 432 - 017, Ε-Μail : soulas@otenet.gr) και θα του αποσταλεί, χωρίς καμμία επιβάρυνση.
(ιη) Η ορθογραφία και ο τονισμός είναι ακριβώς όπως στο βιβλίο του W.Eton στο οποίο δημοσιεύινται οι επιστολές στα ελληνικά.














Oι Αγώνες των Σουλιωτών  (Γ. Χρονολόγιο 1797 - 1803)
1797 (18 Οκτωβρίου). Συνθήκη Κάμπο Φόρμιο. Οι Γάλλοι στα Επτάνησα.
1797 (Δεκέμβριος). Αντιπροσωπεία Σουλιωτών συναντάται με τον Γάλλο στρατηγό Roze, με αίτημα την παροχή προστασίας εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας.
1798 (12 Οκτωβρίου). Μάχη της Πρέβεζας. Συμμετοχή στο πλευρό των γαλλικών δυνάμεων 60 Σουλιωτών υπο τον Καπετάν Χρηστάκη Καλόγερο. Ο Αλής καταλαμβάνει την Πρέβεζα και Βόνιτσα και κατευθύνεται προς Πάργα. Συμμετοχή των Σουλιωτών στην επιτυχή άμυνα της Πάργας, (ο στρατός του Αλή ηττήθηκε και απεχώρησε) με αποστολή 300 μαχίμων από όλα τα γένη υπό τους Καπετάνιους Κόγκα Δράκο, Νάσιο Σούλο και Γώγα Γκιώνη.
1799 - 1800 Ο Γ. Μπότσαρης εγκαταλείπει το Σούλι και προσχωρεί στην οθωμανική νομιμότητα. Ο Αλής του αποδίδει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Ολόκληρο το γένος Μπότσαρη αποχωρεί από Σούλι και Λάκκα και εγκαθίσταται στο Βουλγαρέλι.
1800 (21 Μαρτίου). Σύμβαση Κωνσταντινουπόλεως. Δημιουργία ανεξάρτητης Επανήσου Πολιτείας υπο τουρκική επικυριαρχία και ρωσσική προστασία. Οι πρώην βενετικές κτήσεις Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα και Βόνιτσα ενσωματώνονται στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως προνομιακές κτήσεις του σουλτάνου.
1800 (Ιούνιος). Ο Αλή Πασάς εφοδιασμένος με σουλτανική διαταγή, εκστρατεύει, επικεφαλής 15.000 τουρκαλβανικών δυνάμεων, εναντίον του Σουλίου. Η επίθεση αποτυγχάνει. Οργανώνεται πολιορκητικός κλοιός γύρω από το Σουλιώτικο όρος. Οι Σουλιώτες που διαισθάνθηκαν τι τους περιμένει άρχισαν να ψάχνουν για συμμάχους για να εξασφαλίσουν την προμήθεια πυρομαχικών, αλλά και των αναγκαίων τροφών. Μεταξύ των άλλων έγραψαν και στους Διοικητές της Κέρκυρας. Τελικά έμειναν αβοήθητοι.
Μία από τις σημαντικότερες μάχες που έδωσαν τότε οι Σουλιώτες, ήταν η μάχη του Βουνού Κορύλλα. Κατεβαίνοντας μια ομάδα Σουλιωτών με επικεφαλή τον Φώτο Τζαβέλα για να αγοράσουν πολεμοφόδια και τροφές από τα πεδινά χωριά, έρχεται αντιμέτωπη με πεντα-
πλάσια δύναμη στρατιωτών του Αλή. Αρχίζει μια λυσσαλέα μάχη σώμα με σώμα. Ο Φώτος Τζαβέλας τραυματίζεται. Οι Σουλιώτες σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τον πληγωμένο
αρχηγό τους,  για να τον προστατεύσουν. Ο Φώτος Τζαβέλας  που τους παρακολουθεί τους παρακαλεί, αλλά περισσότερο παρακαλεί τον αδερφό του Γιώργο λέγοντας :
«Κόψατέ μου αδέρφια το κεφάλι για να μην το πάρουν οι εχθροί και το  δώσουν στον Πασσάν, όστις θα το ρίψει εις τα σκυλιά».
Οι σύντροφοι του Φώτου του απαντούν :
«Τότε θα πάρουν οι εχθροί το κεφάλι σου, όταν αποθάνωμεν ημείς όλοι   έως εις τον τελευταίον».
Η μάχη εξακολουθούσε, τελικά ο Φωτος σώθηκε και οι εχθροί νικήθηκαν και πήραν το δίδαγμα πως η νίκη δεν έρχεται από την αριθμητική υπεροχή, αλλά από την προθυμία για την νίκη και την θυσία.
Στη νέα πολιορκία του Σουλίου από τον Αλή Πασά οι Σουλιώτες κάτω από τις κακουχίες, έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, αναγκάζονται με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα να δεχθούν τις προτάσεις ειρήνης του Αλή, στα χέρια του οποίου, για ασφάλεια ότι θα τηρήσουν τους όρους της συνθήκης, αφήνουν εικοσιτέσσερις ομήρους από τις πιο φημισμένες φάρες.
Ο Αλής αφού παίρνει τους Ομήρους εκβιάζει τους Σουλιώτες ότι θα σκοτώσει αυτούς τους Ομήρους, αν δεν του παραδώσουν τον τόπο τους. Ο Πασάς μεταφέρει τους ομήρους στο νησί των Ιωαννίνων, όπου ο ηγούμενος του Μοναστηριου του Προφήτη Ηλία τους δέχεται στην Εκκλησία, συμβουλεύοντάς τους, -και εκτελώντας εντολή του Αλή-, να αφήσουν τα όπλα τους έξω από τον Ναό για θρησκευτικούς λόγους. Όλοι τους χωρίς πονηριά πειθαρχούν εκτός από τον Δεμύρη Φωτομάρα, που λέει στον Ηγούμενο : «Όταν είναι πόλεμος καλόγερε, τ'άρματα δεν αφήνονται από τα χέρια και ούτε του Θεού κακοφαίνεται, που μπαίνομεν στην εκκλησιά αρματωμένοι.» Ο Φωτομάρας δικαιώνεται όταν οι όμηροι βγαίνοντας από την Εκκλησία δε βρίσκουν τα άρματά τους και δέχονται τις απειλές των 200 Αλβανών που τους έχουν περικυκλώσει και καλούν τον Φωτομάρα να παραδώσει τα όπλα του. Ο Φωτομάρας
τους απαντάει :« οι κιώτιδες (=οι άνανδροι),βάζουν κάτω τ'άρματα ζωντανοί, τα δε παλληκάρια όταν αποθάνουν. Εγω δε καταδέχομαι να χάνω το φουσέκι μου δια έτζη κιώτιδες σαν και εσάς !» Ύστερα έβαλε το πιστόλι του στο μετωπό του, πυροβολήθηκε και έπεσε νεκρός.
Ο Αλή πασάς προσπαθεί με τα φλουριά του να εξαγοράσει ορισμένους Σουλιώτες. Ο Τσίμας Ζέρβας στέλνει στον Αλή Πασά το παρακάτω γράμμα.
«Βεζύρη Αλή Πασσά.
Σευχαριστώ πολύ για την αγάπην που έχεις γιατ' εμένα μόν τα πουγκιά σου που μου γράφεις με τον Μπέτσο να μου στείλεις, να μη μου τα στείλεις, γιατί δεν ξέρω να τα μετρήσω και δεν ξέρω τι να τα κάνω, μόν και αν ήξερα πάλιν δεν είμαι ευχαριστημένος να σου δίνω ούτε ένα λιθάρι από τους βράχους της πατρίδας μου, και όχι να φύγω από το Σούλι δια τα πουγκιά σου, καθώς όπου φαντάζεσαι. Τιμαίς και δόξαις , που μου υπόσχεσαι να μου δίνης, δεν μου χρειάζονται, γιατί εις εμένα πλούτος, δόξαις και τιμαίς είναι τ'άρματά μου, όπού με εκείνα φυλάω την πατρίδα μου, την ελευθερίαν μου και τα παιδιά μου και τιμώ τ'όνομα του Σουλιώτου και αποθανατίζω και το εδικό μου όνομα.
Τσίμας Ζέρβας.
   Σούλι τη 4 Μαϊου 1801».
Η συμμαχία των Σουλιωτών με τους Πασάδες και τους Αγάδες της Ηπείρου σβήνει με την προδοσία των τελευταίων. Με την παράδοση από τον φρούραρχο Γαρδικιώτη του κάστρου του Δελβίνου στον Αλή Πασά, παραδίνονται και οι έξι Σουλιώτες όμηροι που φυλάγονταν σ'αυτό. Τους τέσσερις από αυτούς τους σκότωσε ο Πασάς στα Γιάννενα. Τους άλλους δύο, που ήταν ο αδερφός του Φώτου Τζαβέλα και ο γιος του Δήμου Δράκου, τους κράτησε στη ζωή για να εκβιάζει τους Σουλιώτες Καπετάνιους. Ο Αλή Πασάς χρησιμοποιεί τον φίλο των Σουλιωτών Χασάν Τσαπάρη, τον οποίο διατάζει μυστικά να αναλάβει να μεσιτέψει για την ζωή των δύο αυτών ομήρων με τον όρο να του παραδώσουν οι Σουλιώτες τον τόπο τους.
Η μηχανοραφία του Αλή έγινε γνωστή στους Σουλιώτες, χωρίς όμως να φέρει τα αποτελέ-σματα που περίμενε ο πασάς. Οι Σουλιώτες είχαν αποφασίσει και τους δυό πατριώτες που
κρατούνταν ακόμα ζωντανοί στα Γιάννενα, να τους θεωρήσουν πεθαμένους. ΄Ετσι κάνουν το μνημόσυνο και των έξη ομήρων στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου !
1802. Ο Κίτσος Μπότσαρης επιστρέφει στο Σούλι, κομιστής προτάσεων ειρήνης του Αλή πρός τους Σουλιώτες, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα του γένους του. Γίνεται ρυθμιστής της κατάστασης στο Σούλι.
Ο Αλής σφίγγει την πολιορκία του Σουλίου. Παράλληλα στις αρχές του 1802 τους προτείνει μια ειρηνική τακτοποίηση και υπόσχεται να λύσει την πολιορκία αν δεχθούν τους όρους του, που ανάμεσά τους ήταν και ο όρος να φύγει από το Σούλι ο αρχηγός τους Φώτος Τζαβέλας, με το δικαίωμα να κατοικήσει σ'όποιο μέρος της Ηπείρου ήθελε.
Οι Δημογέροντες δέχονται τις προτάσεις του Αλή και παρακαλούν τον Φώτο να υπακούσει στην απόφασή τους, που την έβγαλαν για το καλό της πατρίδας. Ο Φώτος φεύγει από το Σούλι με την οικογένειά του και 17 παλικάρια.
1803 (Άνοιξη- Καλοκαίρι). Διάσπαση εσωτερικού μετώπου Σουλιωτών. Σουλιώτικά γένη,
 -Ζερβάτες, Κουτσονικάτες-, προσέρχονται μεμονωμένοι σε μυστικές συμφωνίες και συνεργάζονται με τον Αλή. Οι Σουλιώτες, μετά την διάλυση της συμμαχίας με τις μουσουλμανικές δυνάμεις και με τους Ρώσσους, που συμπράττουν πλέον με τους Οθωμανούς, βρίσκονται απομονωμένοι από συμμάχους.
Ο Αλή Πασάς προδίνει την Συμφωνία και συνεχίζει την πολιορκία του. Η κατάσταση των Σουλιωτών είναι τραγική. Δεν έχουν ούτε τρόφιμα , ούτε πολεμοφόδια. Η λύση του δράματος είναι αμφίβολή. Ο Φώτος Τζαβέλας είναι ο τραγικός ήρωας. Προσποιείται υποταγή στον Αλή, αφήνει για εγγύηση στα χέρια του όλη την οικογένειά του, και επιστρέφει στο Σούλι και ξανα-νάβει την φλόγα του πατριωτισμού στους Σουλιώτες με φλογερά λόγια :
«Συμπολίται και αδερφοί ! δεν σας λανθάνει πλέον ότι ο κίνδυνος της
 πατρίδος μας επίκειται είναι μέγας! Μένει όμως ακόμα μια ελπίς να την   σώσωμεν, αν
 έκαστος θυσιάσει σήμερον ό,τι τον αποβλέπει εις τον βωμόν της πατρίδος, όπως εγώ
 εθυσίασα υπέρ αυτής την σύζυγόν μου και τα τέκνα μου, καθώς άλλοτε και ο πατήρ
 μου εθυσίασεν εμέ εις τον ίδιον βωμόν. . . »
Ο πόλεμος και η πολιορκία εξακολουθεί. Οι Σουλιώτες κάνουν βραδινές εξόδους, σπάζουν την πολιορκία, μαζεύουν τρόφιμα και πολεμοφόδια και ξανακάνουν βραδινή έφοδο για να μπορέσουν να περάσουν οι συμπατριώτες τους, που πρίν μερικές μέρες είχαν βγεί για τροφές και σφαίρες.
Παρά τα μαρτύριά τους οι Σουλιώτες διατηρούν και το χιούμορ τους.
Ο Συγγραφέας Σαλαπάντας αφηγείται το εξής περιστατικό.:
«. . συλλαβόντες οι Αλβανοί όνον,  ανήκοντα εις τους Σουλιώτες ήλθον εις διαπραγματεύσεις περί της εξαγοράς του μετα των Σουλιωτών, ζητούντων αυτόν.
- Τι μας δίνεται μωρέ Σουλιώτες για να σας δώσουμε το γαϊδούρι ;
- Έναν Τούρκο γεσίρη  (=αιχμάλωτο). Αποκρίνονται οι Σουλιώτες.
- Ακριβά πληρώνεται το γαϊδούρι, Φαίνεται πως τόχετε πολλήν ανάγκη.
- Όχι δεν έχομεν ανάγκη, μόνο οι γεσίρηδες που έχομεν εδώ δεν αξίζουν
  περισσότερο από το γαϊδούρι !
Ταύτα ειπόντες αντήλλαξαν τους αιχμαλώτους, απολύσαντες οι μέν Σουλιώτες έναν Τούρκο αιχμάλωτο, οι δε εχθροί τον ισότιμον τούτου όνον. »
Παρόλη την ανδρεία, τις νυχτερινές εφόδους και τις ηρωϊκές επιθέσεις των Σουλιωτών τον Δεκέμβριο του 1803 (τέσσερα χρόνια μετά την αρχή της πολιορκίας τους) οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στο Σούλι, με προδοσία. Οι Σουλιώτες καταγγέλουν τον Κουτσονίκα ως προδότη και συνεργό στην κατάληψη του Σουλίου από τον εχθρό.
  «. . . Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
  όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
   πως ο Εφιάλτης θα φανή στο τέλος
   κι οι Μήδοι επι τέλους θα διαβούνε. . .»   (Καβάφης)
Και διαβήκανε οι Τούρκοι με την προδοσία κ'οι Σουλιώτες οπισθοχώρησαν. Ο Δήμο Δράκος που κρατούσε με 65 παλικάρια στο Σούλι χτυπιέται από πίσω.Οι Σουλιώτες συμπτύσσονται
στην Εκκλησία του Αγίου Δονάτου. Τα νώτα τους προστατεύονται από τον καλόγερο Σαμουήλ που με εξακόσια παλικάρια κρατάει το κάστρο της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι. Τα μάτια τους καρφώνεται στο Σούλι που καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Είναι η 7η  Δεκεμβρίου 1803. Ο Βέϊκος Ζάρμπας βγαίνει από το Κούγκι και αρχίζει διαπραγματεύσεις με τον Τσάμη
Αγά Μπάλιο Χούσο.   
Η Συνθήκη παράδοσης του Σουλίου (12.12.1803)
Ο Αλή πασας επιτίθεται στο Κούγκι καθημερινά και οι Σουλιώτες αμύνονται λυσσαλέα. Σε κάθε επίθεση σκοτώνονται πάνω από 70 ως 100 Τουρκαλβανοί. Ο Αλή Πασάς απογοητεύ-εται.  Δεν πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει τους Σουλιώτες. Φεύγει πικραμένος για τα Γιάννενα και αφήνει εντολή στον γιο του Βελή, να διαπραγματευθεί την ειρήνη.
1803 (8 - 12 Δεκεμβρίου) Συνθηκολόγηση γένους Ζάρμπα, το οποίο εξέρχεται από το Κούγκι.
Οι Ζερβάτες και ο Κουτσονίκας παραδίνουν αναίμακτα την Κιάφα έναντι εξακοσίων πουγκίων και της υποχρέωσης να αποχωρήσουν από το Σούλι. Ο Φώτος Τζαβέλας μπαίνει στο Κούγκι προκειμένου να πείσει και τα τελευταία ανθιστάμενα γένη να παραδοθούν
1803, 12 Δεκεμβρίου. Υπογράφεται η συνθήκη παράδοσης του Σουλίου
Δύο χιλιάδες περίπου Σουλιώτες με Αρχηγούς τους τον Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα οδοιπορούν για την Πάργα. Ανάμεσα σ' αυτούς και η φάρα των Θανασάτων (με τις οικογένειες των Σούλων), η οποία κουβαλάει μαζί της και το οικογενειακό χειρόγραφο.
 Άλλοι χίλιοι περίπου με Αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα φέυγουν για το Ζάλογγο. Άλλες μικρότερες ομάδες φεύγουν για το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά.
1803,16 Δεκεμβρίου. Ο Καλόγερος Σαμουήλ με τέσσερις Σουλιώτες παρέμεινε στο Κούγκι  φυλάγοντας τα πολεμοφόδια των Σουλιωτών, αυτά που δεν πήραν μαζί τους αυτοί που έφυγαν. Όταν πηγαίνουν οι Τούρκοι να τα παραλάβουν ο Σαμουήλ βάζει φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάζει το Κούγκι μαζί με τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες και τους Τούρκους.
Την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης από τον Σαμουήλ πήρε σαν αφορμή ο Βελή Πασάς και δεν τήρησε τους όρους της Συμφωνίας του για την Ειρήνη.  Κι' ενώ το Σώμα του Φώτου Τζαβέλα έφτασε στην Πάργα, το Σώμα του Κίτσου Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τους Τουρκαλβανούς του Βελή Πασά. Έγιναν τιτανικές μάχες, στις οποίες οι άνδρες σκοτώθηκαν. Τότε 55 γυναίκες, οι ατρόμητες Σουλιώτισσες ανέβηκαν στους βράχους του Ζαλόγγου και προτίμησαν τον θάνατο παρά την ατιμία.
«Στη στεριά δεν ζει το ψάρι,  ούτ ανθός στην αμμουδιά
 κι' οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά.
 Έχετε γειά βρυσούλες, Λόγγοι, βουνά, ραχούλες. . .»
Ήταν  η 17η  Δεκεμβρίου του 1803.
Η τραγωδία συνεχίζεται στη Ρινιάσσα και κορυφώνεται στο Σέλτσο. Στις 23 Απριλίου 1804.
« Ύστερα από νικηφόρο, αλλά άπελπιν αγώνα, κατά ασυγκρίτως υπερτέρων δυνάμεων, χίλιοι Σουλιώτες και Ραδοβιζινοί πίπτουν ηρωϊκώς στις 23 Απριλίου 1804, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Από τους υπερχιλίους μαχητές άνδρας και γυναίκας, εσώθησαν μόνον 80 με τον Κίτσο.  Εκεί εχάθη το άνθος του Σουλίου.» (ιθ) .
Οι Σουλιώτες από την Πάργα πηγαίνουν στη Κέρκυρα. Η θέληση να γυρίσουν στην πατρίδα τους όμως ήταν πολύ μεγάλη. Στις 2 Ιουλίου 1804 υπογράφουν στην Πάργα μία Συμφωνία Συμμαχίας με τους δυσαρεστημένους, εναντίον του Αλή Πασά Μπέηδων της Τσαμουριάς. Τριακόσιοι περίπου Σουλιώτες δίνουν πάλι την παρουσία τους σε μάχες κοντά στο Γλυκή.
«Ηχούν τα καριοφύλια και η ελπίδα θεριεύει. Λίγο ακόμα και θα ξαναστήνονταν το Σούλι». Όλα όμως χάνονται από διάφορες αιτίες. Τον Σεπτέμβριο του 1804 ξαναγυρνάν στην Κέρκυρα. Τι τους περιμένει πιά ;  Το ατομικό και οικογενειακό δράμα.
Οι Σουλιώτες αποχώρησαν οριστικά από τον τόπο που κατοίκησαν επί τετρακόσια χρόνια. Έφυγαν συγκροτημένοι σε γένη, διατηρώντας αναλλοίωτη την ιδεολογία της αυτονομίας του γένους, η οποία τους συνόδευε σε όλη αυτή την μακρά περίοδο, από τότε που ως νομάδες ποιμένες διείσδυσαν και εποίκισαν το όρος. Μαζί τους συναποκομίζουν ένα βασικό εφόδιο για ν'ανταπεξέλθουν στις σκληρές συνθήκες που τους αναμένουν μετά τον εκπατρισμό τους. Είναι η γνώση των όπλων και οι εμπειρίες των ένοπλων συγκρούσεων. Και τα δύο έχουν
αποκτηθεί κατά τη μακρά εκείνη περίοδο, όταν θητεύουν στις παράλληλες δραστηριότητες  και τον εναλασσόμενο ρόλο «του ποιμένα-ληστή και , εν τέλει, ένοπλου φορέα προστασίας
στην ευρύτερη περιοχή» (ιθ).  Στις γνώσεις και τις εμπειρίες αυτής της θητείας θα βασιστεί η επιβίωσή τους και μετά τον εκπατρισμό τους στα Επτάνησα.
Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών προσφύγων θα διοχετευθεί στην Κέρκυρα και ένα μικρό μέρος στους παξούς. Η άφιξη ενός πληθυσμού δυόμιση περίπου χιλιάδων ορεινών πολεμιστών, συμπεριλαμβανομένων και των μελών των οικογενειών τους, δημιούργησε οξύτατο πρόβλημα στέγασης και σίτισης των προσφύγων.
Οι Ρώσοι, που έχουν ήδη συγκροτήσει ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα Μοραϊτών και Μανιατών με σκοπό την ενίσχυση των δυνάμεών τους στα Επτάνησα, προβαίνουν αμέσως στη σύσταση και άλλου στρατιωτικού σώματος, το οποίο επανδρώνουν με Σουλιώτες, οι οποίοι εντάσσονται έτσι στους καλούμενους «Αλβανικούς λόχους», με όρο τη διατήρηση της περιβολής  και της πατροπαράδοτης  τακτικής τους. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίστηκε ο βιοπορισμός των ορεινών πολεμιστών και των οικογενειών τους.
Μετά τη συνθήκη του Τίλσιτ, το 1807, και την εκχώρηση των Επτανήσων στους Γάλλους, εκείνοι δεν θα υποτιμήσουν τις πολεμικές ικανότητες των Σουλιωτών. Αμέσως θα συγκροτήσουν ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα, το «Αλβανικό Σύνταγμα», απαρτιζόμενο από 6 τάγματα, επανδρωμένα στο σύνολό τους από Σουλιώτες και ορισμένους πρόσφυγες
οπλαρχηγούς από την Χιμάρα, Ήπειρο Στερεά και Πελοπόννησο. Κατά την διοργάνωση του εν λόγω  συντάγματος έλαβαν, κυρίως, υπόψη την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής οργάνωσης των Σουλιωτών, την αποκλειστική υπακοή στον αρχηγό της φάρας καθώς και τη οικεία σ'αυτούς πολεμική τακτική.
Η επιβίωση όμως των Σουλιωτών, μέσω παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών, καθίσταται επισφαλής μετα την κατάληψη των νησιών του Ιονίου από τους Αγγλους. Οι τελευταίοι όταν  καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, το 1814 προχωρούν στη διάλυση του «Αλβανικού Συντάγ-ματος», στο οποίο υπηρετούσε μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος των Σουλιωτών προσφύγων.
Στερούμενοι πλέον κάθε τρόπου βιοπορισμού, οι Σουλιώτες, απελπισμένοι θα απευθύνουν κατά την διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1814, έκκληση βοήθειας προς τους Ρώσους. Ζητούν να προσληφθούν στο ρωσικό στρατό.
Μετά την απόρριψη των αιτημάτων τους και ενώπιον του φάσματος της οικονομικής εξαθλίωσης, ορισμένοι, κυρίως οι φτωχότεροι Σουλιώτες, θα αποτολμήσουν την επιστροφή στην Ήπειρο και την ένταξη στη στρατιωτική υπηρεσία του Πασά των Ιωαννίνων.(κ). Στην Ήπειρο του Αλή Πασά είχαν ήδη καταφύγει και αρχηγικά μέλη ισχυρών γενών, όπως ο Νικολός, γυιός του Φώτου Τζαβέλα, τον οποίο ο Αλή Πασάς διορίζει, στις 23. Δεκεμβρίου 1813, «Καπετάνον εις τα κόλια του Πλαχάβα» (κα).  Ο Κίτσος Μπότσαρης επίσης επιστρέφει
μαζί με την οικογένειά του, το 1813, στην Ήπειρο, εμπιστευόμενος πρόταση του Αλή πασά για ανάκτηση του αρματολικιού των Τζουμέρκων. Δολοφονείται όμως στην Άρτα, πιθανόν κατ εντολή του Αλή, από τον ανταγωνιστή του αρματολό Γώγο Μπακόλα (κγ). Τέλος άλλοι Σουλιώτες θα προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες εκτός Ήπειρου, όπως ο Φωτομάρας, που θα προσληφθεί στην Υπηρεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στη Μάνη.
Οι περισσότεροι όμως Σουλιώτες παραμένουν στην Κέρκυρα απασχολούμενοι σε χειρωνα-κτικές εργασίες. ΄Εχουν περιπέσει σε κατάσταση πλήρους φτώχειας : «οι καλλίτεροι καπε-τάνιοι μας έκαναν φασίνες και τες επωλούσαν στη χώρα για το μαύρο ψωμί» (κδ), αφηγείται ο γέροντας Σουλιώτης αγωνιστής.
Η διασπορά και η οικονομική εξαθλίωση των Σουλιωτών θα ανακοπούν το 1820, όταν θα κληθούν να συμπράξουν με τα σουλτανικά στρατεύματα στον αγώνα εναντίον του «φερμανλή» Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ως αντάλλαγμα τους παρέχεται το δικαίωμα ανάκτησης του τόπου τους. Επειδή όμως οι όροι της συμφωνίας δεν τηρήθηκαν, οι Σουλιώτες έρχονται σε συνεννόηση με τον πολιορκούμενο Αλή, ο οποίος επιτρέπει την άμεση επανεγκατάσταση στον, υπό τον έλεγχό του, χώρο του Σουλίου, έναντι της συστράτευσης των Σουλιωτών, ως συμμάχων πλέον, στον αγώνα του εναντίον του σουλτάνου.

Υποσημειώσεις :
(ιθ) Δημήτριος Νότη Μπότσαρης.
(κ) Χρ. Περραιβός, 1836, τ.Α' σ. 5, Α Ν. Παπακώστας, 1978, σ. 103
(κα) Κατά τον Περραιβό, ο Νικόλαος (Νικολός) Τζαβέλας εξαναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με την οικογένειά του, στον Αλή Πασά, επειδή μετά τον Θάνατο του πατέρα του Φώτο, οι Σουλιώτες, προφανώς τα μέλη του γένους του, δεν τον αποδέχονταν ως αρχηγό. Μετά την αποχώρησή του, τη θέση του στην αρχηγία του γένους του, φαίνεται ότι κατέλαβε ο Κίτσος Τζαβέλας, ο οποίος παρέμεινε στην Κέρκυρα.
(κβ) Ι. Λαμπρίδης, 1971, τχ. 10, σ. 60.
(κγ) Α.Ν. Παπακώστας, 1978, σ. 154-155.

Η Συμμετοχή των Σουλιωτών στην Ελληνική Επανάσταση.
Οι Σουλιώτες, εμπλεκόμενοι στην ενδο-Οθωμανική σύγκρουση, με μοναδικό κίνητρο την ανάκτηση των βουνών τους, θα συνδεθούν, επίσης, στην αυγή του 1821, με την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, συσπειρωμένοι, μέσα από το κοινό θρησκευτικό χριστιανικό αίσθημα, με τις δυνάμεις του μαχόμενου ελληνισμού ενάντια στον κοινό εχθρό. Γράφουν στις 6 Ιουνίου 1822, από το Κάστρο της Κιάφας, προς τον Μάρκο Μπότσαρη, που έχει κατέβει στο Μεσολόγγι για να συντονίσει τον κοινό αγώνα: « Ελάβομεν την τιμίαν σας, σημειωμένην από 25 Μαϊου, την ελάβομεν εις τας 5 Ιουνίου. Είδαμεν το χοστρέ κάτι του κινήματος και εχαρήκαμεν κατά πολλά, όπου αρχίνησεν ο χριστιανισμός με την ένωσιν δια να λάβη και κατάστασιν».(κδ).
Ωστόσο, μετά την πτώση του Αλή Πασά και τον θάνατο του τελευταίου, τον Ιανουάριο του 1822, η συνδρομή των ελληνικών δυνάμεων δεν θα αποτρέψει την πολιορκία του Σουλίου
από τα σουλτανικά στρατεύματα, την συνθηκολόγηση των Σουλιωτών και την οριστική πλέον αποχώρηση, τον Αύγουστο του 1822, από τον τόπο τους.
Στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, όπου θα καταλήξουν πάλι ως πρόσφυγες, η παραμονή τους θα αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική, καθώς δεν έχουν την δυνατότητα να διασφα-λίσουν τα προς το ζήν έναντι της παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών. Ζητούν λοιπόν τη άδεια να περάσουν στην «αντίκρυ ξηρά», στον χώρο δηλαδή της επαναστατημένης Ελλάδος, προκειμένου να εξασφαλίσουν ασφαλή τόπο εγκατάστασης και πόρους ζωής.
Μετά την κρυφή, λόγω της επίσημης απαγόρευσης από τις αγγλικές αρχές, έξοδό τους από τα Επτάνησα και την σταδιακή, κατά μεμονωμένα άτομα, ή κατά γένη, προσέλευσή τους στον χώρο της επαναστατημένης Ελλάδας, κυρίως στο Μεσολόγγι, ο βιοπορισμός τους και το όραμα της επανόδου στον τόπο τους θα ταυτιστούν με την έκβαση της Ελληνικής Επανά-στασης, στην οποία εντάσσονται πλέον, ως ένοπλα σώματα.
Οι Σουλιώτες «. . . επετέλεσαν θαύματα ανδρείας, προκαλέσαντες τον  θαυμασσμόν των απανταχού της γής φίλων της Ελευθερίας και των Ελλήνων υπερμάχων της. Ανάλογα θαύματα επετέλεσαν και εις όλας τας μάχας, εις τας οποίας  έλαβον μέρος.. και συνέβαλον αποφασιστικά στην απελευθέρωση του έθνους !.» (κε).
Για τους Σουλιώτες της διασποράς δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Το μόνο δράμα τους είναι ότι όπου πηγαίνουν για να πολεμήσουν, τους ακολουθούν και τα γυναικόπαιδά τους, επειδή δεν είναι πουθενά εγκατεστημένα. Οι πείσμονες αγώνες να τους επικυρωθεί, από τα ελληνικά πολιτικά σώματα, μόνιμος τόπος εγκατάστασης επί απελευθερωθέντων εδαφών θα
προσκρούουν συχνά στην άρνηση των «αυτοχθόνων» να μοιραστούν τη γή τους με τους «ετερόχθονες» Σουλιώτες. Εν τέλει, ή Ε' Εθνική Συνέλευση ψηφίζει, το 1932, την δωρεάν παραχώρηση τόπου εγκατάστασης στους Σουλιώτες επί εθνικών γαιών του Βραχωρίου (Αγρίνιο) και της Ναυπάκτου, στην απελευθέρωση της οποίας είχαν άλλωστε, ουσιαστικά συμβάλει σουλιώτικα στρατιωτικά σώματα.
Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών θα συνοικισθεί στη Ναύπακτο και το Αγρίνιο. Τα σουλιώτικα γένη θα εγκατασταθούν εκεί, ισχνά και ολιγομελή, λόγω των απωλειών του πολέμου και των κακουχιών. Αρκετές οικογένειες θα εγκατασταθούν επίσης στο Μεσολόγγι και λιγότερες στην Αθήνα. Σουλιώτικη παρουσία, ολιγομελών οικογενειών ή μεμονομένων ατόμων, θα επιση-μανθεί και σε άλλες κωμοπόλεις, χωριά και νησιά της απελευθερωμένης Ελλάδος. Μεγάλος αριθμός από τους εγκατεστημένους στη Ναύπακτο και το Αγρίνιο θα συνεχίσουν τη στρα-τιωτική ζωή, εντασσόμενοι στα νέα στρατιωτικά σώματα( κστ') που, έκτοτε, θα δημιουρ-γηθούν, καταρχήν στα Ελαφρά Ελληνικά Τάγματα και κατόπιν στην Εθνοφυλακή και Φάλαγγα.
Αρχηγοί επώνυμων σουλιώτικων γενών θα ανέλθουν σε υψηλούς βαθμούς στη στρατιωτική ιεραρχία, ή θα καταλάβουν αξιώματα στις εκάστοτε κυβερνήσεις, ή στην Αυλή.(κζ)
Οι παρατεταμένες πολεμικές συγκρούσεις των Σουλιωτών με τους Οθωμανούς κατακτητές
καταγράφηκαν από την ευρωπαϊκή ιστοριογραφία σαν προοίμιο των αγώνων  της εθνικής ανεξαρτησίας. « Η επακολουθήσασα ένταξη της ένοπλης σουλιώτικης δύναμης στο πλευρό
της Ελληνικής Επανάστασης κατέταξε τους Σουλιώτες μεταξύ των πρωτεργατών της ενσάρκωσης των εθνικών οραμάτων. Στις συνθήκες διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής ιδέας των αρχών του  19ου αιώνα, η πολεμική ανδρεία των Σουλιωτών ενέπνευσε την αναγκαία, για την σφυρηλάτηση των εθνικών ιδεωδών, παραγωγή συμβόλων και συλλογικών αναπαραστάσεων.» (κη)

Υποσημειώσεις :
(κδ) Απόσπασμα επιστολής των Νότη Μπότσαρη, Ζυγούρη Τζαβέλα και Τούσα Ζέρβα προς Μάρκο Μπότσαρη. Γ.Α.Κ. Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη, Α΄πολέμου, φακ. 23
(κε) Αγγέλου Ν. Παπακώστα.: «Το δράμα του εκπατρισμού των Σουλιωτών» Σελ. 264.
(κστ') Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των Νάσιο, Μήτσο και Φώτο Σούλο, που το 1853 κατατάχθηκαν εθελοντές στο κίνημα που οργάνωσε ο Όθωνας στη Μακεδονία, κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, φύγαν από τη Ναύπακτο και πήγαν στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής, όπου ξεκίνησε το κίνημα της Μακεδονίας και τελικά αναγκάστηκαν να καταφύγουν  στο Πράβυ, της Καβάλας, όπου και τελικά παρέμειναν, επειδή  σταμάτησε ο Οθωνας να τους υποστηρίζει, λόγω των αντιρρήσεων των  Αγγλογάλλων, οι οποίοι προς ένδειξη διαμαρτυρίας κατέλαβαν και την Αθήνα, μέχρι να αποκυρήξει ο Όθωνας τα κινήματα που είχε οργανώσει.
(κζ) Βάσω Δ. Ψιμούλη «Σούλι και Σουλιώτες», Αθήνα 1998, σελ. 456
(κη) Βάσω Δ. Ψιμούλη, «Σούλι και Σουλιώτες», Αθήνα 1998, σελ.. 11

Το ιστορικό των Σουλιώτικων  οικισμών.
Από τους τέσσερις σουλιώτικους οικισμούς, μόνο η Σαμονίβα έχει να παρουσιάσει μία συνεχή οίκηση μέχρι τις ημέρες μας. Μετά την πολιορκία του 1822 και τον εκπατρισμό των Σουλιω-τών στα Επτάνησα, τα σπίτια των τεσσάρων οικισμών κατεδαφίστηκαν και απαγορεύθηκε δια παντός η παραμονή εμψύχων όντων στη περιοχή. Το 1825 ωστόσο, όπως αναφέρει ο Ι. Λαμ-πρίδης, οι αρχές του τόπου επέτρεψαν στον Νάστο Τόκα, από τα γειτονικά Δερβίζιανα, να κατοικήσει στην περιοχή για να παρασκευάζει τον άρτο της φρουράς των τριάντα στρατιωτών του Κάστρου της Κιάφας. Ο Νάστο Τόκας μετανάστευσε εκεί με τους τρείς γιούς του, οι οποίοι κατοίκησαν, μαζί με τις οικογένειές τους, σε τρία ερειπωμένα σπίτια της Σαμονίβας. ' Εκτοτε η Σαμονίβα κατοικήθηκε αδιάλλειπτα από τους απογόνους της οικογένειας Τόκα, οι οποίοι είχαν και την νομή των βοσκοτόπων της περιοχής.
Οι εγκαταλειμμένες εκτάσεις των Σουλιωτών κατανεμήθηκαν σε βοσκότοπους, που εκμισθώ-θηκαν από το τουρκικό δημόσιο σε κτηνοτρόφους από το Πόποβο (Αγ. Κυριακή). Η διάθεση
αυτή των βοσκοτόπων της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου συνεχίστηκε και από το ελληνικό δημόσιο έως το 1930, οπότε παραχωρήθηκαν σε Σκαπετινούς ως κτηνοτροφικοί κλήροι. Το 1927, ο Βουλευτής Ιωαννίνων Α. Μυλωνάς και γαμπρός του στρατηγού Παναγ. Γ. Δαγκλή, απογόνου της ομώνυμης σουλιώτικης οικογένειας,  ανέλαβε πρωτοβουλίες για την διάσωση του ιστορικού χώρου του Σουλίου. Σε σχετική πρόταση νόμου που κατέθεσε το 1927 στην Ελληνική Βουλή, πρότεινε ως αναγκαία μέτρα για τη συντήρηση και αξιοποίηση τουΤόπου,τη διάνοιξη δρόμου προσέλευσης στο Σούλι, τη διάσωση των οικιών από την πλήρη κατερείπω-ση, την κατασκευή ξενώνα, τη συντήρηση εκκλησιών και φρουρίων, καθώς και την εκμίσθω-ση από το δημόσιο των βοσκοτόπων του Σουλίου σε κτηνοτρόφους της περιοχής, ώστε από τα έσοδα των ενοικιάσεων να ενισχυθεί η συντήρηση των μνημείων του τόπου.
Όσον αφορά τις οικίες, οι οποίες είχαν κτισθεί στο μεσοδιάστημα από την Οικογένεια Τόκα,
το νομοσχέδιο αποδεχόταν την παραμονή τους στην κυριότητα των μελών της οικογένειας αυτής.
Το 1956 το Σούλι ανακηρύχθηκε διατηρητέος οικισμός και έκτοτε κατοικείται από τα μέλη της οικογένειας Τόκα και ορισμένους κτηνοτρόφους από το Πόποβο, οι  οποίοι εγκαταστάθηκαν σε 10 - 15 σπίτια που κτίστηκαν στο πρότυπο των παλαιοτέρων, υπό την εποπτεία της Εφορίας Βυζαντινών αρχαιοτήτων των Ιωαννίνων.
Από τα μέτρα που πρότεινε το 1927 ο Α.Μυλωνάς ορισμένα, όπως η διάνοιξη δρόμου, η κατασκευή ξενώνα, η αναστήλωση και συντήρηση οικιών, εκκλησιών και μνημείων έχουν σήμερα υλοποιηθεί.
Ο συνοικισμός Σούλι - Σαμονίβα αποτελούσε μέχρι το 1924 μέρος της κοινότητας Παλαιοχωρίου Βότσαρη. ΄Εκτοτε προσαρτήθηκε στην κοινότητα Αυλοτόπου, από την οποία αποσπάστηκε το 1932 για να αποτελέσει ξεχωριστή κοινότητα.
Την  01.01.1999 ιδρύθηκε η σύγχρονη κοινότητα του Σουλίου  με  το πρόγραμμα «Καποδί- στριας», ακριβώς 196 χρόνια μετά από την εγκατάλειψη της ιστοτικής «Σουλιώτικης Συμπο-λιτείας». Στη σύγχρονη κοινότητα του Σουλίου ανήκουν από την 01 Ιανουαρίου  του 1999 τα χωριά Αυλότοπος )Γκλαβίτσα), Κοθκοθλιοί, Σαμονίβα, Τσαγγάρι και Φροσύνη (καρύστιανη). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: