Το αρχαίο Νεκρομαντείο
του Αχέροντα βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος, του Νομού
Πρεβέζης, στο σημείο όπου έσμιγε ο ποταμός Αχέρων
με τον Κωκυτό
και τον Πυριφλεγέθοντα,
στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο
του κόσμου των ψυχών. Είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο
κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά,
για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων. Ο Όμηρος
στην Οδύσσεια
περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη.
Μέθοδος μαντείας Καταλυτικός για τη μαντεία ήταν ο
ρόλος των ιερέων, οι οποίοι επεδίωκαν συζητήσεις με τους επισκέπτες για να
γνωρίσουν τις προθέσεις τους και να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις, καθώς και η
ιεροτελεστία που ακολουθούνταν. Υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και
σωματικές δοκιμασίες είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου και
τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια κυάμων
που μασούσαν ώστε να θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία
τους.
Για να λάβει ο επισκέπτης απάντηση από την ψυχή έπρεπε να τελέσει
προσφορές και να τη βγάλει από τη λήθη δίνοντάς της να πιει αίμα. Αξιοσημείωτη
είναι η αναφορά του Ομήρου
σύμφωνα με την οποία η μάνα του Οδυσσέα
δεν τον αναγνώρισε παρά μόνο όταν ήπιε από το αίμα της προσφοράς.
Οι ψυχές
θεωρούνταν άυλες σαν σκιές. Τα "είδωλα" των ψυχών τα ανέβαζαν οι ιερείς με
σιδερένιους μοχλούς από την υπόγεια αίθουσα. Στο τέλος οι πιστοί αποχωρούσαν από
άλλη έξοδο ώστε να μην έρθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες
εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μυστικότητα. Η οποιαδήποτε μαρτυρία του
χρησμού αποτελούσε βλασφημία και οδηγούσε ακόμα και σε θάνατο.
Σχεδιάγραμμα του Νεκρομαντείου και διαδικασία
μύησης
Η διαδικασία μύησης:
Μόλις ο επισκέπτης
διέσχιζε την είσοδο του νεκρομαντείου βρισκόταν στην υπαίθρια αυλή
(1). Οι ιερείς τον υποδέχονταν και τον οδηγούσαν στα δωμάτια υποδοχής
(2) που βρισκόταν δίπλα. Εκεί υπήρχαν και άλλα δωμάτια τα οποία ήταν
βοηθητικοί χώροι ή χώροι προσωπικού (2).
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι
ιερείς του νεκρομαντείου ήταν να πάρουν πληροφορίες για το λόγο της
επίσκεψης, την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση του επισκέπτη και στη
συνέχεια τον οδηγούσαν στο νότιο τμήμα της αυλής όπου βρισκόταν τα δωμάτια
παραμονής και προδιαίτησης (3). Εκεί παρέμειναν οι επισκέπτες για να
προετοιμαστούν για τη δοκιμασία που θα ακολουθούσαν.
Μετά την προετοιμασία
τους, ο ιερέας τούς οδηγούσε μέσα από τις δύο πύλες (4) & (5) στα
υπνοδωμάτια (6). Εδώ οι επισκέπτες υποβάλλονταν σε ειδική δίαιτα
με κουκιά, χοιρινό λίπος και όστρακα, ουσίες που προκαλούσαν αναστάτωση στον
οργανισμό τους. Όταν έκρινε ο ιερέας ότι κάποιος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσε στον
ανατολικό διάδρομο μέσα από την τρίτη πύλη (8). Πριν από αυτό όμως
επισκεπτόταν το λουτρό (7) όπου έριχνε μια πέτρα δεξιά του για να
εξορκίσει το κακό και έπλενε τα χέρια του στο λουτήρα (ένα πιθάρι με
νερό).
Μετά το πλύσιμο των χεριών ο επισκέπτης οδηγούνταν στο τελευταίο
βόρειο δωμάτιο παραμονής (9) για άγνωστο χρονικό διάστημα όπου η δίαιτα
ήταν αυστηρότερη και με τις συνεχείς προσευχές αλλά και τις διηγήσεις του ιερέα
μέσα στο σκοτάδι, οι αισθήσεις άρχισαν να υπολειτουργούν οδηγώντας τον σε μια
κατάσταση παραισθήσεων.
Τελικά με οδηγό τον ιερέα, ο επισκέπτης έβγαινε στον
ανατολικό διάδρομο (10) όπου θυσίαζε ένα ζώο (συνήθως πρόβατο) και
κατευθύνονταν στην πύλη (11) του νότιου διαδρόμου.
Ο νότιος
διάδρομος (12) ήταν δαιδαλώδης σαν λαβύρινθος με τρεις τοξωτές πύλες
που είχαν σιδερένιες πόρτες με καρφιά ώστε να ενισχύει την αίσθηση του κάτω
κόσμου. Εδώ πρόσφεραν στους θεούς άλευρα (άλφιτα) μέσα σε πήλινες λεκάνες που
τις έσπαζαν επιτόπου.
Η τελευταία πύλη ήταν η είσοδος του ιερού (13)
επίσης σιδερόφρακτη και οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα του ιερού (14), μιά
αίθουσα μεγέθους 15 Χ 4,25 μ. δεξιά και αριστερά της οποίας υπήρχαν από τρία
δωμάτια τα οποία ήταν αποθηκευτικοί χώροι (15) για δημητριακά και
προσφορές των επισκεπτών.
Εδώ στην κεντρική αίθουσα (14) γινόταν οι
«χοές» δηλ. προσφορές σε υγρή μορφή, όπως γάλα, μέλι, κρασί και αίμα θυσιασμένων
ζώων, που χύνονταν στο πλακόστρωτο δάπεδο για να εξευμενίσουν τους θεούς του
κάτω κόσμου. Μετά από αυτό, σ' αυτό το χώρο εμφανιζόταν και οι «σκιές» των
νεκρών και μιλούσαν στον επισκέπτη.
Στο τέλος ο επισκέπτης οδηγούνταν στην
έξοδο (16) του ανατολικού διαδρόμου για να μη συναντηθεί με τους άλλους
που ακόμα προετοιμαζόταν. Δεν έπρεπε να πει σε κανέναν τι είδε και τι έζησε
γιατί θεωρούνταν βλασφημία.
Δείτε την αρχαία τεχνολογία στο
Νεκρομαντείο
Ανασκαφές και ευρήματα
Τα αρχαιότερα ευρήματα του
Νεκρομαντείου, ανάγονται στη μυκηναϊκή
εποχή (14ος -13ος αι.π.Χ.) κατά την οποία χρονολογούνται και τρεις παιδικοί
τάφοι με ελάχιστα ευρήματα. Όστρακα αγγείων και πήλινα είδωλα που βρέθηκαν
δυτικά του λόφου ανάγονται στα μέσα του 7ου αι.π.Χ. ενώ τα λείψανα του
Νεκρομαντείου που σώζονται τοποθετούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο
τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς
χρόνους (τέλη 4ου -αρχές 3ου αι.π.Χ.)
Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους
και έπαυσε η λειτουργία του για να κατοικηθεί ξανά τον 1ο αι.π.Χ. Τον 18ο
αι.μ.Χ. οικοδομήθηκε στο χώρο η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου η οποία
σώζεται μέχρι σήμερα με το αντίστοιχο νεκροταφείο. Στο χώρο βρέθηκαν επίσης
εκατοντάδες αγγεία που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια και μικρότερα αγγεία
διακοσμημένα με το ρυθμό «δυτικής κλιτύος». Στις αποθήκες βρέθηκαν μυλόπετρες,
θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία και ειδώλια της Περσεφόνης
και του Κέρβερου.
Η Αρχαιολογική Εταιρία διενήργησε ανασκαφές στο χώρο του
Νεκρομαντείου τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας
Σωτήριο Δάκαρη ύστερα από παρότρυνση του δάσκαλου Σπύρου Γ. Μουσελίμη.
Αρχιτεκτονική Από αρχιτεκτονικής άποψης το Νεκρομαντείο
ταυτίζεται με μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ή μαυσωλείο
της Ανατολής του 5ου αι. Αποτελείται από πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες
πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους, κατασκευή που εξυπηρετεί τη λατρεία και
τις τελετουργίες των υποχθόνιων θεών.
Το κυρίως ιερό χωρίζεται με δύο
παράλληλους τοίχους σε μία κεντρική αίθουσα και δύο μικρές πλαϊνές. Κάτω από την
κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία άλλη υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο η οροφή
της οποίας στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα(=από πωρόλιθο) τόξα.
Ακουστική του χώρου Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η
ακουστική του χώρου της υπόγειας αίθουσας. Επ' αυτού εκπονήθηκε μια μελέτη από
τους επιστημονικούς συνεργάτες του Εργαστηρίου Ακουστικής του Τμήματος
Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Καραμπατζάκη
και Βασίλη Ζαφρανά,η οποία διήρκεσε 12 έτη και παρουσιάστηκε σε συνέδριο στην
Ιταλία. Σύμφωνα με αυτήν,στην υπόγεια αίθουσα βασιλεύει απόλυτη ησυχία και
ταυτόχρονα ο χρόνος αντήχησης του χώρου είναι εξαιρετικά χαμηλός. Οι κ.κ.
Καραμπατζάκης και Ζοφρανάς χρειάστηκαν αλλεπάλληλες μετρήσεις και διαφορετικά
και εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, για να επιβεβαιώσουν αυτό το φαινόμενο. Η
παρατήρηση των τόξων, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του χρόνου
αντήχησης και του θορύβου βάθους, οδήγησαν τους δύο ερευνητές στο συμπέρασμα ότι
ο χώρος ήταν συνειδητά κατασκευασμένος, ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη του
έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ακουστικές τιμές,
πλησιάζουν την ακουστικότητα που υπάρχει στους ανηχοϊκούς θαλάμους (σύγχρονα
εργαστήρια ακουστικής).
Θνητοί στον Άδη
- Ο Οδυσσέας για να πάρει χρησμό από την ψυχή του μάντη Τειρεσία για το γυρισμό του στην Ιθάκη
- Ο Ορφέας για να ζητήσει πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη με όπλο τη λύρα του
- Οι απεσταλμένοι του Περίανδρου για να μάθουν για τον κρυμμένο θησαυρό από τη γυναίκα του Μέλισσα
- Ο Ηρακλής κατά τον 12ο άθλο που αφορούσε τον Κέρβερο
- Ο Θησέας με το φίλο του Πειρίθου για να αρπάξουν την Περσεφόνη θέλοντας να παντρευτούν κόρες θεών
Εφύρα,
Η πόλη
Εφύρα είναι η αρχαιότερη πόλη της Ηπείρου.
Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στο Νεκρομαντείο
Αχέροντα (σε απόσταση 600 μέτρων) στο χωριό Μεσοπόταμος
Πρέβεζας.
Ιστορία Η Εφύρα χτίστηκε από Μυκηναίους
εποίκους τον 14ο – 13o αιώνα π.Χ. και ήταν ήδη σημαντικό εμπορικό κέντρο από τα
χρόνια του Ομήρου.
Μάλιστα αναφέρεται συχνά στην Οδύσσεια,
αλλά και σε άλλους μύθους. Ένα μυκηναϊκό εγχειρίδιο (μαχαίρι) είναι το κυριότερο
αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο εκτίθεται στο Αρχαιολογικό
Μουσείο Ιωαννίνων. Αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί Κορίνθιοι
και Ηλείοι
άποικοι, κτίζοντας τις πόλεις Πανδοσία,
κλπ. Σήμερα σώζονται τμήματα του εξωτερικού τείχους της Εφύρας και δύο τάφοι
παιδικοί της Εποχής
του Σιδήρου. Η πόλη Εφύρα αποτέλεσε το πρότυπο για τις γηγενείς πόλεις που
δημιουργήθηκαν από το πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα με το συνοικισμό των γύρω
χωριών. Στην Εφύρα υπήρχε το περίφημο Νεκρομαντείο στις όχθες του Αχέροντα
ποταμού. Η Εφύρα περιήλθε πιθανότατα στους Θεσπρωτούς
μετά το 343 π.Χ., όταν ο
βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος
Β', ανάγκασε τη γειτονική αποικία των Ηλείων, την Πανδοσία (σήμερα χωριό
Καστρί), όπως και τις άλλες ηλειακές αποικίες, να παραδοθούν. Στην περίοδο αυτή
των ελληνιστικών
χρόνων (330/325 - 168 π.Χ.) ίσως δόθηκε στην πόλη το παλαιό τοπικό όνομα
Κίχυρος. Η πόλη καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους
του Αιμίλιου
Παύλου, όπως άλλωστε και άλλες 69 πόλεις της Ηπείρου. Ανασκαφές στην αρχαία
Εφύρα, βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια των ετών 2008-2009-2010.
Μετά
την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, η Εφύρα ερημώθηκε για ενάμιση περίπου
αιώνα. Στην αυτοκρατορική όμως περίοδο ο οικισμός αναβίωσε και μάλιστα με το
παλιό (προϊστορικό) του όνομα Κίχυρος (Στραβ. VII, 7,5 : Κίχυρος, η
πρότερον Εφύρα). Η αναβίωσή της θα πρέπει κυρίως να συνδεθεί με την
επαναλειτουργία του νεκρομαντείου του Αχέροντα, καθώς και με την οργάνωση της
επικράτειας (territorium) της ρωμαϊκής αποικίας Φωτικής, από την οποία
εξαρτιόταν διοικητικά.
Περιγραφή
Τα τείχη της Εφύρας καταλαμβάνουν δύο λόφους. Στον ψηλότερο ο πολυγωνικού συστήματος περίβολος αποτελεί πολύ ωραίο δείγμα της οχυρωτικής αρχιτεκτονικής και τεχνικής των προϊστορικών λαών της Ηπείρου. Η πανάρχαια αυτή οχύρωση θυμίζει την Τίρυνθα και τα τείχη της ακρόπολής της. Εξ’ άλλου τα ερείπια τείχους σε έναν λόφο χαμηλότερο και πιο κοντά στο ποτάμι, αν και αυτά χτισμένα κατά τον πολυγωνικό τρόπο, είναι πολύ μεταγενέστερα και μπορούν να χρονολογηθούν στην εποχή που οι Κασσωπαίοι είχαν επικρατήσει και σ' αυτή την περιοχή της Πρέβεζας, είτε πριν είτε μετά την επέκταση έως εδώ της επιρροής των Μακεδόνων. Σε κάποιο σημείο ο περίβολος υψώνεται σε ύψος έως 3 μέτρα. Μια κατωφέρεια, στη ΝΔ πλευρά του τείχους, καταλήγει σε πύλη που είναι μισογκρεμισμένη. Ένας υπόγειος διάδρομος μέσα στην τοιχογυρισμένη ζώνη αρχίζει σχεδόν αμέσως ευθύς από αυτή την πύλη. Είναι σκεπασμένος από επιμήκεις επίπεδους λίθους, που τον γεμίζουν σήμερα έως επάνω. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχαίου οικισμού βρισκόταν έξω από το κάστρο.
Τα τείχη της Εφύρας καταλαμβάνουν δύο λόφους. Στον ψηλότερο ο πολυγωνικού συστήματος περίβολος αποτελεί πολύ ωραίο δείγμα της οχυρωτικής αρχιτεκτονικής και τεχνικής των προϊστορικών λαών της Ηπείρου. Η πανάρχαια αυτή οχύρωση θυμίζει την Τίρυνθα και τα τείχη της ακρόπολής της. Εξ’ άλλου τα ερείπια τείχους σε έναν λόφο χαμηλότερο και πιο κοντά στο ποτάμι, αν και αυτά χτισμένα κατά τον πολυγωνικό τρόπο, είναι πολύ μεταγενέστερα και μπορούν να χρονολογηθούν στην εποχή που οι Κασσωπαίοι είχαν επικρατήσει και σ' αυτή την περιοχή της Πρέβεζας, είτε πριν είτε μετά την επέκταση έως εδώ της επιρροής των Μακεδόνων. Σε κάποιο σημείο ο περίβολος υψώνεται σε ύψος έως 3 μέτρα. Μια κατωφέρεια, στη ΝΔ πλευρά του τείχους, καταλήγει σε πύλη που είναι μισογκρεμισμένη. Ένας υπόγειος διάδρομος μέσα στην τοιχογυρισμένη ζώνη αρχίζει σχεδόν αμέσως ευθύς από αυτή την πύλη. Είναι σκεπασμένος από επιμήκεις επίπεδους λίθους, που τον γεμίζουν σήμερα έως επάνω. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχαίου οικισμού βρισκόταν έξω από το κάστρο.
Αχέρων ποταμός.
Ο Αχέρων είναι ποταμός
της περιφέρειας Ηπείρου
και διασχίζει τους Νομούς Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Πρεβέζης . Οι πηγές του
Αχέροντα είναι πολλές. Οι πρώτες πηγές του προέρχονται από τα χιόνια του όρους
Τόμαρος
στο Νομό Ιωαννίνων (μέγιστο υψόμετρο 1.986m), και οι άλλες πηγές του προέρχονται
από τα όρη Σουλίου και τα όρη Παραμυθιάς Θεσπρωτίας. Σημαντικές πηγές είναι
επίσης αυτές του χωριού Βουβοπόταμος κοντά στη Γλυκή. Ο Αχέρων εκβάλλει στο Ιόνιο
Πέλαγος, στο χωριό Αμμουδιά
του Νομού
Πρεβέζης, όπου σχηματίζει Δέλτα από το οποίο διαμορφώνονται τα δύο κύρια έλη
της περιοχής, το έλος της Σπλάντζας και της Βαλανιδορράχης. Ο Αχέρων λόγω της
παράδοσης και της περιβαλλοντικής αξίας προσελκύει πλήθος επισκεπτών από τις
πηγές έως και τις εκβολές του. Το μήκος του ανέρχεται στα 52 χιλιόμετρα ενώ από
τα νερά του αρδεύονται περίπου 85.000 στρέμματα, εκ των οποίων 28.000 βρίσκονται
στο Νομό
Θεσπρωτίας και 57.000 στο Νομό Πρεβέζης. Εναλλακτικά ο Αχέροντας ήταν
γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι.
- Αχέρων: Η ονομασία του ποταμού Αχέροντα προέρχεται από τη λέξη «άχος» που σημαίνει θλίψη αναφερόμενη στη θλίψη του θανάτου. Αχέρων είναι ο Ποταμός χωρίς χαρά, ο ποταμός της θλίψης. Μια άλλη άποψη λέει ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη «αχός» (=ήχος, βουή, «ηχώ», «αχώ» = εκπέμπω ήχο) και το ρήμα «ρέω», άρα ο ποταμός με την δυνατή ροή.
- Πυριφλεγέθων = Είναι ο ποταμός που βγάζει φλόγες, ο πύρινος. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο και ευρέως αποδεκτό ποιος ποταμός ήταν αυτός, ούτε σε ποιον παραπόταμο του Αχέροντα αντιστοιχεί σήμερα.
- Κωκυτός = Ο Ποταμός του Θρήνου. Ονομάσθηκε έτσι από τους θρήνους και τα μοιρολόγια των επισκεπτών του Νεκρομαντείου. Ταυτίζεται με τον σημερινό Κωκκυτό ποταμό (βλέπε χάρτη). Λέγεται και Μαυροπόταμος. Η εναλλακτική ονομασία του ποταμού Κωκκυτού ως Μαυροπόταμος αποδίδεται στο Δία που μαύρισε τα νερά του.
- Φαναριώτικος: Η ονομασία του Αχέροντα ως Φαναριώτικος προέρχεται από το Φανάρι (=φάρος) που υψωνόταν στο ακρωτήριο Χειμέριο, το οποίο βρίσκεται στις εκβολές του στην Αμμουδιά, προς καθοδήγηση των επισκεπτών στο Νεκρομαντείο.
Μυθολογία
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ο Αχέρων
αποτελεί τον ποταμό εκείνο, τον διάπλου του οποίου έκανε, σύμφωνα με την αρχαία
ελληνική
μυθολογία ο «ψυχοπομπός» Ερμής παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στον
Χάροντα για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη. Η κάθε
ψυχή, περνώντας από το πορθμείο του Χάροντα,
έπρεπε να δώσει από έναν οβολό για τη μεταφορά, ενώ αξιοσημείωτη είναι η
περίπτωση του Μένιππου,
τον οποίο αναφέρει ο Λουκιανός,
ως τον μοναδικό που διέσχισε τον Αχέροντα χωρίς να πληρώσει. Στο δρόμο του ο
ποταμός Αχέρων διασταυρωνόταν με τους Πυριφλεγέθοντα
και Κωκυτό,
στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος, στο σημείο όπου βρίσκεται το αρχαίο Νεκρομαντείο
του Αχέροντα. Η αρμοδιότητα του Νεκρομαντείου του Αχέροντα ήταν διαφορετική
από αυτή των Δελφών και της Δωδώνης. Ο σκοπός του δεν ήταν η παροχή χρησμού αλλά
η διευκόλυνση της επικοινωνίας των επισκεπτών με τις ψυχές των νεκρών συγγενών
τους. Αχέρων, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων συναποτελούσαν τους τρεις ποταμούς του
Άδη, και οι τρεις με θλιβερά ονόματα (Αχέρων = χωρίς χαρά, Πυριφλεγέθων =
πύρινος, Κωκυτός = θρήνος) συμβολίζοντας την θλίψη και τους θρήνους του θανάτου
και δίνοντας το συμβολισμό της πύρινης κολάσεως, όπως διατηρείται και σήμερα
στην Χριστιανική θρησκεία. Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τα νερά του ποταμού
ήταν πικρά καθώς ένα "στοιχειό" (τέρας) που ζούσε στις πηγές του δηλητηρίαζε τα
νερά. Ο Άγιος Δονάτος (ετυμολογική προέλευση από το Αϊδονεύς, Αϊδονάτος, Αγιος
Δονάτος), πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό
και τα νερά του Αχέροντα έγιναν γλυκά, έτσι πήρε και το όνομά του το χωριό Γλυκή.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την αρχαία Ελληνική
μυθολογία που μαρτυρά τη συνέχεια αυτής στη σύγχρονη πλέον λαϊκή παράδοση
είναι το εξής: Κατά την τιτανομαχία οι Τιτάνες έπιναν νερό από τον Αχέροντα για
να ξεδιψάσουν γεγονός που προκάλεσε την οργή του Δία
ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του.
Ο Όμηρος
στην «Οδύσσεια»
αναφερόμενος στην κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη για να πληροφορηθεί από το μάντη
Τειρεσία
για την επιστροφή του στην Ιθάκη περιγράφει λεπτομερώς το σημείο συνάντησης του
Αχέροντα με τον Πυριφλεγέθων και τον Κωκυτό:
… ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμακυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν…
— (κ’ ραψωδία)
Αλλά και ο Σοφοκλής
στην «Αντιγόνη»
χρησιμοποιεί το όνομα Αχέρων ως μετωνυμία του Χάρου τη στιγμή που η Αντιγόνη
οδεύει προς την τιμωρία του ηθικού της χρέους :
…ἀλλά μ᾽ ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν,οὔθ᾽ὑμεναίων ἔγκληρον,οὔτ᾽ἐπινύμφειόςπώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν,ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω…
— (4ο επεισόδιο, Α σύστημα, στροφή α)
Επίσης το έργο του Λουκιανού
«Νεκρικοί διάλογοι» όπου σατιρίζει κοινωνικά γεγονότα εμπνεόμενος από τη
μεταφορά των νεκρών στον Άδη περιστρέφεται γύρω από τον Αχέροντα. Μεγάλος
αριθμός ποιητών και συγγραφέων της αρχαίας ελληνικής παράδοσης αναφέρονται στον
Αχέροντα καθώς, το όνομα του ποταμού ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μετάβαση των
νεκρών στην κοινωνία των ψυχών.
Αχερουσία λίμνη
Η Αχερουσία
λίμνη δεν υπάρχει πια. Αποστραγγίστηκε τη δεκαετία του 1960 από τη Βρετανική
εταιρεία Boots Ltd. Η Αχερουσία είναι κατά τη μυθολογία η «χώρα του Άδη» (η
σημερινή πεδιάδα του τ. Δήμου Φαναρίου). Πιάνει από το χωριό Χόικα μέχρι τη
θάλασσα και από τη Χόικα μέχρι την Παραμυθιά
(τα Ηλύσια πεδία – Λειμών των ασφοδέλων). Διασχίζεται από τον Αχέροντα ποταμό
και τους παραποτάμους του Πυριφλεγέθοντα και Κωκυτό. Ο Άδης είναι ο
θεός και αρχηγός του «κάτω κόσμου» που εξουσίαζε τους νεκρούς. Ο Άδης
ταυτίζονταν με τον Πλούτωνα
και μόνο μια φορά ανέβηκε στον πάνω κόσμο, για να αρπάξει την Περσεφόνη. Εδώ στη
λίμνη Αχερουσία, στον Αχέροντα ποταμό πίστευαν ότι υπάρχει μια από τις εισόδους
για τον Άδη (Πύλες του Άδη). Ο Χάρων
(γιος του Ερέβους και της Νύκτας) ήταν ο βαρκάρης που κουβαλούσε τις ψυχές των
νεκρών στον Άδη και έπαιρνε τον οβολό που έβαζαν στα χείλη του νεκρού οι
συγγενείς. Στο βάραθρο της Στύγας στεκόταν ο φύλακας Κέρβερος
που ήταν τρικέφαλος σκύλος με ουρά λιονταριού που κατέληγε σε φίδι και τα μαλλιά
του και το σώμα του ήταν γεμάτα φίδια (στα νομίσματα της Ελέας της
Θεσπρωτίας βλέπουμε παραστάσεις του Κέρβερου). Οι ψυχές παρουσιάζονταν στο
δικαστήριο του Άδη (Άδης, Μίνωας,
Ραδάμανθυς
και Αιακός)
που έκρινε τις πράξεις του νεκρού στη ζωή. Στην Οδύσσεια
του Ομήρου, περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα
στον κάτω κόσμο. Κατά τη μυθολογία, στον Άδη κατέβηκαν και οι: Ορφέας,
βασιλιάς της Θράκης για να φέρει πίσω τη γυναίκα του Ευρυδίκη,
ο Ηρακλής,
ο Θησέας,
κ.α. Ο Λουκιανός, σατιρικός συγγραφέας, στους «νεκρικούς διαλόγους» που έγραψε,
περιγράφει παραστατικά τα της εισόδου των νεκρών στον Άδη. Χάρων: «Απόδος ω
τρισκατάρατε τα πορθμεία» Νεκρός: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος…».
Γεωγραφία του Αχέροντα Ποταμού
Όπως κάθε ποταμός, ο
Αχέρων έχει το κύριο τμήμα του και τους παραποτάμους. Το κύριο τμήμα του
Αχέροντα, για πρακτικούς και εκπαιδευτικούς λόγους, ταξινομήθηκε το έτος 1992 από τον τοπικό
ερευνητή Χαράλαμπο Γκούβα, επικεφαλής της ομάδας που διέσχισε για πρώτη φορά τη
χαράδρα του Αχέροντα, σε έξι τμήματα. Το μεγαλύτερο τμήμα του Αχέροντα ανήκει
στο Νομό Πρέβεζας . Οι παραπόταμοι του Aχέροντα εκπορεύονται από τους Νομούς
Θεσπρωτίας και τον Ιωαννίνων.
Σε μια μεγάλη διαδρομή αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ του Ν.Πρέβεζας - Ν.
Θεσπρωτίας και Ν.Πρέβεζας - Ν. Ιωαννίνων.. Ο Αχέρων ποταμός δέχεται τα νερά του
Πυριφλεγέθοντα,
του Κωκκυτού,
και του Βωβού
ποταμού. Η λίμνη Αχερουσία
αποστραγγίστηκε μεταπολεμικά από την Βρετανική εταιρεία Boots Ltd και ένα
περίπλοκο δίκτυο αρδευτικών καναλιών διασχίζει τον κάμπο του Μεσοπόταμου και της
Αμμουδιάς, κάνοντας δύσκολη σήμερα μια αντικειμενική γεωγραφική περιγραφή του
ποταμού. Κατά την άποψη του εξερευνητή της περιοχής Χ.Γκούβα, κάθε προσπάθεια
γεωγραφικής ταυτοποίησης των αναγραφόμενων από τον Ομηρο με τη σημερινή
γεωγραφία της περιοχής θα καταλήξει σε αποτυχία και άσκοπες διαφωνίες. Γιά
παράδειγμα, ο Ομηρος
περιγράφει ως λίαν θορυβώδη τη συμβολή των τριών ποταμών κοντά στο
Νεκρομαντείο λέγοντας "Ενθα μέν εις Αχέροντα Πυριφλεγέθων τε ρέουσι Κώκυτος
θ'ος δή Στυγός ύδατος έστιν απορρώξ πέτρη τε ξύνεσίς τε δύο ποταμών
εριδούπων" . H ελεύθερη μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη λέει: "Και συ στον
Άδη πήγαινε, τον καταραχνιασμένο, που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος,
και ο Κωκυτός από τα νερά της Στύγας ξεκομμένος, και οι ποταμοί βροντόλαλα στον
ίδιο βράχο σμίγουν". H σημερινή τουλάχιστον συμβολή των 3 αυτών ποταμών
κοντά στο Νεκρομαντείο, κάθε άλλο παρά βροντόλαλη είναι. Είναι άκρως ήρεμη
(πεδινό έδαφος). Αντιθέτως το Ομηρικό κείμενο παραπέμπει σε φαινόμενα που μάλλον
στη Χαράδρα του Αχέροντα και στις Πηγές του Αχέροντα θα δούμε, στο χωριό
Βουβοπόταμος, περιοχές που απέχουν τουλάχιστον 15Km. Από αυτό συνάγεται ότι ο
Όμηρος μάλλον ουδέποτε επισκέφθηκε την περιοχή, αλλά απλώς έγραψε μαρτυρίες
επισκεπτών, συγκεχυμένες γιά διαφορετικά μέρη .
Ο Πυριφλεγέθων
ποταμός (=πύρινος ποταμός), κατά μία άποψη, μυθολογικά αντιστοιχεί με το
λεγόμενο «Σουλιώτικο Ρέμα» (απεικονιζόμενο σε γκραβούρα του Laurembergio του
1653. Kατά μία άλλη άποψη «ο Πυριφλεγέθοντας (= θρακαναμμένος) είναι το ποτάμι
του Καναλακίου, ο σημερινός Κάκαβας του οποίου τα νερά έπεφταν στον Αχέροντα και
από εκεί στην Αχερουσία λίμνη. Το όνομα αποδίδεται σε φωτιές - σπινθήρες πού
αναφέρονται μέσα στο ποτάμι. Οι φωτιές αυτές αποδίδονται σε πιθανές φωσφορούχες
ουσίες πού έκαναν τα ξύλα δένδρων να σπινθηρίζουν» . Κατά δεύτερη άποψη, το
όνομα αποδίδεται στην πίστη των αρχαίων Ελλήνων ότι το όνομα Πυριφλεγέθων
-λόγω του κρότου στη συμβολή- προέρχεται από το «πύρ» των εγκάτων της γής. Τέλος
κατά άλλη άποψη της Ελενας Παλάσκα και Λάζαρου Συνέσιου η οποία αναγράφεται στο
επίσημο τουριστικό οδηγό της Νομαρχίας Πρέβεζας, "ο Πυριφλεγέθων ποταμός
ταυτίζεται με τον Βουβοπόταμο (Βωβός Ποταμός)".
Ο Κωκυτός
(θρήνος, ποταμός του πένθους), ονομάσθηκε έτσι από τους θρήνους και τα
μοιρολόγια των επισκεπτών του Νεκρομαντείου. Είναι το ποτάμι της
Παραμυθιάς, ο Σελλήεντας των αρχαίων και εκβάλει στον Αχέροντα μετά το
Νεκρομαντείο. Κατά μία άποψη, ο Κωκκυτός ταυτίζεται με τον Μαυροπόταμο (Μαύρο
ποταμό).
Η Στύξ
(γενική: της Στυγός), αποτελεί αρχαίο συμβολισμό του παγωμένου νερού, χωρίς
συγκεκριμένη γεωγραφική χωροταξία. Αναφέρεται στην Ομήρου Οδύσσεια λ.57 και
Ιλιάδα 41-51. Κατά μία άποψη, είναι το πλατύ μεγάλο και βαθύ βάραθρο «Σταγοί»
(σταγός= στέρνα στα Αρβανίτικα) επί του λόφου Ερημίτης βορειοδυτικά του χωριού
Μεσοπόταμος Πρέβεζας . Κατά άλλη άποψη όμως, τα «Ύδατα
της Στυγός» , ή ο «Καταρράκτης της Στύγας» γκρεμίζεται από μια μικρής
παροχής αλλά μόνιμη πηγή που βγαίνει στις νότιες πλαγιές της Νερραϊδορράχης των
Αροανείων ορέων (Χελμός)
στην περιοχή των Καλαβρύτων
της Πελοπονήσου.
Έχει ύψος 150 μέτρα περίπου και στη βάση του ανοίγεται μια μικρή σπηλιά, η
είσοδος του Αδη για τους αρχαίους .
Η Ροή του ποταμού Αχέροντα σήμερα
Οπως αναφέραμε πιό
πάνω, ουδεμία σχέση έχει η σημερινή γεωγραφία του Αχέροντα με αυτήν της
αρχαιότητας, αλλά ακόμη και με χάρτες πριν το 1950. Τα πάντα άλλαξαν, μετά την
αποξήρανση της λίμνης Αχερουσίας από την Βρεττανική εταιρεία Boots Ltd το
1960-1965. Με βάση την εμπειρία των διασχίσεων της Χαράδρας του Αχέροντα (ΕΟΣ
Πρέβεζας, 1992, 1994), την τοπική γεωγραφική μελέτη, την πλεύση του πλωτού
τμήματος με Kayak (Χ.Γκούβας και Χ.Μπατσούλης, 1997) και τον Χάρτη της
Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (1971) ο Αχέρων ποταμός ταξινομήθηκε από τον Χαράλαμπο
Γκούβα (επικεφαλής της ομάδας διάσχισης του 1994) σε έξι τμήματα τα οποία
και περιγράφονται κατωτέρω (βλέπε χάρτη):
- 1ο τμήμα (Α): Τροφοδοτικό (ορεινό τμήμα), όρους Τόμαρος
- 2ο τμήμα (Β): Αρχικό τμήμα, λόφων Νομού Ιωαννίνων και Πρέβεζας
- 3ο τμήμα (Γ, ή C): Μυθολογικό τμήμα: «Στενά του Αχέροντα», ή «Χαράδρα του Αχέροντα» ή τουριστικές «Πύλες του Άδη»
- 4ο τμήμα (Δ, ή D): Ιστορικό τμήμα: «Σκάλα Τζαβέλαινας» , Σουλιώτικο Ρέμα, πρόσβαση προς το Σούλι
- 5ο τμήμα (Ε): Αρδευτικό τμήμα με τον λόφο Ξυλόκαστρο και το «Νεκρομαντείο του Αχέροντα», Μεσοπόταμος
- 6ο τμήμα (ΣΤ, ή F): Τουριστικό Τμήμα: «Εκβολές Αχέροντα», ή «Δέλτα του Αχέροντα» ή «Δάσος της Περσεφόνης».[19]
Το Ορεινό τμήμα του Αχέροντα
Ο βασικός Αχέρων
σχηματίζεται αρχικά από δύο παραπόταμους - χειμάρρους,
με λιγοστό νερό το καλοκαίρι αλλά άφθονο το χειμώνα. Ο ένας παραπόταμος ξεκινά
από τα Όρη
Σουλίου (χωριά Καταμάχη, Ζωτικό, Μπεστιά, Σιστρούνι, κλπ), ο άλλος δε
χείμαρρος από τη βάση του όρους Τόμαρος
(χωριά Λίπα, Αχλαδέα, Βαρυάδες, κλπ). Οι δυο παραπόταμοι ενώνονται στο χωριό Πολυστάφυλο
(300 κάτοικοι) και δημιουργούν τον κύριο κορμό του Αχέροντα. Το μήκος των δύο
παραποτάμων υπολογίζεται στα 7-10 χλμ. Στη συνέχεια ο ποταμός ρέει μέσα σε μια
κοιλάδα με την ονομασία «Λάκκα Σούλι», με όρια από το χωριό Πολυστάφυλο
Πρέβεζας έως τη γέφυρα του χωριού Σερζιανά
στά σύνορα Ν. Πρέβεζας και Ιωαννίνων. Η κοιλάδα «Λάκκα Σούλι» περιλαμβάνεται
μεταξύ των ορεινών συγκροτημάτων «Όρη
Σουλίου» και «Θεσπρωτικά
όρη». Στο κομμάτι αυτό του Αχέροντα είναι δυνατή η πεζοπορία χωρίς τεχνικές
δυσκολίες.
Τα Στενά του Αχέροντα (Χαράδρα)
Σε απόσταση 100-200
μέτρων από την γέφυρα των Σερζιανών, το ανάγλυφο του Αχέροντα γίνεται εντονότερο
και ο ποταμός εισέρχεται στην περιοχή δέους, των Στενών του Αχέροντα (Χαράδρα).
Σε αρκετά τμήματα του ποταμού, εκεί που η ροή του είναι ομαλή, σχηματίζονται
νερόλακκοι και μικρές λίμνες, τόποι ιδανικοί για τη διαβίωση πολλών αμφιβίων και
ψαριών. Σε άλλες πλευρές, ο ποταμός κυλά ορμητικά μέσα από κατακόρυφους και
ψηλούς βράχους. Aρκετές φορές το ύψος τους ξεπερνά τα 100 μέτρα, ενώ το πλάτος
του ποταμού στα σημεία αυτά φτάνει τα δύο μέτρα. Σε μερικά πάλι σημεία, η
επιφανειακή ροή του νερού είναι μικρότερη, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς
μήνες.[
Η «Χαράδρα του Αχέροντα» είναι το πλέον επικίνδυνο τμήμα του Αχέροντα ποταμού.
Αρχίζει από την τσιμεντένια γέφυρα των Σερζιανών Ιωαννίνων και καταλήγει στους
καταρράκτες στη γέφυρα της «Σκάλας Τζαβέλαινας», όπου αφ' ενός μεν χύνεται ο
ομηρικός ποταμός Πυριφλεγέθων
(ή Σουλιώτικο ρέμα) και αφ’ετέρου υπάρχει μονοπάτι που οδηγεί στο Σούλι (χωριό
Σαμονίδα) σε 3-4 ώρες . Οι στρατιωτικοί χάρτες ονομάζουν τον παραπόταμο αυτό
«Σουλιώτικο ρέμα», σε άλλα δε έντυπα αναφέρεται και σαν ως "Τσαγγαριώτικο ρέμα"
και ως «ρέμα του Ντάλα», από το όνομα του ιδιοκτήτη κάποιου μύλου πού υπήρχε
εκεί. Στο τμήμα αυτό του ποταμού υπάρχει εναλλαγή μορφολογίας με σημεία πού
είναι για βάδιση και άλλα πού έχουν βάθος πάνω από 3 μ. Ως εκ τούτου απαιτείται
ειδικός εξοπλισμός διάσχισης (ισοθερμική στολή και σωσίβιο γιλέκο). Ο όρος
«Πύλες του Άδη» είναι Μυθολογικός και αρχαιολογικός, και αφορά σαφώς τις τρεις
σιδερόφρακτες πύλες του Αρχαίου Νεκρομαντείου
του Αχέροντα, που βρίσκεται στο λόφο Ξυλόκαστρο στο χωριό Μεσοπόταμος
του τ. Δήμου Φαναρίου Πρέβεζας. Όμως, το έτος 1992, o τοπικός ερευνητής X.
Γκούβας χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο «Πύλες του Άδη» για να δώσει έμφαση στο
μεγαλείο των «Στενών του Αχέροντα» (Χαράδρα) μεταξύ Σερζιανών και Γλυκής. Έτσι ο
όρος διαδόθηκε ευρέως σε χρήση και σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε η χρήση του σε
διαφημιστικά έντυπα, σε πινακίδες και σε επίσημα έγγραφα Δήμων και Νομαρχίας.
Ειδικότερα στην πρώτη δημοσίευση οι επονομαζόμενες «Πύλες του Άδη» (συμβατικά
ονομαζόμενες Πύλες Γ’ και Πύλες Β’) απεκλήθησαν τα στενά περάσματα τα
σχηματισμένα από κάθετες πλάκες βράχων, ύψους τουλάχιστον 100-200 μέτρων και
πλωτού πλάτους μόλις 2 μέτρων. Τα στενά αυτά, εικάζεται ότι οι αρχαίοι φοβούνταν
ή αδυνατούσαν να περάσουν και προκαλούσαν δέος. Μέχρι το έτος 1992 ουδεμία δημοσίευση υπήρχε
διεθνώς, γιά την Χαράδρα του Αχέροντα. Η Αρχαία Ελληνική γραμματεία πουθενά δεν
κάνει λόγο γιά τη Χαράδρα του Αχέροντα. Είναι προφανές ότι ουδέποτε είχε
διασχισθεί από ανθρώπους. Η πρώτη πλήρης διάσχιση έγινε το καλοκαίρι του 1994. O τέως Δήμος
Λούρου, σήμερα Δήμος Πρέβεζας, οργανώνει κάθε χρόνο εκδηλώσεις με πολυάριθμους
επισκέπτες σε αυτό το σημείο. Το συνολικό μήκος του τμήματος αυτού του Αχέροντα
(Χαράδρα) είναι περίπου 10 χλμ και απαιτούνται 7-8 ώρες για τη διάσχισή του το
καλοκαίρι. Πέραν της ένυδρης διάσχισης, από το έτος 2000 είναι εφικτή πλέον και
η πεζοπορία κατά μήκος της Χαράδρας από το πλακόστρωτο μονοπάτι της εταιρείας
ΕΤΑΝΑΜ ΑΕ .
Οι Πηγές του Αχέροντα στο Βουβοπόταμο
Προχωρώντας
καθοδικά, το τμήμα αυτό αρχίζει από τή στροφή του ποταμού στην πέτρινη γέφυρα
της «Σκάλας Τζαβέλαινας» και, περνώντας από τη θέση «Πηγές του Αχέροντα» 2 χλμ
πριν τη Γλυκή, τελειώνει στη μεταλλική γέφυρα της Γλυκής Θεσπρωτίας. Είναι το
πιο γνωστό ίσως τμήμα του Αχέροντα και μάλιστα τα πρώτα 1-2 χιλιόμετρά του τα
έχουν βαδίσει πολλοί τουρίστες. Έχει τουριστικό ενδιαφέρον, γιατί περιέχει το
πρώτο στενό πέρασμα («Πύλες Α’»), το οποίο διαφέρει από τα άλλα δύο στενά ως
προς τη διάμετρο του εύρους και ως προς την αρχιτεκτονική διαμόρφωσης. Το
συνολικό μήκος του τέταρτου τμήματος είναι περίπου 6 χλμ. Καθοδικά, μετά την
πέτρινη γέφυρα στη σκάλα Τζαβέλαινας βρίσκονται τα πρώτα στενά του Αχέροντα. Στη
συνέχεια απαιτείται εναλλαγή βάδισης κολύμβησης και το μέγιστο βάθος υδάτων
φτάνει τα 2,5μ. Η έξοδος του φαραγγιού βρίσκεται στη θέση «Πηγές του Αχέροντα».
Οι «Πηγές του Αχέροντα» (νερό αναβλύζει από τη γη στη βάση μεγάλου βράχου)
ανήκουν εκατέρωθεν στην κοινότητα Βουβοπόταμου Πρέβεζας. Μετά τις πηγές ο Αχέρων
σχηματίζει μαιάνδρους μήκους 2 χλμ σε μια μικρή κοιλάδα και καταλήγει στη Γλυκή
Θεσπρωτίας. Τα επόμενα δύο χιλιόμετρα μετά τις «Πηγές του Αχέροντα» είναι βατά
και προσφέρονται για απλή πεζοπορία. Η πλήρης καθοδική διάσχιση της χαράδρας του
Αχέροντα προϋποθέτει ξεκίνημα από το Τρίκαστρο
Πρέβεζας και κατάληξη στη Γλυκή. Είναι πολύ δύσκολη και διαρκεί 8-10 ώρες,
απαιτεί δε εξοπλισμό και σημαντικές ικανότητες. Εάν επιλεγεί πορεία ανοδικά προς
το ρεύμα του Αχέροντα, είναι δυνατή η επιστροφή από το μονοπάτι πού οδηγεί στη
σήραγγα της «Σκάλας Τζαβέλαινας» (σήραγγα του 1960, αποτυχημένη προσπάθεια
διάνοιξης δρόμου προς το Σούλι). H «Σκάλα Τζαβέλαινας» είναι κλιμακωτό μονοπάτι,
απόκρημνο σε μερικά σημεία το οποίο από τη σήραγγα του 1960 οδηγεί στο ποτάμι
και από εκεί με παλιό γεφύρι περνά απέναντι προς το «μύλο του Ντάλλα» και από
εκεί με ανοδικό μονοπάτι 3 ωρών οδηγεί στη Σαμονίδα (Σούλι). Το ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο
Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) Ηπείρου γράφει στο ειδικό ταξιδιωτικό
έντυπο: "Οι Πηγές του Αχέροντα: Καρστική πηγή επαφής, η οποία αποστραγγίζει
το καρστικό σύστημα των Ορέων παραμυθιάς. Η εκδήλωση του μετώπου των πηγών
οφείλεται στήν εφίπευση των υδροπερατών ασβεστολίθων πάνω στά αδιαπέρατα
αργιλοψαμμιτικά πετρώματα του φλύσχη, και της κατακόρυφης διάβρωσης των
σχηματισμών αυτών από τον Αχέροντα ποταμό. Οι πηγές εμφανίζονται κυρίως από τη
βόρεια όχθη του ποταμού σε ένα μέτωπο πλέον των 500m με παροχή που φτάνει τα
3m3/sec και θερμοκρασία 17C"
Από τη Χαράδρα του Αχέροντα μέχρι το
Νεκρομαντείο
Μετά τη Γλυκή,
ακολουθεί ένα μεγαλύτερο τμήμα του ποταμού μήκους περίπου 12-14 χλμ που
τελειώνει στη γέφυρα Μεσοπόταμου
Πρέβεζας, στην Εθνική Οδό Πρέβεζας-Ηγουμενίτσας. Εδώ σε ένα λόφο βρίσκεται ντο
Αρχαίο Νεκρομαντείο
και η Αρχαία
Εφύρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάθε χρόνο ο Αχέρων πλημμυρίζει και η
περιοχή της γέφυρας στο Καστρί
(περιοχή αρχαίας Πανδοσίας) αποκλείεται για 1-2 μέρες. Το έτος 2005, μετά το τραγικό ατύχημα
πνιγμού ενός δασκάλου με το μικρό παιδί του (το αυτοκίνητό τους παρασύρθηκε από
τα νερά του ποταμού Αχέροντα) η επίσημη πολιτεία κατασκεύασε σε χρόνο ρεκόρ τη
γέφυρα Αχέροντα στο Καστρί. Το τμήμα αυτό του Αχέροντα ήταν μέχρι προ 20 ετών
πλήρως πλωτό, μάλιστα υπάρχουν στο Καστρί και μεταλλικοί κρίκοι προσδέσεως των
πλοιαρίων, αλλά λόγω της ανεξέλεγκτης βλάστησης δεν είναι πλωτό πλέον.
Το πλωτό τμήμα του Αχέροντα - Το δάσος της Περσεφόνης - Οι
εκβολές του Αχέροντα Μετά το Μεσοπόταμο,
ακολουθεί ένα πιο πλατύ τμήμα του ποταμού που είναι πλωτό. Στο τέλος αυτού του
τμήματος ο Αχέρων δέχεται τα ήρεμα νερά δύο παραποτάμων του, του Κωκυτού
(λίγο μετά το Νεκρομαντείο) και του Βωβού
στη συνέχεια (ή ίσως Πυριφλεγέθοντα), (Βωβός: εξ ου και το όνομα της κοινότητας
Βουβοπόταμος). Στην περιοχή αυτή έχουν γίνει πολλά αποστραγγιστικά αρδευτικά
έργα και η γεωγραφία του ποταμού είναι περίπλοκη. Λίγο πριν την Αμμουδιά
εκβάλλει στή στροφή αριστερά, ένα μεγάλο αρδευτικό Κανάλι που μοιάζει με
παραπόταμο και δημιουργεί γεωγραφική σύγχυση. Η ονομασία «Φανάρι» για τον
ομώνυμο Δήμο, προέρχεται από το Μεγάλο Φάρο στήν Αμμουδιά (Χειμέριον Άκρον) και
τα πολλά φανάρια πού ήταν παλαιότερα τοποθετημένα παραποταμίως για να
καθοδηγούνται τη νύκτα τα πλοιάρια . Στα πέντε τελευταία του χιλιόμετρα μέχρι
τις εκβολές
του ο ποταμός Αχέρων είναι πλωτός. Τέσσερις βαρκάρηδες κάνουν τουριστικές
διαδρομές τους καλοκαιρινούς μήνες στόν Πλωτό Αχέροντα αλλά και στίς παραλίες
του Ιονίου δίπλα, με έδρα την Αμμουδιά.
Επίσης στο δέλτα του, γίνεται από το 2010 ξενάγηση με κανό-καγιάκ. Στο τελευταίο
αυτό τμήμα υπάρχει μια παραποτάμια πεζοπορική διαδρομή 4 χλμ, δίπλα στο "Δάσος
της Περσεφόνης". Στις εκβολές υπάρχει η θαλάσσια παραλία του χωριού Αμμουδιά, με
αφθονία ψαροταβερνών και πολλά μικρά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
.
Οικολογία.
Πρόγραμμα Natura 2000 Ο Αχέρων έχει χαρακτηριστεί
περιοχή ιδιαίτερου κάλλους και πηγή σημαντικών πληροφοριών και γνώσεων στον
τομέα της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Τόσο τα στενά και οι εκβολές του Αχέροντα
όσο και η ευρύτερη περιοχή ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων περιοχών
φύση 2000 (Natura 2000) (κωδικός GR2140001). Συγκεκριμένα στην περιοχή υπάρχουν
699 είδη χλωρίδας εκ των οποίων τα 449 συναντώνται στο δέλτα και τα 250 στα
στενά, ενώ στην περιοχή του Δέλτα υπάρχουν 19 τύποι οικότοπων. Ιδιαίτερα
σημαντικές υγροτοπικές περιοχές αποτελούν επίσης το έλος της Αμμουδιάς και το
έλος της Βαλανιδοράχης ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός των σπάνιων ειδών
πανίδας της περιοχής. Αξιοσημείωτη στην κατηγορία των ψαριών είναι η ύπαρξη του
γωβιού,
ο οποίος συναντάται μόνο στον Αχέροντα.
Σημαντικότεροι οικότοποι
- Αβαθείς κόλποι και κολπίσκοι συναντώνται στην περιοχή της Αμμουδιάς και στον κόλπο του Οδυσσέα, κυρίως στα αβαθή τμήματα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων
- Αλμυρά και υφάλμυρα έλη βρίσκονται στην περιοχή της Αμμουδιάς και της Βαλανιδορράχης
- Αλοφυτική βλάστηση και είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών παρατηρείται κυρίως σε εκτάσεις με αλατούχα νερά στο Δέλτα
- Βραχώδεις περιοχές συναντώνται στις εκβολές και την παραλιακή περιοχή γύρω από τις εκβολές
- Δάσος χαλεπίου πεύκης είναι το δάσος της Λούτσας
- Δρυοδάση καλύπτουν το 2% της έκτασης του Δέλτα
- Λόχμες των παραλιών με αρκεύθους είναι ο οικότοπος προτεραιότητας που καταλαμβάνει πολύ μικρή έκταση στον κόλπο της Βαλανιδορράχης και της Αμμουδιάς
- Παραποτάμια δάση συναντώνται στις όχθες των ποταμών Αχέροντα, Κωκυτού και Βουβοποτάμου
- Φρύγανα και μακία βρίσκονται στους λόφους της περιοχής του Δέλτα
Χλωρίδα και πανίδα του ποταμού
Η πανίδα του ποταμού
Αχέροντα αποτελείται από άφθονα μικρά ψάρια, χέλια, καβούρια,
βατράχια,
πεταλούδες
και λίγα ακίνδυνα νερόφιδα. Σπάνια μπορεί να συναντήσει κανείς βίδρες,
οι οποίες υπάρχουν και στον Λούρο
ποταμό, τρεφόμενες με πέστροφες.
Τέλος στο τελευταίο τμήμα του Αχέροντα («Δάσος της Περσεφόνης») χαρακτηριστικές
είναι οι, κρεμάμενες από τις ιτιές,
αηδονοφωλιές . Στις βραχώδεις πλαγιές των στενών του Αχέροντα φωλιάζουν πολλά
είδη αρπακτικών πουλιών, όπως γερακίνες, ξεφτέρια, βραχοκιρκίνεζα, ασπροπάρηδες
και φιδαετοί. Στην ευρύτερη περιοχή συχνά συναντώνται όρνια, πετρίτες, σπιζαετοί
και χρυσαετοί. Μεγάλα θηλαστικά, όπως λύκοι και
αγριογούρουνα, αναζητούν τροφή και καταφύγιο στις δασωμένες πλαγιές του
φαραγγιού, ενώ άλλα θηλαστικά της περιοχής των στενών είναι η αλεπού,
ο ασβός, το
κουνάβι,
η νυφίτσα,
η αγριόγατα, ο δασοποντικός κ.ά. Στα νερά του Αχέροντα αναπαράγονται περισσότερα
από εννέα είδη ψαριών, ένα από τα οποία είναι ο αχερωνογοβιός, ενδημικό είδος
του Αχέροντα. Τη χλωρίδα των στενών συνθέτουν ασφάκες, σπάρτα, λαδανιές, φτέρες,
πλατάνια, ιτιές, αριές και άλλα 180 είδη φυτών και δένδρων. Ανάμεσά τους
υπάρχουν και πολλά σπάνια, όπως η μόλτκια η πετρώδης, η σκαβιόζα η ηπειρωτική, η
σκουτελλάρια η λειμώνιος και αρκετά είδη που φύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα,
όπως τα Cerastium brachypelatum ssp. pindigenum και Crepis hellenica ssp.
hellenica.
Σπορ στον Αχέροντα Στον Αχέροντα λαμβάνουν χώρα
διάφορες δραστηριότητες όπως το κανό, το καγιάκ και το ράφτινγκ ενώ υπάρχει η
δυνατότητα διάσχισης του ποταμού μέχρι τις εκβολές του στην Αμμουδιά, με
κατάλληλο σημείο κατάβασης τα Στενά. Επίσης με κατάλληλο εξοπλισμό
πραγματοποιείται και διάσχιση του φαραγγιού του Αχέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου