Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Μία το παιδί, μία λαλάει το πλι, μία η γιορτή, νηστ’κός ο Γιώργος.


(Ο παπά Σπύρος να κάνει τη δουλειά του !)

Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας

(Πέρασαν οι χρονιάρες μέρες του Χ’στού και της Πρωτοχρονιάς. Διεξήχθησαν και οι εκλογές. Για άλλους καλές, για άλλους αναποδιασμένες. Ξανά στον ρυθμό μας, με τον Τζουμερκιώτικο χαβά. Ιστορία αληθινή. Μου την «εκμυστηρεύτηκε, ο Κώστας, ο παθών!» )
…………………..
Είναι γνωστό ότι Ήπειρος και ξενιτιά είναι δύο «φαινόμενα» συνδεόμενα με καθαρή διαλεκτική σχέση. Γι’ αυτό και χωρίς καμιά υπερβολή ο εθνικός Ύμνος της Ηπείρου είναι το δημοτικό τραγούδι «ξενιτεμένα μου πουλιά», με μια απλή παράφραση: «Ξενιτεμένα μου παιδιά».
Ο πατέρας του Κώστα βρισκόταν οκτώ μήνες στην ξενιτιά. Η μάνα του μεγάλωνε δυο παιδιά μόνη της. Τον Κώστα, είχε πατήσει τα έντεκα, του χρόνου ξεσκόλιζε και θα πήγαινε στην Άγναντα, να μάθει μπόλικα γράμματα, και το Δημητράκη, μόλις πέντε ετών.
Έφτασαν οι άγιες μέρες. Το σπίτι κατακυρίευσε μια ανείπωτη προσμονή. Ακόμα και ο μικρός σαν κάτι να καταλάβαινε… «Θα ‘ρθει ο πατέρας». Για μέρες όλοι περίμεναν. Η μάνα κοίταγε και ξανακοίταγε στη στράτα μήπως ξεκαμπίσ’ από τη σπηλιά. Ήξερε, θα τον έφερνε ο αδελφός της με τα μουλάρια. Αγωγιάτης ήταν.
Παραμονή Χριστουγέννων. Πατέρας πουθενά.
Έπεσαν για ύπνο. «Αύριο θα έρθ’ ο πατέρας σας», είπε η μάνα.
Στο τζάκι, δίπλα εκεί στην παραστιά κούρνιασε και ο Κώστας μαζί με τον Δημητράκη και κοιμήθηκε. Ο πατέρας είχε έρθει το βράδυ. Ξαφνικά χαράματα ξύπνησε ο Κώστας κι άκουσε τον εξής διάλογο του πατέρα και της μάνας του:
-Να σ’ πω, γυναίκα, να σ’ πω.
-Τι, είναι Γιωργή μ’;
-Εχτές, το βράδ’, μόλις ήρθα…
-Σι κατάλαβα, σι κατάλαβα.
-Κάτσε, ορέ, γυναίκα, ν’ ακούσεις.
-Καλά, ακούω…
-Να, χτες βράδ’, μόλις ήρθα.
-Χτες βράδ’ , μόλις ήρθες… Τι έγινε Γιωργή μ’;
-Να, μ’ έπιασε μια αγκούσα, μού ‘ρθε σαν αχαμνά κι είπα να χαλέψω λίγο.
-Και δε χάλευες; Δεν τόξερες πού ήταν;
-Άει χαλασιά σ’. Για σαλαφό μ’ έχ’ς Βασίλω; Τόξερα και παρατόξερα. Αλλά σκέφτηκα ότι σήμερα είναι μεγάλη γιορτή. Θυμήθ’κα τον παπα- Σπύρο που μού είχε πει: Γιώργη, τέκνον μου, να έχεις εγκράτεια τις εορτές. Έχει τόσες μέρες ο χρόνος, τέκνον μου. Πίστεψα πως και ο ξενιτεμένος δεν εξαιρείται.
Αν σ’ χάλεβα, τι θάλεγες;
-Ο παπάς να κοιτάξ’ τα δ’κά τ’. Τι θα ‘λεγα; Κάνε τ’ν δουλειά σ’ τώρα και μετά θάρθ’ και η γιορτή.
-Να, θα πας σήμερα στην εκκλησιά.
-Σήμερα, όταν θα φέξ’ για τα καλά. Όχι τα χαράματα.
-Τώρα τι λες; Να τ’φυκίσουμε λίγο το γ’ρούν’ για να μη σκούζ’, για νάναι όλα γαλάτα και μαλάτα;
-Να κάτσεις στ’ αβγά σ’. Αυτό μας έλ’πει τώρα. Θα ξυπνήσ’ το παιδί και μεις θα είμαστε ανασκλιωμέν’; Ντροπής πράγματα.
-Αμ, Βασίλω. Μία το παιδί, μία λαλάει το πλι, μία η γιορτή νηστ’κός ο Γιώργος. Λες και είμ’ καραβοκύρ’ς. Κάποτε να τρώμε και μεις. Στη ΄χασ’ και στη φέξ’.
-Ας είχες μυαλό το βράδ’.

Αυτά έπαθε ο Γιωργής. Το θυμήθηκα το περιστατικό, τώρα μετά τις εκλογές. Έχουμε πολλούς, μα πάρα πολλούς που επιθύμησαν να ντφεκίσουν το γ’ρούν’, να γευθούν και να καλωσκερίσουν «εξουσίας», χάλεψαν στις εκλογές, μα το «ανάσκλιωμα» δεν επετεύχθη… Τουτέστιν δεν εξελέγησαν καθόσον «πήραν την μπούτσκα με τον κύπρο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: