Με τον Κώστα Κρυστάλλη η ελληνική ποίηση, που ως τότε ήταν κυρίως ψεύτικη,
ρομαντική και κλαψιάρικη, βρήκε μιά καινούρια νότα, εύρωστη, λεβέντικη και
γνήσια ελληνική.
Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και της στάνης· του
βουνού και του δάσους, της ορεινής ομορφιάς και της εθνικής μας παράδοσης. Ήταν
μιά σημαντική στροφή της ποιητικής έμπνευσης προς την ντόπια παράδοση και
μάλιστα με τα μέτρα που ήταν σε χρήση και στο δημοτικό τραγούδι, με τον λαϊκό
δεκαπεντασύλλαβο. H ποίηση αυτή αγαπήθηκε αμέσως από το ελληνικό κοινό και
εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμα, όπως αγαπήθηκε και ο ποιητής, στον οποίο η
λατρεία του κοινού έχει στήσει ως σήμερα τέσσερεις προτομές (στην Πεντέλη, στην
Αρτα, στα Γιάννενα και στή Λάρισα).
Στην προτίμηση αυτή συντέλεσαν ασφαλώς
και οι δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε ο ποιητής, που πέθανε
άλλωστε πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μόλις είκοσι έξι χρονών.
Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, από οικογένεια που είχε προσφέρει
πολλά στην υπόθεση της πατρίδας. Οταν τελείωσε το δημοτικό, κατέβηκε στα
Γιάννενα, να μπεί στη Ζωσιμαία Σχολή. Στην πόλη αυτή έμενε και ο πατέρας του,
πλούσιος έμπορος άλλοτε, που άρχισε όμως να ξεπέφτει μετά το 1881.
Ενας πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας ζήτησε τότε από το γερο-Κρυστάλλη,
να του δώσει τον Κώστα να τον στείλει γιά δωρεάν σπουδές στο Βουκουρέστι. Με την
πρόταση αυτή ο πατέρας πληγώθηκε στην εθνική φιλοτιμία του, και μάλιστα εράπισε
τον πράκτορα.
Τα ίδια πατριωτικά αισθήματα είχε και ο νεαρός μαθητής-ποιητής,
ο οποίος είχε τελειώσει τότε ένα πρωτόλειο «επύλλιον», με τον
τίτλο: «Αι Σκιαί του Αδου».
H ποιητική αυτή σύνθεση,
μολονότι άτεχνη, παλλόταν από πατριωτική έξαρση. Ο πράκτορας της ρουμανικής
προπαγάνδας βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί. Κατάγγειλε τo έργο στον Τούρκο
στρατιωτικό διοικητή, o oποίος διέταξε τη σύλληψη του νεαρού Κρυστάλλη. Οι
συμμαθητές του της Ζωσιμαίας τον βοήθησαν να κρυφτεί, και ύστερα από μεγάλες
περιπέτειες, τα Χριστούγεννα του 1888, κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα και να
καταφύγει στην Αθήνα.
H αγωνιώδης προσπάθεια του να πετύχει κάποια υποτροφία, γιά να τελειώσει την
τελευταία τάξη του Γυμνασίου, δεν έφερε αποτέλεσμα. Και επειδή πλέον
αντιμετώπιζε θέμα πείνας, αναγκάστηκε να εργαστεί έπί δύο χρόνια ως τυπογράφος
σ' ένα σκοτεινό υπόγειο. Αργότερα εργάστηκε γιά μερικούς μήνες ως συντάκτης στο
περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάν. Δαμβέργη και ύστερα ως υπάλληλος
των εκδοτηρίων στους Σιδηροδρόμους Πελοποννήσου. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί
ανεπανόρθωτα. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στην Αρτα τον Απρίλιο του
1894, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών.
Μόνος, αβοήθητος, άρρωστος, χωρίς εφόδια, αλλά με τεράστια πίστη και ζήλο, ο
νεαρός αυτός εξόριστος, ένα χωριατόπουλο άπραγο, χαμένο στη μεγάλη Αθήνα, πέτυχε
να φέρει ένα ρυάκι δροσερό νερό, από τη βουνίσια ομορφιά μέσα στην αδιάφορη
Αθήνα. Πέτυχε να επιβάλει τις ποιμενικές αναμνήσεις του, να μας γνωρίσει το
κάλλος της αγροτικής ζωής, να μας ξυπνήσει την πατριωτική φλόγα και να
δημιουργήσει μιά δική του παράδοση, που του εξασφάλισε ιδιαίτερη θέση στην
ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Αναστημένος στη σκλαβιά, ύμνησε την ελευθερία. Και χάνοντας τίς ομορφιές της
ορεινής Ηπείρου, που δεν επρόκειτο να ξαναδεί, (οι Τούρκοι τον είχαν καταδικάσει
ερήμην 25 χρόνια εξορία στό φεζάν), έκανε τραγούδι τη νοσταλγία του. Υπάρχει
πολύ πάθος και πολλή αλήθεια μέσα στους στίχους του, γι' αυτό και μας δίνουν μιά
γνήσια συγκίνηση.
Η εργατικότητα του εξάλλου υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Παρά τις δυσκολίες και
τις αντιξοότητες του βίου του, έγραψε μέσα σε μιά πενταετία τόσα, όσα άλλοι
χρειάστηκαν ολόκληρη ζωή γιά να τα γράψουν.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Το επύλλιον», «Ο
καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» (1889). Τα
«Αγροτικά» (1891), τον «Τραγουδιστή του χωριού και της
στάνης» (1893).
Τα «Αγροτικά» τιμήθηκαν με έπαινο στον Α' φιλαδέλφειο
Διαγωνισμό και ο «Τραγουδιστής» με πρώτο και θερμότατο έπαινο
στον Β' φιλαδέλφειο διαγωνισμό.
H κρίση θεωρήθηκε άδικη. Μα έδωσε την ευκαιρία στους φιλολογικούς κύκλους της
Αθήνας να ξεσπαθώσουν με ενθουσιασμό υπέρ του Κρυστάλλη. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε
το άρθρο του Βλάση Γαβριηλίδη στην «Ακρόπολη», που έπιανε
ολόκληρη την πρώτη σελίδα της εφημερίδας.
ολόκληρη την πρώτη σελίδα της εφημερίδας.
Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε ακόμα με το διήγημα και δημοσίευσε τη συλλογή:
«Πεζογραφήματα» (1894), όπου βλέπουμε επίσης να μοσκοβολάει η
νοσταλγία γιά τη χαμένη πατρίδα και η απλότητα της βουνίσιας ψυχής. Μιά
εκτεταμένη ιστορικο-λαογραφική μελέτη γιά τους «Βλάχους της Πίνδου» (τό υλικό
της οποίας ο Κρυστάλλης ετοίμαζε από μαθητής) μας δείχνει τις σημαντικές
δυνατότητες του, που δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν. Οι τελευταίες ποιητικές
συνθέσεις του: (Γκόλφω, Ψωμαπάτης) έμειναν μισοτελειωμένες.
Μερικά άλλα έργα του χάθηκαν οριστικά (κάηκαν στη φωτιά από τη σπιτονοικοκυρά
του, όταν έμαθε οτι ήταν φυματικός). Μιά πλήρη βιογραφία του ποιητή, σε μορφή
μυθιστορήματος, εκδόθηκε από τον εκλεκτό λογοτέχνη Μιχάλη Περάνθη με τον τίτλο:
«Ο Τσέλιγκας».
Ποιήματα:
Ποίηση |
Αι σκιαί του Αδου
(1887) Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου (1890) Αγροτικά (1891) Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893) |
Πεζογραφία |
Πεζογραφήματα (1894) |
Συγκεντρωτικές εκδόσεις |
Εργα: Ποιήματα -
Πεζά (1912) Τα ποιήματα (1916) Aπαντα Ποιήματα - Πεζογραφήματα - Λαογραφικά - Ιστορικά - Γράμματα, τόμος Α' Ποιήματα - Πεζογραφήματα - Λαογραφικά - Ιστορικά - Γράμματα, τόμος Β' Τα Aπαντα, τόμος Β' Τα πεζογραφήματα (1948) Ποιήματα |
Βιβλιογραφία |
Γ.Κ.Κατσίμπαλη,
Κώστας Κρυστάλλης (1935) Γ.Μ.Αποστολάκη, Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι (1937) Κώστα Βάρναλη, Αισθητικά Κριτικά, τόμος Β (1958) Ανδρέα Καραντώνη, Κώστας Κρυστάλλης, Φυσιογνωμίες (1959) Μ.Χ.Περάνθη, Ο Τσέλιγκας (1969) |
Tραγούδι της ξενιτιάς
Αναθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια
πόχεις!..
Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι
φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον
ίσκιο,
να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
ν' αρχίσω να συλλογισθώ
της ξενιτιάς τα πάθη,
να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά
μου.
Aνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο
και πες κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια αν εχ' η μαύρη γη, κι ο τάφος
χαμογέλια,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
Τα ξένα
έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
Στα ξένα δεν ανθίζουνε την
Aνοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε
φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και
το ψωμί πικραίνει!
Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε
γελάσει;
Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πούναι τα γέλια
τ' αδερφού κ' η συντροφιά του φίλου;
Πούν' της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά
τα λόγια;
Αν αρρωστήσεις, ποιος θαρθεί στην ξενιτιά σιμά σου,
να σε
ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνει;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάει
μαζί σου;
Κι αν έρθει μερ' αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,
ποιος θα βρεθεί
στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούσει το κορμί, ποιος θα
σε σαβανώσει;
Στο λειψανό σου ποιος θαρθεί λουλουδια να σε ράνει;
Και
ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκρεββατό σου
για να σε κλάψει; Ποιος θα
ειπεί για σένα μοιρολόγι;
Αχ! πως τους θάφτουν, νάξερες, και πως τους παν
τους ξένους!..
Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!
Ανάθεμά
σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να
τον απορίξω;
Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον
αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!..
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα
δάκρια πού να πέσουν;
Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν
πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται
τα καράβια,
κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν' με
φαρμακώνουν!
Ανάθεμά σε ξενιτια, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Στο σταυραητό
Aπό μικρό
κι απ' άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη
κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα
σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις!
Φωλιάζεις μες στα κράκουρα,
συχνομιλάς με τ' άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και
παίζεις
με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα
πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος
μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ
μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την
καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει,
κ' έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχιό και
δράκος,
κ' εφώλιασε βαθιά - βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,
και τρώει
κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου
κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ, ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
μες
στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά,
θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το
πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα,
κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν
αδέρφι,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η
βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ'
αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με
κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι.
Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και
σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια
απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να
πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από
ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα
απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω
να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά - ζερβά
να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την
άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
-θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω
κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα -
μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δόσμου τες
φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει
ο κάμπος!
Ήθελα νάμουν τσέλιγκας
Ήθελα νάμουν
τσέλιγκας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης,
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά,
στα δάσα,
νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια,
κ' ένα σωρό μαντρόσκυλα,
νάχω και βοσκοτόπια,
το καλοκαίρι στα βουνά, και τον χειμώ στους
κάμπους.
Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι,
νάχω και σε
ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια,
νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον
γλέντι,
νάχω φλογέρα να λαλώ, ν' αντιλαλούν οι κάμποι,
νάχω και κόρη
όμορφη, στεφανωτήν μου νάχω,
να μου βοηθάει στο σάλαγο, να μου βοηθάει στα
γρέκια,
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς
τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της
κόρφους.
Το τραγούδι του τρυγητού
Το λέει ο
πετροκότσυφας στο δροσερό τ' αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην
ποταμιά τ' αηδόνια,
το λεν στ' αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια
γέλια,
το λέει κ' η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
-Αμπέλι μου,
πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε
τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα
βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους
μήνες,
ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη
μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ' αλογό
του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω,
αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα
ξεχάσει.
Ο τρύγος
Όταν ανθίζ' η αγριάμπελη κι απλώνει
τα κλαδιά της
στο σκίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα
ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
κι αγέραν, κάμπους και βουνά,
την πλάση πέρα ως πέρα γιομόζει από μοσκοβολιά με τον ανασασμό της,
πυκνό -
πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μες από βράχους και κρινιά, μες από
ερμιές και κήπους,
και τ' άνθη της βοσκολογά και παίρνει τον αχνό
τους,
και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του.
Έτσι οι κοπέλες του
χωριού πετιούνται από τα σπίτια
κ' εις κάμπους κ' εις βουνά σκορπούν, κι όπ'
είναι αμπέλι τρέχουν
με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια
και με
τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Αναταράζονται οι ερμιές,
αχολογούν τ' αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή, λες κι από κάθε
βάτον,
όπου στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η
φυτιά κ' οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν,
γιαλίζουν
στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπ' ανατέλλει,
σαν μαύρα
μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κ'
εκείνες,
κ' οι περογλιές ξαπλώνονται στα διάπλατα κρεββάτια,
και στην
πυκνή τους χλωρασιά και στο βαθύ τους ίσκιο
την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν,
ανασαίνουν,
την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι απλώνει,
Την
αργατιά που λαχταρά πότε να πέσει ο ήλιος,
πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να
δροσερέψει ο κάμπος.
Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να
βασιλέψει,
νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος...
O
ήλιος χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι απάνω
βγήκαν τ΄άστρα...
Διπλά ανασαίν' η εργατιά κι απαρατάει το έργο,
κ'
εκεί που κληματόβεργες κι από παλιούργια φράχτες
καλύβι ολόρθο πλέκουνε,
δείπνον απλό κυκλώνουν,
και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό
λυχνάρι.
Ύστερα εις κάθε μια φυτιά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι,
τρανές
ανάβουνε φωτιές μες στ' απλωτό σκοτάδι.
Ολούρ' - ολούρ' απ' τις φωτιές
σταίνουν χορό οι κοπέλες,
στρώνονται χάμου οι γέροντες κ' οι νιοί, κι απ'
όλους ένας
τους συνοδεύει στο χορό μ' ένα απαλό τραγούδι
και μ' ένα λάλημα
γλυκό - γλυκό του ταμπουρά του.
Ώσπου τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι
δείχνουν,
και τότες οι χοροί χαλούν, σκορπάν οι δουλευτάδες.
Στρώνουν για
στρώματα κλαδιά κι αποσταμένοι γέρνουν.
Κ' εκεί που σβήνουν οι φωτιές,
έρμες ανάρια - ανάρια,
το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους
νανουρίζει,
ώσπου να σκάσει ο αυγερινός, που θα ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στο
έργο τους να μπουν, στον ζηλεμένο τρύγο.
Το κέντημα του
μαντηλιού
Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
κι ωριόπλουμο
λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της
κανίσκι.
Την θαλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα,
κεντάει τον ουρανό με
τα λαμπρά του αστέρια,
τη γη με τα πολλά και με τα ωραία
λουλούδια,
κεντάει κ' ένα βουνό, ψηλό ψηλό και μέγα:
το χάραμα γλυκά
προβάλει στην κορφή του
και βάφεται η κορφή και τ' ουρανού η
λουρίδα
ροδόλευκη, νερά καθάρια κι ασημένια
τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν
κι αυλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια
κεντάει στις
λαγκαδιές με πράσινο μετάξι
στους όχτους, στα ριζα, κοπάδια
ασπρολογάνε
και φαίνονται οι βοσκοί, και στ' όμορφο κεντίδι
φλογέρες λες
κι ακούς, λες και γρικάς τραγούδια,
βελάσματα βραχνά και ηχούς από
τρουκάνια.
Στα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη
με καλαμιές
χρυσές, ένας ψαράς στην άκρη
πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει,
κάμπον
πλατύν-πλατύν με σμαραγδένιο νήμα
ολόγυρα κεντάει, στη μέση από τον
κάμπο,
ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει,
με δάφνες, με μυρτιές και με
δασιά πλατάνια,
με αηδόνια, με φωλιές, και στο πανώριο ξόμπλι
τον φλοίβο
του νερού θαρρείς κι ακούς, της δάφνης
τον μύρο, της μυρτιάς, θαρρείς ότι
ανασαίνεις,
πως τον κελαηδισμό των αηδονιών ξανοίγεις,
πως νιώθεις το
απαλό της φυλλουργιάς μουρμούρι...
Στην ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει,
που
σκύφτει τα νερά να πιει, τα κρυσταλένια,
και, ξάφνου, σαϊτιά στην πλάτη το
λαβώνει,
στρέφεται αυτό, κοιτάει με πόνο την πληγή του,
πάσχει ν'
απαλλαχτεί, δε δύνεται το μαύρο,
κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα
γύρα
βοήθεια λες ζητάει...
Ολόυρα από τον κάμπο,
πλήθος μικρά χωριά
κεντάει, χωράφια ολλούθε
με ολόχρυσα σπαρτά, με θυμωνιές, με
αλώνια,
πράσινα αμπέλια αλλού, με κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σαν φλουριά,
κ' έμορφα κοπελούδια,
που μπαίνουν με πλεχτά καλάθια και
τρυγάνε.
Γάμον αρχοντικό σ' ένα χωριό πλουμίζει,
με νύφην, με γαμπρό,
με φλάμπουρα, με ψίκι,
δράκους αλλού κεντάει, και λάμιες και
νεράϊδες,
κεντάει κ' έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια,
στην άκρη του γιαλού
την ίδια την θωριά της
ολόφαντη ιστορεί από ομορφιάν και νιότη
και πλούτον
και αρχοντιά, και στα λευκά της χέρια
τ' αργόχειρο κρατεί, τ' ωριόπλουμο
μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι,
ανάρια το κεντάει κι
όλο του λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο,
ποιος
νάναι τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήσει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος που μ' ένα
δακτυλίδι,
μαντίλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρει;
Ποιος νάναι τάχα ο
νιος, που μ' ένα φιλημά του,
γλυκό και φλογερό, απ' το λευκό μου
χέρι
στην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήσει νύφην;
Ποιος νάναι τάχα αυτός;
Πέτε μου, εσείς δεντράκια,
κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου
αγάλια,
εσύ ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!
Εσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε
λογισμέ μου,
γιατί δε μου τον λες, γιατί δε μου τον δείχνεις,
γιατί μια
ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις,
σαν όνειρο χρυσό, γλυκά στην αγκαλιά
μου;..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου