Χριστόφορος
Μηλιώνης
Περιστέρι (Μέγγουλη) Πωγωνίου 1932 -
Αθήνα 2017
Τι κάθεσαι και θυμάσαι! Μου
λένε
μερικοί. Μα αν δε θυμάσαι, τους
λέω
είσαι ένα μαμούνι σαν την κατσαρίδα
του
Κάφκα, τον Γκρέγκορ. Βλέπεις γύρω
κόσμο
και τίποτα δεν καταλαβαίνεις.
Βραδιάζει
ξημερώνει.
Χ.
Μ.
_«Λυπούμαστε που δεν είναι εδώ ο
Τάκης Χατζής να σας καλωσορίσει. Ο Χατζής έγινε πια βιβλίο».
_«Ο Χατζής πραγματοποίησε το όνειρό
του, που είναι και το όνειρο κάθε συγγραφέα», του είπα.
(Προσφώνηση
του νεοελληνιστή Κάλμαν Σάμπο στον Χριστόφορο Μηλιώνη και απάντηση του Μηλιώνη
κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής επίσκεψης στην Ουγγαρία το 1984).
Ένα απέραντο λιβάδι ώσπου
φτάνει η ματιά σου η μνήμη του Μηλιώνη. Διαλέγω εικόνες απ’ τον ευλογημένο του
τόπο -την ιδιαίτερή του πατρίδα- το χωριό του:
/…/ Να πάω πιο πέρα να
κατέβω στην κορυφή του Αϊ-Θανάση του χωριού μου. Απ’ εδώ έχω την καλύτερη θέα
που υπάρχει στον κόσμο. Αριστερά η Λάκα Πωγωνίου, ως τον Καλαμά, ως τα βουνά της
Παραμυθιάς και του Σουλίου. Δεξιά ο κάμπος της Δερόπολης με τον Δρίνο να
λαμποκοπάει στον ήλιο ως το Αργυρόκαστρο. Στα πόδια μου το μοναστήρι μες στο
τσαΐρι όπου χορεύαμε κι αντικρύ του η Γούβα, όπου οι Ιταλοί στις 28 Οκτωβρίου,
πρώτη μέρα του πολέμου, σκοτώσανε τα γυναικόπαιδα. Ψηλά ο Πάνω Μαχαλάς με το
σπίτι μου πρώτο-πρώτο στην κορφή ν’ αγναντεύει μ’ όλα του τα παράθυρα και πιο
πάνω ο Αϊ-Νικόλας μας, με τον αυλόγυρο και το καμπαναριό, να με ψάχνει. Ακούω
φωνές: από τον Πέρα Μαχαλά η νονά μου η Κούζω, που την κάψανε ζωντανή οι
Γερμανοί, ο παπα-Μόσχος που πέθανε πέρυσι ο ξάδερφός μου ο Ζαβρέχης με τη
βροντώδη φωνή, ο Αλέξης από τον Κάτω Μαχαλά, η θεία μου η Λίκα από τη σκάλα της,
ο πατέρας μου όρθιος στον κήπο του σπιτιού μας: «Ω, Φόρη έρθες;
Καλωσόρισες!»1.
Σαν μικρό μουσικό κομμάτι
για βιολοντσέλο και ορχήστρα, όπου το βιολοντσέλο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας
το φορτίο της φαινομενικά ουδέτερης καταληκτικής πρότασης: την κλητική πτώση, το
κύριο όνομα και τον ρηματικό τύπο. Τόσο φορτωμένο με συγκίνηση όσο το
Largo από την Συμφωνία του Νέου
Κόσμου του Ντβόρζακ, το τραγούδι της Σολβέιγ από τον Πέερ Γκυντ του Γκριγκ και
το συμφωνικό ποίημα Μολδάβας του Σμέτανα · τηρουμένων των αναλογιών. Κι η
περιπλάνηση με στάσεις κάθε τόσο και έξοδοι από το αυτοκίνητο να στέκονται
όρθιοι σε ξέφωτα, για να
’Κούγουν τον άνεμο ν’
αχάει
μωρέ παπά
Λεβέντη
’κούγουν τον να
μαλώνει
παπά Ντελή
Λεβέντη.
Όχι τον άνεμο που ηχεί ή
ακούγεται · αλλά εκείνον που αχάει, με τα επαναλαμβανόμενα άλφα που απλώνουν τη
διάρκειά τους ως τα πέρατα κάνοντας τα φύλλα των δέντρων να σιουμαλίζουν, τα
στάχυα να κυματίζουν και τα πλεμόνια μας να ευφραίνονται.
Στην «Βιβλιοθήκη» της
«Ελευθεροτυπίας» (24-10-2008) ο Μηλιώνης αναφέρει μεταξύ άλλων: «/…/αλλά κυρίως γιατί σ’ αυτές τις
περιοχές -εννοεί της υπαίθρου- η
γλώσσα βρίσκεται σε στενότερη συνάφεια με τα πράγματα και τις πράξεις. Για να το
πω αλλιώς: οι λέξεις συνεργάζονται με τις αισθήσεις. Αυτό δεν συμβαίνει με τους
αστικούς πληθυσμούς όπου υπάρχει γλωσσική ρευστότητα (ιδιαίτερα στις μέρες μας
με την ανάπτυξη των διαφόρων τρόπων μαζικής επικοινωνίας) και επομένως γλωσσική
ασάφεια. Και τι είναι πιο πολύτιμο για έναν συγγραφέα από τον γλωσσικό πλούτο
και την οξυμένη αίσθηση των λειτουργιών της γλώσσας;
Είναι αυτονόητο ότι όλα
αυτά είναι δυνατόν πολύ εύκολα να αποβούν αρνητικά για έναν συγγραφέα, αν
παραμείνει σ’ αυτά ή δεν διαθέτει αφομοιωτική ικανότητα και καθολική συνείδηση.
Κινδυνεύει τότε να μείνει ένας απλός …«ηθογράφος» -για να χρησιμοποιήσω αυτόν
τον ταλαιπωρημένο όρο με την αρνητική σημασία που έχει πια στα νεώτερα χρόνια
της φιλολογίας μας. Αν τα παραπάνω μπορούν να χρησιμεύσουν σε επίδοξους
ομότεχνους (το νου τους! όχι μπεστσελερίστες!), ας τα λάβουν υπόψη».
Καιρός να ψάξω σε ποιον -ισμό ανήκουν τα
γραφτά του Μηλιώνη! Αν είναι μοντέρνα ή μεταμοντέρνα. Και τι σόι κριτική να κάνω
στον συγγραφέα όταν περιγράφει τη σκηνή όπου έρχεται η Μάνα μούσγκωμα απ’ το
χωράφι και χαϊδεύει τα παιδιά της με ροζιασμένα, άγρια χέρια από το τσαπί και το
αλέτρι και κείνα να κουρνιάζουν στην αγκαλιά της και να μην θέλουν να φύγουν όσο
κρατάει το «θαύμα»; -Μήπως αυτό είναι μαγικός ρεαλισμός και δεν το
ξέρω;-
Κι η κασιόπιτα που
ετοιμάζονταν στο πι και φι. Το τεψί ακουμπούσε στην πυροστιά, η πυροστιά πάνω
από αναμμένα κάρβουνα που δεν έλειπαν μέρα νύχτα και πάνω απ’ το γεμισμένο τεψί
καπακώνοντάς το η γάστρα απελευθερωμένη
από την κρεμαστάλυσσο κι ώσπου να στρώσει η μάνα -ζερβόδεξα στο τζάκι- στα
μπάσια τις βελέντζες και να φέρει τον σοφρά μπροστά στο τζάκι και να κουβαλήσει
ζαϊρέ και νερό με το σιούκλο στα ζωντανά άρχισε να μοσχομυρίζει η κασιόπιτα.
Είχε έρθει η ώρα. Ανεβάζαμε την κρεμαστάλυσσο με τον γάντζο της στο εσωτερικό
του τζακιού και νάσου η κασιόπιτα ροδοκόκκινη μ’ εδώ και κει ψημένα κομμάτια
φέτας πάνω της. Ρίχναμε ξύλα στο τζάκι και με το κυματιστό φως τους απολαμβάναμε
την αμβροσία καθισμένοι σταυροπόδι ένα γύρω από τον σοφρά. Μοιάζαμε με τους
«Πατατοφάγους» του Βαν Γκογκ. Θέλεις η ζεστασιά, θέλεις η παρουσία της Μάνας,
θέλεις οι ιστορίες του δάσους που ακούγονταν από τα ξύλα καθώς καίγονταν, θέλεις
η ασφάλεια, όλα μαζί πάντως βοηθούσαν να μας πάρει ο ύπνος μ’ ένα κομμάτι
κασιόπιτας σφιχτά στο χέρι.
Τάσος
Πορφύρης
Το έργο του Μηλιώνη είναι
γνωστό στους λάτρεις της πεζογραφίας. Μαζί με τους: Θανάση Τζούλη, ποιητή από το
Μαυρονόρος Πωγωνίου, τον Γιάννη Δάλλα, τον Φρίξο Τζιόβα, τον Αχιλλέα Λεοντάρη,
τον Φάνη Τουλούπη, τον Τάκη Καρβέλη, τον Γιώργο Αράγη, τον Πύρρο Δημητρίου και
τον Στέφανο Σταμάτη αποτέλεσαν την εκδοτική ομάδα του περιοδικού «Ενδοχώρα» ·
Γιάννενα 1959. Έβγαινε με λεφτά της παρέας και το στέλνανε σε λογίους της
εποχής. Το τυπώνανε στο τυπογραφείο των αδελφών Τζάλλα. Ο τυπογράφος τούς έλεγε:
«Μόνοι σας τα πληρώνετε, μόνοι σας τα διαβάζετε!».
Τη διετία 1973-74 (το
τελευταίο -10ο- τεύχος βγήκε τον Δεκέμβριο του 1974) βγάζανε στα
Γιάννενα με τους: Γιάννη Δάλλα, Τάκη Καρβέλη και Φάνη Τουλούπη την «Δοκιμασία».
Ο Θανάσης Τζούλης του έχει αφιερώσει το ποίημα: «Ο Αχέροντας, ο Καλαμάς κι
αργότερα ο Έβρος» στην ποιητική του συλλογή: « Και γάμου Έβρου του ποταμού»
(1996).
Να παραθέσω τελικά ένα
απόσπασμα ακόμα από το κείμενο «Στο Πωγώνι» (ΛΕΞΗ, τεύχος 127, Μάιος-Ιούνιος
1995):
/…/ Ξαναβγαίνοντας στον
ίσιο, σκέφτομαι: Να τραβήξω ευθεία ή να κάνω δεξιά να βγω στη Βήσσανη; Κάποτε
ήταν αρχοντοχώρι, το καμάρι του Πωγωνίου. Αυτή και το Δελβινάκι. Σπίτια μεγάλα,
με δύο και τρία πατώματα. Το σπίτι των Μεντζαίων, κάθε καμινάδα του όσο κι ένας
λουτροκαμπινές δικός μας. Όταν ήταν οι Μεντζαίοι στις δόξες τους -μου έλεγε ένας
γύφτος Βησσανιώτης- εμείς οι γύφτοι δεν τολμούσαμε να διαβούμε στο μεσοχώρι, μας
έπιαναν με το μπαστούνι. Τώρα στα σπίτια τους βάλαν εμάς μέσα, να τα συντηρούμε,
να μην πέσουν. Κι εμείς γίναμε αρχοντόγυφτοι… Οι Βησσανιώτισσες ήταν ωραίες
γυναίκες και παιχνιδιάρες. Αυτό θέλει να πει και το τραγούδι που το ’κανε γνωστό
ο Αγγελόπουλος και το ’μαθε όλη η κουλτούρα της Αθήνας. Μου το χαλάσανε, το
ξεφτιλίσανε. Δε μου ’ρχεται να το τραγουδήσω. Αρχίζω να λέω:
«Μωρή κοντούλα λεμονιά με
τα πολλά λεμόνια
Βησσανιώτισσα
σε φίλησα κι
αρρώστησα…»
και μου ’ρχεται να ξεράσω.
Αυτό και το «Χαλασιά μου» κι ακόμα πιο πολύ το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» που
για να το τραγουδήσεις πρέπει να ’σαι Βορειοηπειρώτισσα γέννημα θρέμμα, να φοράς
μονέτρα, να ’χεις πιει ένα ποτάμι φαρμάκια, να ξενοπλένεις στα σπίτια της Αθήνας
και να σε λένε Αλβανή. Κι οι Βησσανιώτισσες ήταν φημισμένες, κι οι
Δελβινακιώτισσες. Για τις Δελβινακιώτισσες μάλιστα κάνει λόγο κι ο Μπάιρον που
πέρασε από το Δελβινάκι… Έρμο Πωγώνι!
Για την αντιγραφή
Τάσος
Πορφύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου