Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πρέβεζα. Πόλη της Ηπείρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού, με συγκλονιστική φυσική ομορφιά, παλιό πέρασμα και σταυροδρόμι φυλών, πολιτισμών και… υδάτων – στην κυριολεξία- αφού στα πόδια της, Αμβρακικός και Ιόνιο ερωτοτροπούν ηδονικά και συναγωνίζονται σε χάρη, δροσιά και χρυσαφένια λάμψη κάτω απ’ τον ήλιο. Αγαπημένος τουριστικός προορισμός, για τους αρχαιολογικούς της χώρους και την ιστορία της, για τους καταπληκτικούς ψαρομεζέδες, τα τοπικά της προϊόντα, που αυξάνονται χάρη στον μόχθο φιλότιμων εραστών της γεύσης και τις ειδυλλιακές, φιλόξενες παραλίες της (η τεράστια σε έκταση, ασυναγώνιστη παραλία του Ιονίου). Στη Λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση, η Πρέβεζα έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή σαν τελευταίο λιμάνι και χώρος αυτοχειρίας του μελαγχολικού μας ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, στην περιοχή ‘Βαθύ’ της Πρέβεζας. Μια απονενοημένη έξοδος /διαμαρτυρία από πρόσωπα και πράγματα της εποχής του, δυσβάσταχτα για την αλήθεια του ποιητή, που αποτυπώθηκε όχι μόνο στη ζωή αλλά και στην ποίησή του σε μια ειλικρινή -όσο και σπάνια- σύμπτωση ζωής/ έργου.
Επιλέγοντας να ασχοληθώ με τα παιδιά, σπούδασα νηπιαγωγός. Η συγγραφή, μετά
τα εφηβικά στιχάκια, βρήκε στέρεο αντικείμενο στη δημιουργία κειμένων για
θεατρικές και άλλες δραστηριότητες της σύνθετης εκπαιδευτικής καθημερινότητας
και αγωγής των μικρών παιδιών. Η φιλοδοξία μου, μετά τη συνταξιοδότηση να γράψω
βιβλία για παιδιά, παραμερίστηκε προς στιγμήν από παλιά υπόσχεση στον αυτόχειρα
ποιητή – και στον εαυτό μου- να γράψω για τη ζωή και το έργο του. Χωρίς
ιδεολογικές ή άλλες παρωπίδες, με κύρια εφόδια την αγάπη, τον θαυμασμό και τη
βαθιά συμπόνια για τον άνθρωπο/ αντικείμενο μελέτης μου, μπήκα στα βαθιά νερά
της Λογοτεχνίας και ειδικότερα της ποίησης, περιηγήθηκα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα
της εποχής του Μεσοπολέμου κι έψαξα τα χνάρια του ποιητή σε βιβλιογραφικές κι
άλλες αναφορές και μαρτυρίες έγκριτων μελετητών της ζωής και του έργου του.
Μαρτυρίες, ακόμη, που αφορούν την αυτοκτονία του, την θρυλική σχέση του με την
ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και φυσικά την πολύπαθη σχέση του με την Πρέβεζα, που
με τον αιφνίδιο θάνατό του μπήκε – αδίκως- στο στόχαστρο πολλών. Τέλη του 2014,
κυκλοφόρησε το βιβλίο μου: ‘Κώστας Καρυωτάκης- Μαρία Πολυδούρη, «Αγάπησα
έναν ποιητή κι όχι ήρωα», Στα χρόνια της παρακμής’ από τις εκδόσεις
«Άπειρος Χώρα», σχεδόν ταυτόχρονα με την πρωτόλεια ποιητική μου συλλογή
«Μανόλιες και ευκάλυπτοι» από τις εκδόσεις
«Μετρονόμος-Ποιείν».
Έκτοτε, παρακολουθώ διαδικτυακά σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής, διαβάζω, είμαι
εθελόντρια δραστηριοτήτων με παιδιά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πρέβεζας και
πειραματίζομαι σε διάφορα είδη του γραπτού λόγου. Εργαστήριό μου το σπίτι
μου, στον όρμο ‘Βαθύ’ του Αμβρακικού, κι οπουδήποτε αλλού μπορεί το μάτι μου
να αγναντεύει της θάλασσας το χρώμα. Δεν ξέρω τι θα προκύψει στην πορεία, αν
συνεχίσω την ενασχόληση με την ποίηση -και τη συγγραφή γενικότερα- σαν
απαιτητική, επίσημη αγαπημένη ή σαν περιστασιακή, φλογερή ερωμένη, καθώς οι
προτεραιότητες εναλλάσσονται δίνοντας προβάδισμα στην οικογένεια. Το σίγουρο
είναι, πως θεωρώ το βιβλίο/ μελέτη μου για τον Καρυωτάκη, για πολλούς λόγους,
σημαντικό σταθμό στη ζωή μου. Όσο για την ποιητική έκφραση, αρχικά αποτέλεσε
τρόπο «αυτοκαθαρισμού» και αυτοθεραπείας, καθώς και δίαυλο επικοινωνίας. «Εν
αρχή ήν το συναίσθημα…», είναι το μότο μου. Σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία
και για την ευκαιρία να ομολογήσω ακόμη μια φορά, δημόσια – όπως η Πολυδούρη-
πως … «Αγάπησα έναν ποιητή κι όχι ήρωα».
(Παρακάτω ένα ποίημα από την πρώτη μου ποιητική συλλογή, «Μανόλιες κι
ευκάλυπτοι» που αγαπώ ιδιαίτερα
Δέντρα του δρόμου
Στο περιθώριο ασάλευτης ζωής
δέντρα του δρόμου μοναχά παρατημένα
κρυφαγναντεύουνε των άστρων τα σπιθίσματα
μελλούμενα μαντεύουνε σημεία των καιρών.
Από αλλότριες βουλές οικτρά χαντακωμένα
με φθόνο οι ρίζες στρέφονται στα νοτισμένα ρείθρα
κι αμίλητα θρηνούν της στέγνιας το κατάντημα
που γίνανε τώρα φωλιά ριμμάτων ρυπαρών.
Χαίρονται μόνο τα φτωχά παιδιά της περιφρόνιας
σε αδέσποτων επίσκεψη, σε φτερωτών παρλάτα
ή σκόνταμμα περαστικού καταμεσής στη στράτα
σα γίνει αιτία να σταθεί για μια ματιά συμπόνιας.
Δέντρα του δρόμου ορφανά παροπλισμένα σκάφη
ανυπεράσπιστα σκαριά σε κάμα και σε μπόρα
καταποντίζουν το όνειρο, βουλιάζουν την ελπίδα
να φέρουν εδικάστηκαν τις ενοχές του κόσμου
εκείνα φταίχτες των δεινών και αυτουργοί του πόνου.
Συνωμοτεί αντίρρητα ο ίσκιος της μουριάς
αμφίβολη κι η πάλευκη ηθική της ακακίας
της κουτσουπιάς φαντάζει φόβητρο η σκοτεινή θωριά
ψέμα το δάκρυ της ιτιάς κι η λεύκα πονηρά θροΐζει φύλλα.
Στην Πρέβεζα ο ευκάλυπτος με το θανατικό του μύρισμα
κρίνεται κύριος ένοχος εσχάτης προδοσίας, ενώ
προτιμητέα ορίζονται τα κάλλη της μανόλιας
παρά της πρόσκαιρης εύοσμης ήβης το χαμό.
Της τιμωρίας πέλεκυς πέφτει γοργά βαρύς
στο σώμα της υποταγής που κέντησαν τα βόλια
τρελά ζητωκραυγάζει κι ο όχλος αδαής:
«Ο ευκάλυπτος απέθανε. Ζήτω η μανόλια!»
Δέντρα του δρόμου θλιβερά σακατεμένα
το πεζοδρόμιο αφήσανε, στο δρόμο κατεβήκαν
σε ίδια πορεία, ολόιδιο λήθαργο με αλλουνούς
φαντάσματα όλοι αγέλαστα με μέλη μαραμένα
δέντρα του δρόμου σαν κι αυτούς
κι εσάς
και σαν εμένα.
Αλεξάνδρα Κωστάκη (Μανόλια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου