Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Η ''χρυσή αυγή'' και ως μιντιακό φαινόμενο...


Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του λόγου που επικράτησε στις εφημερίδες στο διάστημα Μαρτίου - Οκτωβρίου 2012 ήταν η ανάδυση της Χρυσής Αυγής από περιθωριακό μόρφωμα σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Η Χρυσή Αυγή δεν επέβαλε μόνο ατζέντα. Ανάγκασε τον πολιτικό και μιντιακό κόσμο να προτάξει προ- και μετεκλογικά τις δικές της προτεραιότητες, υιοθετώντας τη ρητορική για την «ανασφάλεια των κατειλημμένων πόλεων», για τα «τρύπια σύνορα», για την «εγκληματικότητα των λαθρομεταναστών», για την «ασφυξία των κατοίκων», για τον «κίνδυνο για την δημόσια υγεία», αλλά και τα σκληρά μέτρα κατά των μεταναστών. 

Πέτυχε επίσης να σπάσει το «κορδόνι ασφαλείας» που σιωπηρά είχε επιβληθεί από τα ΜΜΕ στους εκπροσώπους της και να κυριαρχήσει στην ειδησεογραφία με τις προκλήσεις της, τις δολοφονικές της επιθέσεις και το οργανωμένο επικοινωνιακό της σχέδιο. Στο οκτάμηνο της έρευνας, είναι εκατοντάδες τα σχετικά άρθρα: μια επέλαση ενός μαύρου ιππικού μισαλλοδοξίας που κατέκλυσε την επικαιρότητα, εντάσσοντας στην καθημερινότητά μας τις ρατσιστικές της πρακτικές και συνηθίζοντάς μας στην κοινοτοπία του κακού.

Είναι ενδεικτικό ότι ενώ τον Μάρτιο, συνολικά, στις πέντε εφημερίδες υπήρχαν ελάχιστα κείμενα για την Χρυσή Αυγή, τον Οκτώβριο σε μία μόνο εφημερίδα ήταν περισσότερα από 50. Οι τίτλοι αλληλοδιαδέχονταν με αποτροπιασμό, στηλιτεύοντας τη δράση της και μιλώντας για «Πρόκληση», «Αυγό του φιδιού», «Μαύρη Καμπάνια», «Μαύρη Αυγή και ιδεολογία», «Απειλή για τη Δημοκρατία», «Ακροδεξιό αμόκ», «Ρατσιστικό παραλήρημα».

Με στόχο την «αποκάλυψη της ναζιστικής ιδεολογίας και πρακτικής της», δεν υπήρξε δήλωση ή δράση της που να μην είδε το φως της δημοσιότητας: από τις επιθέσεις και απειλές κατά πολιτικών και δημοσιογράφων ή τα χαστούκια κατά βουλευτών σε απευθείας μετάδοσης ως τις «περιπολίες» και τα πογκρόμ κατά των μεταναστών. Από τα επεισόδια στη Βουλή και τις φασιστικές δηλώσεις για «υπανθρώπους» ή την προτροπή «έξω οι λαθρομετανάστες από νοσοκομεία και παιδικούς σταθμούς» ως την καπηλεία της δολοφονίας του Λαζανά και των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών στη δημιουργία κέντρων κράτησης. Από τους ναζιστικούς χαιρετισμούς και τις ρατσιστικές διανομές τροφίμων, αιμοδοσίες και γραφεία ευρέσεως εργασίας «μόνο για Έλληνες» ως τα τάγματα εφόδου στο στρατόπεδο της Κορίνθου και τις λαϊκές αγορές. Από την επερώτηση που οδήγησε στη σύλληψη του δημιουργού του «Γέροντα Παστίτσιου» και την παράσταση σκοταδισμού στο Χυτήριο ως τις σχέσεις με την αστυνομία και την Κου Κλουξ Κλαν.
Συγχρόνως δεκάδες πορτρέτα των στελεχών και βουλευτών της έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, συχνά δίχως να έχουν να προσθέσουν τίποτε καινούριο, απλώς επαναλαμβάνοντας τα ίδια, τόσο που κάποιες φορές θύμιζε μια άμιλλα ανάμεσα σε εφημερίδες για το ποια θα έχει μεγαλύτερα αφιερώματα. Έτσι, πέτυχε να κυριαρχήσει στην ειδησεογραφία και να επιβάλει μια πρωτοφανή κλιμάκωση της μιντιακής «προβολής» της.

Αυτή η προβολή ενισχύθηκε από τη συστηματική προσπάθεια «ξεπλύματος» της εικόνας τους ως βίαιων ρατσιστών νεοναζί από συγκεκριμένη εφημερίδα, που αποδύθηκε σε μια εκστρατεία ωραιοποίησης της Χρυσής Αυγής. Διαθέτοντας προνομιακό δίαυλο επικοινωνίας με την οργάνωση, πρόσφερε γόνιμο βήμα στα στελέχη της για να «μεταφέρουν το μήνυμά» της και της έδωσε συχνά εύσημα για τις «πολιτικές» της θέσεις, γελοιοποιώντας τις κατηγορίες για ρατσιστική και βίαιη δράση. Είναι αυτή που έστησε  το περίφημο ρεπορτάζ με χρυσαυγίτες που δήθεν πηγαίνουν γιαγιάδες στις τράπεζες, παρουσιάζοντάς τους σαν «προσκοπάκια που κάνουν το καλό», ενώ όπως κατέδειξε ο Δ. Ψαρράς στο Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, η ανυπεράσπιστη γιαγιά δεν ήταν παρά η μητέρα επιφανούς μέλους της Χρυσής Αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα. Επίσης, είναι αυτή που ανέδειξε την καθημερινότητά τους με στοιχεία life style, παρουσιάζοντας τους χρυσαυγίτες ως «ακίνδυνους και παρεξηγημένους» καλούς οικογενειάρχες, ευαίσθητους συζύγους και ευσεβείς φιλάνθρωπους (αποκλειστικά προς Έλληνες) πολίτες με. πολλαπλά ενδιαφέροντα και πνευματικές ανησυχίες: Από τον «ρομαντισμό» του Ν. Μιχαλολιάκου και την «τρυφερότητα» του Η. Παναγιώταρου ως συζύγων μέχρι την περήφανη για τον μπαμπά της ψυχολόγο κόρη του αρχηγού ή το σχεδιαστή του δαχτυλιδιού της Ε. Ζαρούλια. Και, από την αγάπη του Η. Κασιδιάρη για το ταγκό, του Κ. Μπαρμπαρούση για το τσάμικο και του «διανοούμενου» Χρ. Παππά για τους τενόρους ως τα «όμορφα κορίτσια της Χρυσής Αυγής με το κοινωφελές έργο».

Με εξαίρεση αυτή την εφημερίδα, τα δημοσιεύματα και γενικότερα η στάση του Τύπου απέναντι στο «φαινόμενο Χρυσή Αυγή» υπήρξε άμεσα καταγγελτική, επιθετική απέναντι σε αυτό το φασισμό τον επενδεδυμένο με το μανδύα του κοινοβουλευτισμού και συχνά με γλώσσα αιχμηρή και δίχως περιστροφές για τη μισαλλόδοξη ιδεολογία της. Όλα αυτά στοίχισαν σε μια δημοσιογράφο μήνυση και σε άλλη άμεση απειλή κατά της ζωής της.
Παράλληλα όμως με τα δημοσιεύματα για τη Χρυσή Αυγή, όλο αυτό το διάστημα δεν πέρασε σχεδόν ημέρα που να μη δημοσιεύτηκε σε κάθε εφημερίδα τουλάχιστον ένα κείμενο σχετικό με τους μετανάστες, στην συντριπτική πλειοψηφία τους με αρνητικά πρόσημα και με το αίσθημα της απειλής από την παρουσία τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο πιο προκλητική γινόταν η Χρυσή Αυγή τόσο πιο καταγγελτικός γινόταν ο λόγος εναντίον της, αλλά και τόσο πιο έντονη ήταν η παράθεση των «δραματικών συνεπειών» από την παρουσία μεταναστών στη χώρα, με συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα. Πολλές αναλύσεις για την άνοδο της Χρυσής Αυγής περιλάμβαναν προτάσεις όπως «επωάστηκε σε συνοικίες έντονα υποβαθμισμένες από την μαζική και ανεξέλεγκτη παρουσία λαθρομεταναστών» και μιλούσαν για «τις γειτονιές όπου μετακόμισε η ανασφάλεια», για «τα όρια της ανοχής των κατοίκων», για την «όχληση που προκαλεί η αθρόα συγκέντρωσή τους συμβάλλοντας στην αύξηση της εγκληματικότητας», κλπ.

Έτσι, σημαντική μερίδα των δημοσιευμάτων υιοθέτησε τις αιτιάσεις της ρητορικής της Χρυσής Αυγής, που θέλει τους μετανάστες υπεύθυνους για όλα τα δεινά του τόπου, απορρίπτοντας συγχρόνως μετά βδελυγμίας τον βίαιο τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να επιβάλλει «λύσεις». Αλλά, όπως συνέβη και στην πολιτική σκηνή, «παίζοντας» στο προνομιακό της πεδίο, κάθε άλλο παρά την έπληξαν.
Στην πραγματικότητα, η Χρυσή Αυγή έγινε βαρόμετρο της ικανότητας και των ΜΜΕ να αντιμετωπίσουν τα πολύπλοκα προβλήματα που προκύπτουν από το μεταναστευτικό με ψυχραιμία και σεβασμό στα δικαιώματα. Δοκίμασε τα δημοκρατικά τους ανακλαστικά και ευαισθησίες. Και, άνοιξε το διάλογο όχι μόνο για το αν θα πρέπει να απαγορευτεί ως οργάνωση ή να ποινικοποιηθεί η εγκληματική της δράση, αλλά και για το αν συμβάλει στην αντιμετώπιση της νεοναζιστικής απειλής η υπερέκθεσή της και ο κατακλυσμός των μίντια με τη μισαλλοδοξία της.

Πριν από τις εκλογές του Μαΐου, αναλύοντας τη δημοσκοπική άνοδο της Χρυσής Αυγής, αρκετά άρθρα γνώμης υποστήριξαν ότι το ιδιότυπο εμπάργκο που είχαν επιβάλει τα περισσότερα ΜΜΕ στους εκπροσώπους της την ενίσχυσε, συμβάλλοντας στο να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις ως «προστάτης των αναξιοπαθούντων κατοίκων του κέντρου» και να συγκαλυφθεί το φασιστικό της πρόσωπο. Κάποιοι μάλιστα τόνιζαν ότι «προτιμώ τη Χρυσή Αυγή στο φως της ημέρας παρά στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου φοβερίζοντας απελπισμένους». Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου, οι πρώην «αποκλεισμένοι» απέκτησαν λόγο και τα χαστούκια του Η. Κασιδιάρη στην βουλευτή Λ. Κανέλλη σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση αναπαράχθηκαν εκατοντάδες φορές -σαν προς εμπέδωση διαφημιστικό μήνυμα- παράλληλα με δεκάδες κείμενα που έγραφαν ότι το «σοκ θα μείνει ανεξίτηλο», «πλέον οι ψηφοφόροι δεν έχουν το άλλοθι της άγνοιας», »τώρα πια καταδείχθηκε στους πολίτες τι πραγματικά είναι η Χρυσή Αυγή». Οι καταγγελίες και οι αποκαλύψεις δεν άλλαξαν το εκλογικό τηςαποτέλεσμα.

Ο Η. Παναγιώταρος, μετά τα επεισόδια στο θέατρο Χυτήριο, που πάλι έγιναν τηλεοπτικό υπερθέαμα και απασχόλησαν επί ημέρες τις εφημερίδες, δήλωνε αποκαλυπτικά περιχαρής: «Ευχαριστούμε όλους αυτούς τους ανθέλληνες που έκαναν να ανέβει τόσο η Χρυσή Αυγή και να μιλάει όλη η Ελλάδα για εμάς». Προκαλώντας το ενδιαφέρον των μίντια με τις συνεχείς προκλήσεις της, τα καταφέρνει. Γιατί η Χρυσή Αυγή γνωρίζει πράγματι πολύ καλά το επικοινωνιακό παιχνίδι και πολύ μεθοδικά επεξεργάζεται στρατηγικές για να παραμένει στην επικαιρότητα. Δεν την ενδιαφέρει να καταγγελθεί ως φασιστική, γιατί έχει έτοιμα και καλά μελετημένες απλοϊκές «απαντήσεις» που απευθύνονται στα πρωτόγονα ένστικτα και τις ανορθολογικές ορμές. Άλλωστε στο δίλημμα είχε απαντήσει, όπως έχει εντρυφήσει σχολαστικά η οργάνωση, ο Χίτλερ στο Ο Αγών μου: «Δεν έχει σημασία αν μιλάνε για σένα για καλό ή για κακό, σημασία έχει να μιλάνε».

Και σε αυτό ο ρόλος του Τύπου μπορεί να είναι καταλυτικός είτε ενισχύοντας είτε αποδομώντας αυτή τη στρατηγική, όπως επισήμανε ένα άρθρο του Γιώργου Λακόπουλου: «Η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση είναι η απαξία. Αυτό που τους τρέφει δεν είναι οι ιδέες τους, ούτε οι απόψεις τους, ούτε βεβαίως το στυλάκι ". και δέρνω". Είναι η διαρκής μετακίνησή τους στο κέντρο της δημόσιας προσοχής δια της αποδοκιμασίας τους από τους υπολοίπους. Σε περιόδους κρίσης, οι ακρότητες και οι παραβατικές συμπεριφορές μπορούν να θεωρηθούν προτερήματα από ορισμένους. Και αντί να εκθέτουν κάποιον στην κοινωνία, να τον ενισχύουν. Συνεπώς: μην ασχολείστε!»

Της Χριστίνας Πάντζου

Δεν υπάρχουν σχόλια: